Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Μάριο Βίτι, Νάσος Βαγενάς, Γιώργης Γιατρομανωλάκης και Ρόντρικ Μπίτον μιλούν για τη «γενιά του ΄30»


Έργο του Χαρίτωνα Μπεκιάρη.

Γιατί εξακολουθεί η γενιά του 1930 να έχει κεντρική θέση στους κριτικούς προβληματισμούς; «Το Βήμα» ζήτησε από τέσσερις μελετητές της λογοτεχνίας αυτής της περιώνυμης γενιάς να δώσουν τις απαντήσεις τους. 


«Η “γενιά του ΄30”, ή όπως αλλιώς θέλουμε να την ονομάσουμε, εισήγαγε μεγάλες αλλαγές σε θεμελιώδεις προϋποθέσεις της τέχνης στη δεκαετία του 1930, όταν συντελούνταν παγκοσμίως σημαντικές αλλαγές στη λογοτεχνία και γενικά στην τέχνη του 20ού αιώνα. Επειτα από αυτές τις μεγάλες αλλαγές δεν συνέβησαν άλλες. Οι γενιές που ακολούθησαν αμφισβήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ό,τι είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή. Οσο περνάει ο καιρός αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τη σημασία αυτού του γεγονότος»σχολιάζει ο MΑΡΙΟ BΙΤΙ,ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Βιτέρμπο, συγγραφέας της μελέτης«Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή» (1977) - βασικής για την ιστορία της γενιάς. 


«Τη δεκαετία του 1970, όταν ασχολήθηκα συστηματικά με το θέμα στο βιβλίο μου, μεαπασχολούσε ποιες ήταν οι πολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες παρουσιάστηκε το φαινόμενο. Στη συνέχεια άλλοι εμβάθυναν στις πολιτικές συνθήκες, ιδιαίτερα σε σχέση με την εξουσία του Μεταξά. Ο διάλογος συντηρείται γιατί η γενιά εμπνέει προσεγγίσεις από διάφορες προοπτικές» προσθέτει ο ίδιος. 


Για τον NΑΣΟ BΑΓΕΝΑ, καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών και συστηματικό μελετητή του Σεφέρη και του ελληνικού μοντερνισμού, «είναι λάθος να μιλάμε για “μύθο της γενιάς του ΄30”, με όποια σημασία και αν εννοούμε τη λέξη “μύθος”, θετική ή αρνητική. Διότι η “γενιά του ΄30” δεν είναι κάτι το παρωχημένο, όπως πιστεύει η κοινωνιολογούσα λογοτεχνική κριτική, ούτε παρελθόν που έχει υψωθεί στην περιοχή του μύθου. Είναι και σήμερα μια ζωντανή πραγματικότητα. Ογδόντα χρόνια μετά την εμφάνισή της η “γενιά του ΄30” αποτελεί ακόμη τον ρυθμιστή της λογοτεχνικήςκαι,γενικότερα, της καλλιτεχνικής- ζωής μας, όσο και αν προσπαθούμε να ξορκίσουμε την επιβλητική παρουσία της με μεταμοντέρνα μαντζούνια και ορθοπολιτικές “ετερότητες”. Και αυτό γιατί όχι μόνο υπήρξε μια μεγάλη γενιά- η γενιά που έμπασε την ελληνική λογοτεχνία στον 20ό αιώνα- αλλά και γιατί οι μεταγενέστεροι δεν κατορθώσαμε να διδαχθούμε όσα έπρεπε από το επίτευγμά της. Αν το είχαμε κατορθώσει, δεν θα ξιφουλκούσαμε σήμερα, με ξύλινα σπαθιά, εναντίον της». 

Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ, ομότιμος καθηγητής Αρχαιοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου των Αθηνών, μελετητής και επιμελητής του έργου του υπερρεαλιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, πιστεύει ότι δύο είναι οι κύριοι λόγοι που μας αναγκάζουν να δεχτούμε και την ύπαρξη της λεγόμενης “γενιάς του ΄30” και κατ΄ επέκταση την επιρροή της- θετική ή αρνητική, ας διερευνάται: «Ο πρώτος οφείλεται στη βούληση του πονηρού πνεύματος της Ιστορίας:δύο Νομπέλ λογοτεχνίας, δύο μείζονες υπερρεαλιστές ποιητές, ένας διαπρεπής ποιητής της Αριστεράς, πεζογράφοι, κριτικοί, εικαστικοί κ.ά., πώς συνέβη (;) να αναδυθούν μαζικά μέσα σε αυτή τη δεκαετία; Πώς και γιατί τόση ποσότητα και ποιότητα; Ο δεύτερος μοιράζεται ανάμεσα στη βούληση της βιολογίας και στην, κατά συνέπεια, αδιάκοπη παρουσία των εκπροσώπων της γενιάς αυτής, καθώς πολλοί υπήρξαν άκρως δημιουργικοί, πολλαπλώς ενεργοί και επιδεικτικά νεωτερικοί ως και τη δεκαετία του 1990! Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και αν δεν είχε διαπιστωθεί εμπράκτως η ύπαρξη της “γενιάς του ΄30”, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εφευρεθεί ο μύθος της. 

Αρα, υπήρξε ή εφευρέθηκε; Η μία απάντηση ενισχύει κριτικά την άλλη». 

Για τον ΡΟΝΤΡΙΚ ΜΠΙΤΟΝ, καθηγητή Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Κing΄s College του Λονδίνου και συγγραφέα της βιογραφίας «Γιώργος Σεφέρης. 



Περιμένοντας τον Αγγελο» (2003), «η εξήγηση είναι ότι δεν πρόκειται μόνο για “γενιά”, με την κάπως τετριμμένη έννοια των εκάστοτε καλλιτεχνικών γενιών. Αν σκεφτεί κανείς ότι συγκαταλέγονται στη “γενιά του ΄30” ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Εμπειρίκος (να μην πούμε και άλλους), καταλαβαίνει αμέσως ότι έχουμε να κάνουμε με τον πιο πυκνοκατοικημένο αστερισμό στο στερέωμα των ελληνικών γραμμάτων. Παρ΄ όλες τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους, από κοινού αξιοποίησαν την αρχαία ελληνική μυθολογία με νεωτερικό (“μοντέρνο”) τρόπο· έγιναν οι ίδιοι “μύθος”. “Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει”, “Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική”, “Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις...”. Κατά πόσο όμωςοι ενοράσεις αυτές αντιπροσωπεύουν τον Ελληνα ή τον ελληνισμό του 21ουαιώνα; Οπως και αν είναι, πέρασαν πολύ βαθιά μέσα στη συλλογική συνείδηση του τόπου, και γι΄ αυτόν τον λόγο είναι σωστό να συζητηθούν ακόμη». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου