Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΝΙΑ του '30. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΕΝΙΑ του '30. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

Ελύτης Oδυσσέας





Πηγή



Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.





Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!



Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!



Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!





Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!



ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!





Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!





Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!



Θ´

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!





Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!



IA´

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!



IB´

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!



IΓ´

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!



IΔ´

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας [απόσπασμα]

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη

(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)

Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον, 

όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω, 
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν. 
ΠΙΝΔΑΡΟΣ





                                Α'

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις 
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί 
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις 
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.


Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση 
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός 
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει 
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός. 

                                Β'

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια 
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό. 
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια... 
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό


ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα 
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί... 
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα 
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!


Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα 
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού, 
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα 
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...


Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη, 
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό, 
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι 
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.


Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες 
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός 
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες 
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως. 

                                Γ'

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα! 
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής 
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα 
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς


τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη 
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς 
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη 
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.


Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο 
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί. 
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο 
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:


"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο 
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει 
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο 
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.


Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα 
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια 
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα 
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.


Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος 
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος 
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος 
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.


Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση 
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου 
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση 
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."


Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη 
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού. 
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι 
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.


...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει 

μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς 
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει 
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς... 


                                Δ'

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια 
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών, 
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια 
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.


Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη 
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί 
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι 
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.


Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι 
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές 
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη 
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...


Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει 
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή. 
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση 
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.


Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια 
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς) 
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια 
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς. 

                                Ε'

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει; 
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός; 
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει 
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;


Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα 
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά 
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα 
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά


τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας, 
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός 
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας 
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.


Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30 

Ερωτικος Λογος large






  
  

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

"Ελύτης και Novalis" Νίκος Δήμου




Απ' την σελίδες του Νίκου Δήμου : Ελύτης και Novalis (Από το φως στο σκοτάδι - και πάλι στο φως) Ο σκοτεινός βαρόνος
 Στην σύντομη ζωή του (1772 - 1801, δεν συμπλήρωσε ούτε τα 29 του χρόνια) ο Φρειδερίκος βαρόνος του Χάρντενμπεργκ (πλήρες όνομα: Georg Philipp Friedrich Freiherr von Hardenberg) έγραψε ένα αριστούργημα. Τους "Ύμνους στην Νύχτα" (Hymnen an die Nacht) που τον έκαναν διάσημο με το φιλολογικό του ψευδώνυμο Novalis. 
Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά, ο Οδυσσέας Ελύτης αφιερώνει στον Novalis ένα από τα τελευταία του ποιήματα. Πρόκειται για το "Ελεγείο του Grueningen" από την συλλογή "Τα Ελεγεία της Οξώπετρας". (Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό "Συντέλεια" τεύχος 2-3, 1991).
Η αφιέρωση δεν περιορίζεται μόνο στην προμετωπίδα. Είναι ουσιαστική. Το Ελεγείο αυτό του Ελύτη ανακαλεί τόσο τον άνθρωπο Hardenberg στου οποίου την ζωή και τα πάθη αναφέρεται, όσο και τον μυστικόπαθο ποιητή Novalis - με την τόσο βορινή νύκτια κοσμοθεωρία του.
Στο ιστορικό-θεματολογικό επίπεδο πρέπει να αναφερθεί πως το Ελεγείο δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς αρκετές γνώσεις γύρω από τη ζωή του Γερμανού ποιητή. Τα ονόματα και οι ημερομηνίες που αναφέρονται στους στίχους του παραμένουν γρίφοι για τον απληροφόρητο. (Ο Ελύτης, αντίθετα με τον Σεφέρη και άλλους, ποτέ δεν υπομνηματίζει τα ποιήματά του - δουλειά για τους ερευνητές!)
Ωστόσο αυτό που εκπλήσσει κυρίως όσους γνωρίζουν την ποίηση του Novalis είναι η προσέγγιση στο κοσμοθεωρητικό - ή καλύτερα υπερβατικό επίπεδο. Θεωρητικά ο γερμανός ρομαντικός αποτελεί τον ποιητικό αντίποδα του 'Ελληνα ηλιοπότη. Οπαδός του σκότους και της νύχτας, νοσταλγός του θανάτου, συμβολιστής, θρησκευόμενος, πιετιστής, μυστικιστής, πλατωνικός εραστής γυναικείων ειδώλων - τι σχέση μπορεί να έχει με τον ερωτικό μεσογειακό ποιητή που ήδη οι τίτλοι των συλλογών του υμνούν αδιάκοπα το φως;
"Οδός άνω κάτω μία και ωϋτή", έγραψεν ο Εφέσιος. Συμβαίνει άραγε το ίδιο με τους "Υμνους προς την Νύχτα" και το "Φωτόδεντρο"; Κι ο 'Ελληνας που κάποτε διακύρηξε: "Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου" πόσο προσεγγίζει τον Γερμανό που έγραψε: "Δοξασμένη ας είναι για μας η αιώνια νύχτα / δοξασμένος ο αιώνιος ύπνος".

Θα αντιπαραθέσουμε τα δύο ποιήματα - τον τρίτο 'Υμνο του Novalis (από τον οποίο ο Ελύτης παραθέτει και αμετάφραστο απόσπασμα) και το Ελεγείο. Πριν όμως, δύο γενικές παρατηρήσεις (που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή για χωριστές μελέτες.
Φως - σκοτάδι - φώς
Στα τελευταία του κείμενα ο ποιητής του φωτός βλέπει διαφορετικά το σκοτάδι. Και δεν μιλάω μόνο για το σαφώς νυκτερινό (και συννεφιασμένο) τοπίο στο "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου". Και στα άλλα βιβλία υπάρχει μια διαφορετική στάση απέναντι στη νύχτα. Δεν θέλω να κουράσω με παραθέματα.
Νομίζω πως είναι φανερό στον επαρκή αναγνώστη πως με τα χρόνια, ο Ελύτης ξεπέρασε την "ηλιακή μεταφυσική" της "τρίτης περιόδου" του για μια πιο σύνθετη μορφή μυστικής εμπειρίας που εμπεριέχει και το σκότος.
Κάποτε έγραφε: "οι Ευρωπαίοι και οι Δυτικοί βρίσκουν πάντα το μυστήριο στη σκοτεινιά, στη νύχτα, ενώ εμείς οι 'Ελληνες το βρίσκουμε στο φως που είναι κάτι απόλυτο".
Στην τελευταία του περίοδο το πνευματικό τοπίο αλλάζει. Η σκιά δεν είναι μόνο περίγραμμα του φωτός - αλλά παρουσία αυτοδύναμη. Όσο περνάνε τα χρόνια, το σκοτάδι γίνεται πιο υπαρκτό - είναι αδύνατο να το αγνοήσεις. Πρέπει να το υπερβείς.
Έτσι η πορεία δεν είναι πια ευθύγραμμη - προς το φως - είναι παλινδρομική ή μάλλον σπειροειδής. Πάλι προς το φως μέσα από το σκοτάδι. Η εσωστρεφής αυτή εποχή καθιερώνει τον Ελύτη σαν μεγάλο μυστικό και θρησκευτικό ποιητή (με την ευρύτατη έννοια του θρησκεύεσθαι). Σε αυτήν φαίνεται να έχει πια υπερβεί την αντίθεση Φως-Νύχτα. Ακολουθεί την κλασική πορεία του μυστικού που ανεβαίνοντας προς το Ένα ξεπερνάει, αίρει τις φαινομενικές αντιθέσεις.
Η εξιστόρηση αυτής της μετάβασης από το φως στο σκοτάδι (και πάλι στο φως) θα χρειαζόταν πολλή ανάλυση και τεκμηρίωση. Σίγουρα όμως η συνάντηση με τον Novalis είναι ένας σημαντικός σταθμός σε αυτή τη διαδρομή.
Επιρροές
Έχει υπερτονισθεί η σχέση του Ελύτη με Γάλλους ποιητές. Σίγουρα είναι σημαντική (αν και σημαντικότερη επίδραση παραμένουν οι αρχαίοι δικοί μας). Όμως τα τελευταία χρόνια οι Γερμανοί εμφανίζονται όλο και περισσότερο στην ποίησή του. Και σαν ονόματα - αλλά και σαν συνομιλητές.
Υπενθυμίζω ότι στον "Ταξιδιωτικό Σάκκο (ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ)" του "Μικρού Ναυτίλου" ανθολογούνται δύο στίχοι του Novalis (από τον 2ο και 3ο "Υμνους στην Νύχτα") και δύο του Hoelderlin. Ο τελευταίος αυτός κατέχει καίρια θέση στο δοκίμιο του ποιητή "Πρόσω ηρέμα" (από την "Ιδιωτική Οδό"). Εκεί αφηγείται ο Ελύτης πως στο ταξίδι της ζωής του τον "παρακολουθούνε με άγρυπνο μάτι ο Φρειδερίκος Χαίλντερλιν από την μια και ο Διονύσιος Σολωμός από την άλλη". Παρακάτω τους ονομάζει "...αγίους όπως ο Σουηβίας και ο Ζακύνθου".
Στον Hoelderlin, δύο χρόνια πρεσβύτερο του Novalis, ο Ελύτης έχει ανακαλύψει μια άλλη εικόνα της Πινδαρικής Ελλάδας, που πρέπει να του στάθηκε πολύτιμη. Η δομή των τελευταίων ποιημάτων του έχει δανειστεί πολλά από την δωρική λιτότητα των ύμνων του Hoelderlin. Σπασμένα ημιστίχια, κοντές φράσεις με αιφνιδιαστική τελεία, παύσεις - όλα απηχήσεις. Και είναι χαρακτηριστικό ότι στα "Ελεγεία της Οξόπετρας" ένα ολόκληρο ποίημα ασχολείται με την μοίρα εκείνου που "ευλαβέστατα υπογραφόταν Scardanelli". (Κι ένα άλλο με τον Διονύσιο Σολωμό).
Θα ήταν χρήσιμη μια μελέτη της παρουσίας των Γερμανών ποιητών στο έργο του Ελύτη. Από όσα γνωρίζω ο ποιητής είχε μάθει μικρός μερικά στοιχεία Γερμανικής γλώσσας. Στα δώδεκά του χρόνια έκανε ένα ταξίδι στην Γερμανία (το οποίο και αναφέρεται στο Ελεγείο). Οι γνώσεις του, του παρέχουν την δυνατότητα, παρ'όλο που διαβάζει τους γερμανούς ποιητές σε γαλλική μετάφραση, να ανατρέχει στο πρωτότυπο (οι εκδόσεις είναι συνήθως δίγλωσσες) και να ακούει τον πρωτογενή ήχο.
Η ιστορία της Σοφίας
Μερικά ακόμα στοιχεία από τον βίο του βαρόνου von Hardenberg απαραίτητα για την κατανόηση των δύο ποιημάτων που θα ακολουθήσουν. (Βαρόνο von Hardenberg τον αποκαλεί ο Ελύτης στην αφιέρωση, πράγμα που θα ξένιζε έναν γερμανό. Ο τίτλος Freiherr είναι ο ταπεινότερος τίτλος ευγενείας και οι κάτοχοί του σπάνια τον αναφέρουν. Είτε τον αποσιωπούν, είτε - αν είναι σνομπ - καλύπτονται από το "von" που θα μπορούσε να υποδηλώνει και υψηλότερη βαθμίδα).
Στις 17 Νοεμβρίου 1794, ο Novalis συναντά για πρώτη φορά την δωδεκάχρονη Sophie von Kuehn. ("Σε ένα τέταρτο αποφασίστηκε η ζωή μου"). Η συνάντηση έγινε στον πύργο του Grueningen που ανήκε στην μητέρα της, η οποία είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο τον λοχαγό von Rockenthien. H Sophie ήταν ένα από τα έξη παιδιά της από τον πρώτο γάμο.
Ο φίλος του Νovalis, ποιητής Ludwig Tieck, έγραψε αργότερα: "Η πρώτη ματιά που έριξε σ' αυτή την ωραία και άπειρα γοητευτική μορφή, στάθηκε αποφασιστική για όλη την υπόλοιπη ζωή του".
Αρραβωνιάστηκαν τον Μάρτιο του 1795. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η κόρη αρρωσταίνει βαριά - και μετά από αλλεπάλληλες εγχειρήσεις πεθαίνει, δεκαπέντε χρόνων, στις 19 Μαρτίου 1797.
Στις 13 Μαΐου του ίδιου χρόνου (δεν είμαι σχολαστικός με τις ημερομηνίες - υπάρχουν όλες στο ποίημα του Ελύτη) ο Novalis επισκέπτεται τον τάφο της αγαπημένης του. Σημειώνει στο ημερολόγιό του:
"Το βράδυ επήγα στην Σοφία. Εκεί ήμουν απερίγραπτα χαρούμενος - αστραπιαίες στιγμές ενθουσιασμού - φύσηξα μακριά μπροστά μου τον τάφο, σαν σκόνη - οι αιώνες ήταν σαν στιγμές - ένιωθα την παρουσία της - πίστεψα πως θα 'πρεπε πάντα να προηγείται - ".
Η νεκρή Σοφία έγινε Βεατρίκη για ένα ταξίδι όχι στον Παράδεισο αλλά σε έναν άλλο υπέρ-τόπο. "Υψηλότερο χώρο" τον αποκαλεί ο Novalis, χώρο του "μετά-θανάτου" θα τον ονομάσει ο Ελύτης. Ο νεαρός (μόλις 25 ετών) ποιητής αποστρέφει το πρόσωπο από το φως της μέρας "τον βασιλέα της γήινης φύσης" και απευθύνεται στην νύχτα την "βασίλισσα του κόσμου" ενός "άγιου κόσμου" που δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις της γήινης ύπαρξης. Δεν γνωρίζει την ανάγκη, την φθορά και τον χρόνο.
Δύο σύμβολα κυριαρχούν στους "Ύμνους": Φως και σκότος, ημέρα και νύχτα. Σ' αυτά αντιστοιχούν το εδώ και το επέκεινα, η ζωή και ο θάνατος. ο τελευταίος όμως, ως πλήρωση και λύτρωση. Η νύχτα δεν είναι μόνο "ένα περιεχόμενο του νοείν (κόσμος ή εσώτερος κόσμος) αλλά και ένας τρόπος του νοείν (όργανο)". Γράφει: "Πιο ουράνια από εκείνα τα απαστράπτοντα αστέρια μας φαίνονται τα άπειρα μάτια που ανοίγει μέσα μας η Νύχτα".
Μέσο για την προσέγγιση με το σκότος είναι ο "άγιος ύπνος". Όχι ο φυσικός της κουρασμένης καθημερινότητας αλλά ο ύπνος του κρασιού, του οπίου (αναφέρεται στον δεύτερο ύμνο), του έρωτα, και, τελικά, του θανάτου.
'Έχουν γραφτεί πολλά για την μυστική εμπειρία του Novalis, τις μακρινές πλατωνικές επιδράσεις και τις εγγύτερες των "πιετιστών" (pietismus) που διατείνονταν πως ο άνθρωπος μπορεί να "ξαναγεννηθεί" και να λυτρωθεί. Οι πιετιστές βέβαια ήταν φανατικοί Χριστιανοί. Αλλά και ο Novalis από τον τέταρτο και κυρίως τον πέμπτο "Ύμνο" εισάγει την μορφή του Χριστού. Ο τάφος της Σοφίας οδηγεί στον ’γιο Τάφο και ο Ιησούς παίζει για το πλήθος των ανθρώπων, τον ρόλο που έπαιξε για τον Novalis η αγαπημένη. Γίνεται μεσολαβητής ανάμεσα στους δύο κόσμους. Αυτή η κάπως απρόοπτη μετάλλαξη, έχει προβληματίσει αρκετούς σχολιαστές. (Δεν θα επεκταθώ. Το κείμενό μου αφορά τον Ελύτη κι όχι τον Novalis κι έτσι εδώ σημειώνω μόνο όσα στοιχεία θα βοηθήσουν στην προσέγγιση του Ελεγείου).
Η αναγεννητική εμπειρία της 13ης Μαΐου 1797 κυοφόρησε τους Ύμνους στην Νύχτα". (Δημοσιεύθηκαν το 1800). Η νεκρή Βεατρίκη έγινε ο "ήλιος της νύχτας" που λυτρώνει από τα "δεσμά του φωτός". Το έργο αποτελείται από 6 μέρη. Τα τρία πρώτα είναι σε πεζό λόγο, το τέταρτο και πέμπτο σε μικτό (στίχοι και πεζό) το έκτο (και το μοναδικό που έχει ξεχωριστό τίτλο: "Νοσταλγία για τον Θάνατο") μόνο σε στίχους.
Το ποίημα στο οποίο αναφέρεται ο Ελύτης είναι ο τρίτος Ύμνος, που αποτελεί ποιητική μετάπλαση και ανάπτυξη της ημερολογιακής σημείωσης που αναφέραμε. Οι μελετητές τον αποκάλεσαν Urhymne (πρωταρχικό ύμνο). Ίσως είναι σκόπιμο να δούμε ολόκληρο το κείμενό του σε πρόχειρη μετάφραση.
Τρίτος Ύμνος
’λλοτε που έχυνα δάκρυα πικρά, που η ελπίδα μου έλιωνε, αναλυμένη μέσα στον πόνο κι εγώ στεκόμουν μόνος στο ξερό ύψωμα που έκρυβε σε στενό σκοτεινό χώρο την μορφή της ζωής μου - μόνος όπως κανείς δεν υπήρξε μόνος, κυνηγημένος από φόβο ανείπωτο - αδύναμος, σκέψη μοναχά της αθλιότητας.- Όπως κοιτούσα γύρω για βοήθεια, μπροστά δεν μπορούσα και ούτε πίσω, και κρεμόμουνα με άπειρη νοσταλγία στην ζωή που έφευγε, που έσβηνε: - εκεί ήρθε από το γαλανό μακρινό, από τα ύψη της παλιάς μου ευδαιμονίας ένα δέος λυκαυγούς - και με μιας κόπηκε ο λώρος της γέννας - τα δεσμά του φωτός. Μακριά έφυγε η γήινη μεγαλοπρέπεια και η λύπη μου μαζί της, η μελαγχολία χύθηκε σε νέο ανεξιχνίαστο κόσμο - εσύ ενθουσιασμέ της νύχτας, ελαφρέ ύπνε του ουρανού με εκάλυψες - η περιοχή ανέβηκε απαλά ψηλότερα: πάνω από τον τόπο αιωρείτο το απελευθερωμένο, νεογέννητο πνεύμα μου. Το ύψωμα έγινε σύννεφο σκόνης - μέσα από τα νέφη είδα εκστατικά τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης. Στα μάτια της αναπαυόταν η αιωνιότητα - έπιασα τα χέρια της και τα δάκρυα έγιναν δεσμός, σπινθηροβόλος και αρραγής. Χιλιετηρίδες τραβούσαν, χάνονταν στα βάθη σαν καταιγίδες. Στον λαιμό της έκλαψα γοητευμένα δάκρυα για την καινούργια ζωή. - Ήταν το πρώτο μοναδικό όνειρο - και μόνο από τότε νιώθω αιώνια αμετάβλητη πίστη στον ουρανό της νύχτας και στο φως του, την αγαπημένη.
                                                               *
Αυτά ο Novalis. Νομίζω πως τώρα είναι καιρός να προσεγγίσουμε το "Ελεγείο του Grueningen" του Οδυσσέα Ελύτη (όλα τα παραπάνω ήταν προετοιμασία). Η αρχή του ηχεί σαν πλατειά ρομαντική μελωδία, με κυνηγητικό κέρας και απηχήσεις σκοτεινών δασών - συμφωνία του Schumann ή του ύστερου Schubert.
Όχι εδώ δεν υπάρχει ούτε καν "μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα", ή τελευταία μεσογειακή εικόνα από το ήδη σκοτεινό "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου." Η ατμόσφαιρα είναι ρομαντική, σχεδόν γοτθική (μήπως οι ρομαντικοί δεν μυθοποίησαν το γοτθικό;) και βόρεια.
Η ηρωίδα, Soeffchen (Σοφούλα), παρουσιάζεται στον πέμπτο στίχο, σαν ανταπόκριση στο "μοναδικό όνειρο" (από τον "Τρίτον 'Υμνο", ο στίχος στα γερμανικά). Το "θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα" που υψώνει θυμίζει την ενασχόληση του Novalis με την γεωλογία. Γρήγορα όμως, πριν καν σβήσει η εικόνα της κόρης που "περιδιαβάζει κάτω απ' τις δεντροστοιχίες" εισάγεται η ημερομηνία του θανάτου της. Κι εκεί ο ποιητής αρχίζει μιαν αντίστροφη μέτρηση με σκοπό:
...να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της νύχτας.
Η πορεία θανάτου της Sophie von Kuhn εικονογραφείται μέρα με τη μέρα από τις εννέα ως τις δεκαεννέα Μαρτίου. Έντεκα ενάριθμοι στίχοι όπου ο Ελύτης προσπαθεί να δώσει μια ποιητική κλίμακα καθόδου στο Μαύρο.
Ωστόσο την αποκαθήλωση ακολουθεί μια εξαίσια παγανιστική αποθέωση, με ερωτιδείς και "μουσική από μακρινούς αστερισμούς". Η μηδενική αρίθμηση δίνει τη θέση της σε μια εικόνα παραδείσια. Που οδηγεί στο συμπέρασμα:
                 Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε
                 αυτό που οι μάγοι διατείνονται
                 Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα.
Στους επόμενους στίχους ανακαλείται το όραμα του Novalis ("καταμεσίς Μαίου"). Η ανάκληση καταλήγει σε δύο ημιστίχια που στην μουσική τους θυμίζουν εντονότατα Hoelderlin:
                                         Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων
'Εκτοτε μέγιστον ήταν το μάθημα.
Το μάθημα ήταν η, μέσω του έρωτα, υπέρβαση του θανάτου.
Σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού ένα ελεγείο είναι "θρηνητικόν άσμα, θρήνος". Όμως αυτό το ελεγείο (όπως και τα περισσότερα "της Οξόπετρας") ενώ εμπεριέχει θρήνο, δεν είναι πένθιμο, δεν αποχαιρετά, ούτε μοιρολογεί. Είναι μια εκπληκτικής ωριμότητας και σοφίας ενατένιση του Τέλους, από έναν μεγάλο δημιουργό, που, ως την τελευταία στιγμή, ακουμπάει επάνω στον έρωτα και το ωραίο. Απέναντι στον θάνατο βρίσκει "πατήματα και κρικέλια" (ας θυμηθούμε τον Διγενή) και αντιπαραθέτει όραμα, ομορφιά και μετα-θάνατο.
Η πρώτη βιαστική ανάγνωση πείθει πως τα "Ελεγεία της Οξόπετρας" είναι έργο-σταθμός στην πορεία του ποιητή. Πρόκειται για το σκοτεινό αντίστοιχο του "Φωτόδεντρου". Αποτελούν μία στοχαστική και σπαρακτικά γυμνή "μελέτη θανάτου" και ίσως γι αυτό (κι όχι μόνο για τον τίτλο) θυμίζουν μεγάλη ποίηση άλλου Γερμανού ποιητή, τα "Ελεγεία του Duino" του Rainer Maria Rilke.
Ο Ελύτης, στα ογδόντα του, άγγιξε το ύψιστο όριο.

Μικρό σχολιαστικό υστερόγραφο: Η ιστορία του Novalis και της Sophie von Kuehn (το υποκοριστικό που της είχε δώσει ο αγαπημένος της ήταν Soeffchen και όχι Sofchen όπως λανθασμένα αναγράφεται στην πρώτη εμφάνιση του Ελεγείου) δεν εκτυλίχθηκε στην Ρηνανία αλλά στην Θουριγγία (και την Σαξωνία), σε περιοχή που μέχρι πριν λίγο ανήκε στην (τέως) Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία. Οι αναφορές στην Ρηνανία μάλλον σχετίζονται με το νεανικό ταξίδι του ποιητή.

Απ' την σελίδες του Νίκου Δήμου

Μάριο Βίτι, Νάσος Βαγενάς, Γιώργης Γιατρομανωλάκης και Ρόντρικ Μπίτον μιλούν για τη «γενιά του ΄30»


Έργο του Χαρίτωνα Μπεκιάρη.

Γιατί εξακολουθεί η γενιά του 1930 να έχει κεντρική θέση στους κριτικούς προβληματισμούς; «Το Βήμα» ζήτησε από τέσσερις μελετητές της λογοτεχνίας αυτής της περιώνυμης γενιάς να δώσουν τις απαντήσεις τους. 


«Η “γενιά του ΄30”, ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, εισήγαγε μεγάλες αλλαγές σε θεμελιώδεις προϋποθέσεις της τέχνης στη δεκαετία του 1930, όταν συντελούνταν παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη του 20ού αιώνα. Επειτα από αυτές τις μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν άλλες. Οι γενιές που ακολούθησαν αμφισβήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ό,τι είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή. Οσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τη σημασία αυτού του γεγονότος»σχολιάζει ο MΑΡΙΟ BΙΤΙ,ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Βιτέρμπο, συγγραφέας της μελέτης«Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή» (1977) - βασικής για την ιστορία της γενιάς. 


«Τη δεκαετία του 1970, όταν ασχολήθηκα συστηματικά με το θέμα στο βιβλίο μου, μεαπασχολούσε ποιες ήταν οι πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες παρουσιάστηκε το φαινόμενο. Στη συνέχεια άλλοι εμβάθυναν στις πολιτικές συνθήκες, ιδιαίτερα σε σχέση με την εξουσία του Μεταξά. Ο διάλογος συντηρείται γιατί η γενιά εμπνέει προσεγγίσεις από διάφορες προοπτικές» προσθέτει ο ίδιος. 


Για τον NΑΣΟ BΑΓΕΝΑ, καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών και συστηματικό μελετητή του Σεφέρη και του ελληνικού μοντερνισμού, «είναι λάθος να μιλάμε για “μύθο της γενιάς του ΄30”, με όποια σημασία και αν εννοούμε τη λέξη “μύθος”, θετική ή αρνητική. Διότι η “γενιά του ΄30” δεν είναι κάτι το παρωχημένο, όπως πιστεύει η κοινωνιολογούσα λογοτεχνική κριτική, ούτε παρελθόν που έχει υψωθεί στην περιοχή του μύθου. Είναι και σήμερα μια ζωντανή πραγματικότητα. Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνισή της η “γενιά του ΄30” αποτελεί ακόμη τον ρυθμιστή της λογοτεχνικήςκαι,γενικότερα, της καλλιτεχνικής- ζωής μας, όσο και αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε την επιβλητική παρουσία της με μεταμοντέρνα μαντζούνια και ορθοπολιτικές “ετερότητες”. Και αυτό γιατί όχι μόνο υπήρξε μια μεγάλη γενιά- η γενιά που έμπασε την ελληνική λογοτεχνία στον 20ό αιώνα- αλλά και γιατί οι μεταγενέστεροι δεν κατορθώσαμε να διδαχθούμε όσα έπρεπε από το επίτευγμά της. Αν το είχαμε κατορθώσει, δεν θα ξιφουλκούσαμε σήμερα, με ξύλινα σπαθιά, εναντίον της». 

Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, ομότιμος καθηγητής Αρχαιοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών, μελετητής και επιμελητής του έργου του υπερρεαλιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, πιστεύει ότι δύο είναι οι κύριοι λόγοι που μας αναγκάζουν να δεχτούμε και την ύπαρξη της λεγόμενης “γενιάς του ΄30” και κατ΄ επέκταση την επιρροή της- θετική ή αρνητική, ας διερευνάται: «Ο πρώτος οφείλεται στη βούληση του πονηρού πνεύματος της Ιστορίας:δύο Νομπέλ λογοτεχνίας, δύο μείζονες υπερρεαλιστές ποιητές, ένας διαπρεπής ποιητής της Αριστεράς, πεζογράφοι, κριτικοί, εικαστικοί κ.ά., πώς συνέβη (;) να αναδυθούν μαζικά μέσα σε αυτή τη δεκαετία; Πώς και γιατί τόση ποσότητα και ποιότητα; Ο δεύτερος μοιράζεται ανάμεσα στη βούληση της βιολογίας και στην, κατά συνέπεια, αδιάκοπη παρουσία των εκπροσώπων της γενιάς αυτής, καθώς πολλοί υπήρξαν άκρως δημιουργικοί, πολλαπλώς ενεργοί και επιδεικτικά νεωτερικοί ως και τη δεκαετία του 1990! Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και αν δεν είχε διαπιστωθεί εμπράκτως η ύπαρξη της “γενιάς του ΄30”, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εφευρεθεί ο μύθος της. 

Αρα, υπήρξε ή εφευρέθηκε; Η μία απάντηση ενισχύει κριτικά την άλλη». 

Για τον ΡΟΝΤΡΙΚ ΜΠΙΤΟΝ, καθηγητή Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Κing΄s College του Λονδίνου και συγγραφέα της βιογραφίας «Γιώργος Σεφέρης. 



Περιμένοντας τον Αγγελο» (2003), «η εξήγηση είναι ότι δεν πρόκειται μόνο για “γενιά”, με την κάπως τετριμμένη έννοια των εκάστοτε καλλιτεχνικών γενιών. Αν σκεφτεί κανείς ότι συγκαταλέγονται στη “γενιά του ΄30” ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εμπειρίκος (να μην πούμε και άλλους), καταλαβαίνει αμέσως ότι έχουμε να κάνουμε με τον πιο πυκνοκατοικημένο αστερισμό στο στερέωμα των ελληνικών γραμμάτων. Παρ΄ όλες τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, από κοινού αξιοποίησαν την αρχαία ελληνική μυθολογία με νεωτερικό (“μοντέρνο”) τρόπο· έγιναν οι ίδιοι “μύθος”. “Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”, “Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική”, “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις...”. Κατά πόσο όμωςοι ενοράσεις αυτές αντιπροσωπεύουν τον Ελληνα ή τον ελληνισμό του 21ουαιώνα; Οπως και αν είναι, πέρασαν πολύ βαθιά μέσα στη συλλογική συνείδηση του τόπου, και γι΄ αυτόν τον λόγο είναι σωστό να συζητηθούν ακόμη».