Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Διονύσιος Σολωμός "Η τρελή μάνα" - Λεύκιος Ζαφειρίου "Η μάνα του Πατή,ΙΙ"

 Μια συγκλονιστική συνομιλία του νεότερου ποιητή, της γενιάς του' 70 ή γενιάς της αμφισβήτησης Λεύκιου Ζαφειρίου με τον γενάρχη Σολωμό! Συγκεκριμένα "Η τρελή μάνα" του Σολωμού εμφανίζεται στο ποίημα του Ζαφειρίου θρηνώντας τα νέα δεινά και το χαμένο γιο. Η μνήμη επιστρέφει τον θρήνο μέσα από τον αντίλαλό της μέσα στα χρόνια!


Η τρελή μάνα
[ή]
Το κοιμητήριο

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

[19]


1

Τώρα που η ξάστερηνύχτα μονάχουςμας ηύρε απάντεχα,και εκεί στους βράχους5σχίζεται η θάλασσασιγαλινά.

2

Τώρα που ανοίγεταικάθε καρδίαστη λύπη, ακούσετε10μίαν ιστορία,που την αισθάνονταιτα σωθικά.

3

Σε κοιμητήριοείναι στημένα15δύο κυπαρίσσιααδελφωμέναπου πρασινίζουνεμες στους σταυρούς.

4

Όταν μεσάνυχτα20καταβουίζουνοι ανέμοι, αν τα ’βλεπεςπώς κυματίζουν,έλεες πως κράζουνετους ζωντανούς.

5

25Δύο αδέλφια δύστυχακοιμούνται κάτουτον ανεξύπνητονύπνον θανάτου,κι έχασε η μάνα τους30τα λογικά.

6

Τα μαύρα! επαίζανεεκεί όπου στέκειο πύργος, κι έπεσετ’ αστροπελέκι,35κι άψυχα τ’ άφησετα θλιβερά.

7

Ροδοστεφάνωτα,ασπροεντυμένα,τα κατεβάσανε40αγκαλιασμέναμέσα εις την ύστερηαλησμονιά.

8

Δεν άκουες βάβισμαχαμένου σκύλου·45πουλιού δεν άκουεςλάλημα, ή χείλου,ή κλωνοφλίφλισμανα πνέει τερπνά.

9

Νερομουρμούρισμα50οπού αναβρύζεικαι τσ’ επιτύμβιεςπέτρες δροσίζειμόλις αντίσκοβετη σιγαλιά.

10

55Θανής δεν έμνεσκανάλλα σημείαπάρεξ του λίβανουη μυρωδίαοπού εχυνότουνε60στην ερημιά.

(Η δύστυχη μητέρα έρχεται εκεί τρέχοντας) *
11

Στέκει, μυρίζεταιεις τον αέρα,και συλλογίζεται—μαύρη μητέρα!—65σαν κάτι να ’θελενα θυμηθεί.

12

Στον τοίχο σύρριζασκύφτει, κοιτάει,γλυκολυπούμενη70χαμογελάεικατά τα εντάφιαχόρτα πικρά.

13

Κατά τα σύγνεφα,κατά τ’ αστέρια,75τρεμομανιάζονταςρίχτει τα χέρια,και κλαίει και ρυάζεταιτρομαχτικά.

14

Της πέφτουν έπειτα80και ληθαργίζει,και πάλε αρχίναενα τριγυρίζειτο περιτείχισμαπασπατευτά.

15

85Γύριζε, γύριζε,τέλος εμπαίνειστο σημαντρήριοκαι τ’ ανεβαίνειτα ίχνη αλλάζοντας90σπουδαχτικά.

16

Ήτον στην άλαλητη μοναξίαστρογγυλοφέγγαρηφωτοχυσία,95σαν τη λαμπρόπλαστηπρωτονυχτιά·

17

όμως η δύστυχη,ξεφρενωμένη,κοιτάζει ολόγυρα100τετρομασμένη,πράχνει τα σήμαντρα,κράζει σφιχτά.

18

«Γλήγορα ας φύγουνεαπ’ τα λαγκάδια105κεια τα φριχτόταταπυκνά σκοτάδια·αχ! με πλακώνουνεμες στην καρδιά.

19

»Γλήγορα ας φύγουνε,110δεν τα πομένω,μοιάζουνε, μοιάζουνεμε το σχισμένορούχο που σκέπασετα δύο παιδιά.»

20

115Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανε120φριχτά φριχτά.

21

«Από την έρημηΑναφωνήτρα,που ’ναι εις τους δύστυχουςπαρηγορήτρα,125είχαν δυο ξέμετρατα δυο παιδιά·

22

»τα ’χω στον κόρφο μουκαι τα φυλάω·με αυτά τα ξέμετρα130θε να μετράωτα δυο τους μνήματακαθημερνά.»

23

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίας,135γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά, φριχτά.

24

«Βραχνό το ψάλσιμο·140τα κεριά αχνίζουν·του νεκροκρέβατουτα ξύλα τρίζουν·αργά τα σήμαντρακαι τρομερά.

25

145«Ναι, ναι, απεθάνανε·μέσα στο σκότοτα κατεβάσανε—ακούω τον κρότο—τα κατεβάσανε150βαθιά, βαθιά.»

26

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρατης εκκλησίαςγκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίας155αποκρινόντανεφριχτά φριχτά.

27

«Γιατί τινάζετεπάνω τους χώματα;Μη, μη σκεπάζετε160τα μικρά σώματαπου αποκοιμήθηκανγλυκά, γλυκά.

28

»Αύριο θα κόψουμεκάτι λουλούδια,165αύριο θα ψάλουμεκάτι τραγούδιαεις την πολύανθηΠρωτομαγιά.»

29

Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα170της εκκλησίας,γκλαν γκλαν οι αντίλαλοιτης ερημίαςαποκρινόντανεφριχτά φριχτά·

30

175γκλαν γκλαν παράδερνεμε τα γλωσσίδια,κι εματαρχίναε,κι έλεε τα ίδια,ώς οπού εβράχνιασε180θανατερά.

* * *
31

Νά, που δροσόβοληαύρα ξυπνάει,και ψιθυρίζονταςμοσχοβολάει185από τα αρώματατα αυγερινά·

32

στα φύλλα επέρναεκαι της καρδίας,σαν τα κινήματα190της φαντασίας,που ζωγραφίζουνετην ευτυχιά·

33

εκείν’ η δύστυχητραβάει την άχνα,195βαθιά τα αισθάνθηκεμέσα στα σπλάχνααχ! κι εκατέβηκεστην ερημιά.

* * *
34

Με λύπη εγκάρδια200εθεωρούσεόλα τα μνήματακαι τα μετρούσεμε τ’ αργό κίνηματης κεφαλής.

* * *
___
στ. 29-30
κι έμεινε η μάνα τους
στη συφορά.
στ. 36
ελεεινά.

στροφή 7
Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:*
Σιωπή τα σήμαντρα
οπού τα κλάψαν,
σιωπή τα σύνεργα
οπού τα θάψαν,
σιωπή τα ψάλματα
τα λυπηρά.

στροφή 14
Νά μπει, αλλά μάταια—
πισθοδρομίζει,
και παίρνει απέξωθε,
και τριγυρίζει
το περιτείχισμα
πασπατευτά.

στροφή 17
στ. 97-98
Και αυτή από λύπηση
Τετυφλωμένη

στροφή 24
Βραχνό το ψάλσιμο
του καλογήρου,
αχνά τα εντάφια
κεριά τριγύρου·
αργά τα σήμαντρα
και τρομερά.

Διονύσιος Σολωμός "Ο Λάμπρος" 







Λεύκιος Ζαφειρίου

Η μάνα του Πατή,ΙΙ



Κύλησε ο καιρός σαν τροχός
ποδηλάτου στην άσφαλτο
κι ο Πατής ερχόταν
στα μεσοδιαστήματα των αστραπών
οι επίδεσμοι κρέμονταν
απ' το σπασμένο κεφάλι του
βγαλμένα τα μάτια του 
κύκλοι και πίσω άλλοι
κύκλοι και στο βάθος αντηχούσε
η σιωπή όπως η πέτρα
σ' άδειο πηγάδι
στον κάμπο της Παναγιάς
της Πετούντας- κι η μάνα του
τσίριζε - γιέ μου!
Τα μαλλιά της πέφτανε στο πρόσωπο
πίσω απ' τα μαλλιά
δυό μάτια υγρά
οι βολβοί τους έτοιμοι να πεταχτούν 
απ' τις κόχες- τι γύρευε
η τρελή μάνα του Διονύσιου
Σολωμού στους δρόμους
της Λευκωσίας,
γιε μου! τσίριζε και έτρεχε
πίσω από' να σύννεφο
η μορφή του Πατή τότε
που λεχώνα τής τον έφερναν 
στο χαμόσπιτο - η μπόχα διαπερνούσε
την ατμόσφαιρα κι η λάμπα
στο ξύλινο τραπέζι
έριχνε παράξενες σκιές στο ταβάνι
που σε τρόμαζαν...

Επάλληλοι κύκλοι οι κραυγές της
πάνω απ' τις πέντε κορφές του βουνού
κι η Κύπρος ασύνορη μνήμη φονικού
στην άκρη της Μεσόγειος.


Σχεδόν μηδίζοντες, Λευκωσία, Τα τετράδια του Ρήγα 1981

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου