και η συζήτηση με τις συζύγους των κυρίων με τα πούρα
δεν ήταν εντέλει τόσο δυσάρεστη.
Τα τέκνα και οι λαμπρές τους προοπτικές
στην άλλη όχθη του Ατλαντικού,
είναι πάντοτε θέμα που προσφέρεται για επιφωνήματα
–«Ω! Αλήθεια;» «Ω! Στη Merrill Lynch;» «Ω! Τόσο νέος;» –
και τα επιφωνήματα ως γνωστόν σε βγάζουν από την αμηχανία της στιγμής,
δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι όλα εξελίσσονται ομαλά.
Ή μήπως όχι;
Όταν ραγίζει η επιφάνεια της γλώσσας
δεν ξέρεις ποτέ τι θ’ αναδυθεί από τα βάθη της.
Θυμήσου την περίφημη κραυγή της Κασσάνδρας
όταν η Κλυταιμνήστρα την ειρωνεύεται
ότι η «γλώσσα της είναι βάρβαρη»:
Οτοτοτοτοί πόποι δα!
Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις;
Κανείς δεν γνωρίζει.
Συνήθως οι μεταφραστές την αποδίδουν
μ’ ένα επιφώνημα που εκφράζει πόνο, απελπισία.
Σημασία έχει ότι η Κασσάνδρα σπάει επιτέλους τη σιωπή της
για να προφητεύσει όχι μόνο το δικό της τέλος
αλλά κι αυτό των Ατρειδών.
Έξι φορές καλεί τον θεό «Ὤπολλον»
και μόνο την έβδομη, αλλάζοντας ελαφρώς τον τόνο,
φανερώνει την άλλη φύση του Απόλλωνα:
«Ὤπολλον Ὤπολλον
ἀγυιᾶτ’, Ἀπόλλων ἐμός·
ἀπώλεσας γάρ οὐ μόλις τό δεύτερον».
Δεν περίμενα να έχεις προσέξει
το απόσπασμα αυτό του Αγαμέμνονα,
τη συγγένεια ανάμεσα στις λέξεις «Απόλλων» και «απολέσθαι»
ούτε να έχεις εκτιμήσει τον ιδιοφυή τρόπο που ο Αισχύλος
μέσα σε δύο στίχους, θυμίζει στο ακροατήριό του
το άλλο, καταστροφικό πρόσωπο του θεού,
που οδηγεί την Κασσάνδρα στην «οδό της απωλείας».
Μπορεί τώρα να κατηφορίζεις αδιάφορα την Ξενοκράτους
έχοντας αφήσει πίσω σου το Abreuvoir
και τις γεμάτες υπαινιγμούς φιλοφρονήσεις
του ωραίου χρηματιστή που καθόταν δίπλα σου,
όμως ξέρεις ότι «καμιά γυναίκα δεν είναι βασίλισσα
εκατό μέτρα από την άμαξα».
Θα έλεγα να ξανασκεφτείς
τις επόμενες κινήσεις σου –
στην σκακιέρα του πάθους εννοώ.
Πολλές φορές κι ένα πιόνι ακόμη
μπορεί να επηρεάσει την έκβαση του παιχνιδιού.
Σ’ αυτή τη φάση της ζωής σου τι περιθώρια έχεις;
Το ένδοξο παρελθόν σου είναι ένδοξο μόνο για σένα.
Κανείς δεν θα ρωτήσει
πόσα μαργαριτάρια στόλιζαν τον λαιμό σου κάποτε.
Η μοναξιά θα ήταν βέβαια μια αξιοπρεπής λύση.
Δεν ζητάς, δεν δίνεις, δεν λογοδοτείς.
Κυκλοφορείς στο σπίτι με το νεγκλιζέ
που είχες αγοράσει πριν είκοσι χρόνια στη Via Condotti
και δεν σε νοιάζει που είναι φθαρμένο στις άκρες.
Δεν σταματάς να κοιταχθείς στον καθρέφτη του διαδρόμου.
Ας έχουν τα μαλλιά σου ασπρίσει στις ρίζες.
Αλλά εσύ φοβάσαι τη μοναξιά, φοβάσαι τη φθορά.
Και το συγκεκριμένο πιόνι είναι έτοιμο να θυσιαστεί
για να σε προστατέψει από τις άγριες διαθέσεις του βασιλιά
και τα γελοία bravado του αξιωματικού του.
Μπορεί να μην έχει σκάφος και βίλλα στην Αντίπαρο,
όμως, για να επιστρέψω στην Κασσάνδρα,
«η ευτυχία είναι σαν σκιά
και η δυστυχία κρατάει στο χέρι υγρό σφουγγάρι που τα σβήνει όλα».
Συνέχισε λοιπόν να περπατάς.
Το Attica απέχει μόνο δέκα λεπτά.
Μπορώ να μαντέψω και πιο άρωμα θ’ αγοράσεις.
La vie est belle, έτσι δεν είναι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου