ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
«Η μετάφραση των ποιημάτων είναι το είδος της
γραφής που δίνει τη μικρότερη ικανοποίηση», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης τον
Σεπτέμβριο του 1963 στο Προλόγισμα της πρώτης έκδοσης των Αντιγραφών[1]
του. Με τη διατύπωση αυτής της άποψης, και μάλιστα στην πρώτη-πρώτη αράδα του Προλογίσματός
του στο βιβλίο με τα σκόρπια μεταφράσματά του από τα αγγλικά και τα γαλλικά,
νομίζω ότι θέλει να μας μεταδώσει την αμηχανία του μπροστά και στο ενέργημα
της μετάφρασης ποιημάτων, ως είδους λόγου, και στο αποτέλεσμα της
μεταφραστικής δράσης του. Την ίδια ακριβώς εντύπωση μας δημιουργεί και η
ανάγνωση του προλόγου του Οδυσσέα Ελύτη στην έκδοση της Δεύτερης Γραφής.
Αλλά και ο Γιάννης Ρίτσος στα Μελετήματά του μας αφήνει να καταλάβουμε
πως νιώθει αρκετά άβολα μεταφράζοντας ποιήματα, έχει δε μονίμως την έγνοια μην
τυχόν και προδίδει τελείως τα πρωτότυπα των ποιημάτων που μετέφρασε – και τα
δικά του είναι πάρα πολλά: όσα σχεδόν και των δύο προαναφερθέντων ομοτέχνων του
μαζί. Γενικώς ειπείν οι παλαιότεροι ποιητές, που ασχολήθηκαν σοβαρά με τη
μετάφραση ποιητικών κειμένων (πλην, αίφνης, του Κωσταντίνου Χατζόπουλου και του
Κώστα Βάρναλη), καταλαμβάνονταν από μιαν –εκ των υστέρων– συστολή μπροστά σε
αυτό που είχαν παραγάγει. Ωσάν να μην ήξεραν πώς θα εκληφθεί από τους «άλλους»
της ποιητικής κοινότητας και ωσάν να εφοβούντο μήπως τυχόν «παρεξηγηθεί» η
πράξη τους από το σινάφι τους. Κι έψαχναν, έτσι, τρόπους για να ανακοινώσουν
–όσο πιο προσεχτικά γινόταν– τη συστολή τους, αλλά και για να κολάσουν την
«άγνοιά» τους και τον «φόβο» τους. Γι’ αυτό και προσέφευγαν στην
«ονοματολογία», αναζητώντας τη σανίδα που… δεν χρειάζονταν!…
Ο Ρίτσος αποφεύγει να γράψει
τη λέξη μετάφραση, προτιμώντας να ακουμπήσει –όπως και πάρα πολλοί
άλλοι– στην αθωότητα της λέξης απόδοση. Λες κι έτσι κάτι θαυμαστό
γινόταν και δεν επρόκειτο πλέον για μεταφράσεις, αλλά για κάποιο ουδέτερο aliud που παρείχε
ασφάλεια στον ποιητή για τις διαγλωσσικές ενασχολήσεις του και συνάμα συγχώρηση
για το «αμάρτημά» του να καταπιαστεί με μία –όπως θα την εχαρακτήριζε ο
πλατωνικός Γοργίας– «φαύλην τέχνην». Κάτι τέτοιο κάνουν και οι άλλοι δύο
ποιητές, ο Ελύτης και ο Σεφέρης· μόνο που αυτοί πάνε το πράγμα πολύ πιο πέρα
από εκεί που μπορεί να το φτάσει η χρήση του όρου απόδοση. Αμφότεροι
χωρίζουν τις μεταφράσεις σε δύο κατηγορίες, και μάλιστα με τρόπο τέτοιον, ώστε
να φαίνεται ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο διαφορετικούς και σχεδόν
άσχετους μεταξύ τους κόσμους του λόγου: στις μεταφράσεις από τις ξένες γλώσσες
στα ελληνικά και στις μεταφράσεις από παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας
στα σύγχρονά τους ελληνικά. Και ο μεν Ελύτης ονομάζει τις δύο αυτές κατηγορίες δεύτερη
γραφή και μορφή στα νέα ελληνικά, ο δε Σεφέρης επιλέγει να τις πει αντιγραφές
και μεταγραφές αντίστοιχα.
Ο διαχωρισμός αυτός είναι
επιστημονικώς αφόρητος και δεν αντέχει σε καμμία απολύτως λογική βάσανο. Η
μετάφραση είναι καθολική γλωσσική
ενέργεια (με τη χουμπολτιανή έννοια του όρου ενέργεια) και, άρα, αφορά όλες τις φυσικές γλώσσες, και δη σε
οποιαδήποτε ιστορική τους στιγμή, μηδεμιάς εξαιρουμένης. Πέραν τούτου ο
τεχνικός διαχωρισμός σε «ενδογλωσσική» και σε «διαγλωσσική» μετάφραση είναι
εντελώς πρόσφατος, και δεν παρουσιάζει σχεδόν κανένα επιστημονικό ενδιαφέρον –
το πολύ-πολύ να αρθρώνει μια παραδειγματική περιπτωσιολογία, και μάλιστα μόνο
σε γλώσσες σαν την ελληνική, που δεν ανήκουν σε ευρύτερη γλωσσική ομάδα. Αν η
μετάφραση των επών του Ομήρου ή κάποιου έργου του Αριστοτέλη στα νέα ελληνικά
έχει κάποιο –κατά τα προρρηθέντα– ενδιαφέρον, η μετάφραση, φέρ’ ειπείν, μιας
ωδής του Οράτιου από τα λατινικά στα γαλλικά ή στα ισπανικά επ’ ουδενί
στοιχειώνει «ενδογλωσσική» μετάφραση, κι ας ανήκουν και οι δύο γλώσσες αφίξεως στη
λατινική / ρωμανική ομογλωσσία.
Προτίμησα να αρχίσω έτσι, με
την nomenclatura, που αίρει –στα μυαλά των δύο ποιητών– την όποια παθογένεια των
ποιητικών μεταφρασμάτων, όταν συγκρίνονται με τα πρωτότυπά τους, και απαλλάσσει
αυτομάτως τους μεταφραστές-ποιητές για παν αμάρτημα παρ’ αυτών πραχθέν λόγω,
έργω ή διανοία! Πιστεύουν, δηλαδή, ότι με τη χρήση ιδιαίτερης επιλεκτικής
ορολογίας ξορκίζουν το «κακό» και με τις γάζες της κλείνουν για πάντα στο σώμα
της λογοτεχνίας τις πληγές που άνοιξαν
αυτοβούλως οι ίδιοι. Αυτός είναι και ο λόγος που, μολονότι είναι και οι δύο
τους δεινοί δοκιμιογράφοι και κοφτερές κριτικές διάνοιες, όχι μόνο δεν
μεριμνούν καθόλου ως προς το να αναπτύξουν, έστω και στοιχειώδη μεταφραστικό
προβληματισμό, αλλά περιπίπτουν εννέα φορές στις δέκα σε αφόρητες κοινοτοπίες.
Αλλά επειδή το θέμα μας εδώ
είναι μόνο ο Σεφέρης, του λοιπού θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με αυτόν. Αμέσως
μετά τη γενικευτική και τρόπον τινά αφοριστική άποψή του σχετικά με το πόση
ικανοποίηση δίνει η μετάφραση των ποιημάτων, γράφει τα εξής:
Όσο καλά και να δουλέψει κανείς, όσο
επιτυχής και αν είναι, θα υπάρχει πάντα ένα αντικείμενο –το πρωτότυπο– που
μένει εκεί για να μας δείχνει πως βρισκόμαστε πάντα χαμηλότερα από το σωστό,
πως ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε· αλίμονο αν
προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το ποίημα που μεταφράζουμε.
Φως-φανάρι πως πρόκειται για περίτεχνες
αφέλειες, που αντέχεις να τις διαβάσεις, μόνο και μόνο επειδή είναι όντως
περίτεχνα δοσμένες… επειδή είναι, δηλαδή, κυριολεκτικώς φιλοτεχνημένες. Γιατί
ποιός μιλάει πια –για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς το επιφώνημα του Σεφέρη–αλίμονο,
για «το σωστό», χωρίς να κινδυνεύει να φαίνεται τουλάχιστον γραφικός; Δεν
υφίσταται «το σωστό», το αληθώς και αντικειμενικώς και καθολικώς ισχύον ως
τέτοιο.
Η μετάφραση δεν χωρεί στον
κανόνα των φυσικών επιστημών –πέραν του ότι επ’ ουδενί είναι επιστήμη–, όπου το
ένα ισχύει δια παντός και έναντι παντός. Στη μετάφραση υπάρχουν πολλά «σωστά»,
τόσα πολλά δε όσοι και οι μεταφραστές που έχουν μεταφράσει ένα δεδομένο
ποιητικό κείμενο. Εννοείται, βεβαίως, ότι δεν λέμε πως στις μεταφράσεις δεν
εμφιλοχωρούν λάθη – κάθε άλλο! Μιλώντας, όμως, για λάθη σε ένα μετάφρασμα, δεν
μπορούμε παρά να περιοριζόμαστε σχεδόν πάντα σε λάθη σημασιακού χαρακτήρα,
παναπεί σε λάθη οφειλόμενα στην καθαρή εκ μέρους του μεταφραστή άγνοια περί τις
σημασίες των γλωσσικών σημείων που προκαλεί το erratum. Κανονικώς εχόντων
των πραγμάτων hotel de ville δεν είναι το ξενοδοχείο
της πόλης, αλλά το δημαρχείο της, η δε έκφραση it’s raining cats and dogs ουδόλως σημαίνει
ότι βρέχει γατόσκυλα, αλλά ότι –όπως το λέμε συνήθως στα ελληνικά– ρίχνει
καρεκλοπόδαρα. Σε μια μετάφραση ποιητικού κειμένου, ωστόσο, δεν αποκλείεται
καθόλου μα καθόλου να βρέχει γατόσκυλα στο ξενοδοχείο της πόλης, αφού,
άλλωστε, δεν έχει αποκλεισθεί, σε ένα πρωτότυπο ποίημα να «κυκλοφορούν»
επιμελεία Απόστολου Μελαχρινού και Ανδρέα Εμπειρίκου προτάσεις και φράσεις όπως
Τα ρόδα ξενιτεύονται σε μνημική εξορία και Τα σμήνη των βεγγαλικών μέσ’
στα μπουκέτα. Ποιό είναι, άραγε, «το σωστό» – το ένα σωστό;
Κι έπειτα δεν ισχύει ούτε
εκείνο το αφοριστικό και οιονεί παράλογο ακόμη κι αν πάμε ψηλότερα από το
σωστό, πάλι χαμηλότερα θα είμαστε. Καλώς ή κακώς τίποτα δεν μετριέται έτσι
στη μετάφραση. Τέτοια λόγια δεν είναι παρ’ απλώς «ξόρκια». Τόσο στη συγγραφή
όσο και στη μετάφραση ενός ποιήματος διαδραματίζουν εξωτερικό ρόλο οι ίδιοι
ακριβώς σημασιακοί, συντακτικοί, πραγματολογικοί, υφολογικοί, αισθητικοί
«δρώντες» καθαυτούς· όπως γράφεται εξωτερικώς το πρωτότυπο, έτσι γράφεται
εξωτερικώς και το μετάφρασμα. Επειδή τους εσωτερικούς «δρώντες» του πρωτοτύπου
δεν τους γνωρίζουμε –εκτός και αν έχουμε τη μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, την
οποία και μπορούμε (χωρίς, πάντως, να υποχρεούμαστε) να τη λάβουμε υπόψη–, αυτό
που κατά κανόνα κάνουμε είναι να τους αποκωδικεύουμε ερμηνευτικά· στο
ανακωδικευμένο μετάφρασμα δεν γίνεται αλλιώς παρά να εκφρασθούν οι ειρημένοι
εσωτερικοί «δρώντες» μόνο κατά το προσωπικό ήθος του μεταφραστή και με βάση
τους μορφολογικούς κανόνες και τα πολιτιστικά συνυφαινόμενα της γλώσσας
αφίξεως. Άρα, όχι μόνο δεν χωρούν καθόλου στη μετάφραση τα σχήματα του τύπου
«ψηλότερα» και «χαμηλότερα», αλλά και δεν ισχύει καν η αποστροφή για το
επαπειλούμενο κακό, αν αλίμονο, προσπαθήσουμε να καλυτερέψουμε το
ποίημα που μεταφράζουμε.
Πιο κάτω στο Προλόγισμά
του ο Σεφέρης εξηγεί για ποιόν ακριβώς λόγο έδωσε στο βιβλίο του το περίεργο τίτλο
Αντιγραφές:
Όταν μεταφράζουμε
από μια ξένη γλώσσα που ξέρουμε λίγο ή πολύ, σε μια γλώσσα –τη δική μας– που
μας είναι έμφυτη και την αγαπούμε περισσότερο, κάνουμε κάτι, μου φαίνεται, σαν
εκείνους τους ανθρώπους που βλέπουμε στα μουσεία, προσηλωμένους με πολλή
προσοχή, ν’ αντιγράφουν, είτε για ν’
ασκηθούν είτε γιατί κάποιος τους το παράγγειλε, πίνακες διαφόρων ζωγράφων.
Αντιπαρερχόμαστε χωρίς
σχόλια τα περί αγάπης σχετικά με τις γλώσσες, καθότι είναι λόγια και πάλι
εξόχως αφελή, και κρατάμε το εικαστικό κριτήριο που εισάγει ο Σεφέρης, για να
χαρακτηρίσει τη φύση της μετάφρασης, ή, καλύτερα, του κάθε μεταφράσματος. Από
τη μία θεωρεί το πρωτότυπο ως μοναδικό έργο ζωγραφικό, που υπάρχει διατιθέμενο
σε όλων τα βλέμματα σε κάποιο μουσείο, και από την άλλη βλέπει το μετάφρασμα ως
μιαν απόπειρα αντιγραφικής αναπαραγωγής του πρωτοτύπου. Αλλά, ενώ η σύλληψη του
Σεφέρη είναι όντως μεγαλοφυής (και αν το καλοσκεφτούμε, μας πηγαίνει κατ’
ευθείαν στα ωραιότερα και στα πλέον προσφυή επιχειρήματα πλατωνικών διαλόγων
σαν το Θεαίτητο και τον Κρατύλο), δεν φτάνει παρά μόνο μέχρι τα
μισά του δρόμου, λες και κάπου σκοντάφτει – για να μην πω: λες και κάπου θέλει
πάντα να σκοντάφτει. Παρόλο που δεν το λέει, μοιάζει σαν να μην του περνάει καν
από το μυαλό ότι αντιγραφές του ίδιου πίνακα μπορούν άνετα να παραγάγουν
πλείονες του ενός αντιγραφείς. Αν το είχε σκεφτεί, θα είχε σίγουρα αποφύγει να
μιλήσει πιο πάνω για «το σωστό», και μάλιστα θα το είχε αποφύγει για δύο
λόγους: πρώτον, επειδή έτσι «το σωστό» είναι αποκλειστικά και μόνο το
πρωτότυπο, μην αφήνοντας καθόλου χώρο ορθότητας για τις αντιγραφές του· και
δεύτερον, επειδή, αν τα μεταφράσματα του πρωτοτύπου είναι πλείονα του ενός,
τότε ή κανένα τους δεν είναι «το» σωστό (σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη) ή
όλα τους είναι σωστά, πράγμα που δεν φαίνεται ότι ασπάζεται με κανέναν τρόπο ο
Σεφέρης, αδικώντας και τον εαυτό του.
Αλλά γιατί έπιασε και αντέγραψε
πίνακες διαφόρων ποιητών-ζωγράφων και γιατί συγκέντρωσε και δημοσίευσε τις αντιγραφές
του σε ιδιαίτερο τόμο, βάζοντας τον Γέιτς μαζί με τον Κλωντέλ, και τον Πωλ
Βαλερύ παρέα με τον Ανρί Μισώ, για να μείνουμε μόνο σε αυτούς; Ας ακούσουμε τί
μας λέει:
Αλήθεια, η δουλειά που συγκεντρώνω εδώ είναι η επιλογή από μιά ευρύτερη προσπάθεια που έκαμα για να δοκιμάσω τί μπορεί να σηκώσει, στα χρόνια που έζησα, η γλώσσα μας. Εκτός από το κίνητρο αυτό, δεν έχει άλλον ειρμό η συλλογή αυτή, και δε θα ήταν σωστό να της αποδοθεί ο σκοπός της ανθολόγησης ή της αξιολόγησης.
Ο σκοπός αυτός ακούγεται ευγενής,
οι δε ευγενείς προθέσεις του «αντιγραφέα» ουδόλως αμφισβητούνται. Πρόκειται για
ομολογία ειλικρινή και σταράτη. Στο νου του είχε μόνο ένα ενέργημα προς δύο
κατευθύνσεις: να μεταφράσει ποιητικά κείμενα και να ελέγξει το ενέργημά του
αυτό διαπιστώνοντας, πρώτα, αν δια της γραφίδος του μπορούν όντως να
μεταφερθούν στη γλώσσα μας κείμενα ξένα και, δεύτερον, αν αντέχουν να υπάρχουν
ακόμη ύστερα από τη μεταφορά τους. Αφού τα δημοσίευσε, πάντως, σίγουρα απαντά
καταφατικά στο δεύτερο ερώτημά του: κατά τη γνώμη του, όντως αντέχουν στη
γλώσσα μας – τους πάει, με άλλα λόγια, το ελληνικό γλωσσικό ένδυμα. Και, άρα,
με ένα υπόρρητο επιχείρημα a minore ad maius, μπορούν και άλλοι ποιητές να «αντιγράψουν»
ξένα ποιητικά κείμενα και να τα ντύσουν ελληνικά – οπότε έτσι απαντάται
καταφατικά και το πρώτο ερώτημά του, που ενδεχομένως (: διάβαζε σίγουρα)
απασχολούσε και άλλους ποιητές.
Όμως έτσι ο Σεφέρης βλέπει
τη μετάφραση πολύ στενά – για να ακριβολογούμε: πιο στενά δεν γίνεται! Αν κάτι
μεταφράζεται, μεταφράζεται από όλες τις γλώσσες προς όλες τις γλώσσες. Και
επειδή ό,τι λέγεται σε μία γλώσσα και άπαξ λεγόμενο αποτελεί μόριο του
γλωσσικού σύμπαντος, μεταφράζεται δυνητικά σε όλες τις άλλες γλώσσες. Πώς
μεταφράζεται; Μολονότι δεν είναι τούτος ο κατάλληλος τόπος για να μιλήσουμε
εξαντλητικά για τον σχετικό τρόπο, θα αρκεσθούμε να πούμε ότι γενικώς η μετάφραση γίνεται κάπως… με κάποιον
τρόπο – ακόμα και με «αντιγραφή»! Γίνεται δηλαδή «οπωσδήποτε», τόσο
με τη νεοελληνική σημασία της λέξης, όσο και με την αρχαιοελληνική της, που
σημαίνει –το είπαμε ήδη– «με κάποιο τρόπο».
Τη μέριμνα, όμως, του
Σεφέρη, όπως τη διαβάσαμε να εκφράζεται, την τονίζει η αγωνία του για κάτι
άλλο: για το αν η δημοτική γλώσσα, που πολεμήθηκε τόσο πολύ και με κάθε μέσο
από τα κέντρα και τις συμμορίες της καθαρολογίας, μπορεί να φανεί αντάξια στο
να αντέξει υψηλά έργα άλλων κουλτουρών. Μπορεί κάτι τέτοιο να ακούγεται
«ξεπερασμένο» ή «άνευ σημασίας» στις μέρες μας, τότε όμως, οπού διατυπώθηκε,
δεν ήταν. Κάθε άλλο μάλιστα! Ο συνήθης κατά της δημοτικής ψόγος ήταν ότι, ενώ
είναι ενδεχομένως (δηλαδή: όχι πάντα!) κατάλληλη για να γραφούν σε αυτήν έργα
λογοτεχνικά, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των υψηλών έργων της επιστήμης. Από
ό,τι φαίνεται, προς στιγμήν ακόμα και ο Σεφέρης ξεχνά ότι η μετάφραση είναι
λογοτεχνία! Για το δεύτερο μέρος του ψόγου, αρνούμαι να χαλαλίσω έστω και μία
αράδα.
Όμως, αλήθεια, τί τον έπιασε
τον Σεφέρη (παρόλο που παραδέχεται ότι δεν είναι πολύ ικανοποιητικό το
αποτέλεσμα της επιλογής του) και εξελλήνισε όλα τα κύρια ονόματα και γέμισε με
τελείες τα επώνυμα των ποιητών πάνω από όσα σύμφωνα δεν διαθέτει φθογγολογικό
ισότιμό τους η ελληνική; Τί είδους παραχώρηση προς το καθαρολογικό πνεύμα είναι
αυτή από έναν κορυφαίο στυλοβάτη της δημοτικής λαλιάς; Δεν είναι, αλήθεια, εκτρωματικό
να διαβάζουμε Έσρας Πάουνδ (με τελεία πάνω από το δ) και Ανδρέας Ζιδ
(με δύο τελείες πάνω από το Ζ και το δ);! Τέλος πάντων – δεν είναι μεν το θέμα
μας εκεί, αλλά, όπως και να το κάνουμε, μας ξενίζει ο τρόπος… και πολύ μάλιστα
Εκτός από «αντιγραφή» η
μετάφραση είναι για τον Σεφέρη και κάτι άλλο, το οποίο προεξαγγελτικώς
χαρακτηρίζω και ως την κύρια συμβολή του στον μεταφραστικό προβληματισμό.
Γράφει ο Σεφέρης:
Τέλος θα έπρεπε ίσως να σημειώσω
συνοπτικά ότι η μετάφραση από ξένες γλώσσες είναι σα να μεταφέρουμε στον τόπο
μας ένα ελάχιστο απόσπασμα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της γλωσσικής
έκφρασης –θα έλεγα της ποιητικής τάξης– όπου ανήκει το ποίημα. Και αν πάρω την
περίπτωση ενός ακραίου αναγνώστη, μου φαίνεται κάποτε ότι η προσπάθειά του πρέπει
να μοιάζει μ’ εκείνη του φυσιοδίφη, που από το τυχαίο εύρημα ενός σπονδύλου
είναι υποχρεωμένος ν’ ανασυστήσει ένα ολόκληρο προκατακλυσμιαίο θηρίο.
Υπερβολή. Αλλά μου είναι χρήσιμη, γιατί δείχνει ότι το μεταφρασμένο ποίημα δεν
μπορεί να έχει, με τη νέα του μορφή, τις ίδιες λειτουργίες, που είχε στη γλώσσα
που το γέννησε. Στις καλές περιπτώσεις μπορεί να έχει άλλες αξιοπρόσεχτες
λειτουργίες, που συγγενεύουν ωστόσο με την πρωτότυπη δημιουργία στη γλώσσα του
μεταφραστή.
Στις γραμμές, που
προηγήθηκαν, ακούγονται σπαράγματα από τη γνωστή περί γλώσσας και μετάφρασης
θεωρία του Χέρντερ και του Χούμπολτ. Το ποίημα, που γεννιέται και μεγαλώνει σε
συγκεκριμένο κόσμο φυσικής γλώσσας, (μπορεί να) υπάρχει μόνο εκεί, διότι μόνο
εκεί (μπορεί να) επιτελεί όλες τις γλωσσικές λειτουργίες, επί τη βάσει των
οποίων έχει γραφεί. Εκεί, επίσης, βρίσκεται και το πολιτιστικό του θεμέλιο, η
κουλτουραλική του κρηπίδα, που είναι αδύνατο να μετακινηθεί. Η κοσμοθέαση
(γερμανιστί Weltansicht) του ποιητή, που εκφράζεται δια του
ποιήματός του, υπακούει σε μιαν εθνογλωσσική κοσμοθεωρία (γερμανιστί Weltanschauung) στέρεα και
αμετακίνητη. Το ποίημα, το κάθε ποίημα δηλαδή, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα
γραπτό κοσμοείδωλο (γερμανιστί Weltbild) της ποιητικής
κοσμοθέασης μέσα από τον φακό της εθνογλωσσικής κοσμοθεωρίας. Αυτά ο Σεφέρης
ίσως τα εγνώριζε, ίσως πάλι να μην τα εγνώριζε. Εν πάση περιπτώσει, όμως, τα
αισθανόταν τουλάχιστον ενστικτωδώς, γι’ αυτό και είναι αρκετά εφεκτικός μπροστά
σε ό,τι αφορά τη «μετάφραση» ως δημιουργία… γι’ αυτό και μιλάει για «το σωστό»
και γι’ αυτό επιστρατεύει το εικαστικό κριτήριο της «αντιγραφής» (της «reproduction»), ενώ θέλει να πει
για την κατ’ αρχήν μη μεταφραστότητα της ποίησης, θέση την οποία κατά βάθος
ασπάζεται. Οπότε και μπορούμε να πούμε το φαινομενικώς, αλλά όχι πραγματικώς
παράδοξο ότι μεταφράζει για να αποδείξει τη μη δυνατότητα υπάρξεως μεταφράσεων.
Παρόλο που δεν το λέει ρητά,
από την έννοια του κοσμοειδώλου ξεκινά τον μεταφραστικό του αγώνα ο Σεφέρης –
αγώνα, που για να λέμε την αλήθεια, είναι πολύ μεγάλος, ασχέτως του αν μας
ικανοποιούν ή όχι τα αποτελέσματά του. Επειδή είναι ποιητής (και ταυτίζεται με
τους ποιητές ως πρωτότυπους δημιουργούς), στο βάθος του νου του γνωρίζει ότι,
όποτε μεταμφιέζεται σε μεταφραστή (με όσες «ποιητικές» αρετές και αν κοσμείται),
πάντα θα αναγκάζεται να καταλαμβάνει αυθαιρέτως και εν γνώσει του στο
μετάφρασμα μεγάλα τμήματα της ποιητικής auctoritas ενός συναδέλφου
του, και αυτό είναι κάτι που ο ίδιος δεν θέλει καν να το σκεφθεί ότι θα
μπορούσε να συμβεί ποτέ στα δικά του πρωτότυπα δημιουργήματα. Αυτό το νόημα
έχει, κατά τη γνώμη μου, η αναφορά στον «κόσμο» του ποιήματος.
Στο κάθε ποίημα, που
γράφεται, ο Σεφέρης βλέπει τον κόσμο της γλώσσας ολόκληρης στη συγχρονία και τη
διαχρονία της και μέσα στη δική της επικράτεια. Από τη στιγμή που κάποιος
αναλαμβάνει να μεταφράσει το ποίημα, δεν μεταφράζει «κόσμο», αλλά «λέξεις»: τις
τυπωμένες στο χαρτί μπροστά του λέξεις. Και τούτο είναι κάτι πιο λίγο και από
ελάχιστο για τον Σεφέρη. Γι’ αυτό και η αγωνία του να μας εκμυστηρευθεί το επιχείρημα
του φυσιοδίφη, και δη όχι από τη μεριά του μεταφραστή, αλλά από τη μεριά του
αναγνώστη, και μάλιστα του «καλύτερου δυνατού» – ό,τι και αν σημαίνει τούτο το
τελευταίο. Η ιδέα του ευρεθέντος σπονδύλου (δηλαδή του ταπεινού μεταφράσματος),
δια του οποίου ανασυστήνεται ένα γιγαντιαίο προκατακλυσμιαίο θηρίο (δηλαδή το
γιγαντιαίο context, μέσα στο σύμπαν του οποίου γεννήθηκε το ποιητικό
πρωτότυπο του μεταφράσματος), τού είναι αναγκαία, όχι γιατί πραγματικά πιστεύει
ότι υπάρχει ποτέ περίπτωση να το ανασυστήσει, αλλά για να δικαιολογήσει, έστω
και με τα πλέον ισχνά επιχειρήματα, την επιμονή του να είναι «φυσιοδίφης».
Έχω την εντύπωση (και ας με
συγχωρήσει η ιερή μνήμη του ποιητή) ότι με μερικές περίτεχνες αφέλειες και με
κάμποσα –κατά τη γνώμη μου– ηθελημένα «ήξεις-αφήξεις» καταλήγει στο να
υποδιατυπώνει μεν τον κανόνα της κατ’ αρχήν μη μεταφραστότητας της ποίησης,
αλλά και να τον αναιρεί συνάμα με το παράδειγμά του, καθώς αφ’ ενός μεν ο ίδιος
μεταφράζει πλήθος κειμένων, και αφ’ ετέρου γράφει ότι ανεξαρτήτως του τί είναι
και τί κάνει το πρωτότυπο με το άπαν των ποιοτήτων του, το μεταφραστικό
αποτέλεσμα στις καλές περιπτώσεις μπορεί να έχει άλλες αξιοπρόσεχτες
λειτουργίες, που συγγενεύουν ωστόσο με την πρωτότυπη δημιουργία στη γλώσσα του
μεταφραστή. Έχω την εντύπωση ότι με τα λόγια του αυτά ο Σεφέρης ανοίγει
–ενστικτωδώς μεν, και πάλι ηθελημένα όμως– μια πόρτα για να περάσει η
μεταγενέστερη θεωρία περί της διπλής πατρίδας των μεταφρασμένων κειμένων. Περί
αυτού, όμως, άλλη φορά, και με την πρόσφορη για κάτι τέτοιο αφορμή.
[1] Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης
[πρώτη έκδοση, Απρίλιος 1965· φωτολιθογραφική ανατύπωση (με διορθώσεις) 1969·],
δεύτερη έκδοση (οριστική με επίμετρο), Ίκαρος, Αθήνα 1978, σελ. 7-8. Τη δεύτερη
έκδοση λαμβάνουμε υπόψη μας για τη σύνταξη του παρόντος σύντομου δοκιμίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου