Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΕΟΣ ΓΙΑΝΑΤΣΕΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΕΟΣ ΓΙΑΝΑΤΣΕΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček)




Η βαθιά και μακροχρόνια συμπάθεια του Λέος Γιάνατσεκ για τη Ρωσία και τον ρωσικό πολιτισμό ήταν ένα σημαντικό στοιχείο μουσικής έμπνευσης. Το 1888, παρακολούθησε στη Πράγα παράσταση μουσικής του Τσαϊκόφσκι και συνάντησε γηραιότερους συνθέτες. Ο Γιάνατσεκ θαύμασε τον Τσαϊκόφσκι, και συγκεκριμένα την ιδιαίτερα ανεπτυγμένη μουσική σκέψη σε σύνδεση με τη χρήση ρωσικών παραδοσιακών μοτίβων. Η ρωσική επιρροή στον Γιάνατσεκ είναι ιδιαίτερα εμφανής στα ύστερα συμφωνικά έργα και τις όπερες. Παρακολουθούσε στενά στις εξελίξεις στη ρωσική μουσική από τα πρώτου χρόνια, και το 1896, μετά την πρώτη του επίσκεψη στη Ρωσία, ίδρυσε ένα ρωσικό κύκλο στο Μπρνο. Επίσης, διάβασε τους Ρώσους συγγραφείς στα ρωσικά. Η ρωσική λογοτεχνία αποτέλεσε μια τεράστια και αξιόπιστη πηγή έμπνευσης για τον Γιάνατσεκ, αν και είχε επίγνωση των προβλημάτων της ρωσικής κοινωνίας. Έγραψε το πρώτο του έργο βασισμένο σε ρωσικό σε ηλικία 22 ετών, ένα μελόδραμα, το Θάνατο, βασισμένο σε ποίημα του Μιχαήλ Λέρμοντοφ. Η ραψωδία Τάρας Μπούλμπα (1918) αναφέρεται στη σύντομη ιστορία του Νικολάι Γκόγκολ. Δύο από τις τελευταίες του όπερες ήταν βασισμένες σε ρωσικά θέματα, η Κάτια Καμπάνοβα (1921) και το τελευταίο έργο του, από το σπίτι των νεκρών, όπου μετέτρεψε το όραμα του Ντοστογιέφσκι για τον κόσμο σε δράμα.




O Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček, 3 Ιουλίου 1854 – 12 Αυγούστου 1928) ήταν Τσέχος συνθέτης, θεωρητικός της μουσικής, λαογράφος και δάσκαλος. Εμπνεύστηκε από τη μοραβική και σλαβική παραδοσιακή μουσική και δημιούργησε ένα νέο πρωτότυπο και σύγχρονο μουσικό ρυθμό. Μέχρι το 1895, αφιερώθηκε στην λαογραφική έρευνα και τα πρώτα του μουσικά έργα ήταν επηρεασμένα από σύγχρονούς του συνθέτες όπως ο Αντονίν Ντβόρζακ.  Τα επόμενα, πιο ώριμα έργα του, ενσωματώνουν τις προηγούμενες μελέτες του στην παραδοσιακή μουσική, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πρωτότυπης σύνθεσης, η οποία γίνεται πρώτη φορά αντιληπτή στην όπερα Γιένουφα, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1904 στο Μπρνο. Η επιτυχία της Γένουφα στη Πράγα το 1916 έδωσε τον Γιάνατσεκ πρόσβαση στις μεγαλύτερες σκηνές όπερας ανά την υφήλιο. Η ύστερη δουλειά του Γιάνατσεκ είναι η πιο αναγνωρισμένη. Αυτή περιλαμβάνει τις όπερες Κάτια Καμπάνοβα, Sinfonietta, Η πονηρή αλεπουδίτσα, γλαγολιτική λειτουργία, Υπόθεση Μακρόπουλος κ.ά. Μαζί με τον Αντονίν Ντβόρζακ και τον Μπέντριχ Σμέτανα, θεωρείται από τους σημαντικότερους Τσέχους συνθέτες.



Η ένταξη του φυσιολογικού τσεχικού λόγου (μοραβική διάλεκτος) δημιούργησε τις πολύ ιδιαίτερες φωνητικές μελωδίες στην όπερα Γιένουφα (1904), της οποία η επιτυχία ήταν το σημείο καμπής της καριέρας του. 

Στη Γιένουφα, ο Γιάνατσεκ ανέπτυξε και εφάρμοσε στην ιδέα των μελωδικών ομιλιών, ώστε να δημιουργήσει μοναδικό μουσικό και δραματικό στιλ το οποίο ήταν ανεξάρτητο από τη βαγκνερική δραματική μέθοδο. Μελέτησε τις περιστάσεις όπου οι μελωδικές ομιλίες άλλαζαν, τη ψυχολογία και το ταμπεραμέντο των ομιλητών και τη συνοχή μέσα στο λόγο, τα οποία όλα βοήθησαν να αποδώσει τους δραματικά αληθινούς ρόλους στις ώριμες όπερές του, και έγινε το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των έργων του. Ο Γιάνατσεκ χρησιμοποίησε αυτές τις αρχές πολύ περισσότερο από ο Μοντέστ Μουσόργκσκι, και έτσι προμηνύει τα ύστερα έργα του Μπέλα Μπάρτοκ. Η βάση των ώριμων έργων του προέρχεται από την περίοδο 1904-1918, αλλά ο Γιάνατσεκ συνέθεσε τα περισσότερα, και πιο γνωστά, έργα του στην τελευταία δεκαετία της ζωής του. Τα περισσότερα έργα του Γιάνατσεκ χαρακτηρίζονται από την πρωτοτυπία και μοναδικότητά τους. Χρησιμοποιεί εκτεταμένη άποψη της τονικότητας, χρησιμοποιεί ανορθόδοξα διαστήματα χορδών και δομές και συχνά τυπικότητα. Επίσης, χρησιμοποιεί συνοδά μοτίβα και μορφές τα οποία αποκαλούσε στσάσοβσκα στο θεωρητικό έργο του. Η χρήση επαναλαμβανόμενων μοτίβων προσομοιάζει ελαφρώς τους μινιμαλιστές συνθέτες.
Η μόνη σωζόμενη σελίδα από το χειρόγραφο της όπερας Γιένουφα


                        Jenůfa "Ópera"