Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν
Στους νέους ποιητές
Φίλοι καλοί, μπορεί κ' η τέχνη μας
να ωριμάζει για καιρό όπως κ' η νιότη
πριν υψωθεί στην ηρεμία της ομορφιάς.
Μόνο να είστε ευσεβείς, όπως οι Έλληνες.
Να αγαπάτε λέω τους θεούς
Και με συμπόνια τους θνητούς να συλλογιέστε.
Το θόρυβο αποφύγετε, όπως την παγωνιά.
Περιγραφές,
διδάγματα ηθικά, μην κάνετε.
Κι αν σας φοβίζει ο δάσκαλος, ζητήστε
απ' τη Μεγάλη Φύση συμβουλή.
Άρτος και Οίνος
Μακάρια Ελλάδα. Σπίτι εσύ των Ουρανίων. Είν' αλήθεια
αυτό που ακούσαμε λοιπόν σ' άλλους καιρούς, στα πρώτα νιάτα μας;
Δώμα γιορτής: Πάτωμα ή θάλασσα. τραπέζια τα βουνά,
αληθινά χτισμένο για μια χρήση μόνο πριν από το χρόνο.
Μά που 'ναι οι θρόνοι; Οι ναοί; Που 'ναι οι κούπες με το νέκταρ;
Πού το τραγούδι για την τέρψη των θεών; Που λάμπουν πια
τα λόγια του θεού, όταν κοιμούνται οι Δελφοί; και που ηχεί
το μέγα πεπρωμένο; Που λοιπόν;
Το αστραπιαίο πεπρωμένο που ξεσπά
γεμάτο πανταχού παρούσα τύχη
μέσα απ' τον ευφρόσυνον αγέρα, μπρος στα μάτια
βροντώντας:
"Ω Πατέρα
Αιθέρα" κράζαν κ' η κραυγή
από τη μια γλώσσα στην άλλη εκυμάτιζε
πολλαπλασιασμένη. Και κανείς
δεν άντεχε μονάχος τη ζωή. Τέτοιο αγαθό
ευφραίνει μόνο με τους άλλους μοιρασμένο,
τότε μονάχα γίνεται γιορτή.
***
Μα φίλε μου αργήσαμε πολύ. Να οι θεοί,
ζουν, όμως πάνω από μας, σ' άλλονε κόσμο.
Ατελείωτα ενεργούν εκεί και μοιάζουν πως
ελάχιστα προσέχουν τις υπάρξεις μας.
Κι αυτό το κάνουν από ευσπλάχνιση για μας
να τους χωρέσουν τόσο αδύνατα δοχεία
όπως οι άνθρωποι. Ελάχιστες φορές
μπορεί ν' αντέξει ο άνθρωπος τη θεία αφθονία.
Ναι...
Βροντώντας θα επιστρέψουν...
Μα ως τότε,
καμμιά φορά μου φαίνεται πως είναι
πιο λογικό να κοιμηθώ, παρά να είμαι,
έτσι δίχως συντρόφους, περιμένοντας.
Κι ως τότε τι να κάνω ή τι να πω;
Και άλλωστε προς τι
να είμαι ποιητής σε τόσο μίζερο καιρό;
Μετάφραση: Γιάννης Υφαντής
"Ο κήπος της Ποίησης" Εκδόσεις: Πατάκη
Η αποδημία
Εκεί πέρα στις όχθες, κάτω απ' τα δέντρα
της Ιωνίας, στις πεδιάδες του Καΰστρου,
όπου γερανοί αγάλλονται εις τον αιθέρα
Και περικλείονται από βουνά που θαμποφέγγουν μακριά.
Για τα νησιά, που είναι στεφανωμένα με αμπέλια,
Και αντηχούν ολόκληρα απ' το τραγούδι και άλλοι κατοικούσαν
Στον Ταΰγετο, στον δοξασμένο Υμηττό,
Που ανθίσαν τελευταίοι. ωστόσο από
Την πηγή του Παρνασσού μέχρι του Τμώλου
Τα ρυάκια τα χρυσοστεφανωμένα αντήχησε
Αιώνιο τραγούδι. έτσι εθρόισαν
Τότε τα δάση κι όλες μαζί
Οι μουσικές των εγχόρδων
Γιατί τις άγγιζε η ουρανία γλυκύτης.
Ω χώρα του Ομήρου!
Κάτω από την πορφυρένια κερασιά ή όταν
Σταλμένα από σένα στο αμπέλι προς χάριν μου
Τα νεαρά ροδάκινα ωριμάζουν,
Και το χελιδόνι φτάνει από μακρυά και πλειστά όσα αφηγείται
Χτίζοντας το σπίτι του στους τοίχους μου,
Τις μέρες του Μαΐου, και κάτω από τ' άστρα
Εσένα ενθυμούμαι Ω, Ιωνία! όμως για τους ανθρώπους
Είναι παρόν ευχάριστο. Γι' αυτό ήρθα
Να σας δω, εσάς νησιά, κι εσάς
Ω, εκβολές των ποταμών, Ω, δώματα της Θέτιδος,
κι ακόμη εσάς Ω, δάση, κι Ω, σύννεφα της Ίδης!
Κι όμως δεν σκέφτομαι να μείνω.
Άφιλη κι ακατάδεχτη
Είναι η κλειστή μητέρα που της ξέφυγα.
Από τους γιούς της ένας, ο Ρήνος,
θέλησε με βία να ορμήσει στην καρδιά της κι εξαφανίστηκε
Μακριά, κανείς δεν ξέρει που, ριγμένος.
Όμως εγώ δεν θα 'θελα να φύγω από κοντά της,
Και μόνο για να σας προσκαλέσω
Ήρθα σ' εσάς, Χάριτες της Ελλάδος,
Σ' εσάς, Ω, κόρες τ' ουρανού,
Για να 'ρθετε, αν το ταξίδι δεν είναι τόσο μακρινό,
Σ' εμάς, Ω, αγαπημένες!
Εκεί πέρα στις όχθες, κάτω απ' τα δέντρα
της Ιωνίας, στις πεδιάδες του Καΰστρου,
όπου γερανοί αγάλλονται εις τον αιθέρα
Και περικλείονται από βουνά που θαμποφέγγουν μακριά.
Για τα νησιά, που είναι στεφανωμένα με αμπέλια,
Και αντηχούν ολόκληρα απ' το τραγούδι και άλλοι κατοικούσαν
Στον Ταΰγετο, στον δοξασμένο Υμηττό,
Που ανθίσαν τελευταίοι. ωστόσο από
Την πηγή του Παρνασσού μέχρι του Τμώλου
Τα ρυάκια τα χρυσοστεφανωμένα αντήχησε
Αιώνιο τραγούδι. έτσι εθρόισαν
Τότε τα δάση κι όλες μαζί
Οι μουσικές των εγχόρδων
Γιατί τις άγγιζε η ουρανία γλυκύτης.
Ω χώρα του Ομήρου!
Κάτω από την πορφυρένια κερασιά ή όταν
Σταλμένα από σένα στο αμπέλι προς χάριν μου
Τα νεαρά ροδάκινα ωριμάζουν,
Και το χελιδόνι φτάνει από μακρυά και πλειστά όσα αφηγείται
Χτίζοντας το σπίτι του στους τοίχους μου,
Τις μέρες του Μαΐου, και κάτω από τ' άστρα
Εσένα ενθυμούμαι Ω, Ιωνία! όμως για τους ανθρώπους
Είναι παρόν ευχάριστο. Γι' αυτό ήρθα
Να σας δω, εσάς νησιά, κι εσάς
Ω, εκβολές των ποταμών, Ω, δώματα της Θέτιδος,
κι ακόμη εσάς Ω, δάση, κι Ω, σύννεφα της Ίδης!
Κι όμως δεν σκέφτομαι να μείνω.
Άφιλη κι ακατάδεχτη
Είναι η κλειστή μητέρα που της ξέφυγα.
Από τους γιούς της ένας, ο Ρήνος,
θέλησε με βία να ορμήσει στην καρδιά της κι εξαφανίστηκε
Μακριά, κανείς δεν ξέρει που, ριγμένος.
Όμως εγώ δεν θα 'θελα να φύγω από κοντά της,
Και μόνο για να σας προσκαλέσω
Ήρθα σ' εσάς, Χάριτες της Ελλάδος,
Σ' εσάς, Ω, κόρες τ' ουρανού,
Για να 'ρθετε, αν το ταξίδι δεν είναι τόσο μακρινό,
Σ' εμάς, Ω, αγαπημένες!
Το Αρχιπέλαγος
Αποσπάσματα
Αποσπάσματα
Γυρίζουν άραγε οι γερανοί πάλι σ' εσένα, κι αναζητούν
Πάλι το δρόμο για τις όχθες σου τα πλοία; άραγε περιβάλλουν περιπόθητοι
Άνεμοι για σε με την πνοή τους την ήσυχη παλίρροια, και λιάζει το δελφίνι,
Από τα βάθη ξεπηδώντας, τη ράχη του στο νέο φως;
Ανθίζει μήπως η Ιωνία; μήπως ήρθε η ώρα; γιατί πάντα την άνοιξη,
Όταν των ζωντανών ανανεώνεται η καρδιά κι η πρώτη
Αγάπη τον άνθρωπο αφυπνίζει κι η μνήμη εποχών χρυσών,
Τότε έρχομαι σε σένα και χαιρετώ σε μέσα στη σιωπή σου, ω γέρων !
Πάντα κραταιός! εσύ ακόμη υπάρχεις και αναπαύεσαι στον ίσκιο
Των βουνών σου, όπως και άλλοτε.
με μπράτσα νεανικά ακόμη αγκαλιάζεις
Τη θελκτική σου χώρα, κι από τις θυγατέρες σου, ω πατέρα!
Τις νήσους σου, τις ανθισμένες, καμία ακόμη δεν εχάθη.
Η Κρήτη στέκεται κι η Σαλαμίς χλοάζει, μέσα στη θαμπή λάμψη της δάφνης,
Και περιβεβλημένη ακτινοβόλο στέφανο, υψώνει την ώρα της ανατολής
Η Δήλος την ενθουσιώδη κεφαλή, και η Τήνος και η Χίος
Από τους πορφυρούς καρπούς διαθέτουν αρκετούς, από τους μεθυσμένους λόφους
Αναβλύζει το κύπριο ποτό κι από την Καλαβρία χύνονται
Όπως και τότε, ρυάκια αργυρά, στα αρχαία ύδατα του πατέρα.
Όλες ακόμα ζουν, οι των ηρώων μητέρες, οι νήσοι,
Ανθίζοντας από χρόνο σε χρόνο, κι όταν κάποιες στιγμές, από την άβυσσο.
[........]
Η Κρήτη στέκεται κι η Σαλαμίς χλοάζει, μέσα στη θαμπή λάμψη της δάφνης,
Και περιβεβλημένη ακτινοβόλο στέφανο, υψώνει την ώρα της ανατολής
Η Δήλος την ενθουσιώδη κεφαλή, και η Τήνος και η Χίος
Από τους πορφυρούς καρπούς διαθέτουν αρκετούς, από τους μεθυσμένους λόφους
Αναβλύζει το κύπριο ποτό κι από την Καλαβρία χύνονται
Όπως και τότε, ρυάκια αργυρά, στα αρχαία ύδατα του πατέρα.
Όλες ακόμα ζουν, οι των ηρώων μητέρες, οι νήσοι,
Ανθίζοντας από χρόνο σε χρόνο, κι όταν κάποιες στιγμές, από την άβυσσο.
[........]
Πες, που είναι η Αθήνα; μήπως πάνω απ' τις τεφροδόχους των δασκάλων
Η πόλη σου, η αγαπημένη, εδώ στις ιερές σου όχθες,
Ω περίλυπε θεέ! βούλιαξε ολόκληρη μέσα στις στάχτες,
Ή μήπως υπάρχει ακόμη κάποιο σημάδι απ' αυτήν, έτσι που ο ναύτης
Από κει περαστικός τη μνημονεύει και την ενθυμείται;
Άραγε δεν ορθώνονταν εκεί στα ύψη οι στήλες, δεν άστραφταν
Άλλοτε εκεί ψηλά από τη στέγη της ακρόπολης των ουρανίων οι μορφές;
Διότι του Δαιμονίου ο εχθρός, ο Πέρσης, που πολλά εξουσιάζει,
Επί έτη πολλά ήδη μετρούσε των όπλων του το πλήθος και των στρατιωτών,
Περιγελώντας την ελληνίδα χώρα με τα λίγοστά νησιά της,
Και στον εξουσιαστή φαινόταν σαν παιχνίδι, κι ακόμη έμοιαζε σαν όνειρο
Γι αυτόν ο αλληλέγγυος λαός, ο οπλισμένος από των θεών το πνεύμα.
[....]
Και μελέτησα τους μύθους σας, για να 'ναι η ψυχή μου πάντα λυπημένη
Και να γλιστρήσει πριν την ώρα της κάτω εκεί, όπου υπάρχουν οι σκιές σας;
Όμως πλησιέστερα σε σας, εκεί που τα ιερά σας άλση ακόμη πρασινίζουν,
[....]
Θέλω εγώ, με άσμα ευσεβές να σας πραΰνω, ω ιερές σκιές!
Μέχρι να συνηθίσει ολότελα ολότελα η ψυχή μου μ' εσάς μαζί να συνυπάρχει.
Και τότε ο πλέον μυημένος πολλά θα σας ρωτήσει, ώ νεκροί εσείς!
Κι εσάς, ω ζωντανοί, εσάς, των ουρανών ω υψηλές δυνάμεις,
Όταν εσείς πάνω απ' τα επείπια με τα χρόνια θα διαβαίνετε,
Εσείς σε δρόμο ασφαλή! γιατί συχνά μια παραζάλη το στήθος μου Κάτω απ' τ' αστέρια κυριεύει, σαν άνεμος μακάβριος,
Έτσι που να γυρεύω συμβουλή, κι είναι πολύς καιρός που
της Δωδώνης τα άλση τα προφητικά πλέον δεν ομιλούν σε όσους αναζητούν παρηγοριά,
Σώπασε ο δελφικός θεός, έρημα και μοναχικά κείνται
Από καιρό τα μονοπάτια....
Frierich Holderlin
Μετάφραση: Στέλλα Νικολούδη
"Ελεγείες, Ύμνοι κι άλλα ποιήματα" εκδόσεις Άγρα
* Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν (Johann Christian Friedrich Hölderlin, 20 Μαρτίου 1770 - 7 Ιουνίου 1843) ήταν Γερμανός λυρικός ποιητής. Το έργο του γεφυρώνει την κλασική σχολή στη λογοτεχνία με τη ρομαντική.