Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη

Του Αντώνη Καρτσάκη, δρ. Φιλιλολογίας
τ. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων
1. Η αξία του Παπαδιαμάντη
Γιατί η γλώσσα; [1. Σημαντικός παράγων της ιδιοτυπίας και της γοητείας του. Λυρισμός, ποιητικότητα (Δετορ.) εδράζονται στη γλώσσα. 2. Διάχυτη η άποψη ότι ο Π. έχει μια δύσκολη γλώσσα. Ο Π., όπως ο Κάλβος, ο Ροίδης, ο Βιζυηνός, ο Κονδυλάκης, έπεσε θύμα της γλωσσικής μισαλλοδοξίας μας. Ελπίζω να φανεί ότι η γλώσσα του είναι κατανοητή σήμερα, ή ότι έχει τις δυσκολίες που έχει μια παλαιότερη μορφή τέχνης].
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει επισύρει από παλιά την προσοχή της κριτικής. Μια πολυεπίπεδη, πολύτυπη γραφή, «κτήμα ες αεί», όπως τη χαρακτήρισε ο Σικελιανός, που έγινε μέλι γλυκό στο στόμα του δημιουργού της, όπως και ο τίτλος μου δηλώνει, προορισμένο να γλυκαίνει τον καθένα μας. Γιατί φαίνεται ότι ο Παπαδιαμάντης πραγμάτωσε στα καθ’ ημάς εκείνο που έγραψε ο Μποντλέρ για τον Βίκτωρα Ουγκώ πως έφαγε το γαλλικό λεξικό και το έβγαλε μεταμορφωμένο από το στόμα του σε κόσμο ολόκληρο, με χρώμα, μελωδία και κίνηση. «Ένας μικρός Θεός» ο Π., ακούσαμε προχθές από τον κ. Δετοράκη, που αναδημιουργεί τον κόσμο. Που φαίνεται να ακολουθεί για την ελληνική γλώσσα τη μοίρα του Ιεζεκιήλ στον οποίο ο Θεός είπε: «Χάνε το στόμα σου και φάγε ό δίδωμί σοι». «Και έφαγεν αυτήν και εγένετο εν τω στόματι αυτού ως μέλι γλυκάζον…»-θα προσπαθήσω να δείξω.
Αλλά πρώτα μια διευκρίνιση: όπως σωστά έχει ειπωθεί, η γλώσσα στον Παπαδιαμάντη είναι το μέσον. Μέσα από αυτήν ο συγγραφέας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ποιητής Νίκος Καρούζος, «προσπάθησε να υπάρξει, όχι να γράψει». Ο σκοπός λοιπόν είναι άλλος. Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν έκανε τέχνη. «Τον κάναμε τέχνη», ισχυρίζεται ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Δεν είναι απλώς λογοτέχνης. Είναι πνευματικό κεφάλαιο. Δεν μένει στις «αισθητικές επιφάνειες», προχωρεί στο βάθος, στην αναζήτηση της πνευματικής ακεραίωσης του ανθρώπου. Αυτός είναι ο σκοπός και η τέχνη είναι το μέσον. Και ο μεγάλος συγγραφέας μας ποτέ δε λάτρεψε το μέσον, ή, όπως λέει η παράδοση, «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα».
Με τις σκέψεις αυτές πρέπει, νομίζω, να πλησιάζουμε την τέχνη του Παπαδιαμάντη. Πιο συγκεκριμένα: η αξία του έγκειται στο ότι μας αποκάλυψε, όπως έχει παρατηρήσει ο Τάκης Παπατσώνης, «ένα διάχυτο και αδιατύπωτο αίτημα, ιστορικό μαζί και εθνικό και ηθικό: τη μνήμη της ανατολικής ορθοδοξίας. Ανήκει σε μια εξωφιλολογική τάξη και είναι εκείνος που μας δίνει το διάγραμμα που μέσα σ’ αυτό πρέπει να κινούμαστε, διάγραμμα απλότητας, ταπεινότητας, ανενδοίαστης προσήλωσης στην πίστη». Προσηλωμένος ο ίδιος στην εκκλησιαστική παράδοση δεν ηθικολογεί. Προτείνει έμπρακτα την επανανακάλυψη της ευχαριστιακής κοινότητας και της λαϊκής ευλάβειας, κορυφαία έκφραση της οποίας είναι το πανηγύρι στη μνήμη των αγίων.
Από την πρόθεση αυτή εκπηγάζει η τέχνη του. Με τη γλώσσα του θα ζωγραφίσει έναν αυθεντικό πίνακα ανθρώπινης αλήθειας. Θα κάνει δικό του τον πόνο των φτωχών και των κατατρεγμένων, των απλών και των καρτερικών ανθρώπων. Θα ματώσει ό ίδιος δίπλα στη χαροκαμένη μάνα που ξενυχτά το άρρωστο παιδί, δίπλα στις βασανισμένες γριές, στις σεμνές και ταπεινές γυναίκες του νησιού του, που κρατάνε ψηλά τα ήθη και την περηφάνια τους ως μαυροφορεμένες χήρες ή ως στερημένες κόρες.
[Με τη γλώσσα αυτή σκιαγράφησε τους καημούς των αδυνάτων, «χωρίς να οραματίζεται το λυτρωμό τους». Βέβαια, ο σκιαθίτης συγγραφέας ανήκε στους αδύνατους και δεν είχε φυσικά αντίρρηση για το λυτρωμό των ομοίων του. Μόνο που για τον Παπαδιαμάντη (ή τον άνθρωπο γενικά της παράδοσης) το ζήτημα τίθεται διαφορετικά: Δεν μπορεί να αναβάλει το Θεό ή την παράδοση, περιμένοντας να γίνει πρώτα ο λυτρωμός των αδυνάτων. Οι άνθρωποι πίστευε, δεν θα φτάσουν ποτέ στην επίλυση των πρακτικών προβλημάτων τους, αν δε λύσουν πρώτα το πνευματικό τους πρόβλημα. Ο συγγραφέας μας επιζητούσε την μέλλουσαν πόλιν…]
Με ποιο γλωσσικό ένδυμα ντύθηκε λοιπόν η τέχνη αυτή η γνήσια λαϊκή; Ποιες ιδιοτυπίες παρουσιάζει η γλώσσα του Παπαδιαμάντη και πού ακριβώς έγκειται η γοητεία της; Και κατά πόσο είναι κατανοητή σήμερα η γλώσσα αυτή; Τα ερωτήματα αυτά θα προσεγγίσω, κυρίες και κύριοι, με όση μπορώ συντομία και απλότητα.
2. Η γλώσσα: πρωτοτυπία και πηγές
Η παπαδιαμαντική γλώσσα είναι προσωπική γλώσσα. Διαθέτει δηλαδή πρωτοτυπία. Η γοητεία της, ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνο από την πρωτοτυπία, καθώς γνωρίζουμε ότι έχουμε στην ελληνική γλώσσα λογοτεχνικά έργα αισθητικά άρτια ή και πληρέστερα σε κατεργασία, αλλά δεν είναι Παπαδιαμάντης. Λείπει η προέκταση που μας μεταφέρει στο επίκεντρο της πνευματικότητας, στη μεταφυσική ρίζα της ζωής.
Η παπαδιαμαντική γλώσσα εδράζεται στο συνταίριασμα παράδοσης και δεξιοσύνης. Ή αλλιώς στην επιδέξια αξιοποίηση της παράδοσης. Και υπερέχει κατά το ότι μας μεταφέρει στην πνευματικότητα της παράδοσης και στην πραγματικότητα του λαϊκού βίου.
Οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση γύρω από τη γλώσσα και τη μορφολογία του έργου του Παπαδιαμάντη θα ήταν ελλιπής, αν δε φανέρωνε τις πηγές της έμπνευσής του δημιουργού της. Γιατί γλώσσα και περιεχόμενο είναι αλληλένδετα στο έργο του σκιαθίτη. Πρώτα όμως οι απόψεις του συγγραφέα σχετικά με τη γλώσσα.
3. Οι απόψεις του Παπαδιαμάντη για τη γλώσσα
Ο Παπαδιαμάντης, αν και έζησε μέσα στη δίνη των γλωσσικών αντιπαραθέσεων, δεν θέλησε να ταυτιστεί με καμιά γλωσσική παράταξη. Είναι γνωστή η αποστροφή του προς τον Κοραή, αλλά και προς τον Ψυχάρη. Πίστευε πως καμιά γλωσσική μορφή δεν μπορεί να επιβληθεί από τους διανοούμενους. Οι γλώσσες δεν επιβάλλονται, έλεγε. Εξελίσσονται αβίαστα καθώς χρησιμοποιούνται και λαλιούνται κατά τις ανάγκες του λαού, «που τις παίζει έτσι όπως θα έπαιζε το λαγούτο και το κανονάκι του, για να εκφράσει με ήχους τα ανέκφραστα λόγια».
Ο Παπαδιαμάντης το ξέρει καλά αυτό γιατί είναι βγαλμένος από το λαό. Γι’ αυτό και ντύνει το έργο του με τη γλώσσα που έχει μάθει από τους ανθρώπους του νησιού του, από τους απλούς ανθρώπους της Αθήνας, όπου ζει από το 1873 «πότε νηστικός και πότε χορτάτος», όπως γράφει στον πατέρα του, από τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας, την Αγία Γραφή, τα υμνολόγια, τα συναξάρια, τους πατέρες, τους αρχαίους. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ταξινομημένες ιστορικές περίοδοι στη γλώσσα του, όπως δεν υπάρχουν διαχωρισμένες εποχές του ελληνισμού στην ψυχή του. Είναι ολάκερος, ακέραιος, μοναδικός, φτιαγμένος από τη στόφα του άρραφου χιτώνα του ελληνισμού. Το έργο του είναι ζωντανή μαρτυρία αυτής της ιδιόμορφης σύνθεσης της ρωμιοσύνης, που είναι ταξίδι, καράβι, θάλασσα ανοιχτή…
Η στάση λοιπόν του Παπαδιαμάντη στο γλωσσικό είναι έλλειψη στάσης και στράτευσης. Επικρίνει κάθε μονομέρεια και οικτίρει τον ελληνικό λαό για τη σύγχυση που του έχουν προκαλέσει οι πνευματικοί ηγέτες του: «Ο λαός ετούτος είναι ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, επειδή οι οδηγοί του σκέφτονται έτσι άστοχα αρκετές φορές. Κρίμα! Και επειδή εις την ελληνικήν γλώσσαν άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν». Η γλώσσα για τον Π. είναι ενιαία, είναι φυσικός οργανισμός, λαϊκό δημιούργημα, και εξελίσσεται φυσικά και αβίαστα. Το περιλάλητο λοιπόν γλωσσικό ζήτημα ουδέποτε ανέκυψε για τον Παπαδιαμάντη, ή, εάν ανέκυψε, επελύθη μεγαλοφυώς.
4. Τα χαρακτηριστικά της παπαδιαμαντικής γλώσσας
Πώς λοιπόν, με βάση τις σωστές αυτές, από γλωσσολογική άποψη, θέσεις, οργανώνει ο ίδιος τη γλώσσα του;
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη –το είπαμε ήδη- είναι εντελώς προσωπική και ιδιότυπη. Φαίνεται ότι η φτώχεια (που διασφάλιζε την ελευθερία του) κατέληξε να είναι η αρετή του. Ελεύθερος από συμβάσεις, σε διάσταση μάλλον με το περιβάλλον του, γνήσιος και ιδιόμορφος, διαμορφώνει ένα είδος καθαρού και πλήρους λόγου. Ο ίδιος είχε υποχρεωθεί εν είδει διαμαρτυρίας να εξομολογηθεί: «Δεν ομοιάζω με κανέναν. Ομοιάζω με τον εαυτό μου». Ήταν ως να έλεγε: [Βρεττάκος]
«Η γλώσσα που χρησιμοποιώ, αιρετική ή όχι, δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Διάλεξα τη γλώσσα με την οποία νόμισα πως θα μπορούσα να ειπώ και να ζωγραφίσω καλύτερα τα όσα είπα και εζωγράφισα. Ο δογματισμός της δημοτικής των ημερών μου, θα με αποστερούσε από τη λεκτική επάρκεια που είχα ανάγκη. Ίσως μετά 100 χρόνια, γύρω στο 1980 λ.χ., η δημοτική να έχει γίνει μια φιλελεύθερη, επαρκής και ευέλικτη γλώσσα, την οποία, αν ζούσα, ευχαρίστως θα χρησιμοποιούσα. Με τη γλώσσα αυτή την «αιρετική» συλλέγω και ταξινομώ και αναδεικνύω τα δάκρυα και τους στεναγμούς των ανώνυμων. Των φτωχών και των κατατρεγμένων. Με την ίδια κατηγορώ την «πλουτοκρατίαν» ως τον διαρκή «αντίχριστο που γεννά την αδικία. Και η φυγή μου επίσης προς τους καιρούς και τα συμβάντα των παιδικών ημερών, η νοσταλγός αναζήτηση της θαλπωρής που γεννούσαν γύρω μου οι εκδηλώσεις πίστης των απλών ανθρώπων, με το ίδιο ζεστό ένδυμα ντύθηκε. Τα φλεγόμενα συναισθήματά μου, που γεννιούνται από την πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο διαμαρτύρομαι συνεχώς, επιτιμώ και σαρκάζω, δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Ομοιάζω με τον εαυτό μου».
Ποια είναι λοιπόν η ιδιοτυπία της γλώσσας αυτής; Ο μελετητής Λίνος Πολίτης έχει διακρίνει τρία επίπεδα (αναβαθμούς) στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και την άποψη ασπάζονται έκτοτε όλοι οι μελετητές:
α) Στους διαλόγους του ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς,
β) Στην αφήγηση υιοθετεί μιαν άλλη γλώσσα που έχει βάση την καθαρεύουσα, αλλά με πρόσμειξη πολλών στοιχείων δημοτικής, και καταλήγει σ’ ένα προσωπικό ύφος,
γ) Στις περιγραφές και στις λυρικές παρεκβάσεις του ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί μια προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα.
Ας δούμε τα πράγματα πιο αναλυτικά μέσα από τα παπαδιαμαντικά κείμενα:
4. 1. Η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα
Είναι γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης πλημμύρισε την Αθήνα με τους ταπεινούς ήρωες των σκιαθίτικων διηγημάτων του και τα γνήσια λαϊκά ήθη της πατρίδας του. Η πρωτεύουσα που ζει την περίοδο της αστικοποίησης και είναι εκτεθειμένη σε ποικίλες ιδεολογικές και πολιτισμικές επιρροές από την Ευρώπη, δέχεται την επίθεση της ελληνικότητας από τα διηγήματα του σκιαθίτη δημιουργού.
Ωστόσο ο Παπαδιαμάντης δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει φωτογραφικά την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά την μεταμορφώνει, με την επίδραση υποκειμενικών παραγόντων, όπως είναι η νοσταλγία, ο ρεμβασμός και η θρησκευτικότητά του. Εκτός όμως από τον ποιητικό αυτό κόσμο υπάρχει και ο κόσμος του κακού. Η ξενιτιά, η τοκογλυφία, η κομματική συναλλαγή, το κουτσομπολιό των λαδικών, η άδικη καταλαλιά, το έγκλημα, η σκλαβιά των γυναικών σε ένα μέθυσο σύζυγο κ.λπ. επανέρχονται μονίμως με μια ρεαλιστική γραφή. Ο φτωχόκοσμος, η ανέχεια, η καθημερινή βιοπάλη και η εξαθλίωση είναι το μόνιμο σκηνικό του.
Το σκηνικό αυτό υπαγορεύει την ανάλογη γλώσσα. Μια γνήσια λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη μάλιστα με διαλεκτικά στοιχεία των ηρώων του, συνηθέστερα με το σκιαθίτικο γλωσσικό ιδίωμα. Στόχος αμετάθετος: η απόδοση της πραγματικότητας.
Παράδειγμα:
[«Στο Χριστό στο κάστρο»]
«Αλλά το κυριώτερο θύμα του παπα Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
- Δε μου λες, Αλαξανδρή, τι θα πη τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, «ο ανυψώσας το κέρας ημών;». Ποιος είν’ αυτός ο ανυψώσας;
- Να, ο ανηψιός σας, απήντα ο κυρ-Αλεξανδρής μη εννοών άλλως την λέξιν.
- Και τι θα πη «Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;», ηρώτα πάλιν ο παπάς.
Να, σκύλλα Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλλας πράγματι επρόκειτο».
[«Φόνισσα»]
Η κυνηγημένη από τους χωροφύλακες Φραγκογιαννού πίνει από τη βρύση άπ’ όπου «μόνον τα πετεινά του ουρανού ηδύναντο να πίνουν», και μονολογεί:
-Αχ! Καθώς πίνω απ’ τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, δώστε μου και τη χάρη σας να πετάξω!...
Και εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κι επέταξαν έντρομα…»
[«Πατέρα στο σπίτι»]
-Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάννα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
[εκμετάλλευση του διαλόγου. Σε πέντε αράδες ένα συγκλονιστικό ανθρώπινο βάρος]
[«Η Νοσταλγός»]
- Σύρε στο καλό, Μαθιέ μου π’λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λαδιώ. Κρίμα που είμαι μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα. Αν πέθαινε ο μπαρμπα-Μοναχάκης, θα σ’ έπαιρνα.]
[«Υπηρέτρα»]
Ο ήρωας, ο μπαρμπα-Διόμας, απαριθμεί τα παρελθοντικά του βάσανα και την αλγεινή επαφή του με την κυβερνητική γραφειοκρατία. «Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα». Ας δούμε πώς προσπαθεί ο συγγραφέας να φτάσει στο ανώτατο σημείο απόδοσης της πραγματικότητας:
«Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιπομμαχικό, και μόδωκαν, λέει, δυο σφάκελα να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιαστώ στην Πιτροπή. Πήγα στην πιτροπή, ο ένας γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι αυτοί δεν ήξευραν… ύστερα γύρισα στο Υπουργείο και μου είπαν «σύρε στο σπίτι σου κι εμείς θα σου στείλομε τη σύνταξή σου». Σηκώνομαι φεύγω, έρχομαι δω, περιμένω, περνάει ο μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω λέει πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα, χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό, κι από κει στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε και θα βγει η απόφαση». Σηκώνομαι φεύγω γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ… Είδες εσύ σύνταξη; Άλλο τόσο κι εγώ».
[Λεξιλόγιο ενός αγράμματου. Συμπάθεια. Αληθοφάνεια, ρεαλισμός. Παραφθορά=συμπαράθεση δυο διαφορετικών κόσμων. Ο στόχος: διχασμός ανάμεσα στο ισχυρό κράτος και στον αδύναμο πολίτη].
Στην «Αποκριάτικη Νυχτιά» τρεις άνθρωποι που βρέθηκαν κατ’ ανάγκη μαζί, προσπαθούν να επικοινωνήσουν:
«Ο γέρων Ζαχαρίας, οφείλων κάτι να είπη, έδειξε δια του παραθύρου την ευρείαν έκτασιν της πόλεως και του ελαιώνος, λέγων:
-Έχουμε από δω, κύριε ανθυπασπιστά, ωραίαν θεάν.
-Μάλιστα, -είπεν ο ανθυπασπιστής, και μέσα του εμορμύρισεν: «έχετε μάλιστα δύο θεάς».
Είτα όλοι εσιώπησαν.
-Έμαθα ότι έχετε κι ένα  υιόν εις τον στρατό, είπεν ο ανθυπασπιστής.
-Ναι είπεν ο κυρ Ζαχαρίας, όστις ηπόρησε πώς δεν εσυλλογίσθη να το αναφέρη πρώτος. «Αυτός δεν ήθελε να πάει κατά τοένθιμον, και άμα έληξεν η θητεία του, έμεινεν εις τον στρατόν. Να περιμένη τώρα προβιβασμόν! Αν έχη τύχην, όπως τον εκατήντησαν τον στρατόν με τα κόμματά τους! Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το Έθνος ανάθεμά τους! Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Εγνώρισα εγώ στα χρόνια μου λοχίους, δεκαενείς, οπού είναι, έως αυτής της ημερός, συνταγματαρχαίοι και ταγματαρχαίοι.
[Εδώ δεν έχουμε διαλεκτικά στοιχεία. Οι γλωσσικές παραφθορές συνδηλώνουν την προσπάθεια κοινωνικής ανόδου, την προσαρμογή σ’ ό,τι θεωρείται υψηλός λόγος –καθαρεύουσα – ειρωνεία]
Ας δούμε ακόμη ένα παράδειγμα από το «Γυνή πλέουσα». Ένας καπετάνιος επιστρέφει στο σπίτι του για να περάσει το χειμώνα. Η γυναίκα του, που αγαπά το κρασί, στέλνει βιαστικά το γιό της στο μπακάλικο να πει στον καταστηματάρχη να μη ζητήσει από τον άντρα της να τον πληρώσει για το κρασί, που αυτή κατανάλωνε εν απουσία του. Από το διάλογο μάνας και γιου:
-Ακόμα, μάννα, δεν έγιν’ η τυρόπιττα;
-Άκουσε παιδί μ’ Μανώλη να σ’ πω ένα κρυφούτσικο: ξέρεις το Γιαννιό τον Κισσιώτη, όπου σ’ έστελνα κι εγέμιζες τη μποτίλια κρασί;
-Πως.
-Να πας να του πης…
-Να μ’ δώσης τυρόπιττα…
-Τώρα, να ψηθή πρώτα… Να πας να πης του Κισσιώτη…
-Τι;
-Κείνα τα βερεσέδια πες οπ’ του χρωστώ, μην πιάση πες τον πατέρα σου κι εγώ θα κάμω νόμο-τρόπο. Άκουσες;
-Ναι.
-Σύρε, τρέχα γλήγορα να τα’ πεις και να ρθής. Να έφτυσα…
-Δώ’ μ’ πρώτα λιγάκι τυρόπιττα -Δεν έγινε ακόμα… Ώσπου να ρθης πίσω θα γένη. Τρέχα μην περάσ’ ο πατέρας και τονε πιάση. Τι σούπα να πεις;
-Να κείνα τα βερεσέδια… μην τα πιάσ’ ο πατέρας… και συ θα κάμεις τον ώμο τρόπο…
-Όχι μην τα πιάσ’ ο πατέρας. Αυτός να μην πιάση τον πατέρα σ’ και τα γυρεύει…
Τρέχα νάχης την ευκή μ’
Δώ’ μ’ τυρόπιττα. Να τώρα έγινε, θα καεί…
[Κάθε ήρωας βιώνει τη δική του κατάσταση, έχει το δικό του πρόβλημα… Ταπεινοί ήρωες, ταπεινή και απλή και κατανοητή η γλώσσα].
4.2. Η καθαρεύουσα με πρόσμειξη στοιχείων δημοτικής
Εκτός από την απλή αυτή γλώσσα, είναι γνωστή η συμπάθεια του συγγραφέα στην καθαρεύουσα της εποχής. Τον οδηγεί άραγε σ’ αυτήν η αγάπη του στη λογιοσύνη, η επιθυμία του να ακριβολογήσει στην έκφραση, ή η εκκλησιαστική παιδεία του; Και πώς κατορθώνει να κάνει τη γλώσσα αυτή αγαπητή μέχρι σήμερα;
«Αγαπούν όλοι και σέβονται την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη», μας λέει ο Τέλλος Άγρας. «Αγαπούν και τα ρητά –τα ολίγα- των αρχαίων τραγικών και –τα πάμπολλα- της Γραφής, χωρία ολόκληρα από τους Ψαλμούς και τους Προφήτας […]. Αλλ’ η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη –συνεχίζει ο Άγρας-κάνει θαύματα, γιατί αντλεί από όλο τον πλούτο «της τελειότερης γλώσσας του κόσμου», γιατί δανείζεται και τις λέξεις της δημοτικής, ενώ για τη σύνταξη, είχε για πρότυπο είτε την ίδια την αρχαία, είτε την τελειότερη απ’ τις σύγχρονες, τη γαλλική. Επιπλέον, ο Παπαδιαμάντης είχε αλάθητο το αίσθημα του προφορικού, του δημοτικού λόγου. «Σε κανένα συγγραφέα οι διάλογοι δεν είναι τόσο απολύτως φυσικοί, όσο είναι σ’ αυτόν. Το αίσθημα όμως της ακριβολογίας τον οδηγούσε στην καθαρεύουσα. Άλλωστε ως τα 1905, κι αργότερα ακόμα, η πεζογραφία μας, μη δεν ήταν κατά μέγα μέρος καθαρεύουσα»;
Η καθαρεύουσα λοιπόν του Παπαδιαμάντη έχει βαθιές ρίζες. Κυρίως όμως είναι συνειδητή επιλογή του δημιουργού, προκειμένου να υπηρετήσει με τη γλώσσα αυτή τις ιδέες του. Η θησαυρισμένη μέσα του πλούσια μνήμη από τα πολλά κοιτάσματα του νεοελληνικού ψυχισμού ζητά διέξοδο. Αυτό το μέσα πλούτος φέρνει ο συγγραφέας στην επιφάνεια με το καθαρό ιδίωμα του καιρού του. Μια καθαρεύουσα η οποία δεν είναι γλώσσα εργαστηρίου, όπως εκείνη του λογιοτατισμού της εποχής,  που, ενώ διατηρεί τα εξωτερικά στοιχεία της τυπικότητας και της επισημότητας, πάλλεται από λυρισμό και απεχθάνεται κάθε ρητορεία:
[«Το μυρολόγι της φώκιας»]
«Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της και ήρχισε ν’ ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ’ οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγιασμόν, εστράφη κ’ εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη… Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κ’ εξηκολούθησε τον δρόμον της».
[Το α΄ τραγική ειρωνεία. Το β΄ χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμός, όπλα με τα οποία άσκησε την κοινωνική κριτική του. «Μεγαλείων οψώνια»]
Με τον καιρόν, όταν εμεγάλωσεν η κόρη –ήτο κομψή, χλωμή και ονειρώδης- ανάγκη πάσα να την εμβάσουν εις τον κόσμον δια της μεγάλης θύρας. Της επήραν δασκάλαν στο πιάνο, στα γαλλικά. Κάτι έμαθεν η κόρη να τραγουδίζη και να βομβή, ακόμα και τον «Χόρ-χόρ-αγάν». Τέλος έπρεπε να την υπανδρεύσουν, να της αγοράσουν δηλαδή σύζυγον. Ή ένα στατιωτικόν από ιστορικήν οικογένειαν, ή ένα πολιτευόμενον με μέλλον. Εις τι θα εχρησίμευεν η προιξ, εάν δεν θα είχεν ο άνθρωπος να βαπτίζη όλα τα χωριατόπουλα, και να στεφανώνη όλα τα ανδρόγυνα, δια να κάμη κουμπάρους και κομματάρχας; Είναι γνωστόν ότι αι εκλογαί γίνονται με κουμπαριές και ενίοτε με κουμπουριές.
Η διάσταση στο επίπεδο της γλώσσας εντείνεται και από τη συχνή χρήση της γλώσσας της εκκλησίας:
«-Αχ γιέ μου, είπεν η Φραγκογιαννού. Έχω βάσανα και πάθια.
-Τα βάσανα δεν λείπουν από τον κόσμο γερόντισσα…
- Αχ, πάτερ Γιάσαφε, είπεν εν θλιβερά διαχύσει η Φραγκογιαννού. Νάμουν πουλί να πέταγα!!!
-«Τις μοι δώσει πτέρυγας ωσεί περιστεράς;» είπεν ο Ιωάσαφ, ενθυμηθείς τον ψαλμόν.
-Ήθελα να έφευγα από τον κόσμο γέροντά μου… Δεν μπορώ να υποφέρω πλιά!
-«Εμάκρυνας φυγαδεύουσα και ηυλίσθης εν τη ερήμω», είπεν πάλιν ο γέρων μοναχός.
-Μεγάλη φουρτούνα μ’ ηύρε γέροντά μου…
-Ο θεός να σε γλυτώσει κόρη μου «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος…
-Απ την κακία και την κακογλωσσιά δε γλιτώνει άνθρωπος…
-«Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίας και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ Ιωάσαφ.
Η ηρωίδα αδυνατεί να κατανοήσει τη γλώσσα αυτή, γιατί είναι αποκομμένη από την πνευματική κοινότητα, αν και η ίδια θεωρεί τον εαυτό της αντιπρόσωπο του Θεού. Η διάσταση στη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί και ως αδυναμία της αλήθειας να επικοινωνήσει με το ψέμα.
Οι βιβλικές επιδράσεις στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη εντοπίζονται σε όλο το εύρος της γλωσσικής δομής του δημιουργού: από τις διάσπαρτες φράσεις και τη σύνταξη, έως τα πολλά σχήματα λόγου:
Παπ.: «Ύπνος δεν έκλεισε τα βλέφαρά μου, ανάπαυσιν δεν εύρε το σώμα μου»
Γραφή: «…ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου»
Παπ.: «τον άρτον μου δεν έθεσα ποτέ επί τραπέζης»
«…ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου»
Παπ.: «Από τα φύλλα της εστάλαζε και έρρεε μάνα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι εκ πέτρας»
«…και εκ πέτρας μέλι εχόρτασεν αυτούς»
«Οι εκ πέτρας το μέλι θηλάσαντες» (ψάλλουμε για τους τρεις Ιεράρχες)
Παπ.: «εί τις έπταιε αν ήτο στείρα και άτεκνος;»
«Ιωακείμ και Άννα… Στείρα, άγονος η Άννα σήμερον» (ιδιόμ. του γεν.. της Θ.)
Παπ.: «Αφήκεν μικράν φωνήν ομοίαν με στεναγμόν»
«Μικράν φωνήν αφήκεν ο ληστής εν τω σταυρώ» (αντίφ. της Μ. Πέμ)
Προσοχή: η γλώσσα αυτή με την οποία η συναναστροφή του Π. είναι συνεχής και εσωτερικά συνεπής, αποκτά την αξία των πραγμάτων τα οποία κατονομάζει. Δεν είναι η επίσημη φορεσιά αλλά δίνει τον απόηχο μιας μακρινής επίσημης λαλιάς που είναι ακόμα ενεργή, καθώς μάλιστα φωτίζεται με την αποδοχή της θεόπνευστης προέλευσής της. Στα άξια χέρια του δημιουργού της απλοποιείται και ταυτίζεται με τη φυσική ανάπτυξη μιας λαϊκής γλώσσας. Έτσι ο συγγραφέας κατορθώνει να δημιουργήσει ύφος, δηλαδή προσωπική γραφή.
4.3. Η προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα
Αν όμως με τον δεύτερο αυτό αναβαθμό ο συγγραφέας βρίσκει τον καλύτερο δρόμο να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη του, τι χρειάζεται ο τρίτος αναβαθμός, η αυστηρότερη και επισημότερη καθαρεύουσα, για να αποδώσει ακριβέστερα την εμπειρία του;
[Από την περιγραφή του κήπου του Γιαννιού στη «Μαυρομαντηλού»]
«Τω όντι τα χόρτα και οι θάμνοι του περιβολίου δεν έπαυσαν να σχηματίζωσιν αύλακας, να είναι ποικιλόμορφα, αναλλοίωτα και ρευστά, να ορθώσι την χαίτην, να στηλώνωσι τα στέρνα, να φρίσωσι, να κροαίνωσι, να βρέμωσι, να ηχώσι, να πλαταγώσι, να κτυπώσι παν αντίτυπον σώμα. Και οι ζέφυροι προσέπαιζον κυλινδούμενοι εντός των, ως άτακτα παιδία, και ημιλλώντο τίς να αυλακώσει καλύτερον, τις να υπεγείρη υψηλότεροντα κυανά και πορφύρεα νώτα των, μετά φωσφορίζοντος σελαγισμού, μετ’ ακτινωτού αφρώδους στεφάνου. Και αύρα ποντιάς εθώπευε μαλθακώς την άσπιλον κυματίζουσαν οθόνην, προκαλούσα απείρους χαριέσσας, μυρμηκιζούσας παροδικάς ρυτίδας…»
Μια ποιητική παρά ρεαλιστική ταξινόμηση με διαρκή εναλλαγή των παραβολών: τα κηπευτικά παρομοιάζονται άλλοτε με άλογα, άλλοτε με κύματα και άλλοτε με «κυματίζουσαν οθόνην».
[«Όνειρο στο κύμα»]
«Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου. Ήθελεν την ζωήν της. Ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδίας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ’ ήτο ανακούφισις και αναψυχή».
Και μια περιγραφή από το 8ο κεφάλαιο της «Φόνισσας». Μας μεταφέρει τη φυσική ομορφιά του λόφου πάνω από τα μνημούρια:
«Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδος των Βαϊων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικόν πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδος γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει, ζητούνφαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύμματα, εις τον ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας».
[Ας προσέξουμε με πόση τέχνη ο συγγραφέας μας οδηγεί στην κορυφή του «πετρώδους λόφου» και από κει κατευθύνει τη ματιά μας «κάτω», η οποία αμέσως φεύγει για τα νησιά, πέρα στον ορίζοντα. Ας δούμε πώς η κίνηση επιταχύνεται από την επανάληψη των ισχυρών (ανοικτών) φωνηέντων «ου» και «α».]
Στο ίδιο κεφάλαιο η κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση:
«Το λάλον, ασίγητον κελάδημα των κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος, το περιστέφον όλην την δυτικήν κλιτύν καιανέρπον εις την κορυφήν του Αναργύρου, έως την Αετοφωλιάν επάνω».
Οι γλωσσολόγοι θα παρατηρούσαν εδώ τη θαυμάσια γλωσσική παρήχηση των υγρών «λ» και «ρ» που θερμαίνουν την περιγραφή και τη χρήση του τελικού «ν» της καθαρεύουσας «όλην την δυτικήν κλιτύν», «ανέρπον εις την κορυφήν», με το μεγάλο παρηχητικό όφελος, αλλά και την επανάληψη του συριστικού «σ» («ασίγητον, κοσσύφων, εις το δάσος το περιστέφον», που αποδίδει το συριγμό του δάσους.
Άρα οι επιλογές αυτές δεν έχουν αισθητική απλώς αξία. Παράγουν, όπως λέμε οι φιλόλογοι, νόημα. Έχουν ουσιαστική ύπαρξη. Ας δούμε πως παριστάνεται η στιγμιαία συναισθηματική αλλαγή της κυνηγημένης Φραγκογιανούς, που η Ανατολή τη βρίσκει κρυμμένη κάτω από μια δασύφυλλη γούρνα:
«Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωϊνή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ’ εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος»
Αν οι σπηλιές, οι βράχοι και τα βουνά εντείνουν το φόβο, το φώς του ήλιου έρχεται να τον διασκεδάσει…  Μια ακτίνα του ήλιου είναι ικανή να θερμάνει, πρόσκαιρα έστω, την τάλαινα ψυχή.
Σε πολλές, τέλος, περιπτώσεις -μιλάμε πάντα για την προσεγμένη χρήση της καθαρεύουσας- οι λυρικές εκφράσεις εμπεριέχουν φιλοσοφική σκέψη: Εδώ η γραία-Χαδούλα μιλάει για τον κόσμο και τις δυστυχίες του:
«Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηρίου να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονεί την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Όρθρου. Πώς ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλύτερον το ποίον ημπορούσαν να κάμουν –το να μη φέρουν, δηλαδή, άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς!... και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα».
Σε ένα άξιο λοιπόν συγγραφέα οι εκφραστικές επιλογές δεν είναι ποτέ α-νόητες. Δικό μας έργο να αναζητήσουμε το νόημα για να τις απολαύσουμε. Αλλιώς μένουμε στην επιφάνεια.
4.4. Η ποιητικότητα της γλώσσας
Αν όμως η παπαδιαμαντική γλώσσα, με τις επιλογές αυτές πετυχαίνει την ουσία, πώς κατακτά και την ποιητικότητα; Γιατί το χαρακτηριστικό αυτό έχει επίσης κατά κόρον αναδειχθεί. Ήδη από το 1911 ο Παλαμάς χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη «ποιητή με τον πεζό λόγο» που τραγουδά παρά ιστορεί τις αφηγήσεις του. «Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη –μας λέει ο Οδυσσέας Ελύτης- διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση, όπως ο αέρας τα λουλούδια σ’ έναν αγρό. Παράξενη ελευθερία». Αυτές οι νησίδες των παρομοιώσεων και των μεταφορών, κάποτε και οι απλές περιγραφές, οι απροσδόκητες εισβολές της δημοτικής «αρκούν για ν’ αποσπάσουν τη γλώσσα αυτή από την παγερότητα, να κυμματίσουν την επιφάνειά της μ’ έναν τρόπο που δεν έχει όμοιό του στα πεζογραφήματα της εποχής».
Η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού λόγου, για να φύγουμε από τη μεταφορική γλώσσα του Ελύτη, υπηρετεί επίσης την ουσία. Εντοπίζεται στην οργάνωση του περιεχομένου του, αλλά και στη γλωσσική του επιφάνεια, και είναι αποτέλεσμα αφηγηματικών τεχνικών, μεθόδων και εκφραστικών τρόπων. Ποιοι είναι οι τρόποι αυτοί;
«Είναι «οι σχοίνοι οι δακρύοντες αγριομαστίχην», «το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον», τα «ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα», το βλέφαρον του λόφου [που] κατήλθε και εκλείσθη», με τον ερχομό της νύχτας, «ο πέπλος της νυχτός, ο περιαργυρούμενος και διατμιζόμενος από το φέγγος της σελήνης», «η αμυδρά , γλυκεία απολαμπή των κανδηλίων». Και πιο κοντά στην εικονιστική αντίληψη: δύο βράχοι, που απ’ αυτούς «ο είς ίσταται υπερήφανος, ο άλλος κυρτός, γονυπετής, ως εν σχήματι μετανοίας». Οι Ζέφυροι που «προσέπαιζον κυλινδούμενοι ως άτακτα παιδία». Τα άστρα που «το εν μετά το άλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εις τον άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων»…
Είναι λοιπόν οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές, οι ασυνήθεις εικόνες, αλλά και οι απλές περιγραφές: Ο παπάς που κατέβαινε κάθε χρόνο από το μοναστήρι του ανήμερα των Φώτων για ν’ αγιάσει τα νερά, «με τους πτερυγίζοντες βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά και την κυμαινομένην γενειάδα». Η «θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού» Μοσχούλα. Η «μελαχρινή και μικρόσωμος καπετάνισσα, με την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και με κλώνας, , κ.λπ.
Είναι τα σύνθετα, που συναπαρτίζουν ένα από τα αλλεπάλληλα στρώματα της ιδιάζουσας μαγείας του ύφους: άλλοτε διαλεγμένα για ν’ αρμόσουν στην ανάγκη της στιγμής (λιναρόξανθοι, χρυσαυγίζουσα) και άλλοτε για τη σπανιότητά τους προτιμημένα (κυνέρωτες, νεοδρεπή), χωρίς να λείπουν και κάποιες συζεύξεις νεόκοπες με κριτήρια καθαρά ποιητικά (χνοώδη πάλλευκον χρώτα).
Είναι τα ρήματα που στοιχειοθετούν την ένταση της καταιγίδας στη «Γλυκοφιλούσα»:
Ο βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος…
Φρίσσει το κύμα…
Φρικιά πορφυρούς ο πόντος…
Ρυτιδούται η θάλασσα…
Αγριαίνει το πέλαγος…
Ωρύεται μανιωδώς η καταιγίς…
Ρήγνυται το κύμα…»
Αλλά και άλλοι τρόποι, όπως οι προσωνυμίες, συμβάλλουν στο ίδιο αποτέλεσμα: Μοσχούλα η αγαπημένη κοπέλα, Μοσχούλα η αγαπημένη κατσίκα. Το μικρό βοσκόπουλο σώζει την πρώτη από τον πνιγμό, ενώ πνίγεται η δεύτερη αβοήθητη. Κυνηγημένη η φόνισσα τρέχει στον κακοτράχαλο γκρεμό, το όνομά του οποίου είναι «Κακόρεμα». Η μικρή Ακριβούλα πνίγεται και με την απαράμιλλη τραγική ειρωνεία του ο συγγραφέας μας δείχνει πόσο ακριβή είναι η ζωή που αφαιρεί ο χάρος ο αχόρταγος, ενώ η γρια Λούκαινα (από το λατινικό lugeo = πενθώ;) επιστρέφει με την αβασταγή της «σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθη κι οι καημοί του κόσμου»). [ονόματα]. Είναι τυχαία όλα αυτά; Ασφαλώς όχι. Ο γνήσιος δημιουργός –είπαμε- επιλέγει. Και επιλέγει (ή επινοεί) έξυπνα με το ένστικτο που μόνο ένας ποιητής διαθέτει: με συνδυασμούς και σύμβολα που εντείνουν τον υπαινιγμό, εκείνο το υπέροχο κλείσιμο του ματιού, με το οποίο συνεννοείται με τρόπο άρρητο με τον αναγνώστη του.
Παράδειγμα
Επιτρέψτε μου μια ακόμη αποσπασματική αναφορά. Στο διήγημα «Το Καμίνι» συναντάμε μια από τις ποιητικότερες περιγραφές. Το Καμίνι είναι μια θαλασσινή σπηλιά, ένα «μέγα επιστεφές άντρον», μεσα στο οποίο
«εισπηδά το διαυγές αλμυρόν νάμα, πλήττει την μίαν πλευράν, πλήττει την άλλην, χορεύει, σκιρτά, και φαίνεται ως να ψάλλη με ιάμβους και αναπαίστους, εις Δώριον ήχον:
Η κάμινος, σωτήρ, εδροσίζετο,
Οι παίδες δε χορεύοντες έψαλλον:
Ο των πατέρων Θεός ευλογητός εί»
[Η προσωποποίηση του νερού έχει εκκλησιαστική προέλευση. Το υμνογραφικό «αλλόμενον ύδωρ» (Ιωάν. 4.14) και τα συνηθέστατα στην υμνογραφία ρήματα «σκιρτώ», χορεύω», «ψάλλω» πιστοποιούν την εκκλησιαστική επίδραση. Όμως η ποιητικότητα της εικόνας έγκειται, εκτός από την επαναδιαχείριση του υμνογραφικού λεκτικού, στη δομή του όλου σχήματος: Συγκεκριμένα παρατηρούμε δυο εικόνες: η μια μεταφορική: το νερό που χορεύει και σκιρτά και ψάλλει. Η άλλη κυριολεκτική: οι παίδες εν τη καμίνω. Η πρώτη εικόνα παράγει τη δεύτερη: το νερό ψάλλει τον ύμνο των τριών παίδων. Ταυτόχρονα η εικόνα αυτή εμπεριέχεται στη δεύτερη, αφού οι παίδες κάνουν ακριβώς το ίδιο που κάνει και το νερό: κλεισμένοι κι εκείνοι σ’ ένα καμίνι χορεύουν και ψάλλουν.
Εγκιβωτισμός ευρηματικός και πρωτότυπος, θα λέγαμε. Αλλά γιατί η συγκεκριμένη επιλογή; Ο Παπαδιαμάντης, παρατηρεί στη διατριβή του ο Άγγελος Μαντάς (Ο τροπικός Παπαδιαμάντης, Αθήμα 1994), μας καλεί θεατές σε μια παλινδρομική κίνηση ανάμεσα σε δυο εικόνες. Η πρώτη γεννάει τη δεύτερη. Όμως ως έμπνευση η δεύτερη γεννάει την πρώτη. Η πρώτη είναι δημιούργημα του συγγραφέα, η δεύτερη προϊόν της εκκλησιαστικής του παιδείας. Άρα οι δύο χώροι αλληλοπεριέχονται. Η έμπνευση του Παπαδιαμάντη καθορίζεται από την εκκλησιαστική του παιδεία. Αλλά η τελευταία γίνεται τέχνη με την έμπνευση του συγγραφέα Η αμοιβαιότητα αυτή και η πολλαπλά συμβολική διαπλοκή μπορεί να θεωρηθεί καταστατική για την όλη σχέση της παπαδιαμαντικής τέχνης προς την εκκλησιαστική παράδοση].
5. Το προσωπικό ύφος – ο λυρισμός
Όλα όσα αναφέραμε συντείνουν στο ότι ο Παπαδιαμάντης έχει τον απόλυτο έλεγχο της γλώσσας και έχει διαμορφώσει ένα ύφος εντελώς προσωπικό. Η ελληνική γλώσσα ολόκληρη –κι εδώ θα πρέπει να συμφωνήσουμε ξανά με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο- κείτεται παραδομένη στα χέρια του και οποιαδήποτε λέξη της –πάντα η καταλληλότερη- βρίσκεται έτοιμη να παρουσιαστεί μπροστά του, μόλις εκείνος το ζητήσει, και να τρέξει απ’ οσοδήποτε μακριά, μόλις αυτός της κάνει νόημα ή χρειαστεί να αποτελειώσει μια σκαλωμένη φράση του, μια παράγραφο, μια καίρια περιγραφή.
[Στο ερώτημα κατά πόσο είναι κατανοητή σήμερα αυτή η γλώσσα θα απαντούσα προεξαγγελτικά ότι και η γλώσσα του Σαίξπηρ και του Δάντη δεν ομιλείται πλέον και η κατανόησή της απαιτεί προσπάθεια. Αλλά οι Άγγλοι και οι Ιταλοί δεν την αποκαλούν νεκρή…Την σέβονται ως μητέρα. Και την απολαμβάνουν με ελάχιστη προσπάθεια, πλουτίζοντας τη σύγχρονη γλώσσα από τους θησαυρούς της παλαιάς. Γιατί –το γνωρίζουμε- η γλώσσα κάθε λαού είναι ποτάμι που ρέει διαρκώς και συναποκομίζει στη ροή του πολύτιμα στοιχεία του παρελθόντος. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι, νομίζω, κατανοητή στον σημερινό αναγνώστη, απαιτεί όμως, όπως κάθε αξιόλογη τέχνη, μια αναγκαία εξοικείωση].
Γλώσσα λοιπόν επιβλητική, δωρική, τελετουργική, αλλά και απείθαρχη, ασυνεπής, αιρετική, που δίνει την εντύπωση του τυχαίου και του ατημέλητου, του αφρόντιστου… Με άλλα λόγια, μια προσωπική και γι’ αυτό διαχρονική γλώσσα. Υπεράνω προσδιορισμών. Ανεπανάληπτη, όπως του Καβάφη. Χωρίς προγόνους και χωρίς επιγόνους. Γλώσσα συγκλονιστική στην απλότητα, στο λυρισμό, στην ποικιλία και στην ελληνικότητά της. Στην ευαισθησία και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί:
«Μεθυστικόν άρωμα ανήρχετο από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται των αμπέλων έθαλλον με αγραμπελιά και με αιγοκλήματα και με ακανθώδεις θάμνους, τινές των αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου από μυριάδες παπαρούνας»
[«Θέρος – έρος]
Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κι εφαίνετο να είναι είκοσιν ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της Ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώσει τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανηφόρον θέρος-έρος.
Λυρικά χωρία και γλώσσα θησαυρισμένη από απανωτά στρώματα παιδείας, από τον Όμηρο και τους αρχαίους, τα ιερά γράμματα, τους πατέρες και τους Υμνογράφους της εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι, τους ευρωπαίους κλασικούς, αλλά και τη γλώσσα του αθηναϊκού όχλου. Γλώσσα που επιλέγει κάθε φορά την καταλληλότερη λέξη, π.χ. το ιδιαίτερο εκείνο επίθετο που αποδίδει στο ουσιαστικό μια παροδική ιδιότητα («και αύρα ποντιάς εθώπευε μαλθακώς την άσπιλον κυμματίζουσαν οθόνην, προκαλούσα απείρους χαριέσσας παροδικάς ρυτίδας») ή προσδιορίζει αντίθετα το ουσιαστικό με τη μόνιμη ιδιότητα η οποία το διακρίνει από τα άλλα ομοειδή («Το δρεπανοφόρον θέρος, αι κατάπυκνοι σελίδες του καταστίχου, η βασιλική δρυς»). Γλώσσα που με τη βαθιά γνώση και χρήση του φυσικού λαϊκού προφορικού λόγου , εκτός από τη μαγεία της, υπηρετεί την ακριβολογία και την αληθοφάνεια.
«Πότε ο άνθρωπος αυτός –διερωτάται ο Λορεντζάτος- πρόλαβε να αφομοιώσει με τρόπο τόσο θαυμαστό το θησαυρό αυτό της ελληνικής γλώσσας, που βγαίνει από μέσα του αβίαστα χωνεμένος, πανέτοιμος να αντιμετωπίσει όλες, και τις παραμικρότερες ακόμη και τις πιο τιποτένιες ανάγκες μιας ζωντανής γραφής»;  Διαβάζεις τον Παπαδιαμάντη και νιώθεις την ελληνική γλώσσα να φουσκώνει, όπως η θάλασσα και να σου τραγουδάει τα άρρητα, να σου μολογάει τ’ ανομολόγητα, να σου ξεσκεπάζει τ’ αμπαρωμένα.  Κανένας δεν κατορθώνει να μας διαβρώσει με τόση αλήθεια κι αυτό σε μια κλίμακα τόσο ταπεινή.
Εκείνο το οποίο, εν τέλει, χαρακτηρίζει τη γλωσσα του μεγάλου δημιουργού είναι ένα κράμα συμβολισμού, ρεαλισμού, ακόμα και υπερρεαλισμού που έλκει, κατά τη γνώμη μου, την καταγωγή του από την πλήρη αφομοίωση της ορθόδοξης υμνογραφίας και της μαθητείας του στους κλασικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Από «Το μυρολόγι» πάλι αποσπώ:
«Κ’ η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζει και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της. Το μυρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασε εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την γλώσσαν των φωκών…»
Να κατάγεται ο υπερρεαλισμός αυτός από το υπέρλογο και υπερβατικό της χριστιανικής πίστης; Να αντλούνται από την ίδια πηγή και τα σύμβολά του, όπως η αμαρτία και ο λευκός εξαγνισμός του μπαρμπα-Γιαννιού, που βρίσκει το θάνατο, αντί τη χαρά του έρωτα, στο «Έρωτας στα χιόνια»;
«Και το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθεί. Και αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει ο σύζυγος της Πολυλογούς  θα έβλεπε τον άνθρωπο να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός, ούτε κανείς άλλος. Και επάνω εις την χιόνα έπεσεν χιών. Και η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Και ο μπάρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρασταθή γυμνός και τεραχηλισμένος  αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου».
Ας αφήσουμε όμως τον ήρωα στο λευκό αιώνιο ύπνο του, ας μείνουμε με τη μικρή αυτή –αποσπασματική κατ’ ανάγκην- γεύση του παπαδιαμαντικού ύφους και ας περάσουμε σε κάποια σύντομα συμπεράσματα.
Επιλογικά και συμπερασματικά
Κυρίες και κύριοι,
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ανήκει στην ανεκτίμητη παράδοσή μας. Και είναι παρήγορη διαπίστωση σήμερα ότι όσο περνάει ο καιρός ο Παπαδιαμάντης ανεβαίνει ψηλότερα στο λογοτεχνικό στερέωμα. Όλοι σήμερα συμφωνούν με το μεγαλείο της τέχνης του. Το όνομα του Παπαδιαμάντη τοποθετείται –δίκαια- δίπλα σε μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας διηγηματογραφίας. Ο παπαδιαμαντικός ρεαλισμός, η πολυπρόσωπη γλώσσα, ο ακέραιος και ολοκληρωμένος κόσμος που βρίσκεται στη βάση της τέχνης αυτής (εννοώ την ορθόδοξη παράδοση), είναι ζητήματα που επανεξετάζονται διαρκώς. Επιτέλους το έθνος μας πρέπει να μάθε να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές.
Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν της μικρής κοινότητας, η οποία ζει στο ρυθμό του λειτουργικού έτους και διαρκώς συνάζεται σε ναούς και ναϊσκους για να εορτάσει και να πανηγυρίσει, ο Παπαδιαμάντης ο προδρομικά πολέμιος των θρησκευτικών οργανώσεων, που δεν απαξιώνει το σώμα και τις αισθήσεις του, ο υμνωδός της πλάσης, ο φιλομόναχος, ο ψάλτης και λάτρης της βυζαντινής μουσικής,  με το μπαστουνάκι και το τριμμένο πανωφόρι του που έδειχνε την πολυτέλεια ενός ζητιάνου, εξελίσσεται και αναδεικνύεται, με βάση και τη γλώσσα του, σε έναν μεγάλο ποιητή-συγγραφέα. Για να τον απολαμβάνουν όλες οι γενιές των ανθρώπων. Για να τον μνημονεύουμε όλοι όπου και όταν μας βρίσκει το κακό. «Δεν είμαι «Άγιος» ούτε θρησκόληπτος –μας λέει με το έργο του. Είμαι απλώς ένας θρησκευόμενος άνθρωπος, ένας διαφορετικός χριστιανός –αν είμαι-  από τους χριστιανούς εκείνους για τους οποίους ο Χριστός γεννήθηκε μια φορά, κάποτε σε κάποιο σπήλαιο. Γιατί ο Χριστός της αγάπης γεννιέται μέσα μου κάθε στιγμή».
Αυτός ο Παπαδιαμάντης είναι ο δικός μας Ντοστογιέφσκι. Που έδωσε στη θάλασσα την αύρα της τη δροσερή, στο τριαντάφυλλο το άρωμά του, στο αηδόνι το τραγούδι του. Και είναι, νομίζω, ό,τι χρειαζόμαστε σήμερα, απέναντι στην αλαζονεία και στην ανηθικότητα των ισχυρών, όταν με τα λόγια του άλλου μεγάλου μας, του Γιώργου Σεφέρη, ικετεύουμε: «Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό. Την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια. Το στέγνωμα της αγάπης. Κύριε, βοήθα να τα ξεριζώσουμε…».
Ο Παπαδιαμάντης είναι εκείνος που με το έργο του μας δείχνει έναν άλλο, πιο ουσιαστικό, δρόμο από κείνον που ακολουθήσαμε, μας οδηγεί σε πηγές αυθεντικές, δροσερές και καθαρές, μας προσανατολίζει σε σχέσεις ανθρωπιάς και απλότητας, μακριά από το δόλο και την ιδιοτέλεια των καιρών, και είναι εκείνος που για την ελληνική γλώσσα, αυτή την πολύτυπη, την μακραίωνη γλώσσα των Θεών, δικαιούται και θα μπορούσε άφοβα να επαναλάβει τα λόγια του προφήτη Ιεζεκιήλ: Και έφαγον αυτήν και εγένετο εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκάζον.
Ηράκλειο, 8. 2. 2012.

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος "Ο ξεπεσμένος δερβίσης"

¨

Πηγή http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/show.html?id=269

Ο ΞΕΠΕΣΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ

Δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα σταλαγμοί.
Ὅμοιοι μὲ τὸ μονότονον βῆμα τοῦ ἀγρύπνου ναύτου φρουροῦ εἰς τὴν κουβέρταν. Πλέει εἰς μαῦρα πέλαγα καὶ βλέπει οὐρανὸν καὶ θάλασσαν ἀγρίως χορεύουσαν, καὶ τυλιγμένος εἰς τὴν καπόταν του διασχίζει ἀκαριαίως τὸ σκότος μὲ τὴν ἐξανάπτουσαν καὶ ὑποσβήνουσαν λαμπυρίδα τοῦ τσιγάρου του.
Οἱ πετεινοὶ δὲν εἶχαν λαλήσει τὸ τρίτον λάλημα. Ἴσως εἶχαν τρομάξει ἀπὸ τὴν βαθεῖαν, θρηνώδη φωνὴν τοῦ σαλεπτσῆ, ὅστις εἶχεν ἀρχίσει τὸ φθινόπωρον, νύκτα βαθιά, νὰ κράζῃ. Ἦτο ὡς κρωγμὸς ἀγνώστου ὀρνέου, τὸ ὁποῖον εἶχε χάσει τὸν ἀέρα του, καὶ εἶχεν ἐνσκήψει μέσα εἰς τὴν πόλιν, κ' ἐζήτει ἁρπάγματα νὰ σπαράξη.
− Ζεστό! Βράζει!…
Ἔβραζεν, ἔβραζε, νύκτα βαθιά. Ζεστὸν τὸ σαλέπι, πολὺ ζεστότερον τὸ στρῶμα. Μόνον ἡ φωνὴ τοῦ σαλεπτσῆ ἐτρόμαζε τοὺς πετεινούς.
Εἶχε βρέξει ὀλίγον, εἶτα ᾐθρίασε. Σταλαγμοί, σταλαγμοὶ ἔπεφταν ἀργὰ−ἀργά, ἀπὸ τὴν ὑδρορρόην ἐντὸς τῆς αὐλῆς.

− Ἔ! καὶ ποῦ, σ' αὐτὸν τὸν κόσμο;
Ἡ ἐπιφώνησις ἠκούσθη εἰς τὸ σκότος ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ σαλεπτσῆ.
Τὸ παράθυρον ἔτριξε, κράκ! ἀπὸ τὸ χαμηλὸν δωμάτιον τὸ βλέπον πρὸς τὸν δρόμον. Ἄνθρωπος προέκυψε τυλιγμένος μὲ σάλι. Ἔτεινε μέγαν κύαθον πρὸς τὸν σαλεπτσήν, ἀλλ' οὗτος ἠργοπόρει.
Ὁ ἄνθρωπος ἔκυψε νὰ ἰδῇ.
Ὑψηλὴ μορφή, μὲ λευκὸν σαρίκι, μὲ μαύρην χλαῖναν καὶ χιτῶνα χρωματιστόν, εἶχε σταθῆ ἐνώπιον τοῦ σαλεπτσῆ.
− Ποῦ, σ' αὐτὸν τὸν κόσμο;
− Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ.
− Ἄσκ ὀλσούν… ὑπεψιθύρισεν ὁ σαλεπτσής.
Δὲν εἶχε γνωρίσει τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἔνδυμα. Κάθε ἄλλος θὰ τὸν ἐξελάμβανεν ὡς φάντασμα. Ἀλλ' αὐτὸς δὲν ἐπτοήθη. Ἦτο ἀπ' ἐκεῖνα τὰ χώματα.

Εἶχεν ἀναφανῆ. Πότε; Πρὸ ἡμερῶν, πρὸ ἑβδομάδων. Πόθεν; Ἀπὸ τὴν Ρούμελην, ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ἀπὸ τὴν Σταμπούλ. Πῶς; Ἐκ ποίας ἀφορμῆς; Ποῖος;
Ἦτον Δερβίσης; Ἦτον βεκτασής, χόντζας, ἰμάμης; Ἦτον οὐλεμάς, διαβασμένος; Ὑψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, ἄγριος. Μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὸν τσουμπέν του, μὲ τὸν δουλαμάν του.
Ἦτο εἰς εὔνοιαν, εἰς δυσμένειαν; Εἶχεν ἀκμάσει, εἶχεν ἐκπέσει, εἶχεν ἐξορισθῇ; Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει.
Ἐκείνην τὴν βραδιὰν τὸν εἶχε προσκαλέσει μία παρέα. Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ φίλοι ἀχώριστοι. Ἀγαποῦσαν τὴν ζωήν, τὰ νιᾶτα. Ὁ ἕνας ἀπ' αὐτοὺς ἔβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οἱ ἄλλοι ἔτρωγαν.
Ἦτον λοταρτζὴς κ' ἐκέρδιζε δέκα ἢ δεκαπέντε δραχμὰς τὴν ἡμέραν. Τί νὰ τὰς κάμῃ; Τοὺς ἔβαλλε γιουβέτσι καὶ τοὺς ἐφίλευε. Ἦσαν λοτοφάγοι, μὲ ὀμικρὸν καὶ μὲ ὠμέγα.
Ἀγαποῦσαν τὰ τραγούδια, τὰ ὄργανα. Ὁ Δερβίσης δὲν ἔπινε κρασί, ἔπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ἦσαν κι αὐτοί. Τοῦ εἶπαν νὰ τραγουδήσῃ. Ἐτραγούδησε. Τοῦ εἶπαν νὰ παίξῃ τὸ νάϊ. Ἔπαιξε.
Δὲν τοὺς ἤρεσε. Ὤ, αὐτὸς δὲν ἦτον ἀμανές.
Δὲν ἦτον, ὅπως τὸν ἤξευραν αὐτοί. Ἀλλ' ὁ Δερβίσης τοὺς ἔλεγε τὸν καθ' αὑτὸ ἀμανέν.

Ἐπανῆλθεν εἰς τὸ καφενεῖον. Τὸ καφενεῖον ἀντικρὺ τοῦ Θησείου. Ἡ ταβέρνα δίπλα εἰς τὸ καφενεῖον. Καὶ τὰ δύο ἀντικρὺ τοῦ παλαιοῦ σταθμοῦ Α. Π. Παραπέρα ἀπὸ τὸ καφενεῖον, ἡ σῆραγξ ἐσκάπτετο, εἶχε σκαφῆ.
Φθινόπωρον τῆς χρονιᾶς ἐκείνης.
Ὁ Δερβίσης ἐκάθητο ἐκεῖ κ' ἔπινε μαστίχαν, ὅποιος τὸν ἐκερνοῦσε. Μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὰ κατσαρὰ ψαρὰ γένεια του, μὲ τὸ τσιμπούκι του. Ἄνω τῶν 50 ἐτῶν ἡλικίας.

Ἐκεῖ διενυκτέρευεν ἀπὸ ἡμερῶν. Ἄστεγος, ἀνέστιος, φερέοικος. Τὸ μικρὸν καφενεῖον εἶχε τὴν ἄδειαν νὰ μένῃ ἀνοικτὸν ὅλην τὴν νύκτα.
Ἤρχοντο ἀπὸ τοὺς τζόγους, ἀπὸ τὰ θέατρα, θαμῶνες. Ἤρχοντο ἀπὸ τὸ λαχανοπάζαρον. Ἔπιναν ρούμι καὶ φασκόμηλον.
Ὁ Δερβίσης ἔπαιζε κάποτε τὸ νάϊ. Ὁ κλήτωρ ὁ ἀστυνομικὸς διεσκέδαζεν. Ἀγαποῦσε ν' ἀκούῃ.
Καλὸς ἄνθρωπος. Πρὸ ἐτῶν, ὅταν πρωτοδιωρίσθη, ἦτον γεμάτος ζῆλον.
Ἅμα εἶδε καυγάν, ἔτρεξεν ἀμέσως νὰ τοὺς χωρίσῃ. Εἷς παλαιὸς συνάδελφός του τὸν ᾤκτειρεν.
− Ὅταν βλέπῃς καυγά, νὰ τρέχῃς ἀπὸ τὸ πλαγινὸ σοκάκι, ν' ἀργοπορῇς, ὥς ποὺ νὰ περάσῃ ἡ φούρια, καὶ τότε νὰ παρουσιάζεσαι.
Καὶ ἄλλην συμβουλὴν τοῦ ἔδωκε:
− Στὸν καυγά, πάντοτε νὰ βλέπῃς ποιὸς εἶναι δυνατώτερος καὶ νὰ φυλάγεσαι. Νὰ μαλώνῃς τὸν πιὸ ἀδύνατον, νὰ τοῦ τραβᾷς κ' ἕνα χαστούκι, καὶ νὰ ἐπαναφέρῃς τὴν τάξιν. Ἔτσι θὰ βγαίνῃς λάδι.
Καὶ ἀκόμη:
− Κάθε καινούργιος ἀνώτερος ποὺ διορίζεται τὴν πρώτη μέρα εἶναι γεμᾶτος αὐστηρότητα. Τὸ κάνει γιὰ νὰ τοὺς πάρῃ τὸν ἀέρα. Τὴν δεύτερη μέρα κρυώνει, καὶ τὴν τρίτη μέρα παραδίνεται. Ἐσὺ νὰ συμμορφώνεσαι σύμφωνα μὲ τὸν προϊστάμενον, καὶ νὰ παραπανίζῃς μάλιστα, αὐτὲς τὲς τρεῖς μέρες.
Πολύτιμοι ὑποθῆκαι.

Τὰς ἡμέρας ἐκείνας εἶχε διορισθῆ νέος ἀστυνόμος.
Διὰ νὰ δείξῃ τὸν ζῆλόν του, διέταξε νὰ κλείσῃ τὸ καφενεῖον, τὴν νύκτα ἐκείνην.
Αὔριον ἢ μεθαύριον θὰ ἐπέτρεπε πάλιν νὰ μένῃ ἀνοικτόν. Ἀλλ' ἡ νὺξ ἐκείνη εἶχε πέσει εἰς τὸν λαχνόν, ἦτο πεπρωμένη νύξ.
Ὁ καλὸς κλήτωρ, ἐνθυμεῖτο τὰς συμβουλὰς τοῦ συναδέλφου του. Ἀνάγκη νὰ βιάσῃ τὸν καφετζὴν νὰ κλείσῃ. Δὲν ἐπετράπη εἰς τὸν βοηθὸν νὰ μείνῃ ἐντός, διὰ νὰ μὴ σηκωθῇ καὶ ἀνοίξῃ εἰς ὅσους ἦτο πιθανὸν νὰ ἔλθουν νὰ κρούσωσι τὴν θύραν. Δὲν ἐπετράπη εἰς τὸν Δερβίσην, τὸν ἀνέστιον, τὸν πλάνητα, νὰ μείνῃ, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι ἔπαιζε τὸ νάϊ, κ' ἐμάζωνε κόσμον, καὶ δὲν ἄφηνε τοὺς γείτονας νὰ κοιμηθοῦν. Ὁ Δερβίσης μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὸν τσουμπέν του, μὲ τὸν δουλαμάν του, ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι του, τὸ νάϊ του, κ' ἔφυγε.
Ποῦ νὰ ὑπάγῃ;
Ἔκαμεν ὀλίγα βήματα ἀσκόπως, πέριξ τοῦ καφενείου.
Παρέκει ἦτο ἡ σῆραγξ. Ἐσκάπτετο, ἦτο σκαμμένη.
Ἔκαμνε ψύχραν, νυκτερινὸν ἀπόγειον. Μία μετὰ τὰ μεσάνυκτα.
Ὁ κλήτωρ ὁ σκοπὸς περιεφέρετο ὑποκάτω εἰς τὸ κιόσκι, τὸ τσιγκοσκεπές, τῶν ἐκεῖ μαγαζείων.
Ὁ Δερβίσης ὁ πλάνης κατῆλθεν εἰς τὸ βάθος τῆς σήραγγος. Ἴσως ἤλπιζε νὰ εὕρῃ περισσότερον ἀπάγκειο ἐκεῖ.
Ἐκάθισεν, ἀκούμβησεν.
Ἐσκέπτετο τὸ ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἄσκ ὀλσοὺν τσιβιρινέκ. Χαρὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ ξέρει νὰ τὸν γυρίζῃ, τὸν κόσμον αὐτόν.

Παρῆλθεν ὥρα. Ὁ κλήτωρ, ὅστις ἐπεριπάτει ἐκεῖ τριγύρω, ἐσκέπτετο τί νὰ εἶχε γίνει ὁ Δερβίσης, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ νὰ καταβαίνῃ εἰς τὴν σήραγγα.
Ποῦ νὰ εἶναι;
Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν τὴν ἄφωνον ἀπήντησε φωνή, ἦχος, μέλος γλυκύ.
Ὁ ξένος μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκαθῆτο κ' ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἔβγαλε τὸ νάϊ του καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ τὸν τυχόντα ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ' ἐπιφορὰν εἰς τὴν μνήμην.
Νάϊ, νάϊ, γλυκύ.
Νάζι − κατὰ ἓν ζῆτα ἐλαττοῦται.
Αὔρα, οὐρανός, ᾆσμα γλυκερόν, μελιχρόν, ἁβρόν, μεθυστικόν.
Νάϊ, νάϊ.
Κατὰ δύο κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός[1].
Τὸ Ναὶ τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πρᾷον, τὸ Ναὶ τὸ φιλάνθρωπον.
Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέως ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.
Τὰ βαρέα τείχη καὶ οἱ ὀγκώδεις κίονες τοῦ Θησείου, ἡ στέγη ἡ μεγαλοβριθής, δὲν ἐξεπλάγησαν πρὸς τὴν φωνήν, πρὸς τὸ μέλος ἐκεῖνο. Τὴν ἐνθυμοῦντο, τὴν ἀνεγνώριζον. Καὶ ἄλλοτε τὴν εἶχον ἀκούσει. Καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῆς δουλείας καὶ εἰς τοὺς χρόνους τῆς ἀκμῆς.
Ἡ μουσικὴ ἐκείνη δὲν ἦτο τόσον βάρβαρος, ὅσον ὑποτίθεται ὅτι εἶναι τὰ ἀσιατικὰ φῦλα. Εἶχε στενὴν συγγένειαν μὲ τὰς ἀρχαίας ἁρμονίας, τὰς φρυγιστὶ καὶ λυδιστί.

Ἔφυγαν αἱ βαθεῖα ὧραι, καὶ νὺξ ἦτο ἀκόμη, πεπρωμένη νύξ.
Ἀκόμη ἥπλωνεν αὕτη τὰ σκότη της, καὶ ὁ σαλεπτσὴς ἔκρωζε διὰ νὰ πωλήσῃ τὸ ἐμπόρευμά του, καὶ οἱ πετεινοὶ ἐζάρωναν εἰς τὸν ὀρνιθῶνα. Τὸ μικρὸν παράθυρον ἔτριζε, καὶ ὁ σαλεπτσὴς ἐξηκολούθει τουρκιστὶ τὸν διάλογόν του μὲ τὸν Δερβίσην, τὸν ἄστεγον, τὸν ὑπερόριον.
Πρὸ ὥρας ἤδη εἶχε σιγήσει τὸ ᾆσμα τὸ μυστηριῶδες καὶ μελιχρόν, τὸ νάϊ εἶχε πέσει ἀπὸ τὴν χεῖρα. Ὁ οὐρανός, συννεφώδης, εἶχεν ἀρχίσει νὰ βρέχῃ, ἔβρεξεν ἐπ' ὀλίγα λεπτά, εἶτα ἔπαυσεν. Ὁ κλήτωρ εἶχε γίνει ἄφαντος. Αἱμωδιασμένος, βρεγμένος, κρυωμένος, ὁ Δερβίσης ἀνέβη εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον.
Ἐπῆρεν ἕνα δρομίσκον, κατέμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων. Δρομίσκον τὸν ὁποῖον ἡ σεβαστὴ ἐπιτροπὴ εἶχεν ὀνοματίσει, δηλαδὴ εἶχε γράψει ἐπὶ πινακίδος ὅτι εἶναι ὁδὸς Λεπενιώτου.
Ὁ ἴδιος ὁ Λεπενιώτης ὁ λεοντόκαρδος, ὅσον καὶ ἂν ἔτρεφε φιλέκδικον πάθος διὰ τὸν φόνον τοῦ μεγάλου ἥρωος, τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀνίσως τὸ πνεῦμά του περιεφοίτα ἐκεῖ, καὶ ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τὸν ἄμοιρον Δερβίσην, διωγμένον, ἐξωρισμένον, ἀνέστιον, ριγοῦντα ἀνὰ τὴν στενωπόν, ἕρποντα ἀναμέσον δύο σειρῶν παλαιῶν οἰκίσκων, θὰ τὸν ἐσπλαγχνίζετο.
Καὶ ὁ σαλεπτσὴς τὸν ἐλυπήθη, καὶ ἀντὶ πενταλέπτου τοῦ ἔδωκε νὰ πίῃ σαλέπι διπλοῦν, μισὸ κουλούρι νὰ βουτήξῃ, καὶ ἄφησε τὸν γείτονα μὲ τὸ σάλι, τὸν σηκωθέντα πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὴν ζεστὴν κλίνην, νὰ κρυώνῃ περιμένων εἰς τὸ μικρὸν παράθυρον.
− Ἔλα, σαλεπτσή, ποὺ νὰ πάρῃ…
− Μποὺ ντουνιά

Τὴν πρωίαν ἐκείνην ἔπιεν ὁ Δερβίσης σαλέπι, ἔφαγε καὶ κουλούρι. Ὅλην τὴν ἡμέραν τὸν ἔπαιρνεν ὁ ὕπνος ὅπου ἐτύχαινε νὰ καθίσῃ.
Τὰς ἄλλας ἡμέρας, ἐξενυχτοῦσεν ἀκόμη εἰς τὸ ὁλονύκτιον καφενεῖον, διὰ τὸ ὁποῖον εἶχε περάσει ἡ πεπρωμένη νύξ. Ἔπινε μαστίχαν κ' ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του. Πότε−πότε ἔπαιζεν ἀκόμη τὸ νάϊ.
Ὕστερον, μετ' ὀλίγας ἡμέρας, ἔγινεν ἄφαντος καὶ δὲν τὸν εἶδε πλέον κανείς. Ζῇ, ἀπέθανε, περιπλανᾶται εἰς ἄλλα μέρη, ἀνεκλήθη ἀπὸ τῆς ἐξορίας, ἐπανέκαμψεν εἰς τὸν τόπον του;
Κανεὶς δὲν ἠξεύρει.
Ἴσως τὴν ὥραν ταύτην ν' ἀνέκτησε τὴν εὔνοιαν τοῦ ἰσχυροῦ Παδισάχ, ἴσως νὰ εἶναι μέγας καὶ πολὺς μεταξὺ τῶν Οὐλεμάδων τῆς Σταμπούλ, ἴσως νὰ διαπρέπῃ ὡς ἰμάμης εἰς κανὲν ἐξακουστὸν τζαμίον.
Ἴσως νὰ εἶναι εὐνοούμενος τοῦ Χαλίφη, ἀρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.
Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ.
(1896)

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Κείμενα για τον Παπαδιαμάντη





1. Γράφει ο Κώστας Βάρναλης...


«Όταν τις νύχτες του χειμώνα στην τρώγλη του και τα πρωινά του καλοκαιριού κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής έδενε τα χέρια του απάνου στην κοιλιά του κ’ έγερνε το κεφάλι του στον αριστερό του τον ώμο ο “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι αναπολούσε τα περασμένα της “αμαρτωλής” ζωής του, τι μεγάλες τύψεις και τι πόθοι εξιλασμού ταράζανε τον εσωτερικό του κόσμο! Και ποια ήταν τα “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευή θα έφαγε ψάρι (“επτωμοφάγησεν”, όπως θα έλεγε ο ίδιος), κάποιο πρωί του Αυγούστου θα μπήκε μ’ άλλα παιδιά σε ξένο αμπέλι κι έκλεψε σταφύλια, ή όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, ο οφθαλμός του εσκανδαλίσθη κ’ η καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας άξαφνα τη γειτονοπούλα μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια και γυμνό λαιμό να κάνει μπουγάδα στην αυλή της. Και όταν μεγάλωσε κι αφιερώθηκε στο Θεό και στην Τέχνη, δεν μπόρεσε να νικήσει μέσα του την αγάπη του κρασιού. Θανάσιμον αμάρτημα!…Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να. όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλκέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε…Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε!

Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα…Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλ’ ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κ’ είδε την κοπέλα να..γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του, Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πηγ’ επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.

- Η έντιμος πενία του ποιητή, κυρ Αλέξανδρου: «Κοσμοκαλόγερος», έζησε φτωχός και καρτερικός, αγάπησε τους φτωχούς και κατατρεγμένους, πνεύμα Θεού φυσούσε (στα έργα του), γεννούσε κι ανάσταινε. Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο περισσότερο “άνθρωπος” απ’ όλους τους ομοτέχνους του: χαρακτήρας ανυπόκριτος και ατόφιος, άσπιλος και παρθενικός, στη ζωή του δεν έπαιξε κανένα ρόλο, δεν ήταν θεατρίνος, δεν ανέβηκε ποτέ στη σκηνή μεταμφιεσμένος. Έμεινε στα παρασκήνια με τα παλιά του τα ρούχα και με την φτώχεια του κρυμμένος από τους ανθρώπους. Σ’ ένα γράμμα γράφει στον πατέρα του: “Εμείς δεν είμεθα συνιθησμένοι με τα πολλά…Ας μείνουμεν εις την έντιμον πενίαν μας, δια να μας βοηθεί ο Θεός”!

Ο Παπαδιαμάντης είναι η μεγαλύτερη δόξα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Κι όσο περνούνε τα χρόνια, τόσο η δόξα αυτή θα στερεώνεται περισσότερο. Ρωτήσανε κάποτες τον αριστοτέχνη του στίχου Μιλτιάδη Μαλακάση: “Ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Ελλάδας;”, “Ο Παπαδιαμάντης!, απάντησε χωρίς δισταγμό”. Όχι γιατί ο Παπαδιαμάντης έγραψε τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα (γιατί έγραψε και ποιήματα), αλλά γιατί η πεζογραφία του περιέχει περισσότερη ποιητική ουσία από τα περισσότερα νεοελληνικά έμμετρα έργα. (Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά, εκδ. Κέδρος).




2. Ελύτης Οδυσσέας, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη


«Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση όπως ο αέρας τα λουλούδια σ' έναν αγρό. Παράξενη ελευθερία που η συμβατική αντίληψη για τη σύνταξη του άλλου Σκιαθίτη [δηλ. του Μωραϊτίδη] δεν της επιτρέπει ν' απλωθεί. Αυτές οι νησίδες των παρομοιώσεων και των μεταφορών που αφθονούν στα κείμενα του πρώτου, χωρίς ποτέ να τα μεταβάλλουν σε πεζοτράγουδα, κάποτε και οι απλές περιγραφές, με μια μόνον, ίσως, ανάμεσά τους ανορθοδοξία (που κι αυτήν είναι δύσκολο να την εντοπίσεις με την πρώτη ματιά), τέλος μερικές, κατά μέρη άνισα, εισβολές της δημοτικής, απροσδόκητες, αρκούν, για ν' αποσπάσουν τη γλώσσα αυτή απ' την παγερότητα και να κυματίσουν την επιφάνειά της μ' έναν τρόπο που δεν έχει τον όμοιό του στα πεζογραφήματα της εποχής.» (Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1996)




3. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ένας μποέμ κοσμοκαλόγερος


Το Βήμα Κοινωνία

100 χρόνια από τον θάνατο και 160 από τη γέννηση του Αλέξανδρου ΠαπαδιαμάντηΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 03/01/2011, 09:44

Μπασκόζος, Ι. Ν.


O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Έζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ένας έλληνας μποέμ.

Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ήταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Άγιον Όρος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.


Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών

Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.

Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Όσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...

Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο, με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.

Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.

Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Έζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.


Η διαμάχη για το έργο του

Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Άγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.




4. Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί

3.jpg


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα


Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ “η περιέργεια του Κοινού”.

Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. ”Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.

Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.

Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:

-Nous excitons la curiosité du public.


Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περίεργειά” του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.

-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.

Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων.

(…)

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933





5. Σαράντος Καργάκος: Ο πολιτικός Παπαδιαμάντης και η Ρωμηοσύνη



Εισήγηση με τίτλο «Ο Πολιτικός Παπαδιαμάντης» που διαβάστηκε στο διήμερο
 Συνέδριο που οργάνωσε στην Παλαιά Βουλή η Ι. Σύνοδος της Ελλάδος επ’ ευκαιρία
 συμπληρώσεως 150 χρόνων από την γέννηση του Παπαδιαμάντη στις
 25 και 26 Μαΐου 2001.
Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο κορυφαίος λογοτέχνης πεζογράφος που ανέδειξε ο ελληνικός χώρος και κόσμος από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα. Ήταν όμως και ποιητής. Όχι διότι έγραψε κάποια ποιήματα που δεν έχουν ιδιαίτερη ποιητική πνοή. Όπως γράφω στη δίτομη ιστορία μου του Ελληνικού Κόσμου (τόμ. Β’, σ. 531 - Οι παραπομπές γίνονται στην έκδοση Βαλέτα.), η ποιητικότητά του αποκαλύπτεται στα μεγάλα πεζογραφήματα του. Έκανε τον πεζό λόγο ποίηση. Ως κορυφαίος πεζογράφος, λοιπόν, δεν ήταν ο Παπαδιαμάντης ένας μονοδιάστατος συγγραφέας, πρωτίστως θρησκευτικός, όπως τον παρουσίασε μια κατηγορία θαυμαστών και άλλη μία κατηγορία επικριτών. Ήταν ένας πολυεπίπεδος συγγραφέας, και ως άνθρωπος μια σύνθετη προσωπικότητα, ένας ψυχικός συλλαβόγριφος, που είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, αν εξετασθεί από μία και μόνο οπτική γωνία. Κατ’ εμέ ο Παπαδιαμάντης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως αρνούμαι τη θρησκευτικότητα, τον θρησκευτισμό, τον ερωτισμό, τη φυσιολατρία, τον παγανισμό και την ψυχολογική του διεισδυτικότητα, είναι ένας μεγάλος κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος πολιτικός συγγραφέας των γραμμάτων μας, ο βαθύτερος μελετητής της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της δικής του εποχής αλλά και των μεταγενεστέρων εποχών μέχρι των σημερινών κακών μας των καιρών. Ως πολιτικός συγγραφέας ο Παπαδιαμάντης είναι και οξύτατος σατιριστής και γι’ αυτό ίσως ενόχλησε τότε, όπως ενοχλεί και νυν. Κι επειδή οι πολιτικοί στοχασμοί του Παπαδιαμάντη ήσαν άκρως ενοχλητικοί, καθότι ήσαν σωστοί, βρέθηκε και γι’ αυτόν η ταμπέλα του «συντηρητικού» και του «αντιδραστικού». Αλλ’ όμως κανείς προοδευτικός δεν μας έχει δώσει με τόση περιγραφική γλαφυρότητα την ευτέλεια του τότε και νυν πολιτικού μας βίου στο βαθμό που το πέτυχε ο Παπαδιαμάντης με το περίφημο αφήγημα «Οι Χαλασοχώρηδες», που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Ακρόπολι του Γαβριηλίδη τον Αύγουστο του 1892.

Είπαν κάποιοι αφελώς τον Παπαδιαμάντη απολιτικό, επειδή υπήρξε αποδοκιμαστικός έναντι πολιτικών εκφράσεων του πολιτικού βίου παλαιοτέρων και νεωτέρων εποχών. Η άρνηση όμως μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής, που μετατρέπει την πολιτική από άσκηση θυσίας σε άσκηση ληστείας, δεν συνιστά έλλειψη πολιτικότητας. Τουναντίον, κανείς απ’ ότι έχω υπόψη δεν υπήρξε τόσο αμείλικτα μαστιγωτικός κατά της πολιτικής των ισχυρών στο βαθμό που υπήρξε ο Παπαδιαμάντης. Ελέγχοντας την πολιτικής της πανίσχυρης Βενετίας, που, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν ο πλανητάρχης των τότε καιρών, γράφει στο μυθιστόρημα Έμποροι των Εθνών, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μη χάνεσαι του Γαβριηλίδη μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου 1882 και Φεβρουαρίου 1883, τα ακόλουθα:

«Η γενεολογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα πάντοτε η αυτή. Τότε δια της βίας, τώρα δια του δόλου και δια της…βίας. Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δ’ ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των…».

Μετά από έναν τέτοιο στιγματισμό, πως ήταν δυνατόν να μη θεωρηθεί ο Παπαδιαμάντης από δημοπιθήκους και δημοκόλακες σαν αντιδραστικός; Αλλά σ’ αυτό έγκειται κατ’ εμέ η βαθειά πολιτική συμπεριφορά του Παπαδιαμάντη ως ανθρώπου. Προτίμησε να πεινάσει παρά να προσκυνήσει και να υποταχθεί στους ισχυρούς της πολιτικής. Ο Παπαδιαμάντης έζησε σαν ζητιάνος όχι γιατί του άρεσε να είναι Διογενικός, αλλά γιατί δεν ήταν αγαπητός στον πολιτικό και κοινωνικό μικρόκοσμο της Σκιάθου και των Αθηνών. Ο Παπαδιαμάντης επείνασε, όχι γιατί δεν εδούλεψε, αλλά γιατί δεν προσκύνησε κανέναν ισχυρό ούτε της πολιτείας ούτε της εκκλησίας. Προς όλους ήταν εξ ίσου αυστηρός και όπου έπρεπε ήταν επικριτικός. Αυτό συνιστά τη βαθύτερη πολιτική ουσία του Παπαδιαμάντη, που ήταν άνθρωπος λαϊκός και γι’ αυτό – κι όχι για χρηματισμό – συνέταξε το πρώτο καταστατικό θεσσαλικού αγροτικού συλλόγου.

Ο Παπαδιαμάντης ήταν αρνητικός έναντι της τότε πολιτικής, διότι έβλεπε να διαμορφώνεται ένας πολιτικός βίος έξω από την πνευματική και ηθική παράδοση της εκκλησίας. Όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Σπύρος Μελάς, «είναι ο μόνος που είδε, ότι η θρησκεία, με άλλα λόγια η ορθοδοξία, ήταν η σπονδυλική στήλη του εθνικού σώματος». (Πρόλογος, στην έκδοση των «Απάντων» από το Γ. Βαλέτα, τόμ. Α’, σ. 18). Απόκλιση από την ορθόδοξη πολιτική παράδοση για τον Παπαδιαμάντη σήμαινε πολιτικό θάνατο του Γένους. Και γι’ αυτό ήταν σφόδρα πολέμιος εναντίον αυτών που απέστεργαν την βυζαντινή μας παράδοση, που περισσότερο ίσως κι από πνευματική, είναι παράδοση πολιτική, μέσα από τη θρησκευτική της έκφραση. Γράφει στο περίφημο διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολι το 1893, τα ακόλουθα σαρκαστικά, γι’ αυτούς που τον μυκτήριζαν για την εμμονή του να γράφει θρησκευτικά εορταστικά διηγήματα:

«Μη ‘’θρησκευτικά προς Θεού!’’. Το Ελληνικόν έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, ενοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης, ότι ο Χριστός ‘’δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού’’, και ότι ο πτωχός ιερεύς ‘’προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως;’’» (Β’, 109).

Ιδού πως εικονογραφεί το πολιτικό μας πρόβλημα ο Παπαδιαμάντης στο ίδιο διήγημα λίγες γραμμές παρακάτω:

«Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός, όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή ως διασπαράσσεται, φευ! Ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη ασφαλώς να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον έθνος καθίσταται, οίμοι ανικανώτερον, όπως δώση χείρα βοηθείας εις το δούλον έθνος».

Ο Παπαδιαμάντης έχει μία ολική σύλληψη περί του Γένους. Δεν το βλέπει στα πλαίσια της απελευθερωμένης νότιας Ελλάδος. Γι’ αυτόν Γένος είναι το ποίμνιο των Ορθοδόξων που αναγνωρίζει ως πνευματική κεφαλή την Βασιλεύουσα και το οποίο εν πολλοίς παραμένει αλύτρωτο και χρειάζεται χείρα βοηθείας, που δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική ενίσχυση, αλλά πρωτίστως ενίσχυση πνευματική χωρίς όμως αυτό να σημαίνει αποκοπή από τις πάτριες ρίζες εν ονόματι κάποιου «εκσυγχρονισμού», που και τότε, όπως και νυν, ταλανίζει το δύσμοιρο Γένος μας. Δεν αμφισβητεί την όποια εξέλιξη ο Παπαδιαμάντης ούτε ξεγράφει τις νεωτερίζουσες τάσεις. Απλώς ρεαλιστικώτατα πιστεύει στην αρχή του «κάθε πράγμα στον καιρό του». Και γράφει:

«Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλη να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον έως άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση και αυτός γίγας. Το Ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέ ήττον και το ελεύθερον, έχει δια παντός ανάγκην της θρησκείας του».

Η θρησκεία ήταν, για τον Παπαδιαμάντη, η πλατειά και ισχυρή βάση πάνω στην οποία όφειλε το Γένος να στηρίξει την πολιτική του. Και γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης, κάνοντας με τα λογοτεχνήματά του, τη δική του πολιτική, συμπυκνώνει το πολιτικό/λογοτεχνικό του δόγμα στα εξής:

«Το επ’ εμοί, εν όσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά έθη. ‘’Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ’’» (Β’, 110).

Έχει λεχθεί ότι ο Παπαδιαμάντης αδιαφορούσε για την τότε πολιτική πραγματικότητα. Τίποτε αναληθέστερο από αυτό. Την παρακολουθούσε σαν άγρυπνος Άργος και αγωνιούσε γι’ αυτό. Έγραφε στην Ακρόπολι την Πρωτοχρονιά του 1896, χρονιά της τελέσεως των Α’ Ολυμπιακών αγώνων, τα ακόλουθα:

«Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους, του ‘’στειρεύοντος πριν, και ητεκνωμένου δεινώς σήμερον;’’.

Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.

Τις ημύνθη περί πάτρης;

Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος».

Και αυτά τα λέει ο πολιτικώτατος Παπαδιαμάντης την ώρα που η Ελλάς ζούσε το πολιτικό μεθύσι που προσέφεραν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Ένα χρόνο μετά ήλθε η επονείδιστη ήττα του 1897. Ο Παπαδιαμάντης, η γλαυξ που θρηνούσε επί των ερειπίων, είχε δικαιωθεί. Αλλά πόσοι ακούνε τις γλαύκες τις τότε και της παρούσης εποχής; Φέτος μου είχε ζητηθεί να συμβάλω στη σύνταξη μιας πολιτικής προκηρύξεως. Αλλά δεν έστερξα, γιατί δεν ήθελα να ενταχθώ κομματικά πουθενά. Στην εφημερίδα όμως όπου αρθρογραφώ έγραψα ότι δεν θα μπορούσε σε μία προκήρυξη πολιτική να προσθέσω ούτε τελικό νι στα όσα έγραψε σ’ ένα μελέτημά του περί κλήρου και εκκλησίας το 1896 ο Παπαδιαμάντης:

«Να παύση π.χ. η συστηματική περιφρόνησις της θρησκείας εκ μέρους πολιτικών ανδρών, επιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων και άλλων. Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να συμμορφωθή με τα έθιμα της χώρας, αν θέλη να εγκληματισθή εδώ. Να γίνη προστάτις των πατρίων, και όχι διώκτρια. Να ασπασθή και να εγκολπωθή τας εθνικάς παραδόσεις. Να μη περιφρονή αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο ξενισμός, ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός. Να μη νοθεύονται τα θρησκευτικά και τα οικογενειακά έθιμα. Να καλλιεργηθή η σεμνοπρεπής βυζαντινή παράδοσις εις την λατρείαν, εις την διακόσμησιν των ναών, την μουσικήν και την ζωγραφικήν. Να μη μιμώμεθα ούτε τους Παπιστάς και ούτε τους Προτεστάντες. Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια. Είναι της εσχάτης εθνικής αφιλοτιμίας να έχωμεν κειμήλια και να μη φροντίζωμεν να τα διατηρήσωμεν. Ας σταθμήσωσι καλώς την ευθύνην των, οι έχοντες την μεγίστην ευθύνην».

Σφάλλουν αφαντάστως εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν έξω από τα προβλήματα του καιρού του και του καιρού μας. Με τηΦόνισσα θίγει καιρίως το μέγα κοινωνικό πρόβλημα της προίκας, με το «Υπό την βασιλικήν δρυν», το πρώτο οικολογικό διήγημα της λογοτεχνίας μας, θίγει το πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος και δι’ αυτής και του ανθρώπου, με το ασυλλήπτου δραματικότητος αφήγημα «Ο πολιτισμός εις το χωρίον» θίγει τις φοβερές πληγές της χαρτοπαιξίας και της τοκογλυφίας, την οποία, ως πολιτική λέπρα στιγματίζει και στον «Ρεμβασμόν του Δεκαπενταυγούστου», ενώ στο πολύ καυστικό «Η επίσκεψις του Δεσπότη», δεν διστάζει αυτός ο θεοσεβής να γίνει μαστιγωτής της υποκριτικής και άπληστης συμπεριφοράς του ανώτερου κλήρου, ή της σιμωνίας την οποία φραγγελώνει αλύπητα στο αφήγημα «Ο ανάκατος», όπου ευτόλμως εντός παρενθέσεως γράφει: «Επειδή τότε ακόμα δεν είχε ακριβήνει, προς τους άλλους και η σιμωνία, και δεν είχαν διορίσει οι ’’δεσποτάδες’’, ανά το θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσύγκελους εργολάβους, οίτινες ν’ απαιτούν εκατοστάρικα εις πάσαν τοιαύτην περίπτωσιν» (Ε, σ. 122). Ούτε νομίζω ότι υπάρχει κανείς στη λογοτεχνία της τότε εποχής που να εστιγμάτισε τον αντιεβραϊσμό με τόσο άρτιο λογοτεχνικό τρόπο όσο το έπραξε ο Παπαδιαμάντης με το τελευταίο ίσως διήγημα της ζωής του, «Ο αντίχτυπος του νου», που τελειώνει με την καταπληκτική καταπελτική φράση:«Μήπως οι Εβραίοι δεν είναι άνθρωποι; Ιδού ο άνθρωπος αυτός κλαίει»Ίσως αυτή να είναι η τελευταία της ζωής του Παπαδιαμάντη γραμμή.

Ο Παπαδιαμάντης επέλεξε συνειδητή την ενασχόληση με τη δημοσιογραφία, γιατί ήθελε να είναι κοντά στη φλεγμαίνουσα ζώνη της πολιτικής λειτουργίας. Ήταν μέσα στην ψυχή της πολιτικής, όπως ήταν και μέσα στην ουσία της ζωής, αλλά δεν τον ενδιέφερε η προβολή. Δεν τον ενδιέφερε ακόμη η πολιτική των λόγων, η πολιτική του θεάματος. Απεχθανόταν τον λογοκοπικό δημαγωγισμό. Γράφει σ’ ένα μικρό αφήγημα του 1907, το«Επιμηθείς εις τον βράχον» τα ακόλουθα σωστά για τις προτιμήσεις του λαού: «Θέλει δυστυχώς λόγο, και πολλούς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ωσάν θέαμα, και τα θέλει όλα λογοκοπικά και θεατρικά. Και δι’ αυτό όσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ή δεκάρικους ευδοκιμούν εις το πλήθος· και δι’ αυτό… το προκόψαμε» (Α, 467). Και ας μου πει οποιοσδήποτε «προοδευτικός» ποιος είναι ο πρώτος συγγραφέας μας που έθιξε το πρόβλημα των ναρκωτικών, αν αυτός δεν είναι ο Παπαδιαμάντης με το αληθινά συγκλονιστικό αφήγημα «Κοινωνική αρμονία», που δημοσιεύτηκε το 1906; Ποιος έθιξε πρώτος την κοινωνική διάσταση της πορνείας, αν όχι ο Παπαδιαμάντης με το τολμηρότατο για την εποχή του «Το ‘’Ιδιόκτητο’’». Αλλά και πάλι ερωτώ πάντα εχέφρονα πολίτη, ποιος είναι ο πρώτος λογοτέχνης μας, που εστιγμάτισε τον διχασμό που συνεπάγεται ο κομματισμός, αν αυτός δεν είναι ο Παπαδιαμάντης, με το ανεπανάληπτο διήγημα «Τα δύο τέρατα», που γράφτηκε το 1909; Αρκεί μόνο μία περικοπή από αυτό: «Όλα τα εκλογικά ακάθαρτα δαιμόνια είχον εξαπολυθή εις τον δρόμον την χρονιάν εκείνην. Η πλουτοκρατία είχε συμμαχήσει με την οχλοκρατίαν· το τέρας το κίτρινον είχε καλέσει εις βοήθειαν το άλλο τέρας το κόκκινον» (Ε’, 60). Ένας άλλος παπάς για να μη εκτεθή εμφανώς είχε απλώσει στο μπαλκόνι του όλα τα κόκκινα κιλίμιά του, τάχα για να αερισθούν!

Κάποιοι επικριτές του Παπαδιαμάντη έχουν παρατηρήσει ότι ο Σκιαθίτης πεζογράφος, κι όταν ακόμη ασχολείται με την πολιτική, είναι πάντα επικριτικός, γιατί δεν πιστεύει στην πολιτική και δεν έχει όραμα πολιτικό. Όμως κι αυτή η παρατήρηση είναι λάθος φρικτό, που αδικεί τον Παπαδιαμάντη. Ο οποίος δεν είχε καμμία δυσκολία να τιμήσει τη μνήμη του Χαριλάου Τρικούπη δύο φορές, δίνοντας μάλιστα το καλύτερο κατ’ εμέ πολιτικό πορτραίτο του Μεσολογγίτη πολιτικού. Είναι τόσο σπαρταριστή η περιγραφή που μόνο ένας άνθρωπος που είχε ζήσει τον Τρικούπη από πολύ κοντά και μετείχε του ιδίου πολιτικού οραματισμού θα μπορούσε να τον αποδώσει τόσο πιστά.

*

Γεννιέται όμως ένα ερώτημα που το θεωρώ θεμελιακό για την προσέγγιση του ιδεολογικού χώρου του Παπαδιαμάντη. Ασφαλώς ο Σκιαθίτης συγγραφέας ήταν σφοδρός πολέμιος της μικροπολιτικής· είχε όμως όραμα μεγάλης πολιτικής; Στο βιβλίο μου Ξαναδιαβάζοντας τη ‘’Φόνισσα’’, που κυκλοφορήθηκε το 1987, προσπάθησα από πολλές γωνίες λήψεως να φωτογραφήσω το πολιτικό όραμα του Παπαδιαμάντη, που ήταν βεβαίως το όραμα ενός μεγάλου έθνους αλλά πραγματωμένου με άλλες μεθόδους και άλλη ιδεολογία από αυτή που επίσημα εξέφραζε η πολιτική της Αθήνας. Η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας εκφραζόταν τότε και μετά με την πρακτική αποσπάσεως εδαφών από την οθωμανική αυτοκρατορία. Για τον Παπαδιαμάντη, μέσα στον οποίο υπερίσχυε η πολιτική παράδοση του Βυζαντίου, η εθνική πολιτική έπρεπε να είναι όχι πολιτική αποσπάσεως αλλά κληρονομιάς. Οι Έλληνες, συνετά πολιτευόμενοι, θα ήσαν οι φυσικοί κληρονόμοι της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Παπαδιαμάντης, βαθύτατα χριστιανός και ως προς την ιδιοσυστασία του Ρωμιός, έβλεπε το εθνικό πρόβλημα με μια ευρύτερη προοπτική, που περιείχε όλους τους Χριστιανούς της Βαλκανικής και της Ανατολής. Η Ρωμιοσύνη του δεν προσέκρουε στην Ελληνοσύνη του. Οι Έλληνες έπρεπε να είναι η μικρά ζύμη που θα ζυμούσε όλο το φύραμα των λαών και θα τους έδινε ένα όραμα πολιτικό. Ο Παπαδιαμάντης, κι αν δεν ήταν πολιτικός, έβλεπε ωστόσο ότι ο Ελληνισμός μπορούσε να εκταθεί έως εκεί που υπήρχε συμπαγής εθνολογική βάση. Αντίθετα, η ιδέα της Ρωμιοσύνης, εμπεριέχοντας και την ελληνοσύνη, είχε μια διάσταση ευρύτερη, σχεδόν οικουμενική. Δυστυχώς, ο Δυτικισμός δεν μας επέτρεψε να διαμορφώσουμε μια ανατολική πολιτική – έστω κι αν στόχος μας πολιτικός ήταν η Ανατολή. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης αποστρεφόταν την τρέχουσα πολιτική και τις τότε υπό την επήρεια της Δύσης διαμορφούμενες κοινωνικές και πολιτικές αξίες. Έβλεπε τους ομοεθνείς του να αγωνίζονται να γίνουν μικροί, ενώ η ιστορική τους αποστολή ήταν να γίνουν μεγάλοι. Βεβαίως 16 μήνες μετά το θάνατό του η Ελλάς είχε διπλασιασθεί εδαφικά και δέκα χρόνια μετά το θάνατό του είχε τριπλασιασθεί. Η αύξηση όμως αυτή ήταν στρατιωτική κι όχι πολιτική, όπως θα ήθελε ο Παπαδιαμάντης. Γι’ αυτό η Μεγάλη Ιδέα πνίγηκε στις όχθες του Σαγγάριου και στις ακτές της Ιωνίας. Ο Παπαδιαμάντης, όπως αργότερα ο Ίων Δραγούμης, έβλεπε το ζήτημα διαφορετικά. Μια άλλη χριστιανική αυτοκρατορία θα διαδεχόταν τη μουσουλμανική και θα έδινε νέα πνοή στους υποταγμένους λαούς, μηδέ των Σλάβων, των Αλβανών και των Μουσουλμάνων εξαιρουμένων. Δεν φοβόταν την Ανατολή ο Παπαδιαμάντης, ούτε το Βορρά, φοβόταν τη Δύση για τις μικρές αξίες που προωθούσε στο χώρο μας, αξίες που έκαναν τον Έλληνα από λαϊκό άρχοντα και λαϊκό νοικοκύρη να γίνεται μικρόψυχος και χρηματόφιλος αστός. Ένα κλάσμα ανθρώπου.

Σε ένα μικρό – σχεδόν ελάχιστο – αφήγημα που έγραψε το 1907, υπό τον περίεργο τίτλο «Η κάλτσα της Νώενας», υπάρχει σαν καταληκτική η καταπληκτική ερωτηματική φράση:

- «Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»

Ιδού, λοιπόν, το πολιτικό μας πρόβλημα, όπως το έθεσε τότε και για τώρα ο Παπαδιαμάντης. Γιατί το ερώτημα τούτο παραμένει και τώρα επίκαιρο.