…Κοίτα να δεις, που ενώ εγώ
παλεύω
να ξεχάσω, το χέρι μου πάει και κάθεται,
λες εξεπίτηδες,
πάνω σ’ εκείνες τις παλιές πληγές…
Οι
ακρίδες
Κάναμε έρωτα κι ακρίδες πηδούσαν ξέφρενα τριγύρω μας,
συνουσιάζονταν και αυτές, πολλαπλασιαζόντουσαν αθρόα κι ανεξέλεγκτα...
Τρώγαμε κι ήτανε παντού: μες στο ντουλάπι του ψωμιού, μες στο ψυγείο,
μέσα σ’ όλα. Κάποιοι μπήκαν στον πειρασμό και τις μαγείρεψαν κι εγώ ανάμεσα
τους, δε ντρέπομαι να σας το πω, ή ίσως και να ντρέπομαι λιγάκι...
Τις έκανα τηγανιτές, τις σέρβιρα και στα παιδιά για σνακ στην
τηλεόραση μπροστά.
Δεν ήταν κι άσχημες κι είχαν υπέροχο χρωματολόγιο. Όταν
τηγανιζόντουσαν, χίλιες απόχρωσες του χρυσαφί είχες στο πιάτο σου για να
διαλέξεις αυτήν που σου ταιριάζει..
Ωστόσο το φαινόμενο αυτό, είχε αρχίσει δυσανάλογες
διαστάσεις, για τη μικρή μας κλίμακα, να
παίρνει!
Μέσα απ’ τα ρούχα ξεπηδούσαν και τα φαγητά, πλενόντουσαν μαζί
με μας, λιάζονταν στις ξαπλώστρες και στον ήλιο μας!
Ώσπου μια μέρα κι εντελώς στα ξαφνικά, εξαφανίστηκαν!
Ναι, ναι, στα σίγουρα συνέβη τότε.
Τότε που ο ξένος ήρθε στην πόλη μας και άρχισε ψέματα κι
αλήθειες ν’ αραδιάζει.
Κι ήταν πολλοί που αναστέναξαν με ανακούφιση μα κι άλλοι που
‘παν: «και τώρα, τι θα γενούμε χωρίς τις ακρίδες;»
Τουλάχιστον, αυτές τις έμαθαν,.
Έμαθαν τελικά να ζουν με δαύτες.
Το άγνωστο και το κενό τους φόβιζε.
Κι ύστερα ήρθαν οι μέδουσες…
Οι
μέδουσες
Ήταν το καλοκαίρι εκείνο που στις αρχές του, έφυγε κι ο
ξένος..
Τώρα, έφυγε, τον έδιωξαν, δεν ξέρω να σου πω με σιγουριά.
Ωστόσο τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ.
Το πρώτο κρούσμα ήτανε ο ταχυδρόμος. Ήρθαν κι απλώθηκαν στα
χέρια του και τα «ζωγράφισαν» με χίλια χρώματα. Οι πόνοι ήταν φρικτοί.
Πολλοί ήταν αυτοί που είπανε πως το ‘παθε, γιατί καιρό είχε να
φέρει νέα ευχάριστα...
Επόμενο θύμα τους ήταν ο δάσκαλος, που τελευταία όλο άσχημα
πράγματα μάθαινε στα παιδιά. Στο στόμα τον «δαγκώσανε». Τόσο του πρήστηκε κι
έκλεισε σχεδόν, με καλαμάκι τον ταΪζανε, με δυσκολία στη ζωή τον κράτησαν.
Το μόνο το καλό, παιδιά δεν τσίμπαγαν!
Μετά ακολούθησε ο μπακάλης, που είχε κόψει το ρεφενέ κι ο
κόσμος πείναγε, ύστερα ο δήμαρχος, που μόλις πριν λίγες ημέρες τους φόρους αύξησε και τέλος ο
γιατρός, που σα να είχε ξεχάσει τον όρκο του στον Ιπποκράτη και μόνο στους
πλουσίους έσπευδε όταν αρρώσταιναν.
Οι φτωχοί βλέπεις δεν είχαν να πληρώσουν..
Και το κακό συνεχιζόταν.
Αυτή η κρίση, μάλλον απόρροια της άλλης της γενικευμένης,
είχε κτυπήσει τους
μισαλλόδοξους, τους κερδοσκόπους, τους κακούς.
Και κάποιοι είπαν:
«επιτέλους, υπάρχει Θεός!»
Κι ύστερα ήρθ ’ η λησμονιά
Η
λησμονιά
Πήρε καιρό, ώσπου το καταλάβαμε ότι κάτι πάλι περίεργο
συνέβαινε
Νομίζω πρώτος το κατάλαβε ο σοφός. Άρχισε, λέει να ξεχνά να στηλιτεύει τα γύρω κακώς
κείμενα και να μπερδεύει. Να μπερδεύει και να μπερδεύεται, τι ‘ναι καλό και τι
κακό και τι τ’ ανάμεσο τους.
Ομολογώ πως στην αρχή είχε την πλάκα του. Αφού ο σοφός, σοφά
πια δε μιλούσε, χαλάρωσαν τα ήθη, μια ευθυμία ξάπλωσε στα στήθη μας, ωσάν
γυναίκα όμορφη και άστατη.
Και ο καιρός περνούσε έτσι ευχάριστα και το κακό γενικευόταν
και απλώνονταν, σε γνωστικούς και άμυαλους, νέους και γέρους.
Όσο τα απλά ξεχνούσαμε, ανησυχία δεν υπήρχε, κάποια στιγμή
ωστόσο, τα πράγματα φανήκανε σα σκούρα να γενήκανε.
Αρχίσαμε σιγά σιγά λιγότερο να νοιώθουμε, μισή να είναι η χαρά
κι η λύπη μας.
Οι μάνες τα παιδιά ν’ αφήνουν σύξυλα, ένθεν κακείθεν
απαρηγόρητα να κλαίνε,
οι εραστές καμία σημασία να μη δίνουνε
και οι δουλειές να παρατιούνται ατελείωτες.
Σιγά- σιγά ξεχάσαμε τι πα να πει συναίσθημα, ποιος είν’ ο
πόνος, η χαρά, η αγάπη.
Όταν και την αγάπη χάσαμε, τότε τελείωσε…
Και τώρα, αλήθεια αναρωτιέμαι και εγώ,
ποιος είμαι,
που πηγαίνω
και τι στ’ ανάθεμα τα γράφω όλα αυτά;
Γέγονα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλλαλάζον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου