Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία(1211-1669)




[περίληψη, από τον Βασίλη Παπουτσάκη, του αντίστοιχου κεφαλαίου του «Κρήτη:Ιστορία και Πολιτισμός» , Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων & Κοινοτήτων Κρήτης» 1988 πάνω στο κείμενο του Στυλιανού Αλεξίου]


1. Πρώτη Ακμή


Τους πρώτους αιώνες ενετοκρατίας δεν ξέρουμε ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ποίησης που επικρατούσε στο νησί. Υποθέτουμε ότι στα αστικά κέντρα ήταν ανάλογη των ευρωπαϊκών κέντρων της εποχής, αν και το επαναστατικό κλίμα της περιόδου δημιουργούσε μάλλον ακατάλληλο κλίμα για λογοτεχνική ενασχόληση. Μετά την ‘επανάσταση του Αγίου Τίτου’ (τέλος 14ου αι.), «ησυχάζει η Κρήτη» και αρχίζει να σημειώνεται σοβαρή απασχόληση με τα γράμματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα «ιπποτικά βυζαντινά μυθιστορήματα», που πιστεύονταν ότι ήταν κρητικά, λόγω κάποιων ιδιωματισμών, δεν ήταν κρητικά γιατί πρώτον, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην Κρήτη σε αυτά, δεύτερον, οι ιδιωματισμοί ήταν κοινά στοιχεία των μεσαιωνικών ελληνικών, που απλώς διατηρήθηκαν στην Κρήτη και τρίτον χαρακτηρίζονται από έντονο συναισθηματισμό, απίθανο να αναπτύχθηκε στα ιστορικά δεδομένα της Κρήτης. Ακόμα και ο «Διγενής Ακρίτας» είναι εντελώς άσχετος με την Κρήτη, παρά του ότι πιστεύεται ότι καταγράφηκε ως προφορική παράδοση της Κρήτης.




Από το δεύτερο μισό του 14ου και αρχές 15ου αι. , εμφανίζονται οι πρώτοι Κρητικοί ποιητές : Στέφανος Σαχλίκης, Λινάρδος Ντελλαπόρτας και Μπεργαδής. Ο Σαχλίκης γεννήθηκε και έζησε στον Χάνδακα. Σπατάλησε την περιουσία του άσωτα, καταχρεώθηκε στους Εβραίους και κατέληξε φυλακή εξαιτίας της Κουταγιώταινας, γυναίκας ελαφρών ηθών, που τον κατηγόρησε ότι την εδυνάστεψε (βίασε). Μετά την αποφυλάκισή του, έζησε ένα διάστημα στα αγροκτήματά του. Ασφυκτιούσε όμως στο περιβάλλον του χωριού και επέστρεψε στο Κάστρο. Εκεί ο δούκας της Κρήτης τον διόρισε αβοκάτο δηλαδή δικηγόρο (δημόσιοι υπάλληλοι εκείνη την εποχή). Έβρισκε όμως τους συναδέρφους του αρκετά συμφεροντολόγους, αφού απαιτούσαν φιλοδωρήματα από τους πελάτες τους, πράγμα που απαγορεύονταν. Έγραψε τις ‘Αρχιμαυλίστριες’ μια τολμηρή περιγραφή των γυναικών του Κάστρου που εκπορνεύονταν, ‘τη βουλή των πολιτικών’, εξιστόρηση μιάς φανταστικής συνέλευσης ελαφριών γυναικών(πολιτικών) που αποφασίζουν να οργανωθούν συντεχνιακά και την ‘Αφήγησιν παράξενον’ σχετικά με την άσωτη ζωή του και φυλάκισή του. Σ’ ένα ποίημά του το ‘Ερμηνείες’ συμβουλεύει ένα νεαρό συγγενή του να αφήσει τα ξενύχτια, τα ζάρια και τις «πολιτικές». Χρησιμοποιεί δηλαδή τη δική του πείρα από την ασωτία ως παράδειγμα για βελτίωση των άλλων.




Ο Λινάρδος Ντελλαπόρτας κατάγονταν από αστική οικογένεια του Χάνδακα. Κυβέρνησε πολεμική γαλέρα, έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις της Βενετίας, δικηγόρησε στον Χάνδακα και ανέλαβε διπλωματικές αποστολές. Σε ηλικία πενήντα ετών κατηγορήθηκε από μια γυναίκα που επεδίωκε την εκ μέρους του αναγνώριση ενός παράνομου παιδιού της και φυλακίστηκε. Έγραψε ένα αυτοβιογραφικό έργο, διασκευή των παθών του Χριστού και δυο θρησκευτικές δεήσεις. Χειρίζεται τη γλώσσα και τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο με ευχέρεια.




Ο Μπεργαδής (Bragadin) ανήκε σε εξελληνισμένη οικογένεια Βενετών του Ρεθύμνου. Στο ποίημά του ‘ο Απόκοπος’, ο ποιητής διηγελιται ότι στο όνειρό του κυνήγησε ένα ελάφι (ψυχαναλυτικό σύμβολο του ερωτικού πόθου, κατά τον Κεχαγιόγλου), ανέβηκε σε ένα δέντρο(το δέντρο της ζωής), και πως έμεινε ώρες εκεί τρώγοντας μέλι από μια κυψέλη(η γλύκα της ζωής). Όλο αυτό το διάστημα δύο ποντικοί, ένας άσπρος και ένας μαύρος (η συνεχής εναλλαγή ημέρας και νύχτας), ροκάνιζαν το δέντρο μέχρι που αυτό έπεσε κάτω. Ο αφηγητής καταλήγει στο στόμα του Δράκου-Άδη, χωρίς σαφή διάκριση Παράδεισου και Κόλασης(όπως ο νεοελληνικός Άδης των δημοτικών τραγουδιών). Αρχίζει εκεί διάλογος με νεκρούς που καταλήγει σε φυγή του επισκέπτη προς τον απάνω κόσμο. Ο Μπεργαδής έχει συλλάβει με σπάνια ένταση το παροδικό φαινόμενο της ζωής και στο σκοτεινό κόσμο της ανυπαρξίας αντιπαραθέτει τη μαγευτική ομορφιά του φυσικού κόσμου και την ανυποψίαστη γοητεία της ανθρώπινης καθημερινότητας.




Στο 15ο αι., ανήκει και ο ποιητής Μαρίνος Φαλέρος που ταυτίζεται με τον Ενετό ευγενή και φεουδάρχη Marin Falier(1395-1474), που έγραψε κυρίως ερωτικά ποιήματα με αναγεννησιακά στοιχεία, αλλά και πλήθος ποιημάτων και τραγουδιών ανώνυμων δημιουργών, όπως το «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης», «Διήγισιν της φουμιστής Βενετίας», «περί της ξενιτείας» και άλλα.




Στα τέλη του 15ου αι., ανήκει και ο Γεώργιος Χούμνος από τον Χάνδακα, που έγραψε την «Κοσμογέννησις», διασκευή λαϊκών παραδόσεων που βασίζονται στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι ένα από τα τελευταία δείγματα του μεγάλου θρησκευτικού κλάδου της μεσαιωνικής γραμματείας. Σύγχρονος του Χούμνου είναι και ο καθολικός ιερέας Ανδρέας Σκλέντζας που έγραψε θρησκευτικά ποιήματα και προσευχές.

Ανεξάρτητη κατηγορία ποιημάτων είναι αυτά που ασκούν σατυρική κοινωνική κριτική με αλληγορικές μορφές από το ζωικό βασίλειο, όπως του «Γαδάρου, Λύκου, Αλουπούς διήγησης ωραία»(1539). Αποτελεί ομοιοκατάληκτη διασκευή παλαιότερου ανομοιοκατάληκτου βυζαντινού κειμένου. Ο Γάδαρος(λαός) συναντά σ’ ένα λιβάδι το Λύκο(Ευγενής) και την Αλουπού(Μοναχό), που του προτείνουν ένα ταξίδι στην Τάνα για εμπόριο και «επένδυση» των χρημάτων του. Καθ’ οδόν προς την Τάνα η Αλουπού λέει ότι ονειρεύτηκε θύελλα και προτείνει να εξομολογηθούν από τώρα τις αμαρτίες τους, ώστε να εξιλεωθούν σε περίπτωση ναυαγίου. Ο Λύκος και η Αλουπού εξομολογούνται τα εγκλήματά τους και δίνουν άφεση αμαρτιών ο ένας στον άλλο, ενώ ο Γάδαρος επειδή έφαγε κάποτε ένα μαρουλόφυλλο από το φορτίο που κουβαλούσε, καταδικάστηκε από τους δύο άλλους βάσει του «Νομοκάνονα» σε θάνατο. Ο Γάδαρος με ένα του τέχνασμα τους ρίχνει με κλωτσιές στη θάλασσα και σώζεται. Το ποίημα αυτό αγαπήθηκε ιδιαίτερα και τυπώθηκε πολλές φορές. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το ποίημα «ο Κάτης και οι Ποντικοί», αγνώστου Κρητικού. Ένας γάτος προτείνει ειρήνη και αγάπη σ’ ένα ποντικό. Αργότερα προσποιείται τον ετοιμοθάνατο. Καλεί λοιπόν το φίλο του ποντικό και του ζητά να συγκεντρώσει όλους τους ποντικούς που ξέρει για να τον θάψουν όλοι μαζί στον παλιό φούρνο. Οι ποντικοί τον μοιρολογούν και χορεύουν για χάρη του μέσα στο φούρνο. Ο δήθεν ετοιμοθάνατος τότε Κάτης σηκώνεται με μάτια που λάμπουν και μαζί με δύο άλλους γάτους αποκλείει την έξοδο του φούρνου. Έπειτα από μια ειρωνική προσφώνηση του φίλου του, που εξακολουθεί να χορεύει, τον τρώει κι αυτόν και τα’ άλλα τα ποντίκια. Έχει ανάλογα μηνύματα με τα βυζαντινά «Παιδιόφραστος διήγησης των ζώων των τετραπόδων» και του «Πουλολόγου» : οι αδύνατοι πρέπει να αποφεύγουν τις σχέσεις με τους πονηρούς και ισχυρούς, που με την επίφαση της φιλίας τους επιβουλεύονται.


Το 1534 τυπώθηκε και η «Ριμάδα του Απολλωνίου του Τύρου», «ποίημα από χειρός Γαβριήλ Ακοτιάνο». Φράσεις και ημιστίχια του «Απολλωνίου» βρίσκουμε και στον Κορνάρο. Περιγράφει τις περιπέτειες του βασιλιά της Τύρου Απολλωνίου, που χάνει και τη γυναίκα του και την κόρη του, αλλά μετά από μεγάλες περιπέτειες τις ξαναβρίσκει. Η Ριμάδα έγινε και παραμύθι.



Ο Μανόλης Σκλάβος από τον Χάνδακα εξιστορεί το σεισμό του 1508 που κατέστρεψε την πόλη και την άφησε με πολλά ανθρώπινα θύματα. Περιγράφει τις σκηνές πανικού, την συγκέντρωση επιζώντων στην ανατολική αμμουδιά και τις λιτανείες για εξιλέωση του Θεού. Αποδίδει το σεισμό στις αμαρτίες των κατοίκων της πόλης και προβλέπει άλλες συμφορές αν δεν μετανοήσουν.



Το 1571 τυπώθηκε η «Μάλτας πολιορκία»ω του Αντώνιου Αχέλη με σκοπό να προκαλέσει ενθουσιασμό στους Έλληνες για την αποτυχία των Τούρκων. Εισάγεται για πρώτη φορά το αναγεννησιακό ύφος, αλλά η γλώσσα του είναι δύσκολη και το προσωπικό του ύφος, άχαρο. Γι’ αυτό δεν αγαπήθηκε και δεν ξανατυπώθηκε.



Της ίδιας περιόδου είναι και ο «Θρήνος της Κύπρου» που περιγράφει την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1571, παρά την προσπάθεια του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Β’ και των Ενετών να βοηθήσουν την πολιορκούμενη Αμμόχωστο. Το πέρασμα των συμμάχων έκανε μεγάλη εντύπωση στους Κρητικούς, που μετά την Κύπρο περίμεναν ότι ακολουθούσε η σειρά τους.


Στον 16ο αι., ανήκει και τα μισογύνικα-αντιφεμινιστικά «Έπαινος γυναικών» και «Συναξάριον των ευγενικών γυναικών και τιμιωτάτων αρχοντισσών» με έντονα στοιχεία ερωτισμού και πορνογραφίας.


Η λογοτεχνία στην Κρήτη, μέχρι τα τέλη του 16ου αι., μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πρώτη ακμή». Έχει έντονα μεσαιωνικά γνωρίσματα. Διέπεται από το θρησκευτικό και εποικοδομητικό στοιχείο ενώ σφραγίζεται από το απαισιόδοξο «όραμα του θανάτου» ( «vision de la Mort» κατά τον Ολλανδό ιστορικό του πολιτισμού Huizinga) αλλά και μερικές φορές ασκείται με αλληγορίες από το ζωικό βασίλειο. Η πρώτη φάση της Κρητικής ποίησης, αποτελεί κεφάλαιο της μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα της δημώδους υστεροβυζαντινής, η οποία διαφοροποιείται αλλά και εμφανίζει ιταλικές επιρροές . αρχίζουν δειλά δειλά να εμφανίζονται αναγεννησιακά στοιχεία αλλά και καθαρό ιδιωματικό ύφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου