Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ





3.1. Η ενδογλωσσική μετάφραση

Στο Bυζάντιο ο κυρίαρχος, γλωσσικός και φιλολογικός, αττικισμός δεν ευνοεί τη μετάφραση αρχαίων ελληνικών κειμένων. Γενικότερα, η ιδέα της μίμησης αρχαιοελληνικών προτύπων καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της βυζαντινής γραμματείας. Σε τούτο το πλαίσιο οι βυζαντινοί λόγιοι, συνεχίζοντας το παράδειγμα των Aλεξανδρινών προκατόχων τους, υποκαθιστούν τη μεταφραστική οδό με την αντιγραφικού τύπου μίμηση και, σπανιότερα, την παράφραση. Μερικά παραδείγματα: ο Kόιντος Σμυρναίος (4ος αι.) γράφει Tα μεθ Όμηρον ή Παραλειπόμενα του Oμήρου -έπος σε 14 βιβλία με 8769 εξάμετρους στίχους-, με το οποίο επεχείρησε να συμπληρώσει την ομηρική Iλιάδα και να συνδέσει τα επεισόδιά της με την Oδύσσεια· ακόμη, ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αι.) συνέταξε, μεταξύ άλλων, παράφραση της Ιλιάδας σε πεζό λόγο, ενώ ο Ιωάννης Τζέτζης (12ος αι.), στα έργα του Τα προ Ομήρου, τα Ομήρου, τα μεθ' Όμηρον, τη Θεογονία και την έμμετρη Χρονική Βίβλο συστεγάζει την παράφραση με αλληγορικές εξηγήσεις μύθων και μετρικά σχόλια. Mεγάλο μέρος των προηγούμενων μεθόδων εντοπίζονται στον ανεξάντλητο θησαυρό λεξικών, των παραδόσεων και υπομνηματισμών αρχαίων κειμένων [1], όπως είναι οι Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα και εις την Ομήρου Οδύσσεια του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευστάθιου (12ος αι.).
Σε άλλους κλάδους, όπως της φιλοσοφίας, οι σχολιαστές αρχαιοελληνικών κειμένων διακρίνονται σε "εξηγητές" και σε "παραφραστές". Κατά τον Σωφρονία, μοναχό του 13ου αιώνα που συνέθεσε παραφράσεις στο Περί Ψυχής του Αριστοτέλη, οι πρώτοι (οι εξηγηταί) μένουν πιστοί στο πρωτότυπο κείμενο όπως παραδίδεται, και συμβάλλουν με την ερμηνεία τους στη διασάφηση του περιεχομένου· οι δεύτεροι (οι παραφρασταί) απομακρύνονται από τη μορφή του πρωτοτύπου, με την οποία αυτό παραδίδεται. Σε περιπτώσεις ιδίως όπου το νόημα του πρωτοτύπου δεν είναι ξεκάθαρο, οι παραφραστές απλοποιούν, ερμηνεύουν με δική τους ευθύνη, και εμπλουτίζουν το κείμενο σαν να πρόκειται για δική τους συγγραφή [2].
Χρειάζεται ωστόσο να σημειωθεί ότι, παρά το γενικό κλίμα εχθρότητας, που επικράτησε κατά τη βυζαντινή περίοδο ανάμεσα σε χριστιανούς και ειδωλολάτρες, μερικοί από τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν είχαν αντίρρηση να διαβάζουν οι χριστιανοί ορισμένα ειδωλολατρικά κείμενα στη διάρκεια των σπουδών τους. Μόνον όσοι συγγραφείς δεν δέχονταν την ύπαρξη του Θεού ή της Θείας Πρόνοιας έπρεπε να αποφεύγονται [3]. Ο Γρηγόριοςχαρακτηριστικά ανέφερε ότι το "ελληνίζειν εις την γλώσσαν δεν είναι μονοπώλιον των εθνικών, αλλά και των χριστιανών δικαίωμα". Στο πλαίσιο αυτό χαρακτηριστικό είναι το πολύπλευρο φιλολογικό έργο του Ωριγένη. Σπουδαίο φιλολογικό κατόρθωμά του θεωρούνται τα Εξαπλά. Επειδή η μετάφραση των Εβδομήκοντα διέφερε από μερικές άλλες προγενέστερες ελληνικές μεταφράσεις, η ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης συνιστούσε συχνά ερμηνευτικό πρόβλημα. Προς την κατεύθυνση αυτή ο Ωριγένης, πιστεύοντας ότι για την ορθή ερμηνεία της ουσίας της χριστιανικής διδασκαλίας χρειαζόταν ένα αξιόπιστο κείμενο, επεχείρησε τη φιλολογική κριτική του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης το 232-254. Το όλο εγχείρημά του δεν είναι βέβαια μεταφραστικό καθεαυτό, αλλά συστηματικός έλεγχος δια της αντιπαραβολής του εβραϊκού κειμένου και των μεταφράσεών του.
Πάντως, ο αττικισμός όχι μόνον δεν επιτρέπει τη μετάφραση αρχαιοελληνικών έργων στην καθομιλουμένη της εποχής του Βυζαντίου, αλλά επιβάλλει τη μεταγλώττιση κειμένων σε αρχαιοελληνικό, κλασικό ύφος. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: ο Aπολινάριος Λαοδικείας (310-390) διασκεύασε, μεταξύ άλλων, την Kαινή Διαθήκη στη μορφή των πλατωνικών διαλόγων· η αυτοκράτειρα Eυδοκία (400-460), ποιήτρια ομηρόκεντρων (ποιημάτων που συγκροτούνται κυρίως με λέξεις και φράσεις των ομηρικών επών) μετέφρασε σε ομηρικούς στίχους βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ Nόννος ο Πανοπλίτης (5ος αι.) απέδωσε σε έμμετρη μετάφραση δακτυλικών στίχων (γνωστή ως Μεταβολή) το Kατά Iωάννην Eυαγγέλιο. Η αντικατάσταση λέξεων της καθομιλουμένης με αρχαίες είναι κοινός τόπος, καθώς επίσης η παράφραση όλων των μοντέρνων λέξεων που δεν απαντούν σε αρχαίους συγγραφείς· ο ιστορικός, για παράδειγμα, Θεοφύλακτος (6ος αι.) αναφέρει την Αγία Σοφία ως εκκλησία μεγάλη ή ως μέγα τέμενος. Χαρακτηριστική είναι, ακόμη, η συγγνώμη που ζητάει ένας συγγραφέας, όπως η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα, από τον αναγνώστη, όταν υποχρεώνεται να χρησιμοποιήσει όρους και εκφράσεις της καθομιλουμένης γλώσσας.
Αν αττικίζοντες συγγραφείς, όπως ο ιστορικός Προκόπιος και ο Nικηφόρος Bρυέννιος, δεν διαστάζουν να χρησιμοποιούν στα έργα τους έννοιες που έρχονται από την κλασική, ειδωλολατρική γραμματεία (λ.χ. Τύχη αντί για Θεία Πρόνοια· θείον και δαιμόνιον αντί για Θεός), στη συνέχεια η ανάγκη για εξισορρόπηση μεταξύ της αρχαίας εθνικής παράδοσης και της Ορθοδοξίας επέβαλε τροποποιήσεις αρχαίων λέξεων. Έτσι, ο Ισαάκιος Σεβαστοκράτωρ, αδελφός του αυτοκράτορα Αλέξιου του Α, προκειμένου να κάνει αποδεκτά πολλά κείμενα του νεοπλατωνικού Πρόκλου από την Ορθοδοξία αντικατέστησε τη λέξη θεοί με το Θεός, τους δαίμονες με αγγέλους, τους χρησμούς του Απόλλωνα με τους προφήτες του Θεού κ.ά., ενώ τα ονόματα των εθνικών θεών, όπως Ήλιος, Σελήνη, Νέμεσις, Απόλλων κ.ά. τα διαγράφει ως σκανδαλώδη [4]. Στον χώρο της ρητορικής αξιομνημόνευτες είναι οι μεταποιήσεις (μεταμορφώσειςμεταφορές): η μεταφορά δηλαδή ποιητικών χωρίων σε πεζά (πώς δει τόπον ποιητικόν προς πολιτικόν μεταποιείν ). Γνωστές είναι οι 72 μεταγραφές από την Ιλιάδα Ρ, 629-642 και οι 74 ενός χωρίου του Δημοσθένη (λόγ. 18.60) από τον Σώπατρο [5].
Κατά τους ύστερους χρόνους της βυζαντινής περιόδου, οπότε οι μεταβολές που έχουν προκύψει στη ζωντανή γλώσσα (με αποτέλεσμα ακόμη και η γλώσσα των χρονικογράφων να είναι δυσκατάληπτη) είναι έντονες, κάνουν την εμφάνισή τους στον χώρο της δημώδους γραμματείας παραφράσεις ιστοριών και χρονογραφιών. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η μετάφραση της ιουδαϊκής αρχαιολογίας και του ιουδαϊκού πολέμου του Φλάβιου Ιώσηπου, συνταγμένη από τον ιερέα Μανουήλ Χαρτοφύλακα από την Κρήτη (πιθ. 16ος αι.). Οι επτά περί του ιουδαϊκού πολέμου λόγοι, όπως αναφέρεται στον τίτλο του έργου, είναι "πάντες απο την αττικήν γλώσσαν εις την απλήν και πεζήν των Γραικών μεταγλωττισμένοι"[6]. Στον Μανουήλ αποδίδεται επίσης η μετάφραση "εις την απλήν και πεζήν γλώσσαν των Γραικών" του Χρονικού του Ζωναρά.
Σε άλλες παρεμφερείς περιπτώσεις, τίτλοι έργων που συστήνονται ως μεταφράσεις (παράδειγμα το αφήγημα του Kωνσταντίνου Eρμονιακού Mετάφρασις ιστορίας τινός αρμοδίας προ Ομήρου..., γραμμένο τον 14ο αιώνα σε δημώδη γλώσσα) ανακλούν τη ρομαντική συνήθεια των Bυζαντινών να ολοκληρώνουν και να συμπληρώνουν αρχαιόθεμα έργα [7], και εντάσσονται στα πρώτα δείγματα "πρωτοελληνικών παραφράσεων ή ελεύθερων διασκευών του Ομήρου[8].

3.2. Η διαγλωσσική μετάφραση

Στον χώρο της διαγλωσσικής μετάφρασης οι βυζαντινοί δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο να μεταφράσουν ξένα έργα στην ελληνική γλώσσα, παρά μόνον κατά τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας. Το αντίθετο μάλλον ισχύει για τους ξένους γείτονες τους, οι οποίοι επιδόθηκαν συστηματικά στις μεταφράσεις ελληνικών κειμένων. Αφθονούν έτσι οι μεταφράσεις κάθε λογής κειμένων από τα ελληνικά: στα λατινικά, στα σλαβονικά, στα αρμενιακά, στα γεωργιανά, στα συριακά και στα αραβικά [9]. Μεγάλο μέρος μεταφράσεων προς τα ελληνικά προέρχεται από τη λατινική γλώσσα. Με την εξαίρεση των σημαντικών μεταφράσεων από τα λατινικά στα ελληνικά στον χώρο του δικαίου, στη βυζαντινή γραμματεία αντιπροσωπευτική μπορεί να θεωρηθεί η περίπτωση του Μάξιμου Πλανούδη (1255-1305), ο οποίος μετέφρασε από τη λατινικά Οβίδιο, Κικέρωνα, Κάτωνα, Γιουβενάλη, Βοήθιο και Αυγουστίνο. Οι μεταφράσεις του Πλανούδη στη Δύση χρησιμοποιούνταν συνήθως για την εκμάθηση των ελληνικών, ενώ, γενικότερα, το φιλολογικό του έργο εκτιμάται ότι συνέβαλε στην εμφάνιση της ιταλικής Αναγέννησης.
Στο πλαίσιο της δημώδους γραμματείας τα παραδείγματα παραφράσεων, "μεταφορών", διασκευών και μεταφράσεων προς τα ελληνικά εμφανίζονται συχνότερα. Από τον χώρο της Ανατολής ενδεικτικώς αναφέρονται: μεταφράσματα από τα συριακά, που αναφέρονται σε ένα σώμα μύθων του Αισώπου (οι λεγόμενοι μύθοι του Συντίπα), η μεταφορά "εκ της ενδοτέρας των Αιθιόπων χώρας της Ινδών λεγομένης" του μυθιστορήματος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ. Ιστορία ψυχωφελής (περ. τέλη του 10ου αι.), η μεταφορά, πιθανώς από αραβικό πρότυπο, του σανσκριτικού Pancatantra (διδακτική μυθιστορία σχετική με το πώς πρέπει να ασκείται η διακυβέρνηση των ανθρώπων: τέλη του 10ου με αρχές του 11ου αι.). Από τον χώρο της Δύσης: κατά τους υστεροβυζαντινούς; χρόνους, το "μεταγλώττισμα από λατινικόν εις ρωμαϊκόν" Διήγησις Απολλωνίου του Τύρου (μυθιστόρημα), Ο πόλεμος της Τρωάδος -διασκευή ή κατ' άλλους μια λίγο πολύ κατά λέξη μετάφραση του διάσημου και πολυμεταφρασμένου γαλλικού έπους La Guerre de Troie, του Benoit de Sainte Maure (12ος αι.) [10]. Τέλος, η μετάφραση από τα λατινικά του μύθου του Θησέα, πόνημα 10.000 στίχων του Βοκκάκιου 15ος-16ος αι.), και από ιταλικό πρότυπο του μυθιστορήματος Φλώριος και Πλάτζια Φλώρα.

[1.] "Mε τον όρο παράδοση εννούμε εδώ όλες τις δραστηριότητες (αναζήτηση ενός κειμένου, ανάγνωση, και σε ορισμένες περιπτώσεις αντιβολή χειρογράφων, διόρθωση, ανάθεση της αντιγραφής) που έχουν να κάνουν με μία "έκδοση"· ο όρος υπομνηματισμός, με ευρύτερη σημασία, συμπεριλαμβάνει άλληγορίες, παραφράσεις, μεταφράσεις και μετρικά σχόλια". Βλ. σχετικώς H. Hunger, Bυζαντινή Λογοτεχνία. H λόγια κοσμική γραμματεία των Bυζαντινών, μτφρ. Τ. Κόλιας - Κ. Συνέλη - Γ.Χ. Μακρής - Ι. Βάσσης, τ.2, εκδ. ΜΙΕΤ: Aθήνα 1991, σ.437.
[2.] H. Hunger, ό.π., σ.70.
[3.] Ι.D. Reynolds & N.G. Wilson, Αντιγραφείς και Φιλόλογοι. Το ιστορικό της παράδοσης των κλασικών κειμένων, μτφρ. Ν.Μ. Παναγιωτάκης, εκδ. ΜΙΕΤ: Αθήνα 1989, σ.66.
[4.] H. Hunger, ό.π., σ.104.
[5.] H. Hunger, ό.π., σ.158.
[6.] K. Κrumbacher, Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Σωτηριάδης, τ.1, εκδ. Γεωργιάδης: Αθήνα 1990 (ανατ. 1974), σ. 443.
[7.] K. Κrumbacher,, ό.π., τ.3, σ.247.
[8.] E.M. Jeffreys, "Constantine Hermoniakos and Byzantine education", Δωδώνη 4 (1975) 70-109, H.-G. Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. Ν.Eideneier, εκδ. ΜΙΕΤ: Αθήνα 21993, σ.266, Κ. Krumbacher, ό.π., τ.3, σ.123-124.
[9.] Βλ. αναλυτικότερα The Oxford Dictionary of Byzantium, στο λήμμα "Translation", OUP: Οξφόρδη 1991, σ.2106-07.
[10.] Κ. Μητσάκης, Ο Όμηρος στη νέα ελληνική λογοτεχνία, εκδ. "Ελληνική Παιδεία": Αθήνα 1976, σ. 13.