Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Κείμενα για τον Παπαδιαμάντη





1. Γράφει ο Κώστας Βάρναλης...


«Όταν τις νύχτες του χειμώνα στην τρώγλη του και τα πρωινά του καλοκαιριού κάτου από τα πεύκα της Δεξαμενής έδενε τα χέρια του απάνου στην κοιλιά του κ’ έγερνε το κεφάλι του στον αριστερό του τον ώμο ο “κοσμοκαλόγερος” Παπαδιαμάντης κι αναπολούσε τα περασμένα της “αμαρτωλής” ζωής του, τι μεγάλες τύψεις και τι πόθοι εξιλασμού ταράζανε τον εσωτερικό του κόσμο! Και ποια ήταν τα “κρίματά του”! Κάποια Παρασκευή θα έφαγε ψάρι (“επτωμοφάγησεν”, όπως θα έλεγε ο ίδιος), κάποιο πρωί του Αυγούστου θα μπήκε μ’ άλλα παιδιά σε ξένο αμπέλι κι έκλεψε σταφύλια, ή όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, ο οφθαλμός του εσκανδαλίσθη κ’ η καρδιά του φτεροκόπησε βλέποντας άξαφνα τη γειτονοπούλα μ’ ανασκουμπωμένα μανίκια και γυμνό λαιμό να κάνει μπουγάδα στην αυλή της. Και όταν μεγάλωσε κι αφιερώθηκε στο Θεό και στην Τέχνη, δεν μπόρεσε να νικήσει μέσα του την αγάπη του κρασιού. Θανάσιμον αμάρτημα!…Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να. όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλκέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε…Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε!

Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα…Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλ’ ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κ’ είδε την κοπέλα να..γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του, Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πηγ’ επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.

- Η έντιμος πενία του ποιητή, κυρ Αλέξανδρου: «Κοσμοκαλόγερος», έζησε φτωχός και καρτερικός, αγάπησε τους φτωχούς και κατατρεγμένους, πνεύμα Θεού φυσούσε (στα έργα του), γεννούσε κι ανάσταινε. Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο περισσότερο “άνθρωπος” απ’ όλους τους ομοτέχνους του: χαρακτήρας ανυπόκριτος και ατόφιος, άσπιλος και παρθενικός, στη ζωή του δεν έπαιξε κανένα ρόλο, δεν ήταν θεατρίνος, δεν ανέβηκε ποτέ στη σκηνή μεταμφιεσμένος. Έμεινε στα παρασκήνια με τα παλιά του τα ρούχα και με την φτώχεια του κρυμμένος από τους ανθρώπους. Σ’ ένα γράμμα γράφει στον πατέρα του: “Εμείς δεν είμεθα συνιθησμένοι με τα πολλά…Ας μείνουμεν εις την έντιμον πενίαν μας, δια να μας βοηθεί ο Θεός”!

Ο Παπαδιαμάντης είναι η μεγαλύτερη δόξα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Κι όσο περνούνε τα χρόνια, τόσο η δόξα αυτή θα στερεώνεται περισσότερο. Ρωτήσανε κάποτες τον αριστοτέχνη του στίχου Μιλτιάδη Μαλακάση: “Ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Ελλάδας;”, “Ο Παπαδιαμάντης!, απάντησε χωρίς δισταγμό”. Όχι γιατί ο Παπαδιαμάντης έγραψε τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα (γιατί έγραψε και ποιήματα), αλλά γιατί η πεζογραφία του περιέχει περισσότερη ποιητική ουσία από τα περισσότερα νεοελληνικά έμμετρα έργα. (Κ. Βάρναλης, Αισθητικά, κριτικά, σολωμικά, εκδ. Κέδρος).




2. Ελύτης Οδυσσέας, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη


«Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση όπως ο αέρας τα λουλούδια σ' έναν αγρό. Παράξενη ελευθερία που η συμβατική αντίληψη για τη σύνταξη του άλλου Σκιαθίτη [δηλ. του Μωραϊτίδη] δεν της επιτρέπει ν' απλωθεί. Αυτές οι νησίδες των παρομοιώσεων και των μεταφορών που αφθονούν στα κείμενα του πρώτου, χωρίς ποτέ να τα μεταβάλλουν σε πεζοτράγουδα, κάποτε και οι απλές περιγραφές, με μια μόνον, ίσως, ανάμεσά τους ανορθοδοξία (που κι αυτήν είναι δύσκολο να την εντοπίσεις με την πρώτη ματιά), τέλος μερικές, κατά μέρη άνισα, εισβολές της δημοτικής, απροσδόκητες, αρκούν, για ν' αποσπάσουν τη γλώσσα αυτή απ' την παγερότητα και να κυματίσουν την επιφάνειά της μ' έναν τρόπο που δεν έχει τον όμοιό του στα πεζογραφήματα της εποχής.» (Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1996)




3. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ένας μποέμ κοσμοκαλόγερος


Το Βήμα Κοινωνία

100 χρόνια από τον θάνατο και 160 από τη γέννηση του Αλέξανδρου ΠαπαδιαμάντηΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 03/01/2011, 09:44

Μπασκόζος, Ι. Ν.


O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Έζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ένας έλληνας μποέμ.

Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ήταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Άγιον Όρος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.


Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών

Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.

Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Όσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...

Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο, με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.

Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.

Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Έζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.


Η διαμάχη για το έργο του

Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Άγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.




4. Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί

3.jpg


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα


Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ “η περιέργεια του Κοινού”.

Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. ”Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.

Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.

Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:

-Nous excitons la curiosité du public.


Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περίεργειά” του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.

-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.

Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων.

(…)

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933





5. Σαράντος Καργάκος: Ο πολιτικός Παπαδιαμάντης και η Ρωμηοσύνη



Εισήγηση με τίτλο «Ο Πολιτικός Παπαδιαμάντης» που διαβάστηκε στο διήμερο
 Συνέδριο που οργάνωσε στην Παλαιά Βουλή η Ι. Σύνοδος της Ελλάδος επ’ ευκαιρία
 συμπληρώσεως 150 χρόνων από την γέννηση του Παπαδιαμάντη στις
 25 και 26 Μαΐου 2001.
Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο κορυφαίος λογοτέχνης πεζογράφος που ανέδειξε ο ελληνικός χώρος και κόσμος από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα. Ήταν όμως και ποιητής. Όχι διότι έγραψε κάποια ποιήματα που δεν έχουν ιδιαίτερη ποιητική πνοή. Όπως γράφω στη δίτομη ιστορία μου του Ελληνικού Κόσμου (τόμ. Β’, σ. 531 - Οι παραπομπές γίνονται στην έκδοση Βαλέτα.), η ποιητικότητά του αποκαλύπτεται στα μεγάλα πεζογραφήματα του. Έκανε τον πεζό λόγο ποίηση. Ως κορυφαίος πεζογράφος, λοιπόν, δεν ήταν ο Παπαδιαμάντης ένας μονοδιάστατος συγγραφέας, πρωτίστως θρησκευτικός, όπως τον παρουσίασε μια κατηγορία θαυμαστών και άλλη μία κατηγορία επικριτών. Ήταν ένας πολυεπίπεδος συγγραφέας, και ως άνθρωπος μια σύνθετη προσωπικότητα, ένας ψυχικός συλλαβόγριφος, που είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, αν εξετασθεί από μία και μόνο οπτική γωνία. Κατ’ εμέ ο Παπαδιαμάντης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως αρνούμαι τη θρησκευτικότητα, τον θρησκευτισμό, τον ερωτισμό, τη φυσιολατρία, τον παγανισμό και την ψυχολογική του διεισδυτικότητα, είναι ένας μεγάλος κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος πολιτικός συγγραφέας των γραμμάτων μας, ο βαθύτερος μελετητής της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της δικής του εποχής αλλά και των μεταγενεστέρων εποχών μέχρι των σημερινών κακών μας των καιρών. Ως πολιτικός συγγραφέας ο Παπαδιαμάντης είναι και οξύτατος σατιριστής και γι’ αυτό ίσως ενόχλησε τότε, όπως ενοχλεί και νυν. Κι επειδή οι πολιτικοί στοχασμοί του Παπαδιαμάντη ήσαν άκρως ενοχλητικοί, καθότι ήσαν σωστοί, βρέθηκε και γι’ αυτόν η ταμπέλα του «συντηρητικού» και του «αντιδραστικού». Αλλ’ όμως κανείς προοδευτικός δεν μας έχει δώσει με τόση περιγραφική γλαφυρότητα την ευτέλεια του τότε και νυν πολιτικού μας βίου στο βαθμό που το πέτυχε ο Παπαδιαμάντης με το περίφημο αφήγημα «Οι Χαλασοχώρηδες», που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Ακρόπολι του Γαβριηλίδη τον Αύγουστο του 1892.

Είπαν κάποιοι αφελώς τον Παπαδιαμάντη απολιτικό, επειδή υπήρξε αποδοκιμαστικός έναντι πολιτικών εκφράσεων του πολιτικού βίου παλαιοτέρων και νεωτέρων εποχών. Η άρνηση όμως μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής, που μετατρέπει την πολιτική από άσκηση θυσίας σε άσκηση ληστείας, δεν συνιστά έλλειψη πολιτικότητας. Τουναντίον, κανείς απ’ ότι έχω υπόψη δεν υπήρξε τόσο αμείλικτα μαστιγωτικός κατά της πολιτικής των ισχυρών στο βαθμό που υπήρξε ο Παπαδιαμάντης. Ελέγχοντας την πολιτικής της πανίσχυρης Βενετίας, που, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν ο πλανητάρχης των τότε καιρών, γράφει στο μυθιστόρημα Έμποροι των Εθνών, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μη χάνεσαι του Γαβριηλίδη μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου 1882 και Φεβρουαρίου 1883, τα ακόλουθα:

«Η γενεολογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα πάντοτε η αυτή. Τότε δια της βίας, τώρα δια του δόλου και δια της…βίας. Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δ’ ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των…».

Μετά από έναν τέτοιο στιγματισμό, πως ήταν δυνατόν να μη θεωρηθεί ο Παπαδιαμάντης από δημοπιθήκους και δημοκόλακες σαν αντιδραστικός; Αλλά σ’ αυτό έγκειται κατ’ εμέ η βαθειά πολιτική συμπεριφορά του Παπαδιαμάντη ως ανθρώπου. Προτίμησε να πεινάσει παρά να προσκυνήσει και να υποταχθεί στους ισχυρούς της πολιτικής. Ο Παπαδιαμάντης έζησε σαν ζητιάνος όχι γιατί του άρεσε να είναι Διογενικός, αλλά γιατί δεν ήταν αγαπητός στον πολιτικό και κοινωνικό μικρόκοσμο της Σκιάθου και των Αθηνών. Ο Παπαδιαμάντης επείνασε, όχι γιατί δεν εδούλεψε, αλλά γιατί δεν προσκύνησε κανέναν ισχυρό ούτε της πολιτείας ούτε της εκκλησίας. Προς όλους ήταν εξ ίσου αυστηρός και όπου έπρεπε ήταν επικριτικός. Αυτό συνιστά τη βαθύτερη πολιτική ουσία του Παπαδιαμάντη, που ήταν άνθρωπος λαϊκός και γι’ αυτό – κι όχι για χρηματισμό – συνέταξε το πρώτο καταστατικό θεσσαλικού αγροτικού συλλόγου.

Ο Παπαδιαμάντης ήταν αρνητικός έναντι της τότε πολιτικής, διότι έβλεπε να διαμορφώνεται ένας πολιτικός βίος έξω από την πνευματική και ηθική παράδοση της εκκλησίας. Όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Σπύρος Μελάς, «είναι ο μόνος που είδε, ότι η θρησκεία, με άλλα λόγια η ορθοδοξία, ήταν η σπονδυλική στήλη του εθνικού σώματος». (Πρόλογος, στην έκδοση των «Απάντων» από το Γ. Βαλέτα, τόμ. Α’, σ. 18). Απόκλιση από την ορθόδοξη πολιτική παράδοση για τον Παπαδιαμάντη σήμαινε πολιτικό θάνατο του Γένους. Και γι’ αυτό ήταν σφόδρα πολέμιος εναντίον αυτών που απέστεργαν την βυζαντινή μας παράδοση, που περισσότερο ίσως κι από πνευματική, είναι παράδοση πολιτική, μέσα από τη θρησκευτική της έκφραση. Γράφει στο περίφημο διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολι το 1893, τα ακόλουθα σαρκαστικά, γι’ αυτούς που τον μυκτήριζαν για την εμμονή του να γράφει θρησκευτικά εορταστικά διηγήματα:

«Μη ‘’θρησκευτικά προς Θεού!’’. Το Ελληνικόν έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, ενοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης, ότι ο Χριστός ‘’δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού’’, και ότι ο πτωχός ιερεύς ‘’προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως;’’» (Β’, 109).

Ιδού πως εικονογραφεί το πολιτικό μας πρόβλημα ο Παπαδιαμάντης στο ίδιο διήγημα λίγες γραμμές παρακάτω:

«Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός, όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή ως διασπαράσσεται, φευ! Ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη ασφαλώς να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτην ή πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον έθνος καθίσταται, οίμοι ανικανώτερον, όπως δώση χείρα βοηθείας εις το δούλον έθνος».

Ο Παπαδιαμάντης έχει μία ολική σύλληψη περί του Γένους. Δεν το βλέπει στα πλαίσια της απελευθερωμένης νότιας Ελλάδος. Γι’ αυτόν Γένος είναι το ποίμνιο των Ορθοδόξων που αναγνωρίζει ως πνευματική κεφαλή την Βασιλεύουσα και το οποίο εν πολλοίς παραμένει αλύτρωτο και χρειάζεται χείρα βοηθείας, που δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική ενίσχυση, αλλά πρωτίστως ενίσχυση πνευματική χωρίς όμως αυτό να σημαίνει αποκοπή από τις πάτριες ρίζες εν ονόματι κάποιου «εκσυγχρονισμού», που και τότε, όπως και νυν, ταλανίζει το δύσμοιρο Γένος μας. Δεν αμφισβητεί την όποια εξέλιξη ο Παπαδιαμάντης ούτε ξεγράφει τις νεωτερίζουσες τάσεις. Απλώς ρεαλιστικώτατα πιστεύει στην αρχή του «κάθε πράγμα στον καιρό του». Και γράφει:

«Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλη να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον έως άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση και αυτός γίγας. Το Ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέ ήττον και το ελεύθερον, έχει δια παντός ανάγκην της θρησκείας του».

Η θρησκεία ήταν, για τον Παπαδιαμάντη, η πλατειά και ισχυρή βάση πάνω στην οποία όφειλε το Γένος να στηρίξει την πολιτική του. Και γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης, κάνοντας με τα λογοτεχνήματά του, τη δική του πολιτική, συμπυκνώνει το πολιτικό/λογοτεχνικό του δόγμα στα εξής:

«Το επ’ εμοί, εν όσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά έθη. ‘’Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ’’» (Β’, 110).

Έχει λεχθεί ότι ο Παπαδιαμάντης αδιαφορούσε για την τότε πολιτική πραγματικότητα. Τίποτε αναληθέστερο από αυτό. Την παρακολουθούσε σαν άγρυπνος Άργος και αγωνιούσε γι’ αυτό. Έγραφε στην Ακρόπολι την Πρωτοχρονιά του 1896, χρονιά της τελέσεως των Α’ Ολυμπιακών αγώνων, τα ακόλουθα:

«Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους, του ‘’στειρεύοντος πριν, και ητεκνωμένου δεινώς σήμερον;’’.

Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.

Τις ημύνθη περί πάτρης;

Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος».

Και αυτά τα λέει ο πολιτικώτατος Παπαδιαμάντης την ώρα που η Ελλάς ζούσε το πολιτικό μεθύσι που προσέφεραν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Ένα χρόνο μετά ήλθε η επονείδιστη ήττα του 1897. Ο Παπαδιαμάντης, η γλαυξ που θρηνούσε επί των ερειπίων, είχε δικαιωθεί. Αλλά πόσοι ακούνε τις γλαύκες τις τότε και της παρούσης εποχής; Φέτος μου είχε ζητηθεί να συμβάλω στη σύνταξη μιας πολιτικής προκηρύξεως. Αλλά δεν έστερξα, γιατί δεν ήθελα να ενταχθώ κομματικά πουθενά. Στην εφημερίδα όμως όπου αρθρογραφώ έγραψα ότι δεν θα μπορούσε σε μία προκήρυξη πολιτική να προσθέσω ούτε τελικό νι στα όσα έγραψε σ’ ένα μελέτημά του περί κλήρου και εκκλησίας το 1896 ο Παπαδιαμάντης:

«Να παύση π.χ. η συστηματική περιφρόνησις της θρησκείας εκ μέρους πολιτικών ανδρών, επιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων και άλλων. Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να συμμορφωθή με τα έθιμα της χώρας, αν θέλη να εγκληματισθή εδώ. Να γίνη προστάτις των πατρίων, και όχι διώκτρια. Να ασπασθή και να εγκολπωθή τας εθνικάς παραδόσεις. Να μη περιφρονή αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο ξενισμός, ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός. Να μη νοθεύονται τα θρησκευτικά και τα οικογενειακά έθιμα. Να καλλιεργηθή η σεμνοπρεπής βυζαντινή παράδοσις εις την λατρείαν, εις την διακόσμησιν των ναών, την μουσικήν και την ζωγραφικήν. Να μη μιμώμεθα ούτε τους Παπιστάς και ούτε τους Προτεστάντες. Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια. Είναι της εσχάτης εθνικής αφιλοτιμίας να έχωμεν κειμήλια και να μη φροντίζωμεν να τα διατηρήσωμεν. Ας σταθμήσωσι καλώς την ευθύνην των, οι έχοντες την μεγίστην ευθύνην».

Σφάλλουν αφαντάστως εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν έξω από τα προβλήματα του καιρού του και του καιρού μας. Με τηΦόνισσα θίγει καιρίως το μέγα κοινωνικό πρόβλημα της προίκας, με το «Υπό την βασιλικήν δρυν», το πρώτο οικολογικό διήγημα της λογοτεχνίας μας, θίγει το πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος και δι’ αυτής και του ανθρώπου, με το ασυλλήπτου δραματικότητος αφήγημα «Ο πολιτισμός εις το χωρίον» θίγει τις φοβερές πληγές της χαρτοπαιξίας και της τοκογλυφίας, την οποία, ως πολιτική λέπρα στιγματίζει και στον «Ρεμβασμόν του Δεκαπενταυγούστου», ενώ στο πολύ καυστικό «Η επίσκεψις του Δεσπότη», δεν διστάζει αυτός ο θεοσεβής να γίνει μαστιγωτής της υποκριτικής και άπληστης συμπεριφοράς του ανώτερου κλήρου, ή της σιμωνίας την οποία φραγγελώνει αλύπητα στο αφήγημα «Ο ανάκατος», όπου ευτόλμως εντός παρενθέσεως γράφει: «Επειδή τότε ακόμα δεν είχε ακριβήνει, προς τους άλλους και η σιμωνία, και δεν είχαν διορίσει οι ’’δεσποτάδες’’, ανά το θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσύγκελους εργολάβους, οίτινες ν’ απαιτούν εκατοστάρικα εις πάσαν τοιαύτην περίπτωσιν» (Ε, σ. 122). Ούτε νομίζω ότι υπάρχει κανείς στη λογοτεχνία της τότε εποχής που να εστιγμάτισε τον αντιεβραϊσμό με τόσο άρτιο λογοτεχνικό τρόπο όσο το έπραξε ο Παπαδιαμάντης με το τελευταίο ίσως διήγημα της ζωής του, «Ο αντίχτυπος του νου», που τελειώνει με την καταπληκτική καταπελτική φράση:«Μήπως οι Εβραίοι δεν είναι άνθρωποι; Ιδού ο άνθρωπος αυτός κλαίει»Ίσως αυτή να είναι η τελευταία της ζωής του Παπαδιαμάντη γραμμή.

Ο Παπαδιαμάντης επέλεξε συνειδητή την ενασχόληση με τη δημοσιογραφία, γιατί ήθελε να είναι κοντά στη φλεγμαίνουσα ζώνη της πολιτικής λειτουργίας. Ήταν μέσα στην ψυχή της πολιτικής, όπως ήταν και μέσα στην ουσία της ζωής, αλλά δεν τον ενδιέφερε η προβολή. Δεν τον ενδιέφερε ακόμη η πολιτική των λόγων, η πολιτική του θεάματος. Απεχθανόταν τον λογοκοπικό δημαγωγισμό. Γράφει σ’ ένα μικρό αφήγημα του 1907, το«Επιμηθείς εις τον βράχον» τα ακόλουθα σωστά για τις προτιμήσεις του λαού: «Θέλει δυστυχώς λόγο, και πολλούς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ωσάν θέαμα, και τα θέλει όλα λογοκοπικά και θεατρικά. Και δι’ αυτό όσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ή δεκάρικους ευδοκιμούν εις το πλήθος· και δι’ αυτό… το προκόψαμε» (Α, 467). Και ας μου πει οποιοσδήποτε «προοδευτικός» ποιος είναι ο πρώτος συγγραφέας μας που έθιξε το πρόβλημα των ναρκωτικών, αν αυτός δεν είναι ο Παπαδιαμάντης με το αληθινά συγκλονιστικό αφήγημα «Κοινωνική αρμονία», που δημοσιεύτηκε το 1906; Ποιος έθιξε πρώτος την κοινωνική διάσταση της πορνείας, αν όχι ο Παπαδιαμάντης με το τολμηρότατο για την εποχή του «Το ‘’Ιδιόκτητο’’». Αλλά και πάλι ερωτώ πάντα εχέφρονα πολίτη, ποιος είναι ο πρώτος λογοτέχνης μας, που εστιγμάτισε τον διχασμό που συνεπάγεται ο κομματισμός, αν αυτός δεν είναι ο Παπαδιαμάντης, με το ανεπανάληπτο διήγημα «Τα δύο τέρατα», που γράφτηκε το 1909; Αρκεί μόνο μία περικοπή από αυτό: «Όλα τα εκλογικά ακάθαρτα δαιμόνια είχον εξαπολυθή εις τον δρόμον την χρονιάν εκείνην. Η πλουτοκρατία είχε συμμαχήσει με την οχλοκρατίαν· το τέρας το κίτρινον είχε καλέσει εις βοήθειαν το άλλο τέρας το κόκκινον» (Ε’, 60). Ένας άλλος παπάς για να μη εκτεθή εμφανώς είχε απλώσει στο μπαλκόνι του όλα τα κόκκινα κιλίμιά του, τάχα για να αερισθούν!

Κάποιοι επικριτές του Παπαδιαμάντη έχουν παρατηρήσει ότι ο Σκιαθίτης πεζογράφος, κι όταν ακόμη ασχολείται με την πολιτική, είναι πάντα επικριτικός, γιατί δεν πιστεύει στην πολιτική και δεν έχει όραμα πολιτικό. Όμως κι αυτή η παρατήρηση είναι λάθος φρικτό, που αδικεί τον Παπαδιαμάντη. Ο οποίος δεν είχε καμμία δυσκολία να τιμήσει τη μνήμη του Χαριλάου Τρικούπη δύο φορές, δίνοντας μάλιστα το καλύτερο κατ’ εμέ πολιτικό πορτραίτο του Μεσολογγίτη πολιτικού. Είναι τόσο σπαρταριστή η περιγραφή που μόνο ένας άνθρωπος που είχε ζήσει τον Τρικούπη από πολύ κοντά και μετείχε του ιδίου πολιτικού οραματισμού θα μπορούσε να τον αποδώσει τόσο πιστά.

*

Γεννιέται όμως ένα ερώτημα που το θεωρώ θεμελιακό για την προσέγγιση του ιδεολογικού χώρου του Παπαδιαμάντη. Ασφαλώς ο Σκιαθίτης συγγραφέας ήταν σφοδρός πολέμιος της μικροπολιτικής· είχε όμως όραμα μεγάλης πολιτικής; Στο βιβλίο μου Ξαναδιαβάζοντας τη ‘’Φόνισσα’’, που κυκλοφορήθηκε το 1987, προσπάθησα από πολλές γωνίες λήψεως να φωτογραφήσω το πολιτικό όραμα του Παπαδιαμάντη, που ήταν βεβαίως το όραμα ενός μεγάλου έθνους αλλά πραγματωμένου με άλλες μεθόδους και άλλη ιδεολογία από αυτή που επίσημα εξέφραζε η πολιτική της Αθήνας. Η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας εκφραζόταν τότε και μετά με την πρακτική αποσπάσεως εδαφών από την οθωμανική αυτοκρατορία. Για τον Παπαδιαμάντη, μέσα στον οποίο υπερίσχυε η πολιτική παράδοση του Βυζαντίου, η εθνική πολιτική έπρεπε να είναι όχι πολιτική αποσπάσεως αλλά κληρονομιάς. Οι Έλληνες, συνετά πολιτευόμενοι, θα ήσαν οι φυσικοί κληρονόμοι της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Παπαδιαμάντης, βαθύτατα χριστιανός και ως προς την ιδιοσυστασία του Ρωμιός, έβλεπε το εθνικό πρόβλημα με μια ευρύτερη προοπτική, που περιείχε όλους τους Χριστιανούς της Βαλκανικής και της Ανατολής. Η Ρωμιοσύνη του δεν προσέκρουε στην Ελληνοσύνη του. Οι Έλληνες έπρεπε να είναι η μικρά ζύμη που θα ζυμούσε όλο το φύραμα των λαών και θα τους έδινε ένα όραμα πολιτικό. Ο Παπαδιαμάντης, κι αν δεν ήταν πολιτικός, έβλεπε ωστόσο ότι ο Ελληνισμός μπορούσε να εκταθεί έως εκεί που υπήρχε συμπαγής εθνολογική βάση. Αντίθετα, η ιδέα της Ρωμιοσύνης, εμπεριέχοντας και την ελληνοσύνη, είχε μια διάσταση ευρύτερη, σχεδόν οικουμενική. Δυστυχώς, ο Δυτικισμός δεν μας επέτρεψε να διαμορφώσουμε μια ανατολική πολιτική – έστω κι αν στόχος μας πολιτικός ήταν η Ανατολή. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης αποστρεφόταν την τρέχουσα πολιτική και τις τότε υπό την επήρεια της Δύσης διαμορφούμενες κοινωνικές και πολιτικές αξίες. Έβλεπε τους ομοεθνείς του να αγωνίζονται να γίνουν μικροί, ενώ η ιστορική τους αποστολή ήταν να γίνουν μεγάλοι. Βεβαίως 16 μήνες μετά το θάνατό του η Ελλάς είχε διπλασιασθεί εδαφικά και δέκα χρόνια μετά το θάνατό του είχε τριπλασιασθεί. Η αύξηση όμως αυτή ήταν στρατιωτική κι όχι πολιτική, όπως θα ήθελε ο Παπαδιαμάντης. Γι’ αυτό η Μεγάλη Ιδέα πνίγηκε στις όχθες του Σαγγάριου και στις ακτές της Ιωνίας. Ο Παπαδιαμάντης, όπως αργότερα ο Ίων Δραγούμης, έβλεπε το ζήτημα διαφορετικά. Μια άλλη χριστιανική αυτοκρατορία θα διαδεχόταν τη μουσουλμανική και θα έδινε νέα πνοή στους υποταγμένους λαούς, μηδέ των Σλάβων, των Αλβανών και των Μουσουλμάνων εξαιρουμένων. Δεν φοβόταν την Ανατολή ο Παπαδιαμάντης, ούτε το Βορρά, φοβόταν τη Δύση για τις μικρές αξίες που προωθούσε στο χώρο μας, αξίες που έκαναν τον Έλληνα από λαϊκό άρχοντα και λαϊκό νοικοκύρη να γίνεται μικρόψυχος και χρηματόφιλος αστός. Ένα κλάσμα ανθρώπου.

Σε ένα μικρό – σχεδόν ελάχιστο – αφήγημα που έγραψε το 1907, υπό τον περίεργο τίτλο «Η κάλτσα της Νώενας», υπάρχει σαν καταληκτική η καταπληκτική ερωτηματική φράση:

- «Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»

Ιδού, λοιπόν, το πολιτικό μας πρόβλημα, όπως το έθεσε τότε και για τώρα ο Παπαδιαμάντης. Γιατί το ερώτημα τούτο παραμένει και τώρα επίκαιρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου