Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΑΦΟΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΑΦΟΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Γλωσσοφύλακες και γλωσσοδίκες


Ο Κωστής Παπαγιώργης αγαπούσε την Ιλιάδα. Η Οδύσσεια του ξίνιζε, την θεωρούσε παραμυθάτη, άγαν φαντασμαγορική για τα γούστα του. Η λέξη του γι' αυτήν ήταν "αδερφίστικη". Όταν ανέφερα κάπου τον χαρακτηρισμό του εκείνον, μερικοί φίλοι ξενίστηκαν, δυο-τρεις ενοχλήθηκαν σφόδρα.
Πιο παλιά, αναγνώστρια σχολίου μου για τον Βόλφγκανγκ Σόυμπλε, αυτόν τον παράλυτο μαιτρ της ευρωπαϊκής πολιτικής, έπεσε πάνω στη λέξη "καροτσάκι". "Αμαξίδιο" πρέπει να λέμε, με διόρθωσε, και ανέπτυξε μια ετοιμοπαράδοτη επιχειρηματολογία για τη στιγματιστική χρήση των λέξεων. Κι ας αυτοαποκαλείται ενίοτε ο ίδιος ο σαρκαστής Γερμανός, "σακάτης", "Krüppel", όπως έχει γραφτεί...
Πολύ συχνές είναι οι ενστάσεις, οι επιθετικές μάλιστα, για τη λέξη "λαθρομετανάστης" – που ενίοτε κι εγώ χρησιμοποιώ. «Κανείς άνθρωπος δεν είναι λαθραίος» αντιτείνουν πολλοί, επισημαίνοντας τον φαιό κίνδυνο που υφέρπει. Ισχύει τάχα το ίδιο για τον λαθρέμπορο, τον λαθροθήρα, τον λαθρεπιβάτη, τον λαθραναγνώστη; τους ρωτάω μερικές φορές. Συνήθως δεν παίρνω απάντηση.
Το κίνημα του politically correct, της πολιτικής ορθοέπειας, του πολιτικού καθωσπρεπισμού, όπως το λέω εγώ, εδώ και χρόνια πολλά επιδιώκει να μπει δραγάτης στη γλώσσα μας και στη ζωή μας. Βαφτίζει τη σφαγή της Σμύρνης "συνωστισμό" για να μη νιώσουνε άβολα οι Τούρκοι, τo χριστουγεννιάτικο δέντρο "Holidays Tree" μη τυχόν σκανδαλιστούν οι άθεοι και οι αλλόπιστοι, ζητάει να εξορίσει το χοιρινό από τα αεροπορικά γεύματα αλλά και χαρακτήρες σαν τη Miss Piggy από την τηλεόραση για να μην ενοχληθούν οι μουσουλμάνοι, προγράφει τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ και τις Νέγρες του Ζενέ ως έργα αντισημιτικά και ρατσιστικά, τα βάζει με τον Σολωμό γιατί στον Ύμνο του τραγουδά την αιματοβαμμένη άλωση της Τριπολιτσάς, φτιασιδώνει τις αναπηρίες σε επαινετέες "ιδιαιτερότητες", ανακαλύπτει όλη την απεχθή ιστορία της πατριαρχίας στην πανάρχαια λεξούλα "υιοθετώ" και ιδρώνει για να βάλει στη θέση της την "τεκνοθεσία", συντάσσει γελοίες εγκυκλίους για τη "μη σεξιστική χρήση της γλώσσας" κ.ο.κ., κ.ο.κ. Οι καθωσπρεπιστές της γλώσσας παντού εντοπίζουν τον κίνδυνο, και παντού σπεύδουν να επέμβουν, παντού βλέπουν μια ταλαιπωρημένη μειονότητα που βάλλεται και εκβάλλεται, που καθυβρίζεται και τιμωρείται. Και που, φυσικά, έχει ανάγκη τη δική τους μεγάθυμη προστασία.
«Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει», λέμε, και ποιος αμφιβάλλει αλήθεια γι' αυτό! Οι λέξεις είναι όπλα, δηλαδή είναι πράξεις, οπλίζουν τον συμμαχητή και χτυπούν τον πολέμιο, μας παρακινούν και μας αποτρέπουν, μας ενθαρρύνουν και μας εκφοβίζουν, οικοδομούν και ερειπώνουν, υμνούν και καγχάζουν, ευλογούν και βασκάνουν ταυτόχρονα. Η καθεμιά τους μπορεί να γίνει την ίδια στιγμή γλυκιά και πικρή, τρυφερή και απάνθρωπη. Με δυο λόγια, είναι δίκοπες τόσο, όσο αμφίθυμα και αντιφατικά, όσα αγαθοεργά και φονικά πλάσματα είμαστε εμείς. Είναι απλώς χέρια κι αυτές, πλάι στα χέρια μας. Όμως ποιος έκοψε ποτέ τα δάχτυλά του, επειδή πέρα απ' το να χαϊδεύει, μπορεί μ’ αυτά και να πνίγει;
Σε τελική ανάλυση, για να παραφράσω την περίφημη ρήση του Λορέντζου Μαβίλη, λέξεις βίαιες, προσβλητικές ή χυδαίες δεν υπάρχουν. Βίαιοι, βάναυσοι και ωμοί είμαστε εμείς, και θα παραμείνουμε τέτοιοι όποιες και όσες λέξεις και αν πετσοκόψουμε.  Όσο ευγενή κι αν φαντάζουν τα κίνητρα (και κάποιων, λίγων, είναι τω όντι) των νέων αυτών λογονόμων, ο αγώνας τους είναι αφελής και κωμικός και ατελέσφορος. Πολύ δε περισσότερο, είναι πολιτικά ύποπτος. Το "Newspeak", απ’ όπου κι αν προέρχεται, ό,τι σκοπούς και αν επικαλείται, με τις μεθόδους του εκκολάπτει αξιώσεις ισχύος αδιαφανείς, τουτέστιν υπουλότερες από αυτές που υποτίθεται πως αντιπαλεύει.
Προσωπικά, ειδικά ως γραφιάς, τέτοιες μεθόδους ούτε τις εμπιστεύομαι ούτε τις παραδέχομαι. Δεν μπορώ να σακατέψω τη γλώσσα μου επειδή κάποιοι εζήλωσαν οψίμως τις δάφνες του Μιστριώτη. Δεν μπορώ να αφήσω τα κλειδιά της στην τσέπη κανενός γλωσσοφύλακα, κανενός γλωσσοδίκη. Όλες οι λέξεις μού χρειάζονται. Δεν γίνεται και δεν θέλω να παραιτηθώ από καμιά τους. Η καθαρολογία, οι ευφημισμοί, οι καθωσπρεπισμοί, η στανική ορθοέπεια, η κορρεκτίλα από την οποία όζει αφόρητα ο δημόσιος λόγος είναι εχθροί μου. Κι αυτό όχι τάχα επειδή απολαμβάνω την ελευθερία (διάβαζε: την ασυδοσία) της έκφρασης, επειδή βρίσκομαι στο απυρόβλητο, περίκλειστος μες στον ελεφάντινο πύργο μου. Αλλά ακριβώς για το αντίθετο: επειδή δεν θέλω να υποκρίνομαι, επειδή δεν ανέχομαι να εξωραΐζω, να μασκαρεύω τον κόσμο που μας περιβάλλει – και μαζί μ’ αυτόν τον εαυτό μου τον ίδιο.
Αυτόν τον κόσμο, που είναι ο δικός μας, ο κοινός μας κόσμος, μόνη δουλειά του συγγραφέα είναι να τον περιγράφει όπως έχει, μέσα στον χαώδη, τον αντιφατικό και οδυνηρό του πλούτο. Όχι να τον φτωχαίνει, όχι να τον λουστράρει αποκρύπτοντας τη σκοτεινή του πλευρά. Ούτε να του κλείνει με φίμωτρο το απύλωτο στόμα.

* Ο Κώστας Κουτσουρέλης είναι συγγραφέας (www.koutsourelis.gr)

Ενετικά τείχη Ηρακλείου

Απεικόνιση των τειχών από τον Μάρκο Βοσίνι (1651)

Τα Ενετικά τείχη του Ηρακλείου αποτελούν μεγάλου μεγέθους οχυρωματικό έργο, για την κατασκευή του οποίου εργάστηκαν πολλοί μηχανικοί και τεχνίτες και δαπανήθηκαν υπέρογκα ποσά[1]. Τα τείχη άρχισαν να κατασκευάζονται το 1462 και ουσιαστικά ολοκληρώθηκαν το 1669, με την κατάληψη του Χάνδακα από τους Οθωμανούς. Τα αρχικά σχέδια των ενετικών τειχών ήταν του Τζάνο ντα Κομποφρεγκόζο, ενώ στη συνέχεια τροποποιήθηκαν από τον Μικέλε Σανμικέλι και η τελική χάραξη είναι έργο του Τζούλιο Σαρβονιάν.[2]
Τα τείχη έχουν περίγραμμα που προσομοιάζει ένα ισοσκελές τρίγωνο, με τη βορεινή πλευρά να είναι παραθαλάσσια και να αποτελεί τη βάση του τριγώνου και τον προμαχώνα Μαρτινέγκο, στο νότιο άκρο να αποτελεί την κορυφή του τριγώνου.[3] Η παραθαλάσσια πλευρά των τειχών και έχει μήκος περίπου 2,7 χλμ. Το συνολικό μήκος των τειχών είναι περίπου 7 χλμ. Στις χερσαίες πλευρές του υπάρχουν επτά προμαχώνες, ο μεγαλύτερος στην κορυφή του τριγωνικού περιβόλου είναι ο προμαχώνας του Μαρτινέγκο. Το τείχος διέθετε τις εξής πύλες, τις Σαμπιονάρα, του Αγίου Γεωργίου, Ιησού, Μαρτινένγκο, Βηθλεέμ, Παντοκράτορα, Αγίου Ανδρέα, Δερματά και του λιμανιού ή Μώλου[4].
Προμαχώνας Αγίου Ανδρέα

To Προμαχωνικό Σύστημα των Ενετικών τειχών


Προμαχώνας Σαμπιονάρα 
Όταν ανακαλύφθηκε η πυρίτιδα, ξεκίνησε η χρήση κανονιών κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πόλεων.Τα υπάρχοντα οχυρωματικά έργα δεν επαρκούσαν πλέον και αυτό οδήγησε στην κατάλληλη διαφοροποίηση των οχυρώσεων των πόλεων.Ο νέος τρόπος οχύρωσης που επινοήθηκε ονομάστηκε "προμαχωνικό σύστημα". Στην περίπτωση του Χάνδακα, ήδη απο τον "Αύγουστο του 1462 οι πολίτες ζήτησαν απο τη Βενετική Γερουσία να εγκρίνει την οχύρωση των προαστίων για προστασία..." μια και "...ο μεσαιωνικός οχυρός περίβολος"ήταν" ανίκανος και ακατάλληλος στις νέες απαιτήσεις...".[5] Έτσι δημιουργήθηκαν οι παρακάτω προμαχώνες:
  • Προμαχώνας Βιττούρι
  • Προμαχώνας Ιησού
  • Προμαχώνας Μαρτινέγκο
  • Προμαχώνας Βηθλεέμ
  • Προμαχώνας Παντοκράτορα
  • Προμαχώνας Αγίου Ανδρέα

Τάφος Νίκου Καζαντζάκη

Σύγχρονη χρήση Ενετικών Τειχών Ηρακλείου

Σήμερα τα Ενετικά Τείχη Ηρακλείου είναι επισκέψιμα σε διάφορα σημεία τους καθώς και χρησιμοποιούνται για σειρά εκδηλώσεων και δράσεων. Συγκεκριμένα, επισκέψιμα σημεία, χώροι εκδηλώσεων και σχετικές πολιτιστικές δράσεις περιλαμβάνουν τα παρακάτω:
  • Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη βρίσκεται στον προμαχώνα Μαρτινένγκο πάνω στα ενετικά τείχη. Ο τάφος του μεγάλου ηρακλειώτη λογοτέχνη, Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957) είναι λιτός, πέτρινος και φέρει έναν ξύλινο σταυρό και την διάσημη επιγραφή που ο ίδιος ζήτησε να χαραχτεί: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβόμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.»
  • Το Μικρό Κηποθέατρο Μάνος Χατζηδάκις.
  • Η Όαση[6] (ή κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης) είναι το τμήμα εκείνο της τάφρου της νέας ενετικής οχυρώσεως που αντιστοιχεί στον Προμαχώνα Ιησού και αποτελεί έναν ανοικτό θεατρικό χώρο 1200 περίπου θέσεων.
  • Η Πύλη Παντοκράτορα.
  • Η Αθέατη Πόλη[7] είναι ένα φεστιβάλ που σκοπεύει μέσα από μια σειρά παρεμβάσεων και δράσεων να αναπτύξει το δημόσιο διάλογο, να ευαισθητοποιήσει και να ενεργοποιήσει τους κατοίκους των περιοχών τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Το φεστιβάλ φιλοξενεί εκδηλώσεις και δράσεις συλλογικοτήτων, δημιουργικών ομάδων και ενεργών πολιτών, όπως ομιλίες, εικαστικές παρεμβάσεις, εκθέσεις, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, workshops κ.ά. Το 2015 η Αθέατη Πόλη είχε ως κεντρικό θέμα και χώρο διεξαγωγής των εκδηλώσεών της τα ενετικά τείχη Ηρακλείου.
  • Χώροι στάθμεσης αυτοκινήτων.
  • Βοτανικός Κήπος.
  • Γήπεδο Εργοτέλη.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Άμαντος Κωνσταντίνος (1874-1960



Φωτοαναστατική επανέκδοση με ευρετήριο ονομάτων και πραγμάτων.



[...] Στην έκδοση περιέχονται 63 έγγραφα, τα οποία παρέχουν πληροφορίες για το διαφωτιστικό και επαναστατικό έργο του Ρήγα Βελεστινλή καθώς και για τα γεγονότα της συλλήψεώς του. Συγκινητική είναι η περίπτωση των εγγράφων, που καταγράφουν τα αντικείμενα του Ρήγα όταν τον συνέλαβαν στην Τεργέστη. Ζωντανή μαρτυρία, πέρα από τους θρύλους, που είχαν μέχρι τότε δημιουργηθεί και είχαν επισκιάσει την ιστορική μορφή του εθνεργέτη Ρήγα Βελεστινλή.

Η φωτομηχανική επανέκδοση, που περιέχει και ευρετήριο, θα είναι σημαντικό απόκτημα για τους αναγνώστες και τους ερευνητές, οι οποίοι, ιδιαίτερα τώρα κατά τη σημαντική επέτειο των διακοσίων χρόνων (1798-1998) από το μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα, θα μπορούν να μελετούν, πέρα από τις βιβλιοθήκες, το βιβλίο αυτό με τα έγγραφα, από τα αρχεία της Βιέννης. [...]

Άμαντος Κωνσταντίνος (1874-1960): μια βιογραφία
Κωνσταντίνος Άμαντος





(Δημοσιεύεται χάρις την ευγενική άδεια που μας παρείχε η Κα Ελένη Γαρδίκα - Κατσιαδάκη, διευθύνουσα του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίαςτου Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών)
Ο Κωνσταντίνος Άμαντος γεννήθηκε στην Τουρλωτή της Χίου στις 2 Αυγούστου του 1874. Οι γονείς του, γεωργοί, κατάγονταν από το χωριό Ζυφιά. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, σημαδεύτηκαν από τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του και τριών αδελφών και ο Άμαντος υποχρεώθηκε να εργάζεται μέχρι το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών. Από το 1893 έως το 1897 δίδαξε ως δημοδιδάσκαλος στην "Αστική Σχολή" της Χίου. Υπότροφος, κατόπιν διαγωνισμού, του Κληροδοτήματος Πρωΐου φοίτησε για ένα έτος (1898) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το1899 μετέβη στην Γερμανία και συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Μονάχου, όπου το 1903 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ με βαθμό magna cum laude. Η διδακτορική του διατριβή με τίτλο "Die Suffixe der neugriechischen Orfsnamen" τυπώθηκε την ίδια χρονιά στο Μόναχο και θεμελίωσε την επιστημονική μελέτη και έρευνα των ελληνικών τοπωνυμίων. Στη συνέχεια επισκέφθηκε την Ιταλία, για βραχύ χρονικό διάστημα, για να συμπληρώσει τις μελέτες του.
Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο της Χίου (1904), στο οποίο δίδαξε ως το 1911. Η ελληνική κυβέρνηση, εκτιμώντας το έργο και τις ικανότητές του, το 1911 του ανέθεσε τη διεύθυνση των δύο Γυμνασίων της Λευκωσίας της Κύπρου, τα οποία ο Άμαντος πέτυχε να ενώσει στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, αφού εξομάλυνε τις διαφορές που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις της ελληνικής κοινότητας. Τον επόμενο χρόνο, μετά από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου του Σινά, Πορφυρίου Β΄, και των αδελφών Αμπέτ, μετέβη στην Αίγυπτο και ανέλαβε τη διεύθυνση της Αμπετείου Σχολής στο Κάιρο (1912- 1914).Στο διάστημα 1914 έως 1925 εργάστηκε, κατόπιν εισηγήσεως του δασκάλου του Γ. Χατζιδάκι, ως συντάκτης στην αρχή, και εν συνεχεία ως διευθυντής στο Ιστορικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1925 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην πρώτη έδρα της Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Kατά το 1933-34 διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής. Στο Πανεπιστήμιο δίδαξε μόνο μέχρι το 1939, διότι η δικτατορία Μεταξά θέσπισε όριο ηλικίας το εξηκοστό πέμπτο έτος με αποτέλεσμα την αναγκαστική αποχώρηση σπουδαίων πανεπιστημιακών δασκάλων. Ο Άμαντος στα επόμενα 21 χρόνια της ζωής του συνέχισε την επιστημονική έρευνα και την πνευματική παραγωγή του με ακατάβλητο ζήλο.
Το 1926 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, από την πρώτη χρονιά της ίδρυσης της. Το 1944 ήταν Πρόεδρος της Ακαδημίας και πρότεινε την ίδρυση "Ιστορικού Αρχείου του Νεωτέρου Ελληνισμού" (Ι.Α.Ν.Ε) με σκοπό τη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, των σχέσεων του νεότερου ελληνισμού με τους γειτονικούς λαούς, καθώς και την πολιτιστική του επίδραση στους βαλκανικούς λαούς και τους Άραβες . Το ΙΑΝΕ, το οποίο ιδρύθηκε το 1945, άρχισε τη λειτουργία του το 1957 και είναι το σημερινό Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού. Ως Υπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση του Ν. Πλαστήρα, το 1945, ο Άμαντος εισηγήθηκε να ορισθεί με Συντακτική πράξη η ισοτιμία της δημοτικής με την καθαρεύουσα. Υπήρξε μέλος και κατά περιόδους διετέλεσε πρόεδρος πολλών επιστημονικών εταιρειών και επιτροπών, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι η Επιστημονική Εταιρεία (πρόεδρος 1941-48), η Γλωσσική Εταιρεία, ο Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων και η Επιτροπή Αλλαγής των τοπωνυμίων. Ήταν σημαίνον μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ριζαρείου, μέχρι το θάνατό του.
Ίδρυσε και διηύθυνε τα "Χιακά Χρονικά" (1911-1926) και το "Αιγαίο" (1935-1936), περιοδικά μελέτης της τοπικής ιστορίας του νησιού του, που υπήρξαν πρότυπο για την έκδοση παρόμοιων επιστημονικών περιοδικών στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1928 ίδρυσε και διηύθυνε, σε συνεργασία με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου και ακαδημαϊκό Σωκράτη Κουγέα, το περιοδικό "Ελληνικά", με σκοπό την έρευνα του μεσαιωνικού και νεωτέρου βίου των Ελλήνων. Η συμβολή του περιοδικού αυτού, το οποίο εξεδόθη σε 11 τεύχη έως το 1940, στην μελέτη των ανωτέρω περιόδων, η αυστηρή επιλογή της ύλης και η ποιότητα των μελετημάτων του αύξησαν το κύρος της ελληνικής έρευνας και προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας.Ο Κ. Άμαντος υπήρξε ακάματος και παραγωγικότατος ερευνητής καθ΄ όλη τη διάρκεια του βίου του (πλήρες σώμα των επιστημονικών του εργασιών που ανέρχονται σε εκατοντάδες βλ. σε Φ. Κ. Μπουμπουλίδη, "Αναγραφή δημοσιευμάτων Κωνσταντίνου Ι. Αμάντου", Ν. Β. Τωμαδάκης (επιμ.), Εις μνήμην Κ. Αμάντου 1874-1960, Αθήνα 1960, σ. ιζ΄-μ΄). Κατά την περίοδο της καθηγεσίας του δημοσίευσε 312 μελέτες και άλλες 123 μετά την αποχώρηση του από το Πανεπιστήμιο. Η τελευταία περίοδος θεωρείται και η συνθετικότερη. Αναφέρονται ορισμένες μόνο από τις σημαντικότερες μελέτες του που δημοσιεύτηκαν κατ΄αυτήν:
Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, 395-867 μ.Χ (Α΄ τόμ., έκδ. α΄ 1939, έκδ. β΄ 1953)Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, 867-1204 μ.Χ (Β΄ τόμ., έκδ. α΄ 1947, έκδ. β΄ 1957)Τα γράμματα εις την Χίον κατά την Τουρκοκρατίαν, 1566-1822. Σχολεία και Λόγιοι (1946)Μικρά Μελετήματα (1940)Ιστορικαί σχέσεις Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων (1949)Σύντομος Ιστορία της ιεράς μονής Σινά (1953)Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων από του ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821 (1955)
Σύντομος Ιστορία της Κύπρου" (1956)Η εντυπωσιακή σε αριθμό εργογραφία του διακρίνεται τόσο για την ποιότητα όσο και για το θεματικό της εύρος. Εκτός από τις μεγάλες συνθέσεις του που καλύπτουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή έγραψε πλήθος έργα που θα μπορούσαν να καταταγούν στις εξής κατηγορίες :
"γλωσσογεωγραφικά, που αφορούν στα τοπωνύμια και σε ετυμολογικά ζητήματα. (με τα έργα αυτά μέσα από την κοινή γλώσσα και ονοματολογία ενισχύεται η συνέχεια στην πορεία του ελληνισμού)ιστορικά (για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την ιστορία της Χίου, της Παιδείας και των λογίων, την εκκλησιαστική ιστορία και γραμματεία της ελληνικής Ανατολής, καθώς και έκδοση ανέκδοτων εγγράφων για τον Ρ. Βελενστινλή, τον Α. Κοραή κ. ά.)"εθνολογικά", με αντικείμενο την ιστορία των γειτονικών προς την Ελλάδα λαών, Σλάβων, Αλβανών και Τούρκων και τις μεταξύ τους σχέσειςφιλολογικάμελέτες για διάφορα εκπαιδευτικά ζητήματαβιβλιοκρισίεςδιάφορα άρθρα που αφορούν στη μετανάστευση, τη γεωργία και τον εκσυγχρονισμό της υπαίθρου, την εκπαίδευση και τα κοινωνικά ζητήματα της Χίου.Η πλούσια θεματογραφία του είναι προσανατολισμένη προς τη σύγχρονη πολιτική επικαιρότητα. Δεν τον ενδιέφερε να μελετήσει απλά τα προβλήματα του παρελθόντος του ελληνικού έθνους, αλλά, όπως έγραφε, να υπηρετήσει "επιστημονικώτερον τα επίκαιρα εθνικά ζητήματα" και να προωθήσει τη λύση τους. Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε για τον πατριωτισμό του ότι "πηγάζει από την πλατειά και φωτεινή ιστορική του συνείδηση, είναι προοδευτικός και φιλολαϊκός, όπως και ο πατριωτισμός του Κοραή".
Ο Άμαντος συνέχισε από μεθοδολογική άποψη την επιστημολογική πρακτική που είχε καθιερώσει ο δάσκαλός του Σπ. Λάμπρος. Με τη συστηματική μελέτη των πηγών και την έκδοση ιστορικών, φιλολογικών και γλωσσολογικών μελετών, με τις οποίες αποδεικνύεται η συνέχεια της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού, συνέβαλε στη συγκρότηση της εθνικής μας ιστοριογραφίας. Για τις αρετές που διέκριναν τον Κ. Άμαντο ως πανεπιστημιακό δάσκαλο και ως επιστήμονα, αξίζει να θυμηθούμε όσα έγραψε ο Κ. Θ. Δημαράς ".. η εργασία του [Αμάντου] εκαρποφόρησε όχι μόνο στην επιστήμη αλλά και στις ψυχές των μαθητών του… Αλλά εκείνο που συνέδεσε μαζί του τον κόσμο των μαθητών του, ήταν η μεγάλη και συνεχής φροντίδα του γι' αυτούς, η αγάπη που τους έδινε, το ενδιαφέρον του για τις πρώτες επιστημονικές απόπειρες. Αργότερα καταλάβαμε ότι, δίπλα στο ηθικό του κύρος, είχαμε δεχθεί την επίδραση ενός εξόχου επιστημονικού μυαλού και μιας μεθόδου που είναι ασφαλής και αλύγιστη."

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Μουσείο Φιλικής Εταιρίας

Πηγή:http://hfc-worldwide.org/athens/sample-page/μουσείο-φιλικης-εταιρίας/


PEM3











Μουσείο Φιλικής Εταιρίας
20 Krasny Pereulok, Odessa, 65026, Ukraine
Τηλ.: +380/482-357136
e-mail: hfc@hfcodessa.org
Το Μουσείο λειτουργεί Δευτέρα – Παρασκευή, από 10:00 έως 17:00


Το κτίριο που στεγάζει το Μουσείο Φιλικής Εταιρίας και το παράρτημα του ΕΙΠ - Οδησσού
Το κτίριο που στεγάζει το Μουσείο Φιλικής Εταιρίας και το παράρτημα του ΕΙΠ – Οδησσού

Το Μουσείο της Φιλικής Εταιρίας ιδρύθηκε το 1979 ως παράρτημα του Μουσείου Τοπικής Ιστορίας της Οδησσού. Το Μουσείο της Φιλικής Εταιρίας το 1994 μεταφέρθηκε στην ιστορική του τοποθεσία, στο κτίριο όπου ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρία και όπου σήμερα στεγάζεται το παράρτημα του ΕΙΠ στην Οδησσό. Τελευταία, μια νέα εθνογραφική γκαλερί έχει ανοίξει στην αυλή του μουσείου.


Το Έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας
Το Έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας



Η Φιλική Εταιρία, που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό, απετέλεσε την οργανωτική επιτροπή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η Φιλική Εταιρία ιδρύθηκε από τους Αθανάσιος Τσακάλωφ, Νικόλαο Σκουφά και Εμμανουήλ Ξάνθο. Συνέβαλε στην οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης, στην αύξηση του φιλελληνισμού και στην εξεύρεση χρηματοδότησης και υποστηρικτών στις ελληνικές παροικίες της μεσογείου και στην υπόλοιπη Ευρώπη.


Έγγραφο υπογεγραμμένο από τον Υψηλάντη, Μουσείο Φιλικής Εταιρίας
Έγγραφο υπογεγραμμένο από τον Υψηλάντη, Μουσείο Φιλικής Εταιρίας

Η έδρα της Φιλικής Εταιρίας βρίσκεται στην οδό Κρέσνι Περεούλοκ 18 (Krasnij Pereulok) της Οδησσού και αποτελούσε οικεία του πατέρα του Γρηγόριου Μαρασλή, του μετέπειτα δημάρχου της Οδησσού. Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης, στρατηγός του Τσαρικού στρατού.
Ο Γρηγόριος Μαρασλής, έλληνας εύπορος της Οδησσού, εξελέγη δήμαρχος το 1878. Κατά την διάρκεια της θητείας του ο Μαρασλής δώρισε από την περιουσία του για την κατασκευή τραμ, ηλεκτρικών σταθμών, θεάτρου, σχολείων, πάρκων και τη βιβλιοθήκη Μαρασλή.
Μία από τις κεντρικές πλατείες της πόλης ονομάζεται Πλατεία Ελλήνων – προς τιμή της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Ακόμη, στην Οδησσό μπορεί κανείς να βρει δρόμους και κτίρια που αναφέρονται σε έλλήνες.


Η Πλατεία Ελλήνων στην Οδησσό
Η Πλατεία Ελλήνων στην Οδησσό

Η παρουσία ελλήνων αποίκων στις Βορειοδυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας ήταν αποτέλεσμα μιας γενικότερης διαδικασίας στην Ελληνική Ιστορία γνωστή ως ο Μεγάλος Ελληνικός Εποικισμός. Τον 7ο – 6ο αιώνα Π.Χ. εγκαταστάθηκαν Έλληνες στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ανάμεσα στον Δνίπερο Ποταμό στα Ανατολικά και στον Δούναβη Ποταμό στα Δυτικά. Την περίοδο εκείνη ιδρύθηκαν μεγάλες πόλεις όπως η Ολβία, Τύρα όπως και το Νικώνιον. Επιπροσθέτως, γύρω από τα μεγάλα διοικητικά κέντρα εγκαταστάθηκαν μικρές ελληνικές αποικίες. Επίσης, έχουν βρεθεί εγκαταστάσεις ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές πέρα από τα μεγάλα αστικα κέντρα. Από αυτές, πάνω από δέκα έχουν εντοπιστεί στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας ανάμεσα στην Όλβια και στην Τύρα, συμπεριλαμβανομένης και της Οδησσού (Pliny VI, 82, Ptolemy, IV, 5, 14, Pseudo Arrian, 87, Arrian, 31)

.
Τα κατάλοιπα των Ελληνικών Αποικιών στα παράλια του Κόλπου της Οδησσού ανακαλύφθηκαν κατά το ξεκίνημα του 19 αιώνα. Ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν γύρω από την λεωφόρο Primorskij και την Όπερα της Οδησσού αποκάλυψαν αρχαία ελληνικά νεκρταφεία με αμφορείς και άλλα αντικείμενα. Μέχρι σήμερα γνωρίζουμε δέκα εγκαταστάσεις που χρονολοούνται από την Αρχαϊκή μέχρι της Κλασσική Ελλάδα και άλλες εννέα κατά τους πρώτους αιώνες μ.χ. στα παράλια του Κόλπου της Οδησσού. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως έναν μεγάλο αριθμό αγγείων που είχαν εισαχθεί από την Αθήνα, την Θάσο, την Χίο, την Σινώπη και άλλα ελληνικά κέντρα της εποχής.
H ελληνική παρουσία στην πόλη και γενικότερα στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ήταν συνεχής και έντονη. Η Οδησσός ως μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ιδρύθηκε με αυτοκρατορικό διάταγμα της Μεγάλης Αικατερίνης το 1794. Οι έλληνες της Οδησσού ασχολούνταν αποκλειστικά με το εμπόριο, ενώ οι πιο εύποροι πραγματοποιούσαν δωρεές για την ανέγερση σχολείων, βιβλιοθηκών, τυπογραφείων, νοσοκομείων και εκκλησιών.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

ΦΕΓΓΑΡΙ


23 χρόνια η Εταιρεία Συγγραφέων εκδίδει θεματικά ημερολόγια με τη συμπαράσταση πολλών εκδοτικών οίκων. Φέτος, σε συνεργασία (για τρίτη φορά) με τις Εκδόσεις Πατάκη, παρουσιάζουμε ένα ημερολόγιο που επιχειρεί να προσεγγίσει ένα πολυχρησιμοποιημένο —πλην πάντα γοητευτικό— θέμα που έχει απασχολήσει τη λογοτεχνία από κτήσεως λόγου.


«Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ᾽αρέσουν», λέει ο Σεφέρης. Σε πολλές γλώσσες το Φεγγάρι είναι γένους θηλυκού. Η γλώσσα μας διαθέτει δύο, τουλάχιστον, λέξεις (όπως και για άλλες βασικές έννοιες: έρως-αγάπη, ασήμι-άργυρος...) και δύο γένη. Ουδέτερο Φεγγάρι όταν περιγράφει ένα ουράνιο σώμα ή έναν καθρέφτη και γίνεται θηλυκή Σελήνη όταν γεμίζει ερωτισμό και μυθοπλασία.
99  ποιητές/ποιήτριες και πεζογράφοι, μέλη της Εταιρείας, επιλέγουν και καταθέτουν την προσέγγισή τους με δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα κείμενά τους...
+1 (και μάλλον περισσότερα) εμβληματικά ποιήματα απόντων –πλην, λαμπρών– μελών μας: του Εγγονόπουλου, του Ελύτη, του Σαχτούρη, του Παπαδίτσα, του Δενέγρη, κι ένας αφορισμός του Νάσου Θεοφίλου: «Πανσέληνος: ο πανσές του Έλληνος...»


Στο Ευγενίδειο Πλανητάριο παρουσιάζει εφέτος, Τρίτη 8 Δεκεμβρίου και ώρα 19.00,  η Εταιρεία Συγγραφέων το ημερολόγιό της για το 2016 με θέμα το Φεγγάρι, προσκαλώντας τους αναγνώστες σε μια περιπλάνηση μέχρι τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης, και τα φωτεινά φεγγάρια της γραφής.
Συγγραφείς, κείμενα των οποίων ανθολογούνται στο Ημερολόγιο, θα τα διαβάσουν κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης.
Πριν από την έναρξη της παρουσίασης, θα παρακολουθήσει μια πεντάλεπτη ψηφιακή παράσταση θόλου με τίτλο «Voices of the Past».

Με εξώφυλλο του Γιώργου Ρωμανού.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Βρίζοντας και πολεμώντας


Η λαλιά, η καθημερινή ομιλία του ’21, δεν είναι εύκολο να μας είναι γνωστή στη φυσικότητα της. Οι αδροί και αμόρφωτοι χωρικοί που κράτησαν στους ώμους τους τον Αγώνα δεν είχαν τρόπο να αποτυπώσουν σε χαρτί την υφή και τη ροή του λόγου τους. Τα κείμενα και οι προκηρύξεις της Επανάστασης, τα Συντάγματα και οι αποφάσεις της συντάχθηκαν από άτομα υψηλής μόρφωσης, Φαναριώτες και προύχοντες, σε μια γλώσσα αποκαθαρμένη, πλούσια και επιμελημένη. Η αλληλογραφία των οπλαρχηγών, που θα μπορούσε, από την πλευρά αυτή, να μας μεταφέρει την υφή του απλού λόγου των αμόρφωτων η ελάχιστα μορφωμένων αυτών ανθρώπων, δεν Βοηθά, συχνά, ούτε κι αυτή, καθώς τη σύνταξη των μηνυμάτων και των επιστολών τους αναλάμβαναν οι «γραμματιζούμενοι» γραμματικοί τους. Αν το πρόβλημα αυτό για την ελληνική γλώσσα είναι μεγάλο, γίνεται αξεπέραστο και πελώριο όταν πρόκειται για τη γλώσσα των πολυάριθμων εκείνων αγωνιστών που ήταν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι, και μάλιστα σε γλώσσες προφορικές και όχι γραπτές, όπως συνέβαινε με τους Βλάχους και τους Αρβανίτες. Σπάνια από τα κείμενα-πηγές του Αγώνα μπορούμε να αντλήσουμε έστω μνεία γι’ αυτές: έτσι π.χ., ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, τα τόσο πολύτιμα και λεπτομερή, αναφερόμενος σ’ ένα περιστατικό που αφορά τον -ως Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι»). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κ. Μεταξάς στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σε μια ομιλία του Μάρκου Μπότσαρη προς τους συμπολεμιστές του Σουλιώτες, αρκείται να σημειώσει: «τους ελάλησεν εις την γλώσσαν των, αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού…». Το ότι οι αγωνιστές του ’21 -είτε ελληνόφωνοι είτε αλλόφωνοι είτε δίγλωσσοι- βωμολοχούσαν και έβριζαν είναι περισσότερο από βέβαιο. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς· η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Γνωρίζουμε ότι πριν από τις μάχες οι αντίπαλοι συνομιλούσαν κατ’ αρχάς ήρεμα, για να καταλήξουν -συνήθως αλβανιστί- σε ύβρεις αισχρές ο ένας για τη θρησκεία του άλλου, ύβρεις που από μόνες τους έδιναν το σύνθημα της μάχης και περιέγραφαν το μίσος και το πάθος. «Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το συκώτι σου», κραύγαζαν οι Έλληνες της Νάουσας, όταν κατά την εξέγερση τους έσφαζαν τους παλιούς τους φίλους Τούρκους συντοπίτες τους, όπως με φρίκη καταγράφει ο Κασομούλης στα απομνημονεύματα του. Οι «φιλοφρονήσεις», όμως, δεν λείπουν και μεταξύ συναγωνιστών και ομοφύλων: «σκατόβλαχο» αποκαλεί ο προύχοντας της Πελοποννήσου Κανέλλος Δεληγιάννης τον Κολοκοτρώνη, «αλιτήριο» και «εξωλέστατο» τον ιερωμένο Παπαφλέσσα ο επίσης ιερωμένος Π. Π. Γερμανός, «κερατοκαλόγερο» ο Μακρυγιάννης έναν καλόγερο, φίλο των Κολοκοτρωναίων.
Ο Μακρυγιάννης είναι στ’ αλήθεια πολύτιμη πηγή απτού, αμέσου και πηγαίου λόγου της εποχής, Ο πληθωρικός αυτός άνθρωπος γράφει ειλικρινά και παρορμητικά τα απομνημονεύματά του με τα λίγα γράμματα που μόλις έμαθε. Δεν γνωρίζει από ψευτοσυστολές και επιτηδεύσεις, γι’ αυτό κανείς μπορεί να βρει σ’ αυτόν λαγαρές φράσεις, όπως αυτές που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την ανυποχώρητη αντίσταση που συνάντησαν οι Έλληνες εκ μέρους των αμυνόμενων Τούρκων, όταν επιχείρησαν να ανακαταλάβουν το κάστρο του Ακροκορίνθου, ένα κάστρο που λίγο πριν, από πανικό και φόβο, παρέδωσε στους επιτιθέμενους Τούρκους ο Έλληνας υπερασπιστής του Αχιλλέας, παρ’ ότι είχε επαρκή κάλυψη από άντρες, τρόφιμα και πολεμοφόδια, «…Οι Τούρκοι μας έβαλαν εις το κανόνι οπού δεν είδαμε πούθε να κάμωμε. Δεν ήταν ο Αχιλλέας, ο φρούραρχος της Διοίκησης, οπού τ’ αφήνει εφοδιασμένο και φεύγει· είναι Τούρκος, πολεμάγει δια την πίστη του. Ο Τούρκος έτρωγε ποντίκια και μας γάμησε το κέρατο με τα κανονιά και τις μπόμπες. Ο Αχιλλέας, αρνιά και κριάρια μέσα, τ’ αφήνει όλα και πάει ναύβρη τούς συντρόφους του οπού τον διορίσαν…».
Εκείνος, όμως, από τούς αρχηγούς του ’21 που χαρακτηριζόταν περισσότερο απ’ όλους για την ανεξέλεγκτη γλώσσα του ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ορεσίβιος και αδρός, άνθρωπος που έζησε μέχρι τέλους της ζωής του τη φτηνή ειρωνεία όσων ήθελαν να θυμούνται πως ήταν «ο μούλος» «γιος της καλογριάς», βρήκε διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ’ ένα δύσκολο γι’ αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, στον παραληρηματικό Βωμολοχικό λόγο. Η Βωμολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του.
Η αυτοσυγκράτηση αυτή δεν επιτυγχανόταν, πάντως, απ’ όλους τούς συμπολεμιστές του και σ’ όλες τις περιστάσεις. Να πώς απαντά ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε αδελφέ καπ. Νικόλα, …είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ…». Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει…».
Σημερινή παρατήρηση: Όπως έχουμε ξαναγράψει (βλ. ειδικό άρθρο) στα κείμενα της περιόδου εκείνης, ας πούμε στον Μακρυγιάννη, δεν γινόταν διάκριση στη γραφή ανάμεσα σε τσ και σε τζ –ή, για να το πω αλλιώς, και το τσ και το τζ το γράφαν τζ. Όταν βλέπετε «έτζι», «τζεκούρι», «τζάκισες» δεν σημαίνει ότι πρόφεραν «έτζι» κτλ. Πρόφεραν «έτσι, τσεκούρι, τσάκισες». Κι έτσι, όταν βλέπετε «πούτζον», δεν προφερόταν έτσι, προφερόταν «πούτσος». Το γράφω αυτό επειδή έχει γεμίσει το Διαδίκτυο με νεόκοπους καραϊσκάκηδες του πληκτρολογίου που λένε για πούτζους.
Δευτερη προσθήκη: Ο Κασομούλης (3.109) διηγείται πως όταν μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου κάποιοι από τη φρουρά του είχαν φιλοξενηθεί από τον Καραϊσκάκη, ένας από αυτούς, ο Δημ. Μακρής, κόμπασε: «Είδες, Καραϊσκάκη, πώς καβαλλίκευσε ο πούτσος μας τα κανόνια, κι εδιέβημεν και χωρίς την βοήθειάν σας;»
Πραγματικό, όμως, ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας περίμενε τους Οθωμανούς συνομιλητές του, όταν αυτοί έρχονταν σε επαφές μαζί του σε περιόδους που ο Καραϊσκάκης δεν βρισκόταν στις συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι’ αυτόν συνδιαλλαγές μαζί τους για να κρατήσει το αρματολίκι των Αγράφων. Έτσι, στα 1823 ο Καραϊσκάκης λέει απευθυνόμενος στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Έλα, σκατότουρκε… έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα ν’ ακούσεις τα κερατά σας, -γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε “από ημάς” συνθήκην με “έναν” κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!».
Οι ύβρεις του Καραϊσκάκη, διαλεγμένες μία μία, επιδιώκουν να καταδείξουν στον άτυχο Τούρκο συνομιλητή του τη νέα τάξη πραγμάτων, τις και νούργιες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες που η Επανάσταση έφερε, και τη θέση, πια, που έχει ο Καραϊσκάκης μεταξύ των Ελλήνων· των Ελλήνων που, λίγο παρακάτω, προσδιορίζονται και πάλι από τον Καραϊσκάκη με το γνωστό του τρόπο ποιοι είναι: «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».
Ο Καραϊσκάκης ήταν, βέβαια, κάτι πολύ περισσότερο από αυτή τη ζωώδη βωμολοχία. Αυτός ο παλιός κλέφτης, με τους βάναυσους τρόπους και την ασαφή κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια του Αγώνα εθνική συνειδητοποίηση και στάση, θα εξελιχθεί μαζί με την Επανάσταση και θα την υπερασπίσει με την ίδια του τη ζωή, σε μια ευγενή τελική πορεία που ανέδειξε τη μαχητικότητα, την ευφυΐα, το πείσμα, την αντοχή, τη στρατηγικότητα και την παλικαριά του.
Εδώ τελειώνει το άρθρο, προσθέτω εγώ κάμποσα. Ένα διάσημο ξέσπασμα του Καραϊσκάκη για τον Μαυροκορδάτο και τους άλλους πολιτικούς, που το καταγράφει ο Κασομούλης χωρίς να το ωραιοποιήσει ή να το συμμορφώσει γλωσσικά: «Ποια Κυβέρνησις, καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσερομάτης; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους, και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, οπού όλα τα πράματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά. Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ. Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος, οπού μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζει, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές  την ώραν, ο ξυνόγαλο-Γιώργος Τζιόγκας οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!»
Νεότερη προσθήκη: Από τον Κασομούλη, άλλα δυο του Καραϊσκάκη.
Μετά την ήττα στο Χαϊδάρι, ο Καραϊσκάκης αποσύρεται στην Ελευσίνα μαζί με τον Φαβιέρο, με τον οποίο είχαν μαλώσει, και στέλνει στον Κασομούλη το εξής γράμμα: «Αδελφοί. Μανθάνω ότι ετοιμάζεσθε να εκστρατεύσετε. Εβραίος ήμουν και βαπτίσετέ με. Τρέξατε με την βοήθειάν σας όσον τάχιστα, διότι ηύρα τον διάολό μου εδώ με μερικές σαπιοκοιλιές και από τον Χαβίνον».  Λέγοντας «σαπιοκοιλιές» εννοεί εκείνους που είχαν καταφύγει από δειλία στη Σαλαμίνα. Χαβίνος είναι παρατσούκλι που είχε δώσει στον Φαβιέρο, και, όπως εξηγεί ο Βλαχογιάννης σε υποσημείωση, η λέξη αυτή σήμαινε ΄βλάκας’ και ήταν ακόμα ζωντανή (τότε που έγραφε) στα Σάλωνα.
Επίσης, όταν διορίστηκε από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας μέλος της Αντικυβερνητικής Επιτροπής ο προύχοντας της Λιβαδειάς Γιαννούλης Νάκου, που είχε φήμη ανίκανου ανθρώπου, ο Καραϊσκάκης του έστειλε γράμμα (Κασομούλης 3.336): «Γιαννούλη, με το κάμωμά σου, εάν κρυφθείς υπό την σύζυγό σου θα σε εύρει ο πούτσος του Μεταξά’ εάν έβγεις έξω, δεν γλιτώνεις από το σπαθί μας. Να τραβήξεις χέρι, να παραιτηθείς». Ο Βλαχογιάννης θεωρεί απίθανο να στάλθηκε όντως το γράμμα και πιστεύει ότι απλώς το είπε ο Καραϊσκάκης στους άλλους Ρουμελιώτες. Ο Μεταξάς είναι ο κεφαλονίτης αγωνιστής και πολιτικός Ανδρέας Μεταξάς και δεν ξέρω αν είχε φήμη για τις επιδόσεις του αυτές.
Ένα επίσης γνωστό απόσπασμα του Μακρυγιάννη: Διορίζεται ο Κουντουργιώτης, διορίζει και τον Σκούρτη το Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι’ όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι’ ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σε δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού ’ταν εκεί, οπού είδανε το Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου– εις τον Καρατάσιον, εις τον Καραϊσκάκη, εις τον Χατζηχρήστο, εις τον Τζαβέλα και εις τους άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού ’ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς να βάλη αρχηγόν να σώση την πατρίδα κι’ αυτός να δοξαστή, κατά δυστυχίαν από το «όμως» δεν ξέρει άλλο, και έβαλε τον Σκούρτη να διοικήση και να οδηγήση και τους αρχηγούς της ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός – ούτε και της θάλασσας τον πόλεμον δεν τον γνώριζε καλά. Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών και της συντροφιάς τους, η ψύχωση της φατρίας και η διαίρεση κι’ ο ενφύλιος πόλεμος και η διχόνοια των μεγαλοκέφαλων Κωλέτη και Μαυροκορδάτου, δια να μην δοξαστή ο ένας και χάση ο άλλος, και το «όμως» του Σκούρτη και το «καυλί» των Ρουμελιώτων – ο Μπραΐμης μπήκε στη Πελοπόννησο και την έκαμε γη Μαδιάμ όχι από την παληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι – ύστερα βγάλαν και τους αρχηγούς τους από τη Νύδρα – Σπαρτιάτες κι’ απ’ άλλα μέρη, όλοι αυτείνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κόττες, κι’ ο Αράπης όταν τους εύρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια.
Εκτός από τον Μακρυγιάννη, τα αποσπάσματα αυθεντικής λαϊκής λαλιάς που έχουν διασωθεί από το 1821 είναι ελάχιστα. Για παράδειγμα, όλα τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στα «Ελληνικά Χρονικά», την εφημερίδα του Μεσολογγιού, μόνο τέσσερα είναι σε κάπως λαϊκή γλώσσα. Ένα το παραθέτει ολόκληρο ο Κ. Σιμόπουλος στο βιβλίο του Η γλώσσα και το Εικοσιένα, γράμμα του Σουλιώτη Λάμπρου Βέικου προς τον διοικητή του αλβανικού σώματος των πολιορκητών, τον Ταΐρ Αμπαζή, που ήταν προσωπικός του φίλος. Βέβαια κι αυτό δεν είναι εντελώς αυθόρμητος λόγος, αφού μάλιστα στάλθηκε με τη συγκατάθεση όλων των καπεταναίων:
Ενδοξότατε Ταΐραγα.
Ημείς είμασθεν φίλοι και οι περίστασες της θρησκείας το έφεραν να πολεμήσομεν, όμως πάντοτες η φιλία μας ας τρέχει. Φίλε μου, οπού έχεις δύο φορές οπού ήλθες εις αντάμωσιν διά να μεσιτεύσεις να παραδοθεί το Μεσολόγγι, ακόμη βλέπω οπού ο Ρούμελης μας ζητεί δυο τάμπιες διά να βάλει ανθρώπους του. Ηξεύρετε πολύ καλά ότι τον Θεόν τον έχομεν μαζί και η ελπίδα μας κρέμεται από εκεί, όθεν ως φίλον σε αφήνω να στοχασθείς ότι ένα κάστρο με τζεμπιχανέδες, με ζαϊρέν, με νερό και καθεξής όλα τα χρειαζούμενα, εις αυτόν τον καιρόν και ημείς εδώ μέσα, να το παραδώσομεν θα έχομεν πρώτον την συνείδησιν του Θεού, και δεύτερον την κατηγορίαν όλου του κόσμου, και ξεχωριστά εσένα τον φίλον μας, οπού εις αυτό είμεθα βέβαιοι ότι όχι μόνον δεν θα εύρομεν εις το εξής τόπον να ζήσομεν, παρά ούτε διά το όνομά μας θα ερωτήσει κανένας, τόσον μισητοί θα είμασθεν, όσον από τον Θεόν, τόσον και από την ανθρωπότητα, μπιλμέμ και από τους ιδίους εδικούς μας φίλους μας· όθεν του Ρούμελη χώρισέ του το παστρικά καθώς μας γνωρίζει, ότι να ηξεύρει καλά, χωρίς να κάμει γιουρούσι να έμβει με το σπαθί του Μεσολόγγι δεν παίρνει.
Ταύτα και μένω ο φίλος σου Λάμπρος Βέικος
Προς τούτοις λάβε τέσσερες μποτίλιες ρούμι να τες δώσεις τους μπαϊρακτάρηδές σου όταν θα κάμουν το γιουρούσι
Το κακό το κάναν, όπως λέει και πιο πάνω το άρθρο, οι γραμματικοί, που ακόμα κι όταν μεταδίναν κουβέντες των αγωνιστών τις αποστείρωναν γλωσσικά. Μερικοί τουλάχιστον έγραψαν αναμνήσεις για τα όσα έζησαν. Άλλοι ελάχιστα έγραψαν ή καθόλου. Ο Γ. Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη, έγραψε οχτώ σελίδες όλες κι όλες (ο άλλος γραμματικός του όμως, ο Αινιάν, ευτυχώς έγραψε πολλά). Ο Βασ. Γούδας, γραμματικός του Μαρκομπότσαρη, δεν έγραψε αράδα. Ο γραμματικός του Μιαούλη, ένας σοφολογιότατος από τη Σμύρνη με το καταπληχτικό όνομα Ικέσιος Λάτρης, έγραψε πολύ για πολλά –όχι όμως για τον ναυτικό πόλεμο και τον Μιαούλη. Ο Σιμόπουλος δίνει το εξής ανέκδοτο. Ο Μιαούλης του είχε ζητήσει να γράψει στην Ύδρα να του στείλουν καραβόσκοινο. «Παρακαλούμεν όπως μεριμνήσητε δι’ αποστολήν καμίλου», γράφει ο Ι. Λάτρης και πάει το χαρτί στον ναύαρχο για υπογραφή. «Τι γκαμήλα γράφεις μωρέ; Γούμενα γράψε!».
Προσθήκη: Ωστόσο, όπως είχαμε αναφέρει στο παλιό άρθρο, η έκθεση του Μιαούλη για τη ναυμαχία του Γέροντα είναι γραμμένη σε στρωτή δημοτική. Μπορείτενα τη διαβάσετε εδώ, χάρη στη φίλη Μαρία που έκανε τον κόπο να την αντιγράψει.
Κι άλλο ένα σχετικό, με τον Κολοκοτρώνη, που διάταξε τον γραμματικό του να ζητήσει τυρί από ένα μοναστήρι. Έγραφε κι απόγραφε αυτός, γέμιζε σελίδες. Οπότε τις παίρνει ο Κολοκοτρώνης, τις σκίζει και γράφει: «Γούμενε τυρί. Κολοκοτρώνης».

FREUD CAFÉ στην Αθήνα Περιοδικές ανοικτές συζητήσεις για τις ψυχαναλυτικές ιδέες σήμερα



Είναι δυνατή μια ψυχαναλυτική ανάγνωση της Οδύσσειας; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά καταφατική· μπορεί μάλιστα βάσιμα να υποστηριχθεί ότι μέσα από την ψυχαναλυτική οπτική μπορεί να αποκαλυφθεί ότι η Οδύσσεια είναι μια εντυπωσιακή σε βάθος και ακρίβεια περιγραφή της πορείας συγκρότησης του υποκειμένου η οποία λίγα έχει να ζηλέψει από την σύγχρονη ψυχαναλυτική θεωρητική παραγωγή.
Επίσης, η Οδύσσεια κατασκευάζει μια διαδικασία αναζήτησης ταυτότητας μέσω δύο θεμελιακών για τη δομή του έπους εννοιών, της νοσταλγίας και της αναγνώρισης. Μελετώντας κανείς προσεκτικά τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της ομηρικής αφήγησης διαπιστώνει ότι η συγκρότηση του εγώ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις περιπέτειες, τις μεταπτώσεις αλλά και τις επιλογές του Οδυσσέα ως κεντρικού χαρακτήρα.
Τόπος συνάντησης:  Polis art café 
Πεσμαζόγλου 5 Αίθριο Στοάς του Βιβλίου
T  210 3249 588

Είσοδος ελεύθερη
FREUD CAFÉ  στην Αθήνα
Περιοδικές ανοικτές συζητήσεις  για τις ψυχαναλυτικές ιδέες σήμερα


 

Σουργούνι ή σεργούνι ή σιργούνι



Σουργούνι ή σεργούνι ή σιργούνι είναι αρχικά η εξορία, η εκτόπιση· δάνειο από τα τουρκικά (surgun). 
«Κάνω κάποιον σουργούνι» σημαίνει τον εξορίζω, και σουργούνης ή σουρούνης είναι ο εξόριστος. Ωστόσο, πιο συχνά σήμερα βρίσκουμε τη μεταφορική της σημασία: ρεζιλεύω κάποιον, τον εξευτελίζω δημόσια.
Την αρχική σημασία τη βρίσκουμε στον Παπαδιαμάντη: «τον έκαμε “σουργούνι” τον Μαλάκιαν, τον εξώρισε δηλαδή απλώς και καθαρώς από τον τόπον» (Τα βενέτικα). 
Σήμερα έχει υποχωρήσει. Οι δυο σημασίες δεν είναι τόσο άσχετες, αφού όσοι στέλνονταν εξόριστοι διαπομπεύονταν. Σε ένα γνωστό ιστορικό επεισόδιο, ο Κολοκοτρώνης ήθελε «να του φέρουν ένα γάιδαρο, να βάλει πάνω τον Μαυροκορδάτο, να τον πομπέψει κι έπειτα να τον κάνει σεργούνι - να τον εξορίσει» (Δ. Φωτιάδης, Κανάρης).
Η σημασία του ρεζιλέματος είναι αρκετά παλιά, π.χ. τη βρίσκω στον Καμπούρογλου («Μα αυτό είναι ντροπή μας!… Θα γίνουμε σεργούνι στα εφτά βασίλεια!»). Ο Κοτζιούλας θυμάται τη βάβω του να λέει: «Θα βγω στο χωριό να σε κάμω σουργούνι κλέφταρε». Ακούγεται ακόμα πολύ και μάλιστα σε πολλές περιοχές, π.χ. «Έχει γούστο να είναι ο Χ. και να με κάνει σουργούνι αύριο στο ράδιο, σκέφτηκα» (Διαδίκτυο) ή δηλώσεις αρμοδίων της Ε.Ε. που «μας έκαναν διεθνώς σουργούνι» (Αυγή, 2009).