Φωτοαναστατική επανέκδοση με ευρετήριο ονομάτων και πραγμάτων.
[...] Στην έκδοση περιέχονται 63 έγγραφα, τα οποία παρέχουν πληροφορίες για το διαφωτιστικό και επαναστατικό έργο του Ρήγα Βελεστινλή καθώς και για τα γεγονότα της συλλήψεώς του. Συγκινητική είναι η περίπτωση των εγγράφων, που καταγράφουν τα αντικείμενα του Ρήγα όταν τον συνέλαβαν στην Τεργέστη. Ζωντανή μαρτυρία, πέρα από τους θρύλους, που είχαν μέχρι τότε δημιουργηθεί και είχαν επισκιάσει την ιστορική μορφή του εθνεργέτη Ρήγα Βελεστινλή.
Η φωτομηχανική επανέκδοση, που περιέχει και ευρετήριο, θα είναι σημαντικό απόκτημα για τους αναγνώστες και τους ερευνητές, οι οποίοι, ιδιαίτερα τώρα κατά τη σημαντική επέτειο των διακοσίων χρόνων (1798-1998) από το μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα, θα μπορούν να μελετούν, πέρα από τις βιβλιοθήκες, το βιβλίο αυτό με τα έγγραφα, από τα αρχεία της Βιέννης. [...]
(Δημοσιεύεται χάρις την ευγενική άδεια που μας παρείχε η Κα Ελένη Γαρδίκα - Κατσιαδάκη, διευθύνουσα του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίαςτου Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών)
Ο Κωνσταντίνος Άμαντος γεννήθηκε στην Τουρλωτή της Χίου στις 2 Αυγούστου του 1874. Οι γονείς του, γεωργοί, κατάγονταν από το χωριό Ζυφιά. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, σημαδεύτηκαν από τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του και τριών αδελφών και ο Άμαντος υποχρεώθηκε να εργάζεται μέχρι το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών. Από το 1893 έως το 1897 δίδαξε ως δημοδιδάσκαλος στην "Αστική Σχολή" της Χίου. Υπότροφος, κατόπιν διαγωνισμού, του Κληροδοτήματος Πρωΐου φοίτησε για ένα έτος (1898) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το1899 μετέβη στην Γερμανία και συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Μονάχου, όπου το 1903 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ με βαθμό magna cum laude. Η διδακτορική του διατριβή με τίτλο "Die Suffixe der neugriechischen Orfsnamen" τυπώθηκε την ίδια χρονιά στο Μόναχο και θεμελίωσε την επιστημονική μελέτη και έρευνα των ελληνικών τοπωνυμίων. Στη συνέχεια επισκέφθηκε την Ιταλία, για βραχύ χρονικό διάστημα, για να συμπληρώσει τις μελέτες του.
Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο της Χίου (1904), στο οποίο δίδαξε ως το 1911. Η ελληνική κυβέρνηση, εκτιμώντας το έργο και τις ικανότητές του, το 1911 του ανέθεσε τη διεύθυνση των δύο Γυμνασίων της Λευκωσίας της Κύπρου, τα οποία ο Άμαντος πέτυχε να ενώσει στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, αφού εξομάλυνε τις διαφορές που είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις της ελληνικής κοινότητας. Τον επόμενο χρόνο, μετά από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου του Σινά, Πορφυρίου Β΄, και των αδελφών Αμπέτ, μετέβη στην Αίγυπτο και ανέλαβε τη διεύθυνση της Αμπετείου Σχολής στο Κάιρο (1912- 1914).Στο διάστημα 1914 έως 1925 εργάστηκε, κατόπιν εισηγήσεως του δασκάλου του Γ. Χατζιδάκι, ως συντάκτης στην αρχή, και εν συνεχεία ως διευθυντής στο Ιστορικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1925 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην πρώτη έδρα της Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Kατά το 1933-34 διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής. Στο Πανεπιστήμιο δίδαξε μόνο μέχρι το 1939, διότι η δικτατορία Μεταξά θέσπισε όριο ηλικίας το εξηκοστό πέμπτο έτος με αποτέλεσμα την αναγκαστική αποχώρηση σπουδαίων πανεπιστημιακών δασκάλων. Ο Άμαντος στα επόμενα 21 χρόνια της ζωής του συνέχισε την επιστημονική έρευνα και την πνευματική παραγωγή του με ακατάβλητο ζήλο.
Το 1926 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, από την πρώτη χρονιά της ίδρυσης της. Το 1944 ήταν Πρόεδρος της Ακαδημίας και πρότεινε την ίδρυση "Ιστορικού Αρχείου του Νεωτέρου Ελληνισμού" (Ι.Α.Ν.Ε) με σκοπό τη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, των σχέσεων του νεότερου ελληνισμού με τους γειτονικούς λαούς, καθώς και την πολιτιστική του επίδραση στους βαλκανικούς λαούς και τους Άραβες . Το ΙΑΝΕ, το οποίο ιδρύθηκε το 1945, άρχισε τη λειτουργία του το 1957 και είναι το σημερινό Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού. Ως Υπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση του Ν. Πλαστήρα, το 1945, ο Άμαντος εισηγήθηκε να ορισθεί με Συντακτική πράξη η ισοτιμία της δημοτικής με την καθαρεύουσα. Υπήρξε μέλος και κατά περιόδους διετέλεσε πρόεδρος πολλών επιστημονικών εταιρειών και επιτροπών, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι η Επιστημονική Εταιρεία (πρόεδρος 1941-48), η Γλωσσική Εταιρεία, ο Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων και η Επιτροπή Αλλαγής των τοπωνυμίων. Ήταν σημαίνον μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ριζαρείου, μέχρι το θάνατό του.
Ίδρυσε και διηύθυνε τα "Χιακά Χρονικά" (1911-1926) και το "Αιγαίο" (1935-1936), περιοδικά μελέτης της τοπικής ιστορίας του νησιού του, που υπήρξαν πρότυπο για την έκδοση παρόμοιων επιστημονικών περιοδικών στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1928 ίδρυσε και διηύθυνε, σε συνεργασία με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου και ακαδημαϊκό Σωκράτη Κουγέα, το περιοδικό "Ελληνικά", με σκοπό την έρευνα του μεσαιωνικού και νεωτέρου βίου των Ελλήνων. Η συμβολή του περιοδικού αυτού, το οποίο εξεδόθη σε 11 τεύχη έως το 1940, στην μελέτη των ανωτέρω περιόδων, η αυστηρή επιλογή της ύλης και η ποιότητα των μελετημάτων του αύξησαν το κύρος της ελληνικής έρευνας και προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας.Ο Κ. Άμαντος υπήρξε ακάματος και παραγωγικότατος ερευνητής καθ΄ όλη τη διάρκεια του βίου του (πλήρες σώμα των επιστημονικών του εργασιών που ανέρχονται σε εκατοντάδες βλ. σε Φ. Κ. Μπουμπουλίδη, "Αναγραφή δημοσιευμάτων Κωνσταντίνου Ι. Αμάντου", Ν. Β. Τωμαδάκης (επιμ.), Εις μνήμην Κ. Αμάντου 1874-1960, Αθήνα 1960, σ. ιζ΄-μ΄). Κατά την περίοδο της καθηγεσίας του δημοσίευσε 312 μελέτες και άλλες 123 μετά την αποχώρηση του από το Πανεπιστήμιο. Η τελευταία περίοδος θεωρείται και η συνθετικότερη. Αναφέρονται ορισμένες μόνο από τις σημαντικότερες μελέτες του που δημοσιεύτηκαν κατ΄αυτήν:
Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, 395-867 μ.Χ (Α΄ τόμ., έκδ. α΄ 1939, έκδ. β΄ 1953)Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, 867-1204 μ.Χ (Β΄ τόμ., έκδ. α΄ 1947, έκδ. β΄ 1957)Τα γράμματα εις την Χίον κατά την Τουρκοκρατίαν, 1566-1822. Σχολεία και Λόγιοι (1946)Μικρά Μελετήματα (1940)Ιστορικαί σχέσεις Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων (1949)Σύντομος Ιστορία της ιεράς μονής Σινά (1953)Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων από του ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821 (1955)
Σύντομος Ιστορία της Κύπρου" (1956)Η εντυπωσιακή σε αριθμό εργογραφία του διακρίνεται τόσο για την ποιότητα όσο και για το θεματικό της εύρος. Εκτός από τις μεγάλες συνθέσεις του που καλύπτουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή έγραψε πλήθος έργα που θα μπορούσαν να καταταγούν στις εξής κατηγορίες :
"γλωσσογεωγραφικά, που αφορούν στα τοπωνύμια και σε ετυμολογικά ζητήματα. (με τα έργα αυτά μέσα από την κοινή γλώσσα και ονοματολογία ενισχύεται η συνέχεια στην πορεία του ελληνισμού)ιστορικά (για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την ιστορία της Χίου, της Παιδείας και των λογίων, την εκκλησιαστική ιστορία και γραμματεία της ελληνικής Ανατολής, καθώς και έκδοση ανέκδοτων εγγράφων για τον Ρ. Βελενστινλή, τον Α. Κοραή κ. ά.)"εθνολογικά", με αντικείμενο την ιστορία των γειτονικών προς την Ελλάδα λαών, Σλάβων, Αλβανών και Τούρκων και τις μεταξύ τους σχέσειςφιλολογικάμελέτες για διάφορα εκπαιδευτικά ζητήματαβιβλιοκρισίεςδιάφορα άρθρα που αφορούν στη μετανάστευση, τη γεωργία και τον εκσυγχρονισμό της υπαίθρου, την εκπαίδευση και τα κοινωνικά ζητήματα της Χίου.Η πλούσια θεματογραφία του είναι προσανατολισμένη προς τη σύγχρονη πολιτική επικαιρότητα. Δεν τον ενδιέφερε να μελετήσει απλά τα προβλήματα του παρελθόντος του ελληνικού έθνους, αλλά, όπως έγραφε, να υπηρετήσει "επιστημονικώτερον τα επίκαιρα εθνικά ζητήματα" και να προωθήσει τη λύση τους. Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε για τον πατριωτισμό του ότι "πηγάζει από την πλατειά και φωτεινή ιστορική του συνείδηση, είναι προοδευτικός και φιλολαϊκός, όπως και ο πατριωτισμός του Κοραή".
Ο Άμαντος συνέχισε από μεθοδολογική άποψη την επιστημολογική πρακτική που είχε καθιερώσει ο δάσκαλός του Σπ. Λάμπρος. Με τη συστηματική μελέτη των πηγών και την έκδοση ιστορικών, φιλολογικών και γλωσσολογικών μελετών, με τις οποίες αποδεικνύεται η συνέχεια της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού, συνέβαλε στη συγκρότηση της εθνικής μας ιστοριογραφίας. Για τις αρετές που διέκριναν τον Κ. Άμαντο ως πανεπιστημιακό δάσκαλο και ως επιστήμονα, αξίζει να θυμηθούμε όσα έγραψε ο Κ. Θ. Δημαράς ".. η εργασία του [Αμάντου] εκαρποφόρησε όχι μόνο στην επιστήμη αλλά και στις ψυχές των μαθητών του… Αλλά εκείνο που συνέδεσε μαζί του τον κόσμο των μαθητών του, ήταν η μεγάλη και συνεχής φροντίδα του γι' αυτούς, η αγάπη που τους έδινε, το ενδιαφέρον του για τις πρώτες επιστημονικές απόπειρες. Αργότερα καταλάβαμε ότι, δίπλα στο ηθικό του κύρος, είχαμε δεχθεί την επίδραση ενός εξόχου επιστημονικού μυαλού και μιας μεθόδου που είναι ασφαλής και αλύγιστη."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου