Στο βράχο στη Μονεμβασιά
μπήκα κι εγώ στην εκκλησιά
ν’ ανασπαστώ τη χάρη της
κι ήρθαν στο νου μου τα παλιά
σα φίδι στην αητοφωλιά
σαν κάφτρα στο καντήλι της.
…….
Πάντα στον κόσμο θα ‘ρχεται
Παρασκευή Μεγάλη
και κάποιος θα σταυρώνεται
για να σωθούν οι άλλοι.
Ανήμερα της Παναγιάς
ο Κωνσταντής κι ο Πανουργιάς
κι η μάνα τους η Νίκαινα
που με το πες και πες και πες
μέσα σε μπόρες κι αστραπές
τ’ ανάστησε σα λύκαινα.
……
Θέλω να πας αποσπερού
στο μοναστήρι του Δηρού
που ψέλνει ο Παπανέστης
κι αν σε ρωτήσει η παπαδιά
κλάψε για τ’ άμοιρα παιδιά
και την αλήθεια πες της.
…….
Απ’ το στενό του Πασσαβά
……
Του κάτω κόσμου ο βασιλές.
…….
Οι φοβεροί Νικλιανοί.
…….
…….
Και με σπαθί δαμασκηνό
κόβω στα δυό τον ουρανό
να ‘χει διπλό παράδεισο
τον έναν για οτν Κωνσταντή
ταμένο στην Υπαπαντή
τον άλλο για τ’ αδέρφι του
τον πιο μικρό τον Πανουργιά
που ‘γινε σκόνη και σκουριά
πάνω στη γη τη στέρφη του.
…….
Πάντα στον κόσμο θα ‘ρχεται
Παρασκευή Μεγάλη
και κάποιος θα σταυρώνεται
για να σωθούν οι άλλοι.
(περ. «Τετράδιο», τομ. Α’, Ιαν. 1947)