Η δοκιμή μιας άλλης ανάγνωσης του κειμένου συνδέεται με την ανάγκη να αναδεικνύεται η αξία του έργου ως ποιοτική διαφορά: ως διαφορά που φαίνεται με την επίδραση που έχει το λογοτεχνικό έργο στη διαμόρφωση μιας άλλης συνείδησης ή στην ανάδυση μιας άλλης αντίληψης. Σε αυτό αποβλέπει και η περιεκτική παρουσίαση των εννοιών που ακολουθούν.
Ο λόγος κατ’ αρχάς περί Φαινομενολογίας. Ο όρος Φαινομενολογία πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη φιλοσοφία και σχετίζεται με την επιστήμη των καθαρών φαινομένων. Ως τέτοια επιστήμη, ηΦαινομενολογία υποστηρίζει ότι περικλείει τη δυνατότητα να φανερώνει την ουσία αυτού που πραγματικά βρίσκεται μέσα στο στοιχείο του Είναι. Έτσι μπορεί να προσφέρει τη βάση για τη θεμελίωση μιας αληθινά αξιόπιστης γνώσης. Παρουσιάστηκε ως μια θεωρία της ανθρώπινης συνείδησης και θέλησε να συνδεθεί με τη στροφή στη βεβαιότητα του συγκεκριμένου.
Σε μια κοινωνία που ο κόσμος είναι βαθιά αλλοτριωμένος και απόλυτα διχοτομημένος, το δε ανθρώπινο άτομο είναι βυθισμένο σε διαρκή σύγχυση και εναγώνια απομόνωση, η φαινομενολογία προσφέρει μια δυνατότητα γνώσης που στέκεται πάνω από τους αποκλεισμούς και τις μονομέρειες και ενεργοποιεί το ανθρώπινο υποκείμενο: η ουσία του κόσμου αντικρίζεται μέσα από αυτό που πρεσβεύει το ανθρώπινο Εγώ, μέσα από αυτό στο οποίο αποβλέπει η ανθρώπινη συνείδηση.
Αυτή τη θεμελιακή θέση της Φαινομενολογίας εκφράζει στον αιώνα μας ο Χούσερλ [Husserl]. Στο χώρο της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής επιτρέπει την εφαρμογή μιας μεθόδου που επικεντρώνει το ενδιαφέρον στη σχέση του λογοτεχνικού κειμένου με τη συνείδηση και στην εξέταση αυτής της σχέσης.
Έτσι προσφέρονται πολλαπλές δυνατότητες για να κατανοείται το λογοτεχνικό κείμενο ως αισθητικό αντικείμενο και να πραγματοποιείται επιστροφή στα ίδια τα νοήματα που αυτό εκφράζει έξω από λεκτικούς ακροβατισμούς και αναπόδεικτες απολυτοποιήσεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε γνώση και ερμηνεία πρέπει να εκφράζει όψεις της πραγματικότητας μέσα στην ατομική συνείδηση.
Εάν δεχτούμε τη θέση του Χέγκελ [Hegel] ότι πίσω από τη μελέτη των φαινομένων βρίσκεται μια καθολική γνώση των όντων, τότε μπορεί κανείς να γνωρίσει την πραγματικότητα που αντανακλά το λογοτεχνικό κείμενο μόνο, εάν συνδεθεί με τον εαυτό του ως υποκείμενο που βλέπει μέσα στο φαινόμενο τη δική του ατομική πλήρωση.
Ο Χάϊντεγκερ [Heidegger], από τη δική του πλευρά, επιχειρεί να υπερβεί την αντί-θεση υποκειμένου και κόσμου. Σκέπτεται την ανθρώπινη ύπαρξη σαν ένα διάλογο με τον κόσμο. Ορίζει την αφετηρία της ανθρώπινης γνώσης ως μια κατανόηση που προηγείται της συστηματικής σκέψης. Αυτό είναι δυνατόν, επειδή, προτού φτάσουμε σε μια συγκροτημένη ή συστηματική σκέψη, γινόμαστε ήδη κοινωνοί μιας δέσμης σιωπηρών υποθέσεων που έχουμε περισυλλέξει από την ανθρώπινη βιομέριμνα.
Στο επίπεδο της λογοτεχνίας η κατανόηση του λογοτεχνικού κειμένου δεν είναι κυρίως αυτό που κάνουμε, αλλά αυτό που αφήνουμε να συμβεί. Πρέπει να δώσουμε τον εαυτό μας στο νόημα και όχι να μένουμε στο μήνυμα του κειμένου. Πρέπει να είμαστε πάντα εκτεθειμένοι στην ανεξάντλητη αξία του και να το αφήνουμε να μας κυβερνά.
Η βαθύτερη αξία αυτής της φιλοσοφικής άποψης είναι ότι θεμελιώνει μια μετάβαση από τη φαινομενολογική μέθοδο στην ερμηνευτική. Έτσι άρχισε να συστηματοποιείται στον αιώνα μας μια μέθοδος ερμηνείας των κειμένων που έμελλε να βρει την αποκορύφωσή της με το έργο του Γκάνταμερ [Gadamer], Αλήθεια και μέθοδος 1960.
Γενικά μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η Ερμηνευτική νομιμοποιείται ως μια πρόταση να αναγιγνώσκεται το λογοτεχνικό έργο σε συνάφεια με το νόημα που εκφράζει η σχέση ανάμεσα στο παρελθόν της γραφής του και στο παρόν της ανάγνωσής του. Πρόκειται δηλ. για μια επιδίωξη απελευθέρωσης των πιο δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπινου υποκειμένου ως δημιουργού-λογοτέχνη και ως αισθητικού αποδέκτη. Αυτό που συνιστά τη δυναμική του έργου και αυτό που ο αισθητικός αποδέκτης ανασύρει μέσα από την ανάγνωσή του θεμελιώνει μια εναρμονισμένη προσπάθεια ανάδειξης του διαχρονικού νοήματος του έργου και της συγχρονικής του αξίας για τον αναγνώστη.
Μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι η Ερμηνευτική συμβάλλει αποφασιστικά στην αποκατάσταση ενός διαλόγου ανάμεσα στο δημιουργό και τον αναγνώστη και στη δημιουργία μιας αδιαίρετης επικοινωνίας ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με άλλα λόγια, προσβλέπει σε μια μεταστοιχείωση του κειμένου σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο.
Για να επιτύχει αυτό δεν αντιμετωπίζει το κείμενο ως μια αυτόνομη και αυθύπαρκτη μονάδα, αλλά αναζητεί πληθώρα στοιχείων που συνήθως βρίσκονται έξω από το κείμενο. Συλλέγει στοιχεία για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, για τους ιδεολογικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και άλλους επηρεασμούς του, για προηγούμενες συγγραφές του, για μεθόδους, λογοτεχνικές τάσεις ή σχολές κ.λπ.
Η εξέλιξη της Ερμηνευτικής, αλλά και της Φαινομενολογίας, κυρίως στην εκδοχή της χεγκελιανής θεωρίας της συνείδησης, οδηγεί στη συγκρότηση της θεωρίας της πρόσληψης. Κατά τη θεωρία αυτή ο τόνος πέφτει στον αναγνώστη. Εξετάζεται ο ρόλος του και προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις που του επτρέπουν να αναπτύσσεται μια ισχυρή πεποίθηση και αντίστοιχη θέληση για ελεύθερη ανάγνωση.
Η σπουδαιότητα του αναγνώστη είναι απαραίτητος όρος για την παραγωγή συγκεκριμένου έργου. Αν και συχνά φαίνεται πως το κύριο ζήτημα είναι η δυνατότητα προσπέλασης του κειμένου και η παρουσία του αναγνώστη περνάει σε δεύτερη μοίρα, ωστόσο δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο αναγνώστης είναι αυτός που μετουσιώνει ένα γλωσσικό κείμενο σε πηγή έμπνευσης και νοήματος για τον άνθρωπο. Έτσι η ανάγνωση γίνεται μια διαδικασία επικοινωνίας και ένας τρόπος να «κουβεντιάζουμε».
Υπ’ αυτή την έννοια ο κάθε αναγνώστης «κουβεντιάζει» με το δικό του τρόπο. Ανάλογα με το πνευματικό του υπόβαθρο, την αισθητική του καλλιέργεια, τις γενικότερες ανησυχίες διαμορφώνεται ένα αναγνωστικό κοινό που καθορίζει και καθορίζεται από το κείμενο.
Επειδή όμως η ανάγνωση δεν είναι μια μηχανική κίνηση, που εξαντλείται σε απλή αφομοίωση ή συσσώρευση εντυπώσεων, αλλά μια διαρκής προσπάθεια μετασχηματισμού των αρχικών αντιλήψεων του αναγνώστη . To λογοτεχνικό κείμενο κρίνει και «ανακρίνει» τον αναγνώστη αναβαθμίζοντας τις πεποιθήσεις του και αποσταθεροποιώντας παγιωμένους τρόπους αντίληψης.
Το «Νόημα» και το «Μήνυμα» του λογοτεχνικού κειμένου
Συνήθως συνδέουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο με κάποιο νόημα ή με ένα μήνυμα που μπορεί να έχει διδακτικό ή γενικότερο κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό χαρακτήρα ή και όποιον άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Όχι λιγότερο συχνά παρατηρείται μια μη συνειδητή ταύτιση των δύο αυτών όρων τόσο μέσα στη διδακτική πράξη όσο και κατά τη γενικότερη στάση απέναντι σε ένα λογοτεχνικό έργο. Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε την αυτόνομη λειτουργία αυτών των εννοιών και ποια σχέση μεταξύ τους θα μπορούσε να λειτουργεί ευεργετικά για τον αναγνώστη;
Κατ’ αρχήν, όταν μιλάμε για νόημα του έργου, το αναζητούμε μέσα σε μια σύμπλεξη του λόγου, σε συνειρμούς λέξεων ή σε ένα σύνολο λεκτικών διατυπώσεων. Υπ’ αυτή την έννοια δεν μας συνδέει με το κείμενο μόνο μια αισθητική συγκίνηση, αλλά και νοηματική φανέρωση.
Αυτή η νοηματική φανέρωση επιτυγχάνεται σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτον μέσα από την επεξεργασία των πολλών επί μέρους νοημάτων και κατά δεύτερο από την ανασύνθεση του θεμελιώδους νοήματος. Το θεμελιώδες αυτό νόημα δεν εκφράζει μόνο την πεμπτουσία των επί μέρους νοημάτων που θέλει να εκπέμψει ο συγγραφέας, αλλά και την απαίτηση του αναγνώστη απένατι στο έργο.
Γι’ αυτό και το νόημα αφορά περισσότερο τον αναγνώστη. Ο λογοτέχνης δε μπορεί να γίνεται αυστηρός εκφραστής μιας εκλογικευμένης κατασκευής. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορεί να νομιμοποιείται οποιαδήποτε απόπειρα γραφής που δεν συνδυάζει αισθητική συγκίνηση με βαθύτερη νοηματική απαίτηση.
Ανάλογη είναι και η θέση των ερμηνευτών απέναντι στο έργο. Η αναζήτηση ενός απόλυτα αντικειμενικού νοήματος από πλευράς ερμηνευτών είναι δύσκολη έως αδύνατη. Υπάρχει ωστόσο μια κοινή βάση ερμηνείας που στηρίζεται στις γενικές αρχές της πρόσληψης, αλλά έχει να κάνει και με τη διαχρονική παρουσία του δημιουργού και τη γενικότερη στάση του απέναντι στο περιβάλλον, εντός του οποίου δημιουργεί. Η διαφορετικότητα των ερμηνειών, κατά ταύτα, νομιμοποιείται τόσο από τη θέση του συγγραφέα όσο και από την πλευρά που ο αναγνώστης εξετάζει το κείμενο.
Συνοπτικά μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η αξία του έργου δεν εξαντλείται μέσα σε μια ή σε πολλές ερμηνείες. Αντίθετα, αποτελεί πηγή ερμηνειών έτσι ώστε η διαχρονικότητά του να εξαρτάται κατά πολύ από το βάθος των νοημάτων. Για να υπάρχει όμως βάθος χρειάζεται να υπάρχει και αισθητική πληρότητα και αντίστροφα.
Αυτή η αμφίδρομη σχέση, ωστόσο, δεν λειτουργεί εκτός χρόνου και χώρου.Βρίσκεται μέσα στο πνεύμα του δημιουργού, αλλά λαμβάνει υπόψη και την απαίτηση του αναγνώστη. Απ’ αυτή την άποψη το νόημα ως τέτοιο δεν αντίκειται στο μήνυμα, αλλά αποτελεί το θεμέλιό του.
Ένα έργο, το οποίο δεν έχει νόημα, δε μπορεί να έχει μήνυμα. Η τελευταία τούτη έννοια δε μπορεί να σταθεί από μόνη της μέσα στο έργο, γιατί το έργο ή το κείμενο δεν είναι πηγή μηνυμάτων κυρίως, αλλά ένα αισθητικό δημιούργημα με ανεξάντλητο νόημα.
Συνήθως τα μηνύματα που αντλούμε από ένα έργο είναι ηθικοδιδακτικά. Όμως και σε τούτη την περίπτωση δεν υπάρχει ένα κοινό ηθικό στοιχείο, από το οποίο ξεκινά κάθε δημιουργός. Μπορεί να είναι κοινό το περιβάλλον ή οι ιδέες, αλλά τα κίνητρα ή οι αξίες του κάθε λογοτέχνη σπάνια συμπίπτουν. Αυτό έχει να κάνει και με τη χαρακτηροδομή ή την ψυχική κατάσταση του λογοτέχνη.Το μήνυμα σε γενικές γραμμές ανήκει στις προθέσεις του συγγραφέα και ο αναγνώστης καλείται να τις αποκρυπτογραφεί.