Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Δημοσθένης Κορδοπάτης: Μεταφράζοντας τον Chaucer

Συνέντευξη στη Βίκυ Βασιλάτου. (στη φωτό ο Παζολίνι ως Τσόσερ)
 tsoser
Θα μπορούσα να γράψω μα κυρίως να επαναλάβω αυτά που έχουν ήδη γραφτεί τόσο για τον Geoffrey Chaucer όσο και για τιςΙστορίες του Καντέρμπερυ. Προτίμησα όμως να δώσω τον λόγο στον αξιόλογο μεταφραστή του, Δημοσθένη Κορδοπάτη, με τον οποίο συζητήσαμε για το λογοτεχνικό του τόλμημα, χωρίς να στρουθοκαμηλίζει απέναντι στις μεταφραστικές δυσκολίες και χωρίς να προσπαθεί ν’ αδράξει δάφνες.

Κύριε Κορδοπάτη, πώς νιώσατε ερχόμενος μεταφραστικά αντιμέτωπος μ’ ένα μεσαιωνικό κείμενο, που θεωρείται ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά αριστουργήματα της Αγγλίας;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί ανάγεται σε βάθος χρόνου πενήντα ετών. Δεν ήρθα μεταφραστικά αντιμέτωπος ξαφνικά με το μεσαιωνικό κείμενο των Ιστοριών του Chaucer. Τη δεκαετία του ’60, απέκτησα ένα πρώτο στερεότυπο κείμενό του, το The Knights Tale (εκδόσεις George G.Harrap & Co. Ltd), με εισαγωγή, σημειώσεις, παραρτήματα και λεξιλόγιο του J.A.W. Bennet, το οποίο κι άρχισα να διαβάζω σιγά σιγά, προς δική μου τέρψη και μόρφωση. (Όσοι αγαπούν τα κλασικά κείμενα μπορούν να με καταλάβουν.) Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, διάβασα αρκετά κείμενα για τον βίο και τα έργα του Chaucer, κι απέκτησα δύο εκδόσεις τωνΙστοριών: της Wordsworth Poetry Library και των Penguin Classics, με εισαγωγή, σημειώσεις και λεξιλόγιο των Dr Lesley A.Coote (η πρώτη) και Jill Mann (η δεύτερη). Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής, μεταφράζω για δική μου αποκλειστικά ευχαρίστηση και μόνο κείμενα που μου ταιριάζουν και αγαπώ.

Χωρίς λοιπόν να θεωρείτε εαυτόν επαγγελματία μεταφραστή, και με εφόδιο την αγάπη σας για τον Chaucer, αποφασίσατε να καταπιαστείτε με ένα πολύ απαιτητικό κείμενο. 
Ναι, περίμενα πενήντα χρόνια να βρεθεί κάποιος να μεταφράσει τον Chaucer για να τον διαβάσω στα ελληνικά. Απελπίστηκα να περιμένω και το έκανα, στο μέτρο των δυνάμεών μου. Δεν με βοήθησε και δεν γνώριζα κανέναν για να με βοηθήσει, και προτίμησα ν’ αναλάβω τον κίνδυνο τυχόν παρανοήσεων ή λαθών, παρά να καταφύγω σε κάποια μετάφραση των Ιστοριών στα σύγχρονα Αγγλικά. Στο διαδίκτυο, τις βρίσκει κανείς όλες μεταφρασμένες, όποιος έχει την υπομονή ας συγκρίνει και ας βγάλει τα συμπεράσματά του…

Οι  μελετητές υποστηρίζουν ότι βοηθάει στην κατανόηση της μεσαιωνικής γλώσσας εάν διαβαστεί δυνατά. Εσείς, ακολουθήσατε τη συμβουλή τους; 
Αυτό υποστηρίζουν οι ερευνητές ότι έκαναν οι αντιγραφείς. Γι’ αυτό και υπάρχουν διαφορές μεταξύ των 84 χειρογράφων και πρώιμων εκδόσεων των Ιστοριών, που έχουν περισωθεί. Αν και η αγγλική γλώσσα είναι πολύ δύσκολη στην προφορά της, όπου θεωρούσα να προφέρω σωστά τις μεσαιωνικές λέξεις, μερικές φορές, ναι, το έκανα κι εγώ. Εκείνο, όμως, το οποίο έκανα πάντα, όταν βρισκόμουν προ ενός δύσκολου στίχου, ήταν να τον αποστηθίζω και να τον κρατώ στη μνήμη μου, κάνοντας μιαν άλλη δουλειά ή έναν περίπατο. Και τελικά, μέσα από την ήρεμη αυτή πνευματική εγρήγορση, ερχόταν η στιγμή που εύρισκα -ή νόμιζα ότι εύρισκα- τη σωστή ελληνική απόδοση του στίχου.

Πόσο χρόνο σας πήρε για να κάνετε κτήμα σας τα κείμενα του Chaucer και να τα αποδώσετε στα ελληνικά;
Μου πήρε περισσότερο από τρία χρόνια, με καθημερινή εργασία τουλάχιστον τεσσάρων ωρών, για να καταγράψω, σε μια πρώτη μορφή, τη μετάφραση των Ιστοριών. Εάν κατόρθωνα να μεταφράσω 20-25 στίχους τη μέρα, ήμουν ευτυχής. Τελικά, για να πάρει η μετάφραση τη σημερινή μορφή της έκδοσής της, έγραψα τα κείμενα των Ιστοριών, εξαρχής, άλλες δυο φορές. Ο σκοπός μου ήταν, αποκλειστικά, να συντάξω ένα ευχάριστο στην ανάγνωσή του κείμενο για τον μέσο Έλληνα αναγνώστη, που να μπορεί να το διαβάσει τις ώρες της ανάπαυλάς του, χωρίς προβληματισμούς ή γραμματολογικές παρατηρήσεις.

Ποιες δυσκολίες συναντήσατε στο έργο ενός καινοτόμου και γλωσσοπλάστη συγγραφέα όπως ο Chaucer;
Ήταν όντως καινοτόμος και γλωσσοπλάστης και οι δυσκολίες ήταν πολλές. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια ξένη γλώσσα. Χρειάστηκε να καταβάλω πολύ κόπο και μόχθο, να επιστρατεύσω όλες τις δυνατότητές μου στα Αγγλικά και Ελληνικά, τη μνήμη μου (για να μη ξαναγυρίζω πάλι να ξαναβρίσκω την  έννοια λέξεων ή εκφράσεων που είχα ήδη συναντήσει και ερμηνεύσει) και κυρίως να εξοικειωθώ με το ρυθμό του λόγου του Chaucer, που έμοιαζε -συγχωρήστε μου την παρομοίωση- με καλπασμό αλόγου, με τον οποίο έπρεπε να συντονιστώ. Δυσκολεύτηκα πολύ με την «Ιστορία του Ιππότη», επειδή ήταν η πρώτη και η μεγαλύτερη σ’ έκταση. Ύστερα απ’ αυτήν, προχώρησα κάπως πιο άνετα στις άλλες.

Θα μπορούσατε να μας πείτε γιατί επιλέξατε η μετάφρασή σας να γίνει σε πεζό και όχι σε έμμετρο λόγο, όπως είναι το πρωτότυπο κείμενο. 
Πραγματοποίησα τη μετάφραση σε πεζό λόγο, διότι οι Ιστορίες είναι διηγήσεις και, ως τέτοιες, θεωρώ πως έτσι μπορούν να λειτουργήσουν σήμερα.

Επιλέξατε, επίσης, να προβείτε σε περίληψη και όχι σε μετάφραση του «Μελιμπέα», ιστορία που αφηγείται ο ίδιος ο Chaucer ως χαρακτήρας του βιβλίου του, καθώς και της «Ιστορίας του Πάστορα». Προς τι αυτή η επιλογή;
Δεν μετέφρασα, αλλά έθεσα απλώς μια περίληψη του «Μελιμπέα» και της «Ιστορίας του Πάστορα» όχι τόσο λόγω της δυσκολίας και της έκτασης τους (140 περίπου σελίδες και οι δύο μαζί) όσο για το ότι, η μεν εξ αυτών πρώτη είναι μια ηθική διδαχή για το θέμα της εκδίκησης, η δε δεύτερη, μια θεολογική πραγματεία για τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα και τη σωτηρία της ψυχής. Θέματα αναμφισβήτητα σοβαρά και ενδιαφέροντα, διαπνεόμενα όμως κατά τρόπον ασφυκτικά αφόρητο από τη σχολαστική φιλοσοφία, λογική και ηθική του Μεσαίωνα, και κατάλληλα για αξιοποίηση από τους σημερινούς θεολόγους, κοινωνιολόγους και φιλοσόφους.

Θα λέγατε λοιπόν πως οι Ιστορίες είναι ένα κοινωνικο-ιστορικό ντοκουμέντο, μια συλλογή κειμένων φιλοσοφικής χροιάς, μια σωρεία ιστοριών που ακολουθούν τη λογοτεχνική -ας μου επιτραπεί ο όρος- μόδα της εποχής, ένας ύμνος στην ηθική, τον έρωτα, τη θρησκεία… Πώς θα τις χαρακτηρίζατε;
Είναι ένα λογοτεχνικό έργο μεγάλης αξίας, μια πινακοθήκη των ανθρώπων της τότε εποχής. Ο Chaucer τους περιγράφει τόσο αδρά, ώστε μας δίνει την εντύπωση ότι τους έχουμε ζωντανούς μπροστά μας και το σπουδαιότερο, μας κάνει να τους δούμε, όχι απλώς με ενδιαφέρον ή περιέργεια, αλλά και με συμπάθεια -ιδίως την πληθωρική, αθυρόστομη και ελευθέρια στις απόψεις της για τις σχέσεις των δύο φύλων, Κυρά από το Μπαθ- ή ακόμα κι αυτόν τον παραδόπιστο και κυνικό Πωλητή Συγχωροχαρτιών. Πάντως, το σύνολο του έργου του δίνει την εντύπωση ότι οι προσκυνητές κινούνται σε μια ευημερούσα και ευτυχισμένη Αγγλία. Αυτό, κάθε άλλο παρά είναι αληθές: διαρκούσε ακόμα ο Εκατονταετής Πόλεμος με τη Γαλλία, οι άνθρωποι είχαν βιώσει τη φρίκη και το θάνατο από την επιδημία της πανώλης και είχαν ζήσει τον τρόμο από την Επανάσταση των Χωρικών, οι οποίοι επί τρεις εβδομάδες έγιναν κύριοι του Λονδίνου, πυρπόλησαν μέγαρα και πύργους και έσφαξαν σχεδόν όλους τους Φλαμανδούς. Επιπλέον, είχαν αρχίσει και οι αντιρρήσεις και οι διενέξεις αναφορικά με το Δόγμα και την Πίστη, με την ύπαρξη δύο εκλεγμένων Παπών στη Ρώμη και την Αβινιόν κάτι που, μοιραίως, είχε προκαλέσει αναταραχή και στην Εκκλησία της Αγγλίας. Ο Chaucer, έχοντας αντιληφθεί τη δύσκολη αυτή κατάσταση και τα οξυμένα πνεύματα, επέλεξε τη φαινόμενη αμεριμνησία των προσκυνητών, που κυριαρχεί καθ’ όλο το διάστημα της οδοιπορίας, ως ένα τέχνασμα για να ξεχαστούν λίγο οι συμπατριώτες του. Κρίμα που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις Ιστορίες του, όπως ασφαλώς θα τις είχε σχεδιάσει στο μυαλό του.

Πώς θα περιγράφατε τον Chaucer;
Ο Chaucer είναι διδακτικός, χωρίς να γίνεται φορτικός ή κουραστικός. Διατυπώνει με τέτοια μαεστρία τις διδαχές του, οι οποίες εμπεριέχουν τόσο ακράδαντες αλήθειες, ώστε ο αναγνώστης, όχι μόνο τις αποδέχεται αμέσως (σε όλα τα επίπεδα: ηθικής, έρωτα, θρησκείας, συζυγικής πίστης κτλ.), αλλά νιώθει κι ευγνωμοσύνη προς τον συγγραφέα, ο οποίος με απλά, κατανοητά λόγια μπορεί συνεχώς να συνοψίζει -σε μορφή γνωμικού, θα έλεγα- κάτι που κι ο ίδιος το έχει συναισθανθεί, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να το διατυπώσει με τόσο χειροπιαστό τρόπο. Πάντως, ο Chaucer έχει το χάρισμα να μην παρουσιάζει σκοτεινά νοήματα, η σύνταξη του λόγου του και πολλές λέξεις του κειμένου του είναι όμοιες με τις σημερινές Αγγλικές, άλλες τις υποψιάζεται κανείς εύκολα από τα συμφραζόμενα, ενώ για την έννοια των λοιπών μεσαιωνικών λέξεων χρησιμοποίησα τα λεξιλόγια των ανωτέρω τριών εκδόσεων που ανέφερα και το Α Glossary for theworks of Geoffrey Chaucer (the Riverside Edition), η πρόσβαση στο οποίο είναι ελεύθερη στο διαδίκτυο.

Στις Ιστορίες του, ο Chaucer καταπιάνεται με διάφορα λογοτεχνικά είδη. Πείτε μας δυο λόγια..
Η γκάμα των Ιστοριών του είναι αρκετά μεγάλη. Ο κάθε προσκυνητής, αναλόγως της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει και της μόρφωσής του, αφηγείται και την ιστορία που του ταιριάζει. Έτσι, το βιβλίο αρχίζει με μιαν ηρωική ιστορία (chanson de geste) που αφηγείται ο Ιππότης, για ν’ ακολουθήσουν, από τους άλλους προσκυνητές, ερωτικές φάρσες (fabliaux), μεσαιωνικά ρομάντζα, αυλικοί έρωτες (amours courtois), μύθοι, νεραϊδοϊστορίες, ιεροί θρύλοι, αλχημιστικές απάτες, ιστορίες εγκλημάτων (όπου τελικά η αδυσώπητη θεά της Δικαιοσύνης, Νέμεσις, τιμωρεί τους δράστες), για να καταλήξει, με την «Ιστορία του Πάστορα», περί της σωτηρίας της ψυχής, προς εξαγνισμό και προετοιμασία των οδοιπόρων για το ιερό τους  προσκύνημα στον τάφο του Αρχιεπισκόπου αγίου και μάρτυρα, Τόμας Μπέκετ. Είναι αδύνατον να γίνω πιο σαφής, επ’ αυτού, στο περιορισμένο πλαίσιο μιας συνέντευξης. Τόσο απέραντος είναι ο κόσμος του Chaucer!

Υποπτεύομαι πως, ως θετός τους πατέρας, θα μου απαντούσατε ότι εκτιμάτε εξίσου όλες τις ιστορίες. Ως αναγνώστης όμως, κι όχι ως μεταφραστής τού Chaucer, ποια ή ποιες θα λέγατε πως σας άγγιξαν περισσότερο;
Θα επέλεγα την ιστορία που διηγείται ο Διαχειριστής για τον Απόλλωνα (την εποχή που αυτός ζούσε στη Γη) και το λευκό κοράκι του, που είχε και το χάρισμα της ομιλίας, εξαιτίας του ηθικού διδάγματος της Ιστορίας αυτής: ότι οι άνθρωποι (ίσως ίσως και οι Θεοί), σε πολύ σοβαρά θέματα, δεν αντέχουν την αλήθεια κι ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να «σκοτώσει» τον άλλον εν ονόματί αυτής. Και για να μη θεωρήσετε ότι, εξαιτίας αυτής της επιλογής μου, θέλω να παραστήσω τον υπέρμετρα σοβαρό, συμπληρώνω ότι μου άρεσε επίσης πολύ και η ερωτική φάρσα του Επιστάτη για το πώς οι δύο παράτολμοι φοιτητές του Κέιμπριτζ, που πηγαίνουν στον αδίστακτο κλέφτη αλέσματος μυλωνά να αλέσουν το σιτάρι της σχολής τους, παίρνουν από αυτόν την εκδίκησή τους, κάνοντάς του μια τεράστια προσβολή, σε βάρος της τιμής του ως πατέρα θυγατέρας και ως συζύγου (έστω και με τη συναίνεση ή την άγνοια, λόγω σκότους, των δύο γυναικών, αντιστοίχως), ξυλοφορτώνοντάς τον και αποσπώντας του επιπλέον το κλεμμένο  άλεσμά τους, υπό τη μορφή του κέικ, το οποίο ο άπληστος μυλωνάς είχε σπεύσει, ήδη, να παρασκευάσει.

Σας ευχαριστώ, κύριε Κορδοπάτη.
Κι εγώ, κυρία Βασιλάτου.


Στοιχεία βιβλίου:
Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ
Geoffrey Chaucer
Μετάφραση από τα μεσαιωνικά αγγλικά και εισαγωγή: Δημοσθένης Κορδοπάτης
Εκδόσεις Μελάνι, 2014

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Μεταφράζοντας τον κόσμο

Πηγή:http://www.efsyn.gr

viblia.jpg

Ανοιχτό βιβλίο
Στις βιβλιοθήκες του κόσμου...

Βιβλία αναφοράς ή τίτλοι που συμπληρώνουν απαιτητικές λογοτεχνικές βιβλιοθήκες. Από την κλασική βιβλιογραφία που προσεκτικά μεταφράστηκε και επιμελώς σχολιάστηκε ξεχωρίσαμε...
Εμβληματική μορφή του αμερικανικού νατουραλισμού, ο Frank Norris στο μυθιστόρημά του «ΜακΤιγκ. Μια ιστορία από το Σαν Φρανσίσκο» (μτφρ. Μ. Μακρόπουλος, εκδ. Gutenberg) αποτυπώνει την απληστία και τη φαυλότητα της μικρομεσαίας τάξης μέσα από τα παθήματα ενός αυτοδίδακτου οδοντίατρου και της φιλάργυρης γυναίκα του. Συμπτώσεις και στροφές της μοίρας τούς οδηγούν στην ένδεια και στην εξαθλίωση με την ολοκλήρωση της ψυχική τους διάβρωσης. Το κλίμα αυτό ενέπνευσε και τον σπουδαίο Εριχ φον Στροχάιμ να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη («Απληστία», 1929).
Ανοιχτό βιβλίο
H πνευματική διαθήκη του Nathaniel Hawthorne «Μαρμάρινος φαύνος» (μτφρ. Σ. Παπαϊωάννου, εκδ. Gutenberg) ολοκληρώθηκε σε λίγους μήνες όταν ο συγγραφέας ήταν υπό κατάρρευση και η χώρα του στο κατώφλι του εμφυλίου. Σ’ αυτό το ιδιότυπο ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία ταξιδιωτικού χρονικού, ο Χόθορν απομακρύνεται αφηγηματικά από το αμερικανικό σύμπαν και μέσα από την ανατομία της ιταλικής υπαίθρου και τέχνης προβάλλει ανάγλυφα ένα σκοτεινό μέλλον.
Ο Henry James υπήρξε περισσότερο παρατηρητής του ανθρώπινου μυαλού παρά καταγραφέας της εποχής του. Στη θαυμάσια νουβέλα του «Η δεύτερη ευκαιρία» (μτφρ.-επίμ. Κ. Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι) μέσα από την ιλαροτραγική ιστορία του «καημένου» Ντένκομπ σκιαγραφεί την περιπέτεια της γραφής, το αίσθημα του θανάτου, την αγωνία της ύπαρξης. Τελικώς, η «δεύτερη ευκαιρία» υπάρχει μόνο ως αυταπάτη τόσο εντός όσο και εκτός σελίδας.
Τζέφρυ Τσώσερ «Οι Ιστορίες του Καντέρμπερυ» (μτφρ. Δ. Κορδοπάτης, εκδ. Μελάνι). Ο συγγραφέας καταφέρνει, χωρίς να συγκρουστεί με την Εκκλησία, να καταγράψει την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και τα φρονήματα και τις νοοτροπίες της ρευστής εποχής του. Αρχικό πλάνο του «κοινωνικού χρονικογράφου» του 14ου αιώνα ήταν να αφηγηθεί 116 ιστορίες, αλλά τελικά κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο τις 22, ενώ δύο ακόμα ιστορίες είναι ημιτελείς. Θεωρείται ένα από τα εμβληματικότερα βιβλία της βρετανικής λογοτεχνίας, καθώς φιλοτεχνεί μια εντυπωσιακή συλλογή πορτρέτων προσκυνητών.
Κείμενα πολεμικής μνήμης και στοχασμού
«Η Ανάδυση της Μνήμης.
Συζητώντας με τον W.G.Sebald» (Συνεντεύξεις και δοκίμια, επιμ. Lynne Sharon Schwarz, μτφρ. Β. Δουβίτσας, εκδ. Αγρα)
Χρονικογράφος εξόριστων, περιπατητής τόπων δύσκολης μνήμης και αρχειοθέτης φυσικών καταστροφών, ο Σέμπαλντ σ’ αυτές τις συνομιλίες με την Αμερικανίδα συγγραφέα επανέρχεται εξαντλητικά στις αναγνωστικές και βιωματικές του εμμονές, με λόγο πυκνό και μύχιο που ανακαλεί την περίτεχνη πρόζα του και τον σπειροειδή στοχασμό του.
Philip Roth
«Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους»
(μτφρ.-σημ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις).
Αυτή η συναγωγή μη μυθοπλαστικών κειμένων του Αμερικανοεβραίου συγγραφέα (συνεντεύξεις, άρθρα, κείμενα αντιπαράθεσης, κτλ.) σκοπό έχει να αποτυπώσει τη διαδρομή μιας γραφής και μιας προσωπικότητας που συχνά βρισκόταν στο επίκεντρο επιθέσεων και ρήξεων. Με λόγο ειρωνικό, σαρκαστικό, εναντιωτικό, αλλά και συμφιλιωτικό επί της λογοτεχνικής ουσίας, ο Ροθ τοποθετείται με καθαρότητα σε ζητήματα λογοτεχνικά, ηθικά ή κοινωνικά.
Μ. Φ.
Ψηφιδωτό αγγλόφωνης λογοτεχνίας
Κατά την πάγια τακτική του, ο Πολ Οστερ μετατοπίζει το κέντρο βάρους της γραφής από την αγωνία της πλοκής στην αγωνία της ύπαρξης. Αυτό συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του «Σάνσετ Παρκ» (μτφρ. Σπ. Γιανναράς, εκδ. Μεταίχμιο), όπου μέσα από το κάδρο της κρίσης και της κατάρρευσης στην Αμερική του 2008, ο Αμερικανοεβραίος συγγραφέας σκιαγραφεί με ενεστωτική, αποστασιοποιημένη, τριτοπρόσωπη αφήγηση εξόριστες, άστεγες και διαλυμένες ζωές, συνθέτοντας μια πρόζα πλούσια σε διακειμενικές αιχμές και πολιτισμικές αναγωγές. Με το αριστουργηματικό «Φάλκονερ» (μτφρ. Ι. Διονυσιοπούλου, εκδ. Καστανιώτης), ο Τζον Τσίβερ δεν συνομιλεί μόνο με τα αρχετυπικά σύμβολα του Κακού (Κάιν) και δεν βλέπει τη φυλακή, όπου κλείνεται ο πρωταγωνιστής του για τον φόνο του αδελφού του, ως μια αντανάκλαση της δαντικής κόλασης. Παράλληλα, αξιοποιεί τον εγκλεισμό του Ιεζεκιήλ Φάραγκατ ως πρόσχημα για να μιλήσει για τις δικές του εξαρτήσεις και αναστολές (αλκοολισμός, ομοφυλοφιλία), αλλά και να υμνήσει τον ηθικό και πνευματικό αυτοπροσδιορισμό και τη λύτρωση.
Στο όγδοο μυθιστόρημά του, την «Υπεραιχμή» (μτφρ. Γ. Κυριαζής, εκδ. Ψυχογιός), στο πλαίσιο μιας ιστορίας εξιχνίασης οικονομικής απάτης, ο εβδομηνταεπτάχρονος αναχωρητής των αμερικανικών γραμμάτων Τόμας Πύντσον καταδύεται στον περίπλοκο κόσμο του διαδικτύου και των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, για να αποδώσει μια παλλόμενη εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ο Ντον Ντελίλλο συγκεντρώνει στη συλλογή υπό τον τίτλο «Αγγελος Εσμεράλντα» (μτφρ. Ε. Γιαννακάκη, εκδ. Εστία) εννέα δεξιοτεχνικά διηγήματα, γραμμένα ανάμεσα στο 1979-2011, όπου η μοναξιά, η απειλή, ο φόβος, η θλίψη εναλλάσσονται σε μια πρόζα που αδράχνει τον αναγνώστη από τα μούτρα. Η Χίλαρι Μάντελ από την άλλη, με το βιβλίο της «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ» (μτφρ. Ε. Μαρωνίτη, εκδ. Πάπυρος), συγκεντρώνει μια σειρά διηγημάτων, γραμμένα ως επί το πλείστον την τελευταία δεκαπενταετία, στα οποία σχολιάζει όψεις της σύγχρονης ιστορίας και της διαπλοκής του μέσου, «ανώνυμου» ανθρώπου με αυτήν. Στους «Κραδασμούς» (μτφρ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Ψυχογιός), παλαιότερο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Φράνζεν που επανεκδόθηκε φέτος, εντοπίζονται η δυναμική, οι πεζογραφικές τεχνικές και οι θεματικοί τόποι (οικογενειακές σχέσεις, θρησκοληψία κ.λπ.) που οδήγησαν τον Αμερικανό συγγραφέα στα κορυφαία μεταγενέστερα έργα του και τον καθιέρωσαν ως σημαντικό εκπρόσωπο της γενιάς του. Με φόντο τη σπαρασσόμενη Αϊτή του δόκτορος Ντιβαλιέ ή «Παπα-Ντοκ», ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας Γκράχαμ Γκριν έδωσε με τους εμβληματικούς «Θεατρίνους» του (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Πόλις) ένα κλασικό μυθιστόρημα γύρω από τη συγκρότηση της πραγματικότητας, αλλά και της Ιστορίας, ως δράματος ή κωμωδίας, και τους ρόλους που ο καθένας καλείται ή επιλέγει να παίξει μέσα σε αυτά. Τέλος, με το δεύτερο μυθιστόρημά της, τα «Φλογοβόλα» (μτφρ. Γ. Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Ικαρος), η Ρέιτσελ Κούσνερ αποτυπώνει σε ταχείς αφηγηματικούς ρυθμούς μια αστραφτερή αφήγηση με φόντο τη δεκαετία του ’70.
Χ. Κ.
Ανοιχτό βιβλίο
Η μυθοπλασία και πέρα από αυτήν
Ο κεντροευρωπαϊκός χώρος είχε ξανά πλούσια παρουσία στον εκδοτικό χώρο το 2014. Ξεχώρισε μια σπουδαία επανέκδοση, «Το μηδέν και το άπειρο» (μτφρ. Α. Παππάς, εκδ. Πατάκης) του Αρθουρ Κέσλερ, το εμβληματικό αντισταλινικό μυθιστόρημα καφκικής πνοής, που από την πρώτη δημοσίευσή του οδήγησε στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζαν αρκετοί την ΕΣΣΔ. O Γαλλορώσος Αντρέι Μακίν στη «Ζωή ενός άγνωστου άντρα» (μτφρ. Α. Σιγούρου, εκδ. Καστανιώτης) γράφει ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα περιπλάνησης και αυτογνωσίας υπό το πρίσμα της διπλής εξορίας. Σ’ ένα διαφορετικό ταξίδι, όχι μόνο πνευματικής επιβίωσης, ο Βαρλάμ Σαλάμοφ στις συγκλονιστικές «Βιβλιοθήκες» (μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, εκδ. Αγρα) χρησιμοποιεί τα βιβλία για να αντέξει την απομόνωση και τις κακουχίες στα σοβιετικά γκούλαγκ. Ενα ακόμα παράλληλο κείμενο που φωτίζει το έργο και τη ζωή ενός ακόμα σπουδαίου συγγραφέα που είχε τεταμένες σχέσεις με το καθεστώς της πατρίδας του είναι η «Διαθήκη» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς (μτφρ. Θεόφιλος Τραμπούλης, εκδ. Πατάκης). Εδώ ο εξόριστος Πολωνός και εικονοκλάστης στιλίστας, σε έντεκα συναντήσεις με τον Ντομινίκ Ντε Ρου, από την περίοδο που ζούσε στη Γαλλία, ξεδιπλώνει πτυχές της γραφής του και ξεγυμνώνεται συγκινητικά.
Ι. Α.
Ολος ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι παρά ο ίδιος κόσμος
André Gide «Οι κιβδηλοποιοί» (μτφρ. Α. Παππάς, εισαγ. Α. Σαμουήλ). Πολυεστιακό, πολυθεματικό και αναστοχαστικό μυθιστόρημα και έργο-τομή, όχι μόνο στη βιβλιογραφία του Γάλλου, αλλά συνολικά της ευρωπαϊκής μυθοπλασίας. Μέσα από τον εξαντλητικό μετεωρισμό ανάμεσα στο κίβδηλο και το αυθεντικό ή στο ανήθικο και το ηθικό, ο Γάλλος επινοεί μια σπάνιας δύναμης κλασικότροπα μοντέρνα πρόζα.
Χαρούκι Μουρακάμι «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του» (μτφρ. Μ. Αργυράκη, εκδ. Ψυχογιός). Ενας άνδρας βιώνει την απώλεια κι επιστρέφει, με τον γνώριμο παραμυθικό και αλλόκοτο τρόπο του Μουρακάμι, να την αντιμετωπίσει. Αφήνοντας πίσω του τη -μάλλον υπερφιλόδοξη- τριλογία «1Q84», o δημοφιλής Ιάπωνας επιστρέφει στους επινοημένους κόσμους του, όπου όνειρα και εφιάλτες συναιρούνται σε μια φαντασμαγορική αφήγηση.
Ρομπέρτο Μπολάνιο «Η Ναζιστική Λογοτεχνία στην Αμερική» (μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, εκδ. Αγρα).
Ο τίτλος του βιβλίου θυμίζει δοκίμιο ή μελέτη, όμως δεν είναι παρά δείγμα της ευρηματικότητας του Χιλιανού συγγραφέα, ο οποίος επανεπινοεί τον (καθ’ όλα υπαρκτό) κόσμο της αμερικανικής ηπείρου με σκοπό να μιλήσει για το φαινόμενο της ακροδεξιάς -σε παρελθόν, παρόν και μέλλον- και να παρουσιάσει μια αλληγορία για την εμπλοκή των συγγραφέων σ’ αυτόν.
Αντόνιο Ταμπούκι «Ο μαύρος άγγελος» (μτφρ. Αντ. Χρυσοστομίδης, εκδ. Αγρα).
Η φράση του Ταμπούκι «οι άγγελοι είναι απαιτητικά όντα, ιδιαίτερα [...]. Δεν έχουν απαλά πούπουλα, έχουν ένα τρίχωμα που τσιμπάει» συνοψίζει σε 15 λέξεις όσα η συλλογή του πραγματώνει: σε κάθε διήγημα ένας άγγελος -με σάρκα και οστά ή άυλος, ορατός «από μηχανής Θεός» ή αόρατο φάντασμα- αλλάζει τη ρότα της αφήγησης ή επισημαίνει την αδυναμία τέτοιας αλλαγής.
Μίλαν Κούντερα, «Η γιορτή της ασημαντότητας» (μτφρ. Γ. Χάρης, εκδ. Εστία). Εχοντας κατά καιρούς χρησιμοποιήσει το χιούμορ και την περιγραφή τού «ήσσονος» ως αφηγηματικά εργαλεία, ο διάσημος Τσέχος μάς δίνει ένα μυθιστόρημα όπου οι μικροϊστορίες μιας παρέας τεσσάρων φίλων μάς συμφιλιώνουν με τη -συχνά άπιαστη- βαρύτητα των «ασήμαντων στιγμών» της ζωής, ενώ την ίδια στιγμή συνοψίζει δεξιοτεχνικά εμμονές και δαίμονες από όλο το έργο του σε λίγες σελίδες.
Χουάν Γκ. Βάσκεθ «Ο ήχος των πραγμάτων που πέφτουν» (μτφρ. Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Ικαρος).
Με άτυπο πρωταγωνιστή την κολομβιανή κοινωνία της δεκαετίας του ’80, ο Βάσκεθ γράφει για τον αρχετυπικό φόβο της παντοδυναμίας του «Κακού», για το πώς κληροδοτείται, για το πώς διαπερνά τη ζωή μας και γίνεται σημείο αναφοράς, για το πώς τελικά δεν έχουμε «κανέναν που να ανησυχεί για μας όταν αργούμε και να μπορεί να βγει να μας ψάξει».
Αβραάμ Β. Γεοσούα, «Ρετροσπεκτίβα» (μτφρ. Μ. Κοέν, εκδ. Πόλις).
Το μυθιστόρημα του Ισραηλινού συγγραφέα είναι μια ανατομία στο σώμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με δάνεια από τη σκηνοθεσία και τη σεναριογραφία και με αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας γίνονται δυσδιάκριτα — προς όφελος, όμως, της αφήγησης και της ανάδειξης της περίπλοκης σχέσης αλήθειας κι εξιστόρησης.
Kari Hesthamar «So long, Marianne» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Ποταμός). Το βιβλίο ενός αναπάντεχου έρωτα και πολλών μελαγχολικών τραγουδιών με φόντο την ταραγμένη δεκαετία του ’60. Με καμβά την πραγματική ερωτική ιστορία της Μαριάνε Ιλεν με τον τότε άγνωστο τραγουδοποιό Λέονταρν Κοέν, η συγγραφέας γράφει ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί.
Α. Π.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΣΤΙΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ 


«Η μετάφραση των ποιημάτων είναι το είδος της γραφής που δίνει τη μικρότερη ικανοποίηση», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης τον Σεπτέμβριο του 1963 στο Προλόγισμα της πρώτης έκδοσης των Αντιγραφών[1] του. Με τη διατύπωση αυτής της άποψης, και μάλιστα στην πρώτη-πρώτη αράδα του Προλογίσματός του στο βιβλίο με τα σκόρπια μεταφράσματά του από τα αγγλικά και τα γαλλικά, νομίζω ότι θέλει να μας μεταδώσει την αμηχανία του μπροστά και στο ενέργημα της μετάφρασης ποιημάτων, ως είδους λόγου, και στο αποτέλεσμα της μεταφραστικής δράσης του. Την ίδια ακριβώς εντύπωση μας δημιουργεί και η ανάγνωση του προλόγου του Οδυσσέα Ελύτη στην έκδοση της Δεύτερης Γραφής. Αλλά και ο Γιάννης Ρίτσος στα Μελετήματά του μας αφήνει να καταλάβουμε πως νιώθει αρκετά άβολα μεταφράζοντας ποιήματα, έχει δε μονίμως την έγνοια μην τυχόν και προδίδει τελείως τα πρωτότυπα των ποιημάτων που μετέφρασε – και τα δικά του είναι πάρα πολλά: όσα σχεδόν και των δύο προαναφερθέντων ομοτέχνων του μαζί. Γενικώς ειπείν οι παλαιότεροι ποιητές, που ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μετάφραση ποιητικών κειμένων (πλην, αίφνης, του Κωσταντίνου Χατζόπουλου και του Κώστα Βάρναλη), καταλαμβάνονταν από μιαν –εκ των υστέρων– συστολή μπροστά σε αυτό που είχαν παραγάγει. Ωσάν να μην ήξεραν πώς θα εκληφθεί από τους «άλλους» της ποιητικής κοινότητας και ωσάν να εφοβούντο μήπως τυχόν «παρεξηγηθεί» η πράξη τους από το σινάφι τους. Κι έψαχναν, έτσι, τρόπους για να ανακοινώσουν –όσο πιο προσεχτικά γινόταν– τη συστολή τους, αλλά και για να κολάσουν την «άγνοιά» τους και τον «φόβο» τους. Γι’ αυτό και προσέφευγαν στην «ονοματολογία», αναζητώντας τη σανίδα που… δεν χρειάζονταν!…
Ο Ρίτσος αποφεύγει να γράψει τη λέξη μετάφραση, προτιμώντας να ακουμπήσει –όπως και πάρα πολλοί άλλοι– στην αθωότητα της λέξης απόδοση. Λες κι έτσι κάτι θαυμαστό γινόταν και δεν επρόκειτο πλέον για μεταφράσεις, αλλά για κάποιο ουδέτερο aliud που παρείχε ασφάλεια στον ποιητή για τις διαγλωσσικές ενασχολήσεις του και συνάμα συγχώρηση για το «αμάρτημά» του να καταπιαστεί με μία –όπως θα την εχαρακτήριζε ο πλατωνικός Γοργίας– «φαύλην τέχνην». Κάτι τέτοιο κάνουν και οι άλλοι δύο ποιητές, ο Ελύτης και ο Σεφέρης· μόνο που αυτοί πάνε το πράγμα πολύ πιο πέρα από εκεί που μπορεί να το φτάσει η χρήση του όρου απόδοση. Αμφότεροι χωρίζουν τις μεταφράσεις σε δύο κατηγορίες, και μάλιστα με τρόπο τέτοιον, ώστε να φαίνεται ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικούς και σχεδόν άσχετους μεταξύ τους κόσμους του λόγου: στις μεταφράσεις από τις ξένες γλώσσες στα ελληνικά και στις μεταφράσεις από παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας στα σύγχρονά τους ελληνικά. Και ο μεν Ελύτης ονομάζει τις δύο αυτές κατηγορίες δεύτερη γραφή και μορφή στα νέα ελληνικά, ο δε Σεφέρης επιλέγει να τις πει αντιγραφές και μεταγραφές αντίστοιχα.
Ο διαχωρισμός αυτός είναι επιστημονικώς αφόρητος και δεν αντέχει σε καμμία απολύτως λογική βάσανο. Η μετάφραση είναι καθολική γλωσσική ενέργεια (με τη χουμπολτιανή έννοια του όρου ενέργεια) και, άρα, αφορά όλες τις φυσικές γλώσσες, και δη σε οποιαδήποτε ιστορική τους στιγμή, μηδεμιάς εξαιρουμένης. Πέραν τούτου ο τεχνικός διαχωρισμός σε «ενδογλωσσική» και σε «διαγλωσσική» μετάφραση είναι εντελώς πρόσφατος, και δεν παρουσιάζει σχεδόν κανένα επιστημονικό ενδιαφέρον – το πολύ-πολύ να αρθρώνει μια παραδειγματική περιπτωσιολογία, και μάλιστα μόνο σε γλώσσες σαν την ελληνική, που δεν ανήκουν σε ευρύτερη γλωσσική ομάδα. Αν η μετάφραση των επών του Ομήρου ή κάποιου έργου του Αριστοτέλη στα νέα ελληνικά έχει κάποιο –κατά τα προρρηθέντα– ενδιαφέρον, η μετάφραση, φέρ’ ειπείν, μιας ωδής του Οράτιου από τα λατινικά στα γαλλικά ή στα ισπανικά επ’ ουδενί στοιχειώνει «ενδογλωσσική» μετάφραση, κι ας ανήκουν και οι δύο γλώσσες αφίξεως στη λατινική / ρωμανική ομογλωσσία.
Προτίμησα να αρχίσω έτσι, με την nomenclatura, που αίρει –στα μυαλά των δύο ποιητών– την όποια παθογένεια των ποιητικών μεταφρασμάτων, όταν συγκρίνονται με τα πρωτότυπά τους, και απαλλάσσει αυτομάτως τους μεταφραστές-ποιητές για παν αμάρτημα παρ’ αυτών πραχθέν λόγω, έργω ή διανοία! Πιστεύουν, δηλαδή, ότι με τη χρήση ιδιαίτερης επιλεκτικής ορολογίας ξορκίζουν το «κακό» και με τις γάζες της κλείνουν για πάντα στο σώμα της λογοτεχνίας  τις πληγές που άνοιξαν αυτοβούλως οι ίδιοι. Αυτός είναι και ο λόγος που, μολονότι είναι και οι δύο τους δεινοί δοκιμιογράφοι και κοφτερές κριτικές διάνοιες, όχι μόνο δεν μεριμνούν καθόλου ως προς το να αναπτύξουν, έστω και στοιχειώδη μεταφραστικό προβληματισμό, αλλά περιπίπτουν εννέα φορές στις δέκα σε αφόρητες κοινοτοπίες.
Αλλά επειδή το θέμα μας εδώ είναι μόνο ο Σεφέρης, του λοιπού θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με αυτόν. Αμέσως μετά τη γενικευτική και τρόπον τινά αφοριστική άποψή του σχετικά με το πόση ικανοποίηση δίνει η μετάφραση των ποιημάτων, γράφει τα εξής:

Όσο καλά και να δουλέψει κανείς, όσο επιτυχής και αν είναι, θα υπάρχει πάντα ένα αντικείμενο –το πρωτότυπο– που μένει εκεί για να μας δείχνει πως βρισκόμαστε πάντα χαμηλότερα από το σωστό, πως ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε· αλίμονο αν προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε.

Φως-φανάρι πως πρόκειται για περίτεχνες αφέλειες, που αντέχεις να τις διαβάσεις, μόνο και μόνο επειδή είναι όντως περίτεχνα δοσμένες… επειδή είναι, δηλαδή, κυριολεκτικώς φιλοτεχνημένες. Γιατί ποιός μιλάει πια –για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς το επιφώνημα του Σεφέρη–αλίμονο, για «το σωστό», χωρίς να κινδυνεύει να φαίνεται τουλάχιστον γραφικός; Δεν υφίσταται «το σωστό», το αληθώς και αντικειμενικώς και καθολικώς ισχύον ως τέτοιο.
Η μετάφραση δεν χωρεί στον κανόνα των φυσικών επιστημών –πέραν του ότι επ’ ουδενί είναι επιστήμη–, όπου το ένα ισχύει δια παντός και έναντι παντός. Στη μετάφραση υπάρχουν πολλά «σωστά», τόσα πολλά δε όσοι και οι μεταφραστές που έχουν μεταφράσει ένα δεδομένο ποιητικό κείμενο. Εννοείται, βεβαίως, ότι δεν λέμε πως στις μεταφράσεις δεν εμφιλοχωρούν λάθη – κάθε άλλο! Μιλώντας, όμως, για λάθη σε ένα μετάφρασμα, δεν μπορούμε παρά να περιοριζόμαστε σχεδόν πάντα σε λάθη σημασιακού χαρακτήρα, παναπεί σε λάθη οφειλόμενα στην καθαρή εκ μέρους του μεταφραστή άγνοια περί τις σημασίες των γλωσσικών σημείων που προκαλεί το erratum. Κανονικώς εχόντων των πραγμάτων hotel de ville δεν είναι το ξενοδοχείο της πόλης, αλλά το δημαρχείο της, η δε έκφραση its raining cats and dogs ουδόλως σημαίνει ότι βρέχει γατόσκυλα, αλλά ότι –όπως το λέμε συνήθως στα ελληνικά– ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Σε μια μετάφραση ποιητικού κειμένου, ωστόσο, δεν αποκλείεται καθόλου μα καθόλου να βρέχει γατόσκυλα στο ξενοδοχείο της πόλης, αφού, άλλωστε, δεν έχει αποκλεισθεί, σε ένα πρωτότυπο ποίημα να «κυκλοφορούν» επιμελεία Απόστολου Μελαχρινού και Ανδρέα Εμπειρίκου προτάσεις και φράσεις όπως Τα ρόδα ξενιτεύονται σε μνημική εξορία και Τα σμήνη των βεγγαλικών μέσ’ στα μπουκέτα. Ποιό είναι, άραγε, «το σωστό» – το ένα σωστό;
Κι έπειτα δεν ισχύει ούτε εκείνο το αφοριστικό και οιονεί παράλογο ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα από το σωστό, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε. Καλώς ή κακώς τίποτα δεν μετριέται έτσι στη μετάφραση. Τέτοια λόγια δεν είναι παρ’ απλώς «ξόρκια». Τόσο στη συγγραφή όσο και στη μετάφραση ενός ποιήματος διαδραματίζουν εξωτερικό ρόλο οι ίδιοι ακριβώς σημασιακοί, συντακτικοί, πραγματολογικοί, υφολογικοί, αισθητικοί «δρώντες» καθαυτούς· όπως γράφεται εξωτερικώς το πρωτότυπο, έτσι γράφεται εξωτερικώς και το μετάφρασμα. Επειδή τους εσωτερικούς «δρώντες» του πρωτοτύπου δεν τους γνωρίζουμε –εκτός και αν έχουμε τη μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, την οποία και μπορούμε (χωρίς, πάντως, να υποχρεούμαστε) να τη λάβουμε υπόψη–, αυτό που κατά κανόνα κάνουμε είναι να τους αποκωδικεύουμε ερμηνευτικά· στο ανακωδικευμένο μετάφρασμα δεν γίνεται αλλιώς παρά να εκφρασθούν οι ειρημένοι εσωτερικοί «δρώντες» μόνο κατά το προσωπικό ήθος του μεταφραστή και με βάση τους μορφολογικούς κανόνες και τα πολιτιστικά συνυφαινόμενα της γλώσσας αφίξεως. Άρα, όχι μόνο δεν χωρούν καθόλου στη μετάφραση τα σχήματα του τύπου «ψηλότερα» και «χαμηλότερα», αλλά και δεν ισχύει καν η αποστροφή για το επαπειλούμενο κακό, αν αλίμονο, προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε.
Πιο κάτω στο Προλόγισμά του ο Σεφέρης εξηγεί για ποιόν ακριβώς λόγο έδωσε στο βιβλίο του το περίεργο τίτλο Αντιγραφές:

Όταν μεταφράζουμε από μια ξένη γλώσσα που ξέρουμε λίγο ή πολύ, σε μια γλώσσα –τη δική μας– που μας είναι έμφυτη και την αγαπούμε περισσότερο, κάνουμε κάτι, μου φαίνεται, σαν εκείνους τους ανθρώπους που βλέπουμε στα μουσεία, προσηλωμένους με πολλή προσοχή, ν’ αντιγράφουν, είτε για ν’ ασκηθούν είτε γιατί κάποιος τους το παράγγειλε, πίνακες διαφόρων ζωγράφων.

Αντιπαρερχόμαστε χωρίς σχόλια τα περί αγάπης σχετικά με τις γλώσσες, καθότι είναι λόγια και πάλι εξόχως αφελή, και κρατάμε το εικαστικό κριτήριο που εισάγει ο Σεφέρης, για να χαρακτηρίσει τη φύση της μετάφρασης, ή, καλύτερα, του κάθε μεταφράσματος. Από τη μία θεωρεί το πρωτότυπο ως μοναδικό έργο ζωγραφικό, που υπάρχει διατιθέμενο σε όλων τα βλέμματα σε κάποιο μουσείο, και από την άλλη βλέπει το μετάφρασμα ως μιαν απόπειρα αντιγραφικής αναπαραγωγής του πρωτοτύπου. Αλλά, ενώ η σύλληψη του Σεφέρη είναι όντως μεγαλοφυής (και αν το καλοσκεφτούμε, μας πηγαίνει κατ’ ευθείαν στα ωραιότερα και στα πλέον προσφυή επιχειρήματα πλατωνικών διαλόγων σαν το Θεαίτητο και τον Κρατύλο), δεν φτάνει παρά μόνο μέχρι τα μισά του δρόμου, λες και κάπου σκοντάφτει – για να μην πω: λες και κάπου θέλει πάντα να σκοντάφτει. Παρόλο που δεν το λέει, μοιάζει σαν να μην του περνάει καν από το μυαλό ότι αντιγραφές του ίδιου πίνακα μπορούν άνετα να παραγάγουν πλείονες του ενός αντιγραφείς. Αν το είχε σκεφτεί, θα είχε σίγουρα αποφύγει να μιλήσει πιο πάνω για «το σωστό», και μάλιστα θα το είχε αποφύγει για δύο λόγους: πρώτον, επειδή έτσι «το σωστό» είναι αποκλειστικά και μόνο το πρωτότυπο, μην αφήνοντας καθόλου χώρο ορθότητας για τις αντιγραφές του· και δεύτερον, επειδή, αν τα μεταφράσματα του πρωτοτύπου είναι πλείονα του ενός, τότε ή κανένα τους δεν είναι «το» σωστό (σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη) ή όλα τους είναι σωστά, πράγμα που δεν φαίνεται ότι ασπάζεται με κανέναν τρόπο ο Σεφέρης, αδικώντας και τον εαυτό του.
Αλλά γιατί έπιασε και αντέγραψε πίνακες διαφόρων ποιητών-ζωγράφων και γιατί συγκέντρωσε και δημοσίευσε τις αντιγραφές του σε ιδιαίτερο τόμο, βάζοντας τον Γέιτς μαζί με τον Κλωντέλ, και τον Πωλ Βαλερύ παρέα με τον Ανρί Μισώ, για να μείνουμε μόνο σε αυτούς; Ας ακούσουμε τί μας λέει:

Αλήθεια, η δουλειά που συγκεντρώνω εδώ είναι η επιλογή από μιά ευρύτερη προσπάθεια που έκαμα για να δοκιμάσω τί μπορεί να σηκώσει, στα χρόνια που έζησα, η γλώσσα μας. Εκτός από το κίνητρο αυτό, δεν έχει άλλον ειρμό η συλλογή αυτή, και δε θα ήταν σωστό να της αποδοθεί ο σκοπός της ανθολόγησης ή της αξιολόγησης.


Ο σκοπός αυτός ακούγεται ευγενής, οι δε ευγενείς προθέσεις του «αντιγραφέα» ουδόλως αμφισβητούνται. Πρόκειται για ομολογία ειλικρινή και σταράτη. Στο νου του είχε μόνο ένα ενέργημα προς δύο κατευθύνσεις: να μεταφράσει ποιητικά κείμενα και να ελέγξει το ενέργημά του αυτό διαπιστώνοντας, πρώτα, αν δια της γραφίδος του μπορούν όντως να μεταφερθούν στη γλώσσα μας κείμενα ξένα και, δεύτερον, αν αντέχουν να υπάρχουν ακόμη ύστερα από τη μεταφορά τους. Αφού τα δημοσίευσε, πάντως, σίγουρα απαντά καταφατικά στο δεύτερο ερώτημά του: κατά τη γνώμη του, όντως αντέχουν στη γλώσσα μας – τους πάει, με άλλα λόγια, το ελληνικό γλωσσικό ένδυμα. Και, άρα, με ένα υπόρρητο επιχείρημα a minore ad maius, μπορούν και άλλοι ποιητές να «αντιγράψουν» ξένα ποιητικά κείμενα και να τα ντύσουν ελληνικά – οπότε έτσι απαντάται καταφατικά και το πρώτο ερώτημά του, που ενδεχομένως (: διάβαζε σίγουρα) απασχολούσε και άλλους ποιητές.
Όμως έτσι ο Σεφέρης βλέπει τη μετάφραση πολύ στενά – για να ακριβολογούμε: πιο στενά δεν γίνεται! Αν κάτι μεταφράζεται, μεταφράζεται από όλες τις γλώσσες προς όλες τις γλώσσες. Και επειδή ό,τι λέγεται σε μία γλώσσα και άπαξ λεγόμενο αποτελεί μόριο του γλωσσικού σύμπαντος, μεταφράζεται δυνητικά σε όλες τις άλλες γλώσσες. Πώς μεταφράζεται; Μολονότι δεν είναι τούτος ο κατάλληλος τόπος για να μιλήσουμε εξαντλητικά για τον σχετικό τρόπο, θα αρκεσθούμε να πούμε ότι γενικώς η μετάφραση γίνεται κάπως… με κάποιον τρόπο – ακόμα και με «αντιγραφή»! Γίνεται δηλαδή «οπωσδήποτε», τόσο με τη νεοελληνική σημασία της λέξης, όσο και με την αρχαιοελληνική της, που σημαίνει –το είπαμε ήδη– «με κάποιο τρόπο».
Τη μέριμνα, όμως, του Σεφέρη, όπως τη διαβάσαμε να εκφράζεται, την τονίζει η αγωνία του για κάτι άλλο: για το αν η δημοτική γλώσσα, που πολεμήθηκε τόσο πολύ και με κάθε μέσο από τα κέντρα και τις συμμορίες της καθαρολογίας, μπορεί να φανεί αντάξια στο να αντέξει υψηλά έργα άλλων κουλτουρών. Μπορεί κάτι τέτοιο να ακούγεται «ξεπερασμένο» ή «άνευ σημασίας» στις μέρες μας, τότε όμως, οπού διατυπώθηκε, δεν ήταν. Κάθε άλλο μάλιστα! Ο συνήθης κατά της δημοτικής ψόγος ήταν ότι, ενώ είναι ενδεχομένως (δηλαδή: όχι πάντα!) κατάλληλη για να γραφούν σε αυτήν έργα λογοτεχνικά, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των υψηλών έργων της επιστήμης. Από ό,τι φαίνεται, προς στιγμήν ακόμα και ο Σεφέρης ξεχνά ότι η μετάφραση είναι λογοτεχνία! Για το δεύτερο μέρος του ψόγου, αρνούμαι να χαλαλίσω έστω και μία αράδα.
Όμως, αλήθεια, τί τον έπιασε τον Σεφέρη (παρόλο που παραδέχεται ότι δεν είναι πολύ ικανοποιητικό το αποτέλεσμα της επιλογής του) και εξελλήνισε όλα τα κύρια ονόματα και γέμισε με τελείες τα επώνυμα των ποιητών πάνω από όσα σύμφωνα δεν διαθέτει φθογγολογικό ισότιμό τους η ελληνική; Τί είδους παραχώρηση προς το καθαρολογικό πνεύμα είναι αυτή από έναν κορυφαίο στυλοβάτη της δημοτικής λαλιάς; Δεν είναι, αλήθεια, εκτρωματικό να διαβάζουμε Έσρας Πάουνδ (με τελεία πάνω από το δ) και Ανδρέας Ζιδ (με δύο τελείες πάνω από το Ζ και το δ);! Τέλος πάντων – δεν είναι μεν το θέμα μας εκεί, αλλά, όπως και να το κάνουμε, μας ξενίζει ο τρόπος… και πολύ μάλιστα
Εκτός από «αντιγραφή» η μετάφραση είναι για τον Σεφέρη και κάτι άλλο, το οποίο προεξαγγελτικώς χαρακτηρίζω και ως την κύρια συμβολή του στον μεταφραστικό προβληματισμό. Γράφει ο Σεφέρης:

Τέλος θα έπρεπε ίσως να σημειώσω συνοπτικά ότι η μετάφραση από ξένες γλώσσες είναι σα να μεταφέρουμε στον τόπο μας ένα ελάχιστο απόσπασμα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της γλωσσικής έκφρασης –θα έλεγα της ποιητικής τάξης– όπου ανήκει το ποίημα. Και αν πάρω την περίπτωση ενός ακραίου αναγνώστη, μου φαίνεται κάποτε ότι η προσπάθειά του πρέπει να μοιάζει μ’ εκείνη του φυσιοδίφη, που από το τυχαίο εύρημα ενός σπονδύλου είναι υποχρεωμένος ν’ ανασυστήσει ένα ολόκληρο προκατακλυσμιαίο θηρίο. Υπερβολή. Αλλά μου είναι χρήσιμη, γιατί δείχνει ότι το μεταφρασμένο ποίημα δεν μπορεί να έχει, με τη νέα του μορφή, τις ίδιες λειτουργίες, που είχε στη γλώσσα που το γέννησε. Στις καλές περιπτώσεις μπορεί να έχει άλλες αξιοπρόσεχτες λειτουργίες, που συγγενεύουν ωστόσο με την πρωτότυπη δημιουργία στη γλώσσα του μεταφραστή.

Στις γραμμές, που προηγήθηκαν, ακούγονται σπαράγματα από τη γνωστή περί γλώσσας και μετάφρασης θεωρία του Χέρντερ και του Χούμπολτ. Το ποίημα, που γεννιέται και μεγαλώνει σε συγκεκριμένο κόσμο φυσικής γλώσσας, (μπορεί να) υπάρχει μόνο εκεί, διότι μόνο εκεί (μπορεί να) επιτελεί όλες τις γλωσσικές λειτουργίες, επί τη βάσει των οποίων έχει γραφεί. Εκεί, επίσης, βρίσκεται και το πολιτιστικό του θεμέλιο, η κουλτουραλική του κρηπίδα, που είναι αδύνατο να μετακινηθεί. Η κοσμοθέαση (γερμανιστί Weltansicht) του ποιητή, που εκφράζεται δια του ποιήματός του, υπακούει σε μιαν εθνογλωσσική κοσμοθεωρία (γερμανιστί Weltanschauung) στέρεα και αμετακίνητη. Το ποίημα, το κάθε ποίημα δηλαδή, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα γραπτό κοσμοείδωλο (γερμανιστί Weltbild) της ποιητικής κοσμοθέασης μέσα από τον φακό της εθνογλωσσικής κοσμοθεωρίας. Αυτά ο Σεφέρης ίσως τα εγνώριζε, ίσως πάλι να μην τα εγνώριζε. Εν πάση περιπτώσει, όμως, τα αισθανόταν τουλάχιστον ενστικτωδώς, γι’ αυτό και είναι αρκετά εφεκτικός μπροστά σε ό,τι αφορά τη «μετάφραση» ως δημιουργία… γι’ αυτό και μιλάει για «το σωστό» και γι’ αυτό επιστρατεύει το εικαστικό κριτήριο της «αντιγραφής» (της «reproduction»), ενώ θέλει να πει για την κατ’ αρχήν μη μεταφραστότητα της ποίησης, θέση την οποία κατά βάθος ασπάζεται. Οπότε και μπορούμε να πούμε το φαινομενικώς, αλλά όχι πραγματικώς παράδοξο ότι μεταφράζει για να αποδείξει τη μη δυνατότητα υπάρξεως μεταφράσεων.
Παρόλο που δεν το λέει ρητά, από την έννοια του κοσμοειδώλου ξεκινά τον μεταφραστικό του αγώνα ο Σεφέρης – αγώνα, που για να λέμε την αλήθεια, είναι πολύ μεγάλος, ασχέτως του αν μας ικανοποιούν ή όχι τα αποτελέσματά του. Επειδή είναι ποιητής (και ταυτίζεται με τους ποιητές ως πρωτότυπους δημιουργούς), στο βάθος του νου του γνωρίζει ότι, όποτε μεταμφιέζεται σε μεταφραστή (με όσες «ποιητικές» αρετές και αν κοσμείται), πάντα θα αναγκάζεται να καταλαμβάνει αυθαιρέτως και εν γνώσει του στο μετάφρασμα μεγάλα τμήματα της ποιητικής auctoritas ενός συναδέλφου του, και αυτό είναι κάτι που ο ίδιος δεν θέλει καν να το σκεφθεί ότι θα μπορούσε να συμβεί ποτέ στα δικά του πρωτότυπα δημιουργήματα. Αυτό το νόημα έχει, κατά τη γνώμη μου, η αναφορά στον «κόσμο» του ποιήματος.
Στο κάθε ποίημα, που γράφεται, ο Σεφέρης βλέπει τον κόσμο της γλώσσας ολόκληρης στη συγχρονία και τη διαχρονία της και μέσα στη δική της επικράτεια. Από τη στιγμή που κάποιος αναλαμβάνει να μεταφράσει το ποίημα, δεν μεταφράζει «κόσμο», αλλά «λέξεις»: τις τυπωμένες στο χαρτί μπροστά του λέξεις. Και τούτο είναι κάτι πιο λίγο και από ελάχιστο για τον Σεφέρη. Γι’ αυτό και η αγωνία του να μας εκμυστηρευθεί το επιχείρημα του φυσιοδίφη, και δη όχι από τη μεριά του μεταφραστή, αλλά από τη μεριά του αναγνώστη, και μάλιστα του «καλύτερου δυνατού» – ό,τι και αν σημαίνει τούτο το τελευταίο. Η ιδέα του ευρεθέντος σπονδύλου (δηλαδή του ταπεινού μεταφράσματος), δια του οποίου ανασυστήνεται ένα γιγαντιαίο προκατακλυσμιαίο θηρίο (δηλαδή το γιγαντιαίο context, μέσα στο σύμπαν του οποίου γεννήθηκε το ποιητικό πρωτότυπο του μεταφράσματος), τού είναι αναγκαία, όχι γιατί πραγματικά πιστεύει ότι υπάρχει ποτέ περίπτωση να το ανασυστήσει, αλλά για να δικαιολογήσει, έστω και με τα πλέον ισχνά επιχειρήματα, την επιμονή του να είναι «φυσιοδίφης».
Έχω την εντύπωση (και ας με συγχωρήσει η ιερή μνήμη του ποιητή) ότι με μερικές περίτεχνες αφέλειες και με κάμποσα –κατά τη γνώμη μου– ηθελημένα «ήξεις-αφήξεις» καταλήγει στο να υποδιατυπώνει μεν τον κανόνα της κατ’ αρχήν μη μεταφραστότητας της ποίησης, αλλά και να τον αναιρεί συνάμα με το παράδειγμά του, καθώς αφ’ ενός μεν ο ίδιος μεταφράζει πλήθος κειμένων, και αφ’ ετέρου γράφει ότι ανεξαρτήτως του τί είναι και τί κάνει το πρωτότυπο με το άπαν των ποιοτήτων του, το μεταφραστικό αποτέλεσμα στις καλές περιπτώσεις μπορεί να έχει άλλες αξιοπρόσεχτες λειτουργίες, που συγγενεύουν ωστόσο με την πρωτότυπη δημιουργία στη γλώσσα του μεταφραστή. Έχω την εντύπωση ότι με τα λόγια του αυτά ο Σεφέρης ανοίγει –ενστικτωδώς μεν, και πάλι ηθελημένα όμως– μια πόρτα για να περάσει η μεταγενέστερη θεωρία περί της διπλής πατρίδας των μεταφρασμένων κειμένων. Περί αυτού, όμως, άλλη φορά, και με την πρόσφορη για κάτι τέτοιο αφορμή.







[1] Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης [πρώτη έκδοση, Απρίλιος 1965· φωτολιθογραφική ανατύπωση (με διορθώσεις) 1969·], δεύτερη έκδοση (οριστική με επίμετρο), Ίκαρος, Αθήνα 1978, σελ. 7-8. Τη δεύτερη έκδοση λαμβάνουμε υπόψη μας για τη σύνταξη του παρόντος σύντομου δοκιμίου.

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Βράβευση νεοελληνικής μετάφρασης της κυρίας Σ. Παπαιωάννου




Η Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας ύστερα από εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής Βραβείων αποφάσισε ομόφωνα τη βράβευση της νεοελληνικής απόδοσης του έργου του Πλαύτου "Ο Καυχησιάρης Στρατιώτης" από την κ. Σοφία Παπαϊωάννου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Λατινικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Η βράβευση θα γίνει σε τελετή την Τρίτη 2 Δεκεμβρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Βοσταντζόγλου. Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Nεοελληνικής Γλώσσης


Βοσταντζόγλου. Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Nεοελληνικής Γλώσσης
Βοσταντζόγλου. Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Nεοελληνικής Γλώσσης
Το λεξικό κατεβαίνει από εδώ:
Ευχαριστούμε θερμώς τον διαχειριστή της σελίδας e-lexico. Η δωρεάν προσφορά των λεξικών είναι σημαντική. Εραν.

Κατεβάστε δωρεάν 29 λεξικά! Από Ερανιστής

Οι  συνεργάτες του 24grammata.comεργάστηκαν μήνες για να σας παρουσιάσουν μια μοναδική 
συλλογή λεξικών της ελληνικής γλώσσας
Το κατέβασμα δεν προαπαιτεί καμία εγγραφή, εντελώς δωρεάν με ένα απλό κλικ.


Κατεβάστε δωρεάν 29 λεξικά!

Νέα ελληνική
  1. Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας εδώ
  1. Λεξικό: συνώνυμα και συγγενικά (1931) εδώ
  1. Λεξικό της ελληνικής ως ξένης γλώσσας εδώ 
Αρχαία ελληνική
  1. Λεξικό Αρχαίων Ελληνικών εδώ
  1. Κατάλογος ανωμάλων ρημάτων και ονομάτων της Αττικής Διαλέκτου (Λεξικό, 1902) εδώ
  1. Λεξικό Ρημάτων Αρχαίας Ελληνικής εδώ 
Λογοτεχνία
  1. Λεξικό λογοτεχνικών όρων εδώ
  1. Λεξικό Σολωμού εδώ 
Θέατρο
  1. Γαλλο-Ελληνικό Θεατρικό Λεξικό  εδώ 
Οικονομία
  1. Αγγλοελληνικό Λεξικό Ευρωπαϊκών και Χρηματοοικονομικών Όρων (679 σελ.) εδώ
  1. Λεξιλόγιoν Τεχνικών Όρων εις τέσσαρας γλώσσας εδώ
  1. The GPS Dictionary εδώ
  1. Γαλλοελληνικόν λεξικόν των ναυτικών όρων, 1898 εδώ
  1. ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΟΡΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ & ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ εδώ 
Θρησκεία
  1. GREEK DICTIONARY OF THE NEW TESTAMENT εδώ
  1. A Dictionary of Christian Biography and Literature to the End of the Sixth Century A.D., with an Account of the Principal Sects and Heresies. εδώ
  1. Vocabolario greco-italiano del Nuovo Testamento. Eλληνο-Ιταλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης εδώ
  1. A Dictionary of Muslim Philosophy εδώ 
Σπάνια / παλαιά λεξικά
  1. Λεξικόν τετράγλωσσον Γαλλαγγλογραικελληνικόν, 1834. Vocabulaire Francais-Anglais, Grec moderne et Grec Ancien,εδώ
  1. Γαλλοελληνικόν λεξικόν των ναυτικών όρων, 1898 εδώ
  1. Λεξικόν της αλβανικής γλώσσης, Kωνστ. Xριστοφορίδης (1904)εδώ
  1. A Greek and English Lexicon 1940 εδώ
  1. Λατινο-Ελληνικό Λεξικό του 1664 εδώ
  1. Νέον λεξικόν Ιταλικο-Γραικικόν (1792).Vocabolario Italo – Greco (Accademia della Crusca, 1792) εδώ 
Γλωσσικές μειονότητες
  1. ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΡΟΜΑΝΙ ΓΛΩΣΣΑΣ (ΕΛΛΗΝΟΡΟΜΑΝΟ) εδώ
  1. Kalasha Dictionary. Λεξικό των Καλάς (Καλάσα) εδώ
  1. VOCABOLARIO SINTETICO ITALIANO-GRIKO εδώ
  1. Eτυμολογικόν λεξικόν της Kουτσοβλαχικής γλώσσης εδώ

Περισσότερα e-books στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Ερανιστή, ΕΔΩ.