"Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογον και κοντάρι,
πολέμησε τον Θάνατον, αντρειέψου, μη σε πάρει.
Άριστε, πώς τον ήφηκες τον Χάρο να νικήσει;
Η ομορφιά σου πώς να μπει στον Άδη, ν' ασκημίσει;"
Από τον Ηρόδοτο, που εξυμνεί την τιμιότητα των Περσών, τον Αλέξανδρο που εκδικήθηκε την δολοφονία του Δαρείου, από το Έπος του Διγενή που υμνεί τα κατορθώματα του Αμιρά εναντιον της Αυτοκρατορίας, τον Μακρυγιάννη που ομολογεί πως ο Τούρκος "έτρωγε ποντίκια και μας γάμησεν το κέρατον", η Ελληνική Σκέψη αρνήθηκε να παρουσιάσει τον Εχθρό σαν εκπρόσωπο του Κακού επί της Γης.
Ιδού λοιπόν ο θρήνος του Κορνάρου για έναν νεκρό εχθρό, το Άριστο, που νικήθηκε από τον Ερωτόκριτο μετά από φοβερή μονομαχία.
Αντικείμενο της μονομαχίας ήταν η ανεξαρτησία της πόλης της Αθήνας, που υπεράσπιζε ο Ερωτόκριτος.
Δ Σκουρτέλης
{Αποσπάσματα}
κι ο Άριστος αποπάνω του βαρίσκει και λαβώνει.
Παρά ποτέ ο Ρωτόκριτος τη δύναμη μαζώνει,
τ' Αρίστου δίδει κοπανιά, για πάντα τον-ε σώνει.
Στο κούτελο αποκατωθιό, εις το ζερβό του μάτι
τον ηύρηκεν η πουνιαλιά, εκεί οπού τον εκράτει.
Όλα τα σίδερα περνά, και σώνει στα μυαλά του,
η δύναμή του ετέλειωσε, κ' εχάθηκε η αντρειά του.
Δεν απομένει α[γ]δίκωτος (μ' ακούσετε ίντα εγίνη),
του Ρώκριτου μιάν κοπανιά δίδει την ώρα κείνη.
Περνά τ' ατσάλ[ι]ν από μπρός το σιδερό ζυπόνι,
ανοίγει του όλα τ' άρματα, στη σάρκα τον-ε σώνει,
εις το βυζί αποκατωθιόν, εις τση καρδιάς τον τόπον,
εκεί που βρίσκεται η πνοή κ' η ζήση των ανθρώπων.
280 Μέσα στη σάρκα κά[μ]ποσον το σίδερον εμπήκε,
πλιά παρά ζωντανό, νεκρόν ετότες τον αφήκε.
Κι ολίγο-λίγον ήλειψε να τον-ε πάρει ο Χάρος,
μα'ζησε, κ' εγιατρεύτηκε με πάθη και με βάρος.
Τρέχου' οι Ρηγάδες να τους δουν, τρομάρα τούς επιάσε,
κι όλοι τως τον Ρωτόκριτο λογιάζουν πως εχάσε.
Εβγάνουσίν τως τ' άρματα, και το ζιμιόν εφάνη,
ποιός είναι οπού ψυχομαχεί, και ποιός μπορεί να γιάνει.
§Ωσάν ανθός και λούλουδον, πό'χει ομορφιά και κάλλη,
κ' είναι στον κάμπο δροσερό με μυρωδιά μεγάλη,
κ' έρθει τ' αλέτρι αλύπητα, βαθιά το ξεριζώσει,
ψυγεί ζιμιό και μαραθεί, κ' η ομορφιά του λιώσει,
χλομαίνει αν είναι κόκκινον, κι άσπρον αν [έν'] μαυρίζει,
και μπλάβο αν είναι λιώνεται ζιμιό και κιτρινίζει,
χάνει ομορφιά και μυρωδιά, κάλλη και δροσερότη,
γερά ζιμιό και ψύγεται, και πλιό δεν έχει νιότη―
έτσ' ήτον και στον Άριστον, όντεν η ψη του εβγήκε,
με δίχως αίμα, άσπρο, χλομόν, ψυμένον τον αφήκε.
Ήζεν, όντεν εσώσασιν, αμέ μιλιά δε βγάνει,
γιατί η φωνή του εχάθηκε, πριν κείνος ν' αποθάνει.
Είχε πνοήν, εστρέφετο, το Βασιλιόν εθώρει,
μα να μιλήσει και να πει τά'θελε, δεν ημπόρει.
Εσήκωσε τη χέραν του, το Μπάρμπα του αγκαλιάστη,
κ' ήβγαλεν αναστεναμόν, ό,τι τον εδυνάστη.
Ήκλαιγε ο Βλάχος να θωρεί τέτοιον αϊτόν σφαμένον,
ασούσουμον κι ανέγνωρον, κ' αιματοκυλισμένον.
Σ' τσ' αγκάλες του τον-ε κρατεί, φιλεί τον εις τα χείλη,
στέκει, ανιμένει να του πει και να του παραγγείλει.
Μα εκεί δεν ήτο δύναμις, ουδέ φωνή στο στόμα,
ήρθεν η ώρα να γενεί η σάρκα πάλι χώμα.
281 Και μ' έναν αναντράνισμα σαν παραπονεμένο,
είπε ένα λόγο σιγανό· "Μπάρμπα μου, εδά αποθαίνω."
Και πάραυτα εξεψύχησε, τα μάτια του εσφαλίσαν,
τα μέλη του ενεκρώσασι, πλιό ζωντανά δεν ήσαν.
Κι όντεν εμίσεψε η ψυχή και το κορμί-ν αφήκε,
ένας μεγάλος βροντισμός στον Ουρανόν εβγήκε.
Κ' έναν ανεμοστρόβιλο θωρούν σκοτεινιασμένον,
και τριγυρίζει το κορμί του Νιού το αποθαμένον.
Οι Βλάχοι κλαίγουν, δέρνουνται, τον πόνο εφανερώναν,
κ' εκεί οπού του εσιμώνασι, δάκρυα τον εκουκλώναν.
Πλιότερα απ' όλους του Ρηγός το πρόσωπο είν' θλιμμένον,
κι από μεγάλη συννεφιάν και νέφη πλακωμένον.
Την κεφαλήν και το κορμί ζιμιό του ξαρματώνει,
το στόμα-ν εις το στόμα του λυπητερά σιμώνει.
Φιλεί και κανακίζει το[ν], παρηγοριά δεν έχει.
ΒΛΑΝΤΙΣΤΡΑΤΟΣ
Λέγει του· "Κανακάρη μου, κι ας το'θελα κατέχει,
πως ήμελλε να σκοτωθείς για όνομά μου εμένα,
να'θελα δώσει του Ρηγός τά μου'χε ζητημένα.
Κ' εκείνα, κι άλλα πλιότερα, κι ό,τι κι αν αφεντεύγω,
παρά να χάσω έτοιον υ-Γιόν, οπού αν τον-ε γυρεύγω,
όπού'ναι ο Νότος κι ο Βορράς, η Ανατολή κ[' η] Δύση,
δεν τον ευρίσκω, κι άλλον πλιό δεν ήκαμεν η Φύση."
-----------------------------------
Και με φωνή λυπητερήν ήλεγε· "Καλογιέ μου,
ανασηκώσου αποδαυτού, έλα, και βούηθησέ μου.
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογον και κοντάρι,
πολέμησε τον Θάνατον, αντρειέψου, μη σε πάρει.
Άριστε, πώς τον ήφηκες τον Χάρο να νικήσει;
Η ομορφιά σου πώς να μπει στον Άδη, ν' ασκημίσει;
Μηδέ μου παραπονεθείς, και μη βαραίνει η ψη σου,
αν εις-ε τόσον κίντυνον ήβαλα το κορμί σου.
284 Και τά θωρώ δεν τα'λπιζα, μα'λεγα να νικήσεις,
γιατ' ήσουν άξος μοναχός χίλιους να πολεμήσεις.
Κι αν το'χα ξεύρει το γνοιανό, που με κινά και κλαίγω,
τσι χώρες μου όλες ήδιδα, κι ό,τι κι αν αφεντεύγω.
Κ' εσύ να μη βλαβείς ποτέ, μα'λπιζα σ' έτοια κάλλη,
να'χομεν και τα κέρδητα και μιά τιμή μεγάλη.
Μα επείς κ' η Μοίρα το'θελε κ' έτοιας λογής εσφάγης,
μηδέ μου παραπονεθείς στον Άδην, οπού πάγεις.
Ανάθεμά την, τη βουλή, που'καμα να κινήσω
με τα φουσάτα απ' τη Βλαχιά, να'ρθω να πολεμήσω!
Εχάσα χώρες και χωριά, και σε σκλαβιά λογούμαι.
Τούτα δε με βαραίνουσι, τούτα δεν τα λυπούμαι.
Όλα τα φτιάνουν οι καιροί, κι όλα τα κατατάσσουν,
ταχιά κερδαίνουσι πολλοί, σήμερον ό,τι χάσουν.
Μα ο μισεμός σου, Καλογιέ, πόνον πολύ μου φέρνει,
κι ό,τι μου πήρε ο Θάνατος, πλιό δε μου το γιαγέρνει."
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήσυρνε γένια και μαλλιά, δέρνει τα γόνατά του,
πόνο σε φίλους και σ' οχθρούς δίδουν τα κλάηματά του.
Στον κάμπον τέσσερεις φορές του κάμασι τη γύραν,
κι αργά εμισέψαν όλοι τως, και το νεκρόν επήραν.
Δίδου' βουλήν, εις τη Βλαχιά να πά' να τον-ε θάψουν,
για να'ρθουν τα περίγυρα κ' οι χώρες να τον κλάψουν.