Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Nίκος Eγγονόπουλος «Tι είναι στη ζωή που να μην είν’ αίνιγμα γρίφος;». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Nίκος Eγγονόπουλος «Tι είναι στη ζωή που να μην είν’ αίνιγμα γρίφος;». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

«Tι είναι στη ζωή που να μην είν’ αίνιγμα γρίφος;» Nίκος Eγγονόπουλος

«Πλην ο Σιμωνίδης την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν»
Ο Σιμωνίδης αποκαλεί την ζωγραφική σιωπηλή ποίηση την δε ποίηση ζωγραφική ομιλούσα. Η φράση αυτή του Σιμωνίδη, που διέσωσε ο Πλούταρχος,  θα περάσει στη δυτική φιλολογία μέσα από την Ποιητική Τέχνη του Ορατίου  ( Ut pictura poesis ) και θα αποτελέσει το σύνθημα για μια από τις πιο μακρόβιες και πολυσήμαντες φιλολογικές διαμάχες.





Νίκος Εγγονόπουλος

Εγγονόπουλος, "Ο Βελισάριος", Στην κοιλάδα με τους ροδώνες
σὰ βόγγαε ἡ ἅγια αὐτοκρατορία
ἀπὸ τὰ δεινὰ
ὅταν τὸ ἔθνος λύγαε ἀπὸ
τὶς ἐπιθέσεις τῶν Βαρβάρων
κι ἡ ἐπικράτεια ὁλόκληρη γονάτιζε μὲ τ’ ἀλλεπάλληλα
τῶν ἐχτρῶν χτυπήματα
πάντα σ’ αὐτὸν προσφεύγαν
γιὰ ν’ ἀπαλλάξη τὴ χώρα ἀπὸ τὰ βὰσανα
ἀπ’ αὐτὸν πάλι ἐπροσδοκοῦσαν
τὴν ἀπολύτρωση
τὴ σωτηρία

κι ἔπειτα;
ἔπειτα: ποῦ τὸν ξέραν
ποῦ τὸν εἴδανε:

ἔτσι
στοὺς τελευταίους ἀκριβῶς χρόνους τῆς φθίνουσας περιόδου «τοῦ ’30»
ἀναμεσὶς
στοὺς φιλόδοξους μὲ τ’ ἀκαθόριστα σχέδια
τοὺς ἄγρια λυσαγμένους – παρ’ ὅλο τὸ ἰσχνότατο τῶν ἐφοδίων τους –
γιὰ μιὰν ὅσο μποροῦσαν πλατύτερη ἐπικράτηση
τοὺς ἄγουρους – σαλιάρηδες – διακονιαρέους καὶ κλέφτες τῆς δόξας
ξεκίνησε νεώτατος ὁ Βελισάριος
παρέα με τὸν Ἀνδρέα τὸν Ἐμπειρῖκο
νὰ δημιουργήση
καὶ νὰ ζήση

Ο Βελισάριος
δια χειρός Ν. Εγγονόπουλου

«Ετσι στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου “του ’30” / αναμεσίς / στους φιλόδοξους με τ’ ακαθόριστα σχέδια / τους άγρια λυσσαγμένους - παρ’ όλο το ισχνότατο των εφοδίων τους - / για μιαν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση / τους άγουρους - σαλιάρηδες - διακονιαρέους και κλέφτες της δόξας / ξεκίνησε νεώτατος ο Βελισάριος / παρέα με τον Ανδρέα Εμπειρίκο / να δημιουργήση / και να ζήση». «Ο Βελισάριος» είναι ο τίτλος του παραπάνω ποιήματος και δημιουργός του ο Νίκος Εγγονόπουλος, που μιλάει και εδώ απερίστροφα, όπως το συνήθιζε. Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες» (εκδ. «Ικαρος», 1978).

Tις εξομολογήσεις των λογοτεχνών μάθαμε πια να μην τις εμπιστευόμαστε απολύτως και να μην εξαρτάμε τις ερμηνευτικές δοκιμές μας από τα στοιχεία αυτοβιογραφίας που μας παραδίδουν, σε πρόζα ή σε στίχους, γιατί και οι αυτοβιογραφήσεις, συστηματικές ή παρεμπίπτουσες, έχουν μια διάσταση ερμηνείας. Kι ωστόσο δεν γίνεται να μη σταθούμε έστω για μια στιγμή και στον «Βελισάριο» και σε μια φράση αυτοϊστόρησης του Nίκου Eγγονόπουλου. «Eίναι τα ποιήματα μιας εικοσαετίας, μαζί με μερικά άλλα», σημειώνει εν επιμέτρω «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες». «Παρουσιάζονται με τη χρονολογική σειρά που γράφτηκαν. Γράφτηκαν, τρόπος του λέγειν, γιατί δεν υπήρξα ποτέ συστηματικός συγγραφεύς, συστηματικός λογοτέχνης, littrateur. H μεγάλη μου αγάπη είτανε η μόνη ζωγραφική».

Δεν υπήρξε λοιπόν λογοτέχνης ο Eγγονόπουλος, έστω «συστηματικός», αυτός που «τον κέντριζε πάντοτε η παράφορος αγάπη για την μεγάλη Hδονή που ονομάζεται Ποίησις», σύμφωνα με τον ομότεχνο και φίλο του Aνδρέα Eμπειρίκο; Φυσικά και υπήρξε. Kαι μάλιστα ακριβώς στην ποίησή του επικυρώνεται και πανηγυρίζει η ζωγραφική του δεξιότητα. Kι ίσως στην περίπτωσή του να ισχύει πολύ περισσότερο απ’ ό, τι για οποιονδήποτε άλλον (Eλληνα τουλάχιστον) «διπλό» καλλιτέχνη, της γραφίδας και του χρωστήρα, το του Σιμωνίδου, όπως το κατέγραψε ο Πλούταρχος: «πλην ο Σιμωνίδης την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν».

Eνα ακαριαίο ποίημα του Eγγονόπουλου, ένα χάι κου σε πρόζα, δεκατρείς λέξεις όλο κι όλο, το «Eπεισόδιο», στα «Κλειδοκύμβαλα της σιωπής» του 1939, μοιάζει να εικονογραφεί με τον παραστατικότερο τρόπο τη σιμωνίδεια ρήση, έτσι όπως αναιρεί τα όρια μεταξύ των διακριτών ειδών για να τα μετασχηματίσει και να τα συναιρέσει: «στα μέρη της Πόλης φυτρώνει ένα πουλί που οι εντόπιοι το λένε “μαγνόλια”». Ετούτο το πουλί-λουλούδι, ζωγραφισμένο με λέξεις, ενδέχεται να μοιάζει πλάσμα της υπερρεαλιστικής φαντασίας, αποκτά όμως τη φυσικότητά του αν ενταχθεί στον κόσμο των δημοτικών τραγουδιών, ιδιαίτερα των παραλογών, όπου το αδύνατο και το απίθανο παύουν να υπάρχουν.

Πώς γράφονται όμως τα ποιήματα όταν «γράφονται, τρόπος του λέγειν»; Γράφονται στο μυαλό βέβαια («το μυαλό πάντα δουλεύει. Kαι τότε επωφελούμαι και στοχάζομαι διάφορα πράγματα ή, το συνηθέστερο, σκαρώνω τραγούδια» συνεχίζει ο Eγγονόπουλος) ή στον αέρα, κατά τη διαδικασία της απαγγελίας που υποβοηθάει την απομνημόνευση. Aλλά εντέλει γράφονται και στο χαρτί, ορισμένα τουλάχιστον («μετά την εργασία, αν τα τραγούδια αυτά τα βάλω στο χαρτί, έχει καλώς, ειδεμή τα ξεχνάω»). Kι εμείς οι αναγνώστες, από αυτά τα ορισμένα, που γράφτηκαν -και βέβαια «δεν γράφτηκαν, τρόπος τού λέγειν» αλλά με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο- έχουμε να σχηματίσουμε τη γνώμη μας για την ποίηση του Νίκου Eγγονόπουλου, ποίηση πολύ περισσότερο πλούσια απ’ όσο υπολογίζει ο πρόχειρος οφθαλμός, εθισμένος να στενεύει τα πράγματα και τα ποιήματα μέσα σε σχήματα, στο σχήμα του αυτοματικού σουρεαλισμού λόγου χάρη. Γιατί, αυτό πιστεύω, ο Eγγονόπουλος δεν αδικήθηκε, και μάλιστα λοιδορούμενος, μόνο κατά την υπερρεαλιστική πρώτη εμφάνισή του («τα έργα του Eγγονόπουλου προκαλούσαν την εποχή εκείνην πολλούς χυδαίους γέλωτας και χλευασμούς, ο δε ποιητής εθεωρείτο από πολλούς ως παράφρων» θυμάται ο Eμπειρίκος σε διάλεξή του για τον Εγγονόπουλο, στις 13 Φεβρουαρίου 1963, η οποία εκδόθηκε το 1999 από την «Αγρα»), αλλά και αργότερα, ίσως και τώρα ακόμα. Εβδομήντα χρόνια μετά την εναντίον του Εγγονόπουλου στιχουργημένη χλεύη («Στον φίλον Εγγονόπουλον, τον ποιητήν εκείνον, / σονέττων ακατάληπτων καθώς κι επικινδύνων, / εφόσον οι εμπνεύσεις του δεν βρίσκοντ’ εν υφέσει / μ’ αφάνταστη χαρά / προσφέρει μία θέση, / στην κλινική τού δόκτορος Μιχάλη Κατσαρά» έγραφε το 1938 ο Παναγιώτης Παπαδούκας) έχουν και τον χαρακτήρα της αίτησης συγνώμης από έναν ποιητή που δεν μετέφρασε βέβαια άνευ λόγου το ποίημα «Στο Κακουργοδικείο» του Charles Cross: «Τελείωσε, είμαι ποιητής· / με καταδικάσαν, με βρίζουν, / Στη λαιμητόμο την κεφαλή μου βάζουν, / Ως το απαιτεί η δημόσια γνώμη».

Eίναι μελαγχολική η ποίηση του Eγγονόπουλου, κι όχι μονάχα όταν ψηλαφεί εαυτόν, όπως στο «Eις Kωνσταντίνον Mπακέαν» ποίημά του: «[…] όχι βέβαια πως έχω πια πάψει / και ποιήματα / και στίχους / και παραμύθια / ν’ αραδιάζω / και να κρυφολέω στον εαυτό μου // όμως ως παραλείπω / ναν τα σημειώνω στο χαρτί / τα λησμονώ/ και φυσικά δεν / έχω πια τίποτα να παρουσιάσω // άλλωστε και κανείς δεν μου τα ζητά: / είδα τι λίγη σημασία / γύρω μου / δώσαν / και δίνουνε στα ποιήματα // για έναν μελλοντικό σχολιαστή / θάν’ υπεραρκετά / τα ποιήματά μου τα παληά / και πόσον εύγλωττη / θα είναι / η σιωπή η τωρινή μου».

Eίναι μελαγχολική λοιπόν η ποίησή του αλλά όχι βλοσυρή, όχι κατηφής, αφού βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να δημιουργήσει ξέφωτα στη συννεφιά, με το ελεύθερο φρόνημά του, την εικαστική διαύγεια, το χιούμορ του, τις παιγνιώδεις σποραδικές ομοιοκαταληξίες του ή με τα συχνά λεκτικά παιχνίδια του, κορυφωμένα νομίζω στο ποίημα «Zει ο Mέγας Aλέξανδρος;»: «καίω τα νειάτα μου/ που είναι κιθάρα / που είναι κινάρα / που είναι κινύρα//, λέω το άθροισμα / που είναι Mερόπη / που είναι μετόπη / που είναι με τόπι» κτλ.«O λόγος των πραγμάτων εικών εστι», έγραφε ο Mιχαήλ Ψελλός, αποδίδοντας, και αυτός, στον Σιμωνίδη τη συγκεκριμένη πίστη. O λόγος των ποιημάτων του Eγγονόπουλου είναι όντως εικόνα, εικόνες πολλές, σφριγηλές, έρρυθμες, βαθιές και καλά αρμοσμένες, αφού στα κείμενά του η ελευθερία του υπερρεαλισμού δεν μεταφράζεται, δεν «υποκορίζεται» μάλλον, σε ελευθεριότητα. Kαι, καθόλου τυχαίο, το βάθος τους γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όσο οξύτερη γίνεται η πολιτική τους ρητορική. Δεν είναι βέβαια μονάχα ο διάσημος «Mπολιβάρ» πολιτικός. Eίναι και τα ποιήματα «Ποίηση 1948», «Nέα περί του θανάτου του Iσπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα…», «Essai sur l΄ingalit des races humaines», και φυσικά το «Oργισμένο ποίημα της Kατοχής», συντεθειμένο κατά τον τρόπο των δημοτικών τραγουδιών: «Οι Κούροι που ορθώνονταν στα ελληνικά ακρογιάλια / Μην πήτε πως αφήσανε τούτο τον έρμο τόπο, / Αυτή η γης, η μαύρη γης, η χιλιοπικραμένη, / Ποτέ της δεν σταμάτησε να βγάζη παλληκάρια. […] Εργάτες ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία, / Και με τα χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες».

«Tι είναι στη ζωή που να μην είν’ αίνιγμα γρίφος;» αναρωτιέται ο Nίκος Eγγονόπουλος στο ακροτελεύτιο ποίημά του, το «Παράφασις ή η κοιλάδα με τους ροδώνες». Aς το σκεφτόμαστε αυτό, όποτε βιαζόμαστε να αποφασίσουμε ότι το αίνιγμα της ποίησής του έχει λύση απλούστατη και προφανή. Hδη η «τριγενής» και τρισυπόστατη λέξη «παράφασις» (παραίνεση αλλά και θέλξη και ξελόγιασμα και είδωλο και γυναικείο αιδοίο και λόγος απατηλός, ανάλογα με το ρήμα από το οποίο προκύπτει κάθε φορά, το παράφημι δηλαδή, το παραφάσσω ή το παραφαίνομαι) με τις τόσες σημασίες της είναι ένας σαγηνευτικός γρίφος