Ο ερχομός
Εγώ καθώς ξημέρωνε ήμουνα με τους άλλους
της φυλής.
Ξαπλωμένος στη γωνιά μου μέσα στη σπηλιά,
πάλευα να βουτήξω στα σκοτεινά
νερά του ύπνου. Πνεύματα ζώων
που ‘χαν χτυπηθεί από την πέτρινη αιχμή του βέλους
σκόρπιζαν τον τρόμο μες στη σκοτεινιά, Κάτι,
ίσως η εκπλήρωση κάποιας υπόσχεσης,
ο θάνατος ενός αντιπάλου στο βουνό,
μπορεί ο έρωτας, μπορεί μια πέτρα μαγική,
κάτι μου παραστάθηκε. Τα ’χασα.
Σκορπισμένη μέσα στους αιώνες, η μνήμη
κρατάει μονάχα τη νύχτα εκείνη και το πρωί της
που κοντανάσαινα κι έτρεμα. Και ξαφνικά
ακούω ένα αδιάκοπο πνιχτό βουητό
μια αγέλη να σκίζει την αυγή.
Το τόξο το βαρύ, τα μυτερά μου βέλη,
τα παράτησα όλα κι έτρεξα στο βαθούλωμα
που ανοίγεται στην άκρια της σπηλιάς.
Τότε τους είδα. Θράκα κοκκινωπή,
τα κέρατα σκληρά, ράχες σαν τα βουνά
και χαίτη σκοτεινή σαν τα μάτια τους
που κοίταζαν με κακία. Ήταν μυριάδες.
Είναι οι βίσωνες, είπα. Η λέξη
δεν βγήκε από τα χείλια μου,
μα όμως ένιωσα πως ήταν τ’ όνομά τους.
Σα να μην είχα τίποτα, ποτέ μου, δει
λες κι ήμουνα τυφλός ή πεθαμένος
προτού να δω τους βίσωνες της αυγής.
Ξεχύθηκαν απ’ την αυγή. Ήταν η αυγή.
Δεν ήθελα οι άλλοι να μολύνουν
εκείνο το τεράστιο ποτάμι, γεμάτο θεϊκή
αγριότητα, άγνοια και σοφία,
κι αδιάφορο καθώς τ’ αστέρια.
Ποδοπάτησαν ένα σκυλί στο πέρασμά τους.
Το ίδιο θα γινόταν κι αν τύχαινε να ‘ναι άνθρωπος.
‘Υστερα τους σχεδίασα μες στη σπηλιά
με ώχρα και κιννάβαρι. Ήταν οι Θεοί
της θυσίας και των δεήσεων. Ποτέ
δεν πρόφεραν τα χείλια μου τη λέξη Αλταμίρα.
Πολλές υπήρξαν οι μορφές και οι θάνατοί μου.
Ξαπλωμένος στη γωνιά μου μέσα στη σπηλιά,
πάλευα να βουτήξω στα σκοτεινά
νερά του ύπνου. Πνεύματα ζώων
που ‘χαν χτυπηθεί από την πέτρινη αιχμή του βέλους
σκόρπιζαν τον τρόμο μες στη σκοτεινιά, Κάτι,
ίσως η εκπλήρωση κάποιας υπόσχεσης,
ο θάνατος ενός αντιπάλου στο βουνό,
μπορεί ο έρωτας, μπορεί μια πέτρα μαγική,
κάτι μου παραστάθηκε. Τα ’χασα.
Σκορπισμένη μέσα στους αιώνες, η μνήμη
κρατάει μονάχα τη νύχτα εκείνη και το πρωί της
που κοντανάσαινα κι έτρεμα. Και ξαφνικά
ακούω ένα αδιάκοπο πνιχτό βουητό
μια αγέλη να σκίζει την αυγή.
Το τόξο το βαρύ, τα μυτερά μου βέλη,
τα παράτησα όλα κι έτρεξα στο βαθούλωμα
που ανοίγεται στην άκρια της σπηλιάς.
Τότε τους είδα. Θράκα κοκκινωπή,
τα κέρατα σκληρά, ράχες σαν τα βουνά
και χαίτη σκοτεινή σαν τα μάτια τους
που κοίταζαν με κακία. Ήταν μυριάδες.
Είναι οι βίσωνες, είπα. Η λέξη
δεν βγήκε από τα χείλια μου,
μα όμως ένιωσα πως ήταν τ’ όνομά τους.
Σα να μην είχα τίποτα, ποτέ μου, δει
λες κι ήμουνα τυφλός ή πεθαμένος
προτού να δω τους βίσωνες της αυγής.
Ξεχύθηκαν απ’ την αυγή. Ήταν η αυγή.
Δεν ήθελα οι άλλοι να μολύνουν
εκείνο το τεράστιο ποτάμι, γεμάτο θεϊκή
αγριότητα, άγνοια και σοφία,
κι αδιάφορο καθώς τ’ αστέρια.
Ποδοπάτησαν ένα σκυλί στο πέρασμά τους.
Το ίδιο θα γινόταν κι αν τύχαινε να ‘ναι άνθρωπος.
‘Υστερα τους σχεδίασα μες στη σπηλιά
με ώχρα και κιννάβαρι. Ήταν οι Θεοί
της θυσίας και των δεήσεων. Ποτέ
δεν πρόφεραν τα χείλια μου τη λέξη Αλταμίρα.
Πολλές υπήρξαν οι μορφές και οι θάνατοί μου.
Ο ερχομός (Το χρυσάφι των τίγρεων, 1972)
ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εισαγωγή, ανθολόγηση, μετάφραση, σημειώσεις:
Δημήτρης Καλοκύρης
Πατάκης, 2014
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εισαγωγή, ανθολόγηση, μετάφραση, σημειώσεις:
Δημήτρης Καλοκύρης
Πατάκης, 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου