ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Επτανησιακή σχολή ονομάζουμε τη λογοτεχνική σχολή που
αναπτύχθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Τα Επτάνησα τότε πρόσφεραν τις
κατάλληλες προϋποθέσεις, ούτως ώστε να σημειωθεί μια μεγάλη πνευματική άνθιση,
καθώς και η ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών.
Τα Επτάνησα δεν περιήλθαν ποτέ κάτω από την τουρκική κατοχή.
Αντίθετα η διαδοχική κατοχή από τους Ενετούς, τους Γάλλους, τους Αγγλους και
τους Ρώσους, υπήρξε ευνοϊκός παράγοντας για την πνευματική τους ακμή.
Η μακρόχρονη επαφή με τη Δύση και το Δυτικό πολιτισμό, η
οικονομική ανάπτυξη των νησιών και η ειρηνική διαβίωση των κατοίκων, συνέβαλαν
αποφασιστικά στο να καταστούν τα Επτάνησα το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της
εποχής. Επίσης πρέπει να σημειωθεί πως το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο, η Ιόνιος
Ακαδημία, ιδρύθηκε στην Κέρκυρα το 1824 κατά τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής.
Η Επτανησιακή Σχολή με ηγέτη τον Διονύσιο Σολωμό, μπορεί να
χωριστεί:
Στους προσολωμικούς, τους
Επτανήσιους δηλαδή λογοτέχνες που έζησαν πριν από τον Σολωμό, ανήκαν στον
διαφωτισμό και κατά κάποιο τρόπο προετοίμασαν το έδαφος για την εμφάνιση του
Σολωμού.
Στους σολωμικούς που δημιουργούν επηρεασμένοι άμεσα από το έργο του και
βαδίζουν στα ίχνη του (αυτοί απαρτίζουν την κυρίως Επτανησιακή Σχολή) και
Τους εξωσολωμικούς δηλαδή τους
λογοτέχνες που αν και είναι Επτανησιώτες και ανήκουν στην ίδια εποχή, εντούτοις
δεν επηρεάστηκαν στο έργο τους από τον Σολωμό.
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της Επτανησιακής Σχολής είναι οι εξής:
Προσολωμικοί: Αντώνιος Μαρτελάτος και Νικόλαος Κουτουζής.
Σολωμικοί: Διονύσιος Σολωμός,
Ιάκωβος Πολυλάς, Αντώνιος Μάτεσης, Ιούλιος Τυπάλδος, Γεώργιος Τερτσέτης,
Γεράσιμος Μαρκοράς, Γεώργιος Καλοσγούρας και Λορέντζος Μαβίλης.
Εξωσολωμικοί: Ανδρέας Κάλβος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και Ανδρέας
Λασκαράτος.
Στα Επτάνησα το βασικό λογοτεχνικό έργο που καλλιεργούνταν ήταν η
ποίηση-λυρική, επικολυρική και σατιρική. Στην πεζογραφία καλλιεργείται κυρίως
το κριτικό δοκίμιο. Οσο αφορά το θέατρο, σημαντικότερη συμβολή ήταν του
Αντωνίου Μάτεση με το δράμα «ο Βασιλικός» γραμμένο το 1830. Πρόκειται για το
πρώτο θεατρικό έργο με κοινωνικό περιεχόμενο που διαδραματίζεται στις αρχές του
18ου αιώνα στα νησιά.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της Επτανησιακής Σχολής είναι τα εξής:
Από την άποψη θεμάτων ιδιαίτερη θέση στην επτανησιακή ποίηση, έχει η
αγάπη για την πατρίδα, ο θαυμασμός για την φύση, η πίστη στο θεό και η εξύμνηση
του έρωτα στην πιο αγνή και αυθεντική του μορφή.
Οσον αφορά την μορφή, το κυριότερο γνώρισμα είναι η δημοτική γλώσσα , την
οποία οι Επτανήσιοι λογοτέχνες όχι μόνο υιοθετούν και καλλιεργούν, αλλά την
υποστηρίζουν και θεωρητικά με διάφορες μελέτες και άρθρα τους.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η ολιγογραφία καθώς και η έλλειψη ρητορικών
εξάρσεων και στόμφου. Τέλος η ιδιαίτερη φροντίδα στην επεξεργασία του στίχου.
Μερικά από τα σπουδαία έργα των λογοτεχνών της Επτανησιακής Σχολής είναι
τ’ ακόλουθα: «Ο Υμνος στην περίφημο
Γαλλία, αρχιστράτηγο Βοναπάρτη και τον στρατηγό Γεντίλλη» του Αντώνιου
Μαρτέλαου, ο « Βασιλικός» του Αντωνίου
Μάτεση, ο «Υμνος προς την Ελευθερία» και το «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του
Διονυσίου Σολωμού, ο «Ορκος» του Γεράσιμου Μαρκορά, τα «Προλεγόμενα» του
Ιάκωβου Πολυλά, τα «Ποιήματα διάφορα» του Ιουλίου Τυπάλδου, τα «Μυστήρια της
Κεφαλονιάς» του Ανδρέα Λασκαράτου, ο «Φωτεινός» και ο «Αστραπόγιαννος» του
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και οι είκοσι πατριωτικές «Ωδές».
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Η Επτανησιακή Σχολή αποτελεί το πρώτο καλλιτεχνικό ρεύμα με σαφείς
δυτικοευρωπαϊκές επιρροές, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα του 17ου
αιώνα και διήρκεσε μέχρι τα μέσα του 19ου περίπου.
Τα Επτάνησα την εποχή εκείνη βρέθηκαν διαδοχικά υπό ενετική, γαλλική και
αγγλική κατοχή. Η σχετική ελευθερία που απολάμβαναν οι
Επτανήσιοι, η οικονομική τους ευμάρεια και οι πολιτιστικές τους σχέσεις με την
κοντινή Ιταλία είχαν ως αποτέλεσμα τα Ιόνια να γίνουν ο χώρος όπου η ελληνική
ζωγραφική εγκατέλειψε την βυζαντινή παράδοση για να στραφεί προς τη Δύση.
Ενας άλλος παράγοντας που ευνόησε τη δημιουργία της Επτανησιακής Σχολής
ήταν η μετοίκιση στα Επτάνησα πολλών κρητών ζωγράφων, όταν η Κρήτη πέρασε από
τα χέρια των Ενετών στα χέρια των Οθωμανών. Μεταξύ των κυριοτέρων ζωγράφων της
λεγόμενης Κρητικο-ζακυνθινής Σχολής του 16ου και 17ου
αιώνα αναφέρονται ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Δημήτρης και Γεώργιος Μόσχος, ο
Μανώλης και ο Κωνσταντίνος Τζάνες, καθώς και ο Στέφανος Τσαγκαρόλος.
Η στροφή προς τη δυτική τέχνη εκδηλώθηκε προς το τέλος του 17ου
αιώνα με την εγκατάλειψη των παραδοσιακών βυζαντινών μορφών αλλά και με αυτή
της τεχνικής της βυζαντινής αγιογραφίας. Οι ζωγραφικές παραστάσεις επηρεασμένες
κυρίως από το ιταλικό μπαρόκ, αλλά και την φλαμανδική ζωγραφική, άρχισαν ν’
αποκτούν βάθος, να δίνουν δηλαδή την αίσθηση της τρίτης διάστασης του χώρου, να
γίνονται πιο φυσικές και ν’ αποκτούν θέματα όλο και περισσότερο κοσμικά αντί
για θρησκευτικά— κυρίως προσωπογραφίες αριστοκρατών και αστών.
Επιπλέον οι Επτανήσιοι ζωγράφοι αντί γι’ αβγό, άρχισαν να χρησιμοποιούν
λάδι ως συνδετικό των χρωμάτων και αντί για σανίδι, μουσαμά. Η αβγοτέμπερα
εγκαταλείφθηκε και τη θέση της πήρε η ελαιογραφία.
Τα πρώτα δείγματα της δυτικότροπης Επτανησιακής Σχολής εμφανίστηκαν
στις διακοσμήσεις των οροφών των
εκκλησιών, γνωστές ως «ουρανίες» ή τα «σοφίτα». Πρωτοπόρος σ’ αυτή την αλλαγή
ήταν ο Παναγιώτης Δοξαράς (1662-1729). Μανιάτης στην καταγωγή, ασχολήθηκε
αρχικά με την βυζαντινή αγιογραφία την οποία έμαθε κοντά στον κρητικό αγιογράφο
Λέο Μόσκο. Αργότερα, ο Παναγιώτης Δοξαράς συνέχισε τις σπουδές του στην Βενετία
κι αυτό τον έκανε να εγκαταλείψει την βυζαντινή αγιογραφία και να στραφεί προς
την δυτική ζωγραφική.
Ετσι, με οδηγό τα έργα του Πάολο Βερνέζε στο Δουκικό παλάτι της Βενετίας,
ο Παναγιώτης Δοξαράς φιλοτέχνησε την ουρανία της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα
στην Κέρκυρα. Με το «Περί ζωγραφίας» σύγγραμμά του (1726) – την πρώτη ελληνική
πραγματεία για την αναγεννησιακή ζωγραφική – τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της αντικατάστασης της
βυζαντινής από τη δυτική ζωγραφική, μια θέση που συζητήθηκε πολύ στον καιρό της
και που συζητιέται ακόμα και σήμερα.
Ο Νικόλαος Δοξαράς (1700-1775), γιός του Παναγιώτη, ακολούθησε τα βήματα
του πατέρα του. Το 1753 ή το 1754 ανέλαβε να ζωγραφίσει το σοφίτο του ναού της
Φανερωμένης στην Ζάκυνθο που δυστυχώς καταστράφηκε με τους σεισμούς του 1953,
με εξαίρεση ένα μόνο τμήμα που φυλάσσεται στο Μουσείο της Ζακύνθου.
Σύγχρονοι του Νικόλαου Δοξαρά και με σαφείς δυτικές επιρροές, ήταν ο
ζακυνθινός αγιογράφος Ιερώνυμος Στρατής Πλακωτός (1662;-1728) και ο κερκυραίος
ζωγράφος Στέφανος Παζηγέτης.
Ο ζακυνθινός ιερέας Νικόλαος Κουτούζης (1741-1813) και ο μαθητής του
Νικόλαος Καντούνης (1767-1834), επίσης ιερέας, συνέχισαν ν’ αγιογραφούν κατά τα
δυτική πρότυπα και διακρίθηκαν κυρίως στην ρεαλιστική προσωπογραφία η οποία
τονίζει την ψυχολογία του απεικονιζόμενου προσώπου.
ΜΟΥΣΙΚΗ
Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα άρχισε να εμφανίζεται μια
διαμορφωμένη αισθητική, ηχητική και «στιλιστική» αντίληψη η οποία εκτός από
τους νεοτερισμούς που φέρνει και τα νέα στοιχεία κατά τη διάρκεια του χρόνου,
εξακολουθεί να διατηρεί έναν ισχυρό πυρήνα στοιχείων.
Κι ενώ η δυτική Ευρώπη βιώνει μουσική και πολιτισμικά μια πραγματική
Αναγέννηση βασισμένη σε παραδοχές κι ερμηνείες, καθώς και σε αποκωδικοποιήσεις
ενός μακρινού ελληνικού πολιτισμού, ο σύγχρονός του ουσιαστικά είναι
καθηλωμένος κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα Επτάνησα όμως αποτέλεσαν κοιτίδες πολιτισμού όσον αφορά την μουσική,
επηρεασμένα κυρίως από την Ιταλία. Ετσι, την Επτανησιακή Μουσική Σχολή
αποτέλεσαν οι εξής:
«Πατριάρχης» της Επτανησιακής Σχολής θεωρείτο ο μελοποιός του έργου του
Διονυσίου Σολωμού, «Υμνος προς την Ελευθερίαν» Νικόλαος Χαλκιόπουλος-Μάντζαρος
(Κέρκυρα 1795-1872). Ο Μάντζαρος ήταν γιός ευγενούς οικογένειας. Διδάχθηκε
πιάνο και βιολί από τους δύο αδελφούς του Ιερώνυμο και Στέφανο αντίστοιχα,
καθώς θεωρία και σύνθεση από τους Μορέττι και Μπαρμάτι και τον περίφημο
Τσιγκαρέλλι στην Ιταλία. Δίδαξε μουσική στον τόπο καταγωγής του αφιλοκερδώς,
αρνούμενος μάλιστα θέσεις περιωπής όπως οι διευθυντικές των Ωδείων του Μιλάνου
και της Νάπολης. Ηταν ένας από τους πολυγραφότερους συνθέτες, ωστόσο μόνον ένα
μικρό μέρος των συνθέσεων αυτών σώζεται ακόμα στις μέρες μας. Ο Μάντζαρος
θεωρείται πρωτομάστορας της Επτανησιακής Σχολής και ειδικότερα της Λόγιας
Ελληνικής Μουσικής, αφού μερικά από τα έργα του όπως τα κουαρτέτα εγχόρδων «Partimenti», το έργο του για φωνή και ορχήστρα με τίτλο «Aria Greca», η αρχαιότερη
σωζόμενη ελληνική όπερα «Don Grepuscolo», καθώς και μία σειρά δοκιμίων (μεταξύ των οποίων το «Rapporto») που αποτελούν έργα χωρίς προηγούμενο στην ελληνική μουσική. Πέρα από
την συνθετική του δραστηριότητα, ο Μάντζαρος κατέγραψε πλήθος παραδοσιακών
τραγουδιών της Κέρκυρας, καθώς και της γειτονικής Ηπείρου, δραστηριότητα με την
οποία ελάχιστοι είχαν ασχοληθεί. Υπήρξε δε, ένας από του πρωτεργάτες της
Φιλαρμονικής Εταιρίας Κέρκυρας της οποίας διετέλεσε ισόβιος καλλιτεχνικός
διευθυντής.
Μαθητής του Μάντζαρου και από τους κύριους ιδρυτές της Φιλαρμονικής
Εταιρίας Κέρκυρας, υπήρξε, μεταξύ άλλων, και ο Συρίδων Ξύνδας (Κέρκυρα
1812/4-Αθήνα 1896). Υπήρξε εύπορος στα νεανικά του χρόνια, ωστόσο πέθανε
πάμπτωχος. Δεξιοτέχνης της κιθάρας και έξοχος μουσουργός (μαθήματα θεωρητικών
και σύνθεσης με τον Τσιγκαρέλλι στην Ιταλία) περιόδευσε σε αρκετές χώρες
συναρπάζοντας το φιλόμουσο κοινό με το ταλέντο και την τεχνική του δεινότητα.
Μετά την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα από την Ιταλία, παρέδιδε θεωρητικά
μαθήματα, ενοργάνωσης και εκκλησιαστικής
μουσικής. Αρκετά χρόνια αργότερα, και μετά την Αθηναϊκή πρεμιέρα της όπεράς του
«Ο υποψήφιος βουλευτής» (η πρώτη όπερα στα ελληνικά σε λιμπρέτο του Ιωάννη
Ρινόπουλου), μετακόμισε στην Αθήνα φιλοξενούμενος της κόρης του η οποία διέμενε
με την οικογένειά της στο σπίτι της οδού Προαστίου (η σημερινή Εμμ. Μπεννάκη).
Εμφανίστηκε για τελευταία φορά ως κιθαριστής το 1896, χρονιά που έφυγε από τη
ζωή ήδη προ ετών τυφλός. Στο corpus των έργων του υπάρχουν οκτώ
τουλάχιστον ολοκληρωμένες όπερες («Anna Winter» ή «Οι τρεις σωματοφύλακες», “Il conte Giulano”, «Γαλάτεια» κ.α.) κι ένα μεγάλο πλήθος τραγουδιών, φωνητική μουσική και
μουσική για κιθάρα.
Ο Παύλος Καρρέρ είναι αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους
Επτανήσιους συνθέτες του 19ου αιώνα και το έργο του συνάντησε μεγάλη
επιτυχία τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1829
και πέθανε εκεί το 1896. Εζησε από μικρή ηλικία για αρκετά χρόνια στην Ευρώπη
όπου σπούδασε κι έκανε καριέρα ως μουσικός. Τα πρώτα του μαθήματα τα πήρε στην
Αγγλία και αργότερα μετά την επιστροφή του στην Ζάκυνθο πήρε μαθήματα από τους Giuseppe Cricca και Francesco Mirangini ή Maragoni. Ο Σπύρος Μοτσενίγος αναφέρει ότι το 1848 ο συνθέτης ήταν μαθητής του Μάντζαρου στην Κέρκυρα κι
εκείνο το διάστημα εξέδωσε ένα βαλς με τίτλο «Το αηδόνι». Το δοκίμιο αυτό
αγκάλισε τον κερκυραϊκό λαό ενώ ο Καρρέρ το αφιέρωσε στην Φιλαρμονική Εταιρεία
Κέρκυρας η οποία είχε προβλέψει την
μελλοντική του εξέλιξη, και με πρόταση του Μάντζαρου, τον ανακήρυξε επίτιμο
μέλος της. Το 1850 ο Παύλος Καρρέρ ταξίδεψε στο Μιλάνο όπου έκανε μαθήματα μουσικής
με τους Bosserone, Winter και Tassistri. Οι πρώτες σωζόμενες όπερές του Dante e Bice (Beatrice), Isabella d’ Aspeno και la rediviva, παρουσιάστηκαν στο θέατρο Carcano του Μιλάνου. Ορισμένες μάλιστα από
αυτές δόθηκαν εκεί σε πρώτη εκτέλεση. Παρά τις 14 όπερες που έγραψε, συνέθεσε
πλήθος τραγουδιών, λειτουργική και οργανική μουσική. Δυστυχώς τα χειρόγραφα
ορισμένων μελοδραματικών του έργων θεωρούνται χαμένα από τους σεισμούς του 1953 και την μεγάλη
πυρκαγιά που ακολούθησε στη συνέχεια. Τα περισσότερα ευτυχώς φυλάσσονται σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας
ή της Ιταλίας και σε ιδιωτικές συλλογές. Εγραψε όπερες μεταξύ των οποίων είναι
«Μάρκος Μπότσαρης», η «Κυρά Φρωσύνη», «Μαραθών-Σαλαμίς» κ.α.
Ο Ναπολέων Λαμπελέτ (Κέρκυρα 1864-Λονδίνο 1932) σπούδασε μουσική στην
Κέρκυρα και σπούδασε ανώτερα θεωρητικά και σύνθεση στο Ωδείο του San Pietro a Majella της Νάπολης με υποτροφία του Δήμου
Κερκυραίων. Τα έργα του ξεπέρασαν γρήγορα τα σύνορα της Ελλάδας και το τέλος
των σπουδών του τον οδήγησε στην Αθήνα στη διττή δραστηριότητα του καθηγητή της
μουσικής και του συνθέτη-μαέστρου. Πέρα από τη πολυσχιδή του δραστηριότητα
σχετικά με την έντυπη μορφή της μουσικής της επικοινωνίας, συγχρονίστηκε αρκετά
με ποιητές και πεζογράφους της εποχής, μελοποιώντας άνω των 70 ποιημάτων σε
στίχους των Πολέμη, Δροσίνη, Βασιλειάδη κλπ. Τα μεγάλα μελοδραματικά και
ορχηστρικά του έργα γράφτηκαν κυρίως μετά το 1895 και τη μόνιμη μετεγκατάστασή
του στο Λονδίνο («Το πέρασμα της Αφροδίτης», «Φενέλα» κ.α.).
Ένα από τα εξέχοντα μέλη της Επτανησιακής Σχολής είναι ο Συρίδων Φιλίσκος
Σαμαράς (Κέρκυρα 1861-Αθήνα1917). Φημολογούνται συγγενικές σχέσεις με τον
δάσκαλό του Σ. Ξύνδα ενώ οι μουσικές του σπουδές συμπληρώθηκαν στο Ωδείο Αθηνών
με τους Φρ. Βολωνίτη και Ερ. Σταγκοπιάνο σε βιολί και θεωρία και ενορχήστρωση
αντίστοιχα. Το ταλέντο και η ιδιοφυία του φάνηκαν από πολύ νωρίς. Για κάποιο
διάστημα εργάστηκε ως βιολιστής σε διάφορες ορχήστρες ενώ όταν αποφάσισε να
ολοκληρώσει τις σπουδές του σε πολύ υψηλό επίπεδο, πήγε στο Παρίσι δίπλα στον
μεγάλο Μασσνέ. Λίγο αργότερα κι ενώ τα έργα του είχαν αρχίσει να κερδίζουν
έδαφος, αποφάσισε να μεταφερθεί στην Ιταλία. Εκεί συνεργάστηκε με τον διάσημο
εκδοτικό οίκο μουσικής Riccordi ενώ λίγο αργότερα η όπερά του «Φλόρα
Μιράμπιλς» τυγχάνει στο Μιλάνο μεγάλης αποδοχής και ο δρόμος για τα επόμενα
πολλού και υψηλού επιπέδου έργα του, είχε ανοίξει. Ο Σαμαράς σύνδεσε το όνομά
του ως «ανταγωνιστή» μ’ εκείνο του Μασκάνι και του Πουτσίνι ενώ θεωρείται
σημαντική η συμβολή του στη διαμόρφωση του Βερισμού και του «ύφους του
Πουτσίνι», επιτεύγματα που μόνο συνθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς μπορούν να
επιδείξουν. Οπερες όπως η «Μάρτυς», η «Ιστορία Ερωτος» και η «Δεσποινίς ντε
Μπελ Ιλ» ανέβηκαν σε μεγάλα θέατρα της Ρώμης και του Μιλάνου ενώ προκάλεσαν
θύελλα ενθουσιασμού στο κοινό. Ο Σαμαράς επέστρεψε στην Αθήνα το 1911 (ως τότε
ερχόταν να διευθύνει τα έργα του, μεταξύ των οποίων και ο «Ολυμπιακός Υμνος»
για την αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων του 1896) αναμένοντας μια θέση διευθυντή
στο Ωδείο Αθηνών, όπως του είχε προταθεί. Τα πολιτικά και παρασκηνιακά γεγονότα
όμως, δεν οδήγησαν σε αυτή την κατεύθυνση με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια της
ζωής του ν’ ασχοληθεί με το είδος της οπερέτας για βιοποριστικούς λόγους. Το
έργο του Σαμαρά ωστόσο, έχει περάσει τις εξετάσεις του χρόνου, των ειδικών και
του κοινού.
Ο Διονύσιος Λαυράγκας (Αργοστόλι 1860-Ροζάτα Κεφαλονιάς 1941) αποτελεί
τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της Επτανησιακής και της Ενικής Μουσικής Σχολής.
Σπούδασε αρχικά βιολί στην Κεφαλονιά με τον Σερράο κι αργότερα (συγκάτοικος του
Λαμπελέτ στην πόλη της Νεάπολης) με τους Ρος και Σκαράνο στο πιάνο και θεωρία
αντίστοιχα και λίγο αργότερα στο Παρίσι μαζί με τον Σαμαρά και καθηγητές τους
Ντελίμπ και Μασσνέ. Η συνέχεια της ζωής του θα τον βρει κυρίως με την ιδιότητα
του διευθυντή ορχήστρας μεταξύ Μάλτας, Τορίνο, Κεφαλονιάς και Αθήνας. Ο
Λαυράγκας αφιερώθηκε στην σύνθεση, τη διδασκαλία και την ίδρυση ενός
μελοδραματικού θεάτρου στην Ελλάδα. Η Ε.Λ.Σ. (Εθνική Λυρική Σκηνή) ήταν ένα
δικό του όραμα και αποτελεί μέχρι και σήμερα το μοναδικό θέατρο στο είδος.
ΑΡΗΣ ΚΑΡΡΕΡ