γράφει ο Μιχάλης
Μοδινός*
Με ποιους
τρόπους έχει μπολιάσει η οικολογική προβληματική την πεζογραφική παραγωγή; Ποια
η κατεύθυνση και ποιες οι θεματικές γραμμές; Σ’ ένα επιταχυνόμενα μεταβαλλόμενο, χαοτικό και
ελάχιστα κατανοητό κόσμο, μήπως εντέλει πέφτει στους ώμους της λογοτεχνίας η
κατασκευή μιας οργανικής σύνθεσης που ο δοκιμιακός/ επιστημονικός λόγος αδυνατεί να διατυπώσει;
-------------------------------------------------------------------
Ο αναχρονισμός είναι ως γνωστόν μεγάλο αμάρτημα στη
λογοτεχνία, όπως άλλωστε και στην ιστορία των ιδεών. Σύγχρονοι μελετητές
απέδωσαν λ. χ. περιβαλλοντικές ανησυχίες στον Πλάτωνα κορφολογώντας κάποιο
απόσπασμα από το έργο του όπου θρηνεί για την αποδάσωση της Αττικής.
Ανθρωπολόγοι και γεωγράφοι έχουν αποδώσει οικολογικές διαστάσεις στην έλλογη
διαχείριση του τροπικού δάσους βροχής από τους …Πυγμαίους. Και το γνωστό
κείμενο του Ινδιάνου αρχηγού Σιου, που κρέμεται ακόμη και σε προθαλάμους οδοντιατρίων
διακηρύσσοντας ότι την γη την παραλάβαμε από τους παππούδες μας και πρέπει να
την παραδώσουμε ανέπαφη στα παιδιά μας, γράφηκε απλούστατα στο Χάρβαρντ από την
σχολή ανθρωπιστικών επιστημών του οποίου απεφοίτησε ο εν λόγω συμπαθής Ινδιάνος
φορώντας τήβεννο και όχι φτερά κορακιού και δέρμα βίσωνα. Σε ό,τι αφορά τούτο δω το κείμενο, ας πούμε εξ αρχής ότι δεν είναι
νόμιμο να αποδίδεις οικολογικές
προθέσεις στον Πλάτωνα ούτε φυσικά στον Αριστοτέλη, στον Σαίξπηρ ή ακόμη τον
Νίτσε, όπως ακριβώς δεν ήταν νόμιμη η απόδοση σοσιαλιστικών ιδεών στον Σπάρτακο,
όσο κι αν αυτό προσέδιδε ιστορικό βάθος στο κίνημα.
Είναι εντούτοις
νόμιμο να ξαναδιαβάζεις τα έργα άλλων εποχών υπό το φως των τρεχουσών ιδεών. Η
λογοτεχνία του παρελθόντος ως σύνθετη υπέρβαση της πραγματικότητας μπορεί
μεταξύ άλλων να σου προσφέρει μια εικόνα ως προς τις αντιλήψεις για τη φύση σε άλλες εποχές.
Για τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι συνελάμβαναν την κοινωνική τους
ύπαρξη σε σχέση με τους φυσικούς πόρους. Για την αντίληψη του τοπίου. Για τον
αστικό χώρο. Για την χρήση της τεχνολογίας. Και ούτω καθεξής. Όταν διαβάζεις
βεβαίως στις μέρες μας τον Χώκλμπερρυ
Φινν, ο Μισσισσίππι είναι ήδη κάτι πολύ περισσότερο από τον ρομαντικό
ποταμό του Μαρκ Τουαίν, - οδό διαφυγής, γεωμετρικό τόπο ενηλικίωσης, φορέα
αντιλήψεων που έχουν ως επίκεντρο την φυγή, την περιπέτεια, την απόδραση από
ένα καταπιεστικό ή και ρατσιστικό κοινωνικό περιβάλλον. Ο Μισσισσίππι είναι πλέον ενδεδυμένος με όλα
τα συμφραζόμενα του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, όπως τροφοδοτούνται
από την σύγχρονη ιστορία. Πρόκειται για ένα ποτάμι - οχετό, ένα ποτάμι ευθυγραμμισμένο
ώστε να έχουν καταργηθεί οι μαίανδροί
του, ένα ποτάμι που έχει μετατραπεί σε κανάλι, που οι όχθες του έχουν κατά
τόπους αποψιλωθεί, που έχει γεφυρωθεί
θεαματικά σε όλο το μήκος του, που
δέχεται ημερησίως χιλιάδες τόνους αποβλήτων αλλά και εγκαταστάσεις επεξεργασίας
τους, που η διαχείριση των βιοτόπων στις εκβολές του (τα περίφημα μπαγιού)
αποτελούν το αντικείμενο σύνθετων στρατηγικών διαχείρισης. Πρόκειται για ένα
ποτάμι συχνά απειλητικό, που οι απόπειρες εγκιβωτισμού του απολήγουν μεν σε
έλεγχο των πλημμυρών αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις παίρνει την εκδίκησή του
οδηγώντας σε μείζονες καταστροφές, όπως συνέβη πρόσφατα στη Νέα Ορλεάνη. Ξαναδιαβάζοντας
λοιπόν σήμερα τον Μαρκ Τουαίν, νομιμοποιούμαστε να αντλούμε εκτός από απόλαυση
πληροφορίες για την φύση όπως ήταν ή όπως βιωνόταν κατά τον 19ο
αιώνα, έχοντας πάντα κατά νουν την οικολογική υποβάθμιση που ακολούθησε. Ο
Τουαίν δεν ήταν βέβαια «οικολόγος» γιατί το ζήτημα δεν είχε καν τεθεί στα
χρόνια του. Εμείς αντιθέτως είμαστε
υποχρεωμένοι να τοποθετηθούμε –θετικά ή αρνητικά, δεν έχει σημασία- για τα
ζητήματα του περιβάλλοντος.
Τα ίδια φυσικά
ισχύουν για τον Νείλο της Αγκάθα Κρίστι (φραγμένο τώρα πια από το Ασσουάν) ή και
του Φλωμπέρ, για τον Ντον του Σολόχοφ, για τον Βιστούλα του Γκύντερ Γκρας ή για
τον Πηνειό του Καραγάτση. Τα ποτάμια δεν είναι αυτό που ήταν στο παρελθόν ούτε άλλωστε η φύση
ευρύτερα. Η Λίμνη των Γιαννιτσών που είναι ο πραγματικός ήρωας στα Μυστικά του Βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα
απλούστατα δεν υπάρχει πια Ο βάλτος έχει
πλήρως αποξηρανθεί και αντικατασταθεί από εντατικές καλλιέργειες, ενώ ο ποταμός
Λουδίας ρέει διστακτικά, υπό μορφή καναλιού ( όποτε ρέει) προς τον Θερμαϊκό.
Επιπλέον οι αναπαραστάσεις –οι κοινωνικές
κατασκευές θα έλεγαν οι μεταμοντερνιστές- για την φύση έχουν τροποποιηθεί
ριζικά από τον καιρό του Ρουσσώ ή και του Χένρι Ντέηβιντ Θορώ, του οποίου το
έργο Γουόλντεν θεωρείται κατά κάποιο
τρόπο η Βίβλος της πρώιμης αναχωρητικής οικολογίας αλλά και της πολιτικής
ανυπακοής. Ο μέσος πολίτης δέχεται
σήμερα ποικίλες εισροές που εκτείνονται από διαβάσματα και ντοκιμαντέρ ως την
άμεση εμπειρία του ταξιδιού, αλλά και από
διεπιστημονικού χαρακτήρα προσεγγίσεις που δεν θέλουν πια να βλέπουν τη φύση ως
«κακιά μητριά» ούτε ως αντικείμενο προς
τιθάσευση ούτε ως οικονομικά αξιοποιήσιμο φυσικό πόρο αλλά ως τον «ορίζοντα της κοινωνίας» σύμφωνα με την
ευφυή διατύπωση του Γερμανού κοινωνιολόγου Λούντβιχ Τρεπλ. Ο άνθρωπος, σύμφωνα με αυτήν την
αντίληψη, οφείλει να ξαναγίνει μέρος της φύσης όσο και αν ο αστικός πολιτισμός τον έχει αποξενώσει από
αυτήν.
Ακόμη και η
υποβαθμισμένη, κατεστραμμένη φύση των χωματερών και της αποσύνθεσης, του
διαβρωμένου αστικού τοπίου και των εγκαταλειμμένων βιομηχανιών, των
αποψιλωμένων δασικών εκτάσεων και της προϊούσας εδαφικής διάβρωσης ιδεατά δεν
οφείλει απλώς να είναι παρούσα στη σύγχρονη λογοτεχνία αλλά και να υποδηλώνει
το πώς θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα
αν ο πολιτισμός και η ανάπτυξη είχαν ακολουθήσει διαφορετική πορεία. Το
αν αυτό το τελευταίο ζήτημα είναι νόμιμο να τίθεται είναι άλλο θέμα. Το αν η Ιστορία μπορούσε να
έχει διοχετευθεί σε άλλη κοίτη είναι φιλοσοφικής τάξεως ερώτημα, τόσο όσο η αντίθεση μεταξύ
ντετερμινισμού και ελευθερίας της βούλησης. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι οφείλουμε
να βλέπουμε σήμερα τη φύση έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, δηλαδή όλα όσα έχουν
προηγηθεί, και να την προσεγγίζουμε με μια διάθεση που θα ονόμαζα «μετα –
μεταμοντερνιστική», δηλαδή υπό μια οπτική που θα προσομοίαζε μ’ αυτήν του κλασικισμού, όχι βεβαίως επειδή
είμαστε αδαείς αλλά ακριβώς επειδή είμαστε πια ψυλλιασμένοι. Ας απολαύσουμε μ’
άλλα λόγια ό,τι έχει απομείνει -όπως μοιάζει να μας ψιθυρίζει ο Τζων Μπάνβιλλ
στη Θάλασσα και σε άλλα βιβλία
του- μιας και τότε μόνο ενδέχεται
να επιχειρήσουμε να το τροποποιήσουμε. Στο
κάτω της γραφής, ένα ηλιοβασίλεμα πίσω από το αποψιλωμένο όρος Αιγάλεω μπορεί
να προσφέρει απρόσμενες ποιότητες ακριβώς λόγω του φωτοχημικού νέφους. Το ίδιο
έχει ειπωθεί για μέρη τόσο απόμακρα μεταξύ τους όσο το Κάιρο και το Λος Άντζελες. Η γοητεία
της καταστροφής είναι ανατριχιαστικά γοητευτική και η τέχνη το γνώριζε αυτό ανέκαθεν.
Η σύγχρονη εποχή
Θέτοντας προς
στιγμήν σε παρένθεση το παρελθόν ας επικεντρωθούμε στην σύγχρονη εποχή.
Εμποτίζει η οικολογική προβληματική την λογοτεχνία και με ποιους τρόπους; Ποια
είναι τα θέματα που απασχολούν τους μυθιστοριογράφους και πώς τα χειρίζονται;
Αν η οικολογία, ως επιστημονικός υποκλάδος της Βιολογίας «στήθηκε» στα τέλη του
19ου αιώνα, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως απαρχή της σύγχρονης οικολογικής
φιλολογίας το σημαδιακό έργο της Ραχήλ Κάρλσον Σιωπηλή Άνοιξη του 1963. Έκτοτε πολλά και σημαδιακά έργα
εμπλούτισαν την σχετική βιβλιογραφία επικεντρώνοντας στην αμφισβήτηση της
βιομηχανικής κοινωνίας, στην κριτική της αναπτυξιακής διαδικασίας και, αρκετά
αργότερα, της παγκοσμιοποίησης, σε αποτίμηση της εκπτώχευσης ευρέων ζωνών του
πλανήτη ως συνέπεια των αναπτυξιακών κελευσμάτων και σε μια απόπειρα θεωρητικής
σύζευξης της μαρξικής με την οικολογική προβληματική. Δεν είναι της ώρας να
κάνω μια αποτίμηση της αχανούς περί το περιβάλλον και την οικολογική σκέψη
βιβλιογραφίας που έχει φιλοξενηθεί άλλωστε και σε σημαντικά περιοδικά όπως λ.χ.
στην καθ’ ημάς Νέα Οικολογία κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ‘90. Ζητήματα όπως
η ατμοσφαιρική ρύπανση και εκείνη των υδάτων (της θάλασσας περιλαμβανομένης), η
εξάντληση των φυσικών πόρων, η αποδάσωση, η διάβρωση του εδάφους, η
ερημοποίηση, η μείωση της βιοποικιλότητας, η υποβάθμιση του αστικού χώρου και των
υδατικών πόρων αποδόθηκαν στις αναπτυξιακές πιέσεις που περιλάμβαναν την
εκβιομηχάνιση, την εντατικοποίηση της γεωργίας, την αύξουσα κατανάλωση ορυκτών
καυσίμων, την αδηφάγο αυτοκίνηση, την κατασκευή φαραωνικών έργων υποδομής, την επέκταση του μαζικού τουρισμού σε όλα τα
μήκη και πλάτη του πλανήτη. Η εκπτώχευση συνδέθηκε με την περιβαλλοντική υποβάθμιση,
και οι τεχνολογικοί θρίαμβοι με την εγκαθίδρυση μιας «κοινωνίας της
διακινδύνευσης» κατά τον κοινωνιολόγο Ούλριχ Μπεκ. Η επιστημονική οικολογία από
υποκλάδος των βιολογικών επιστημών έβγαινε από το εργαστήριο για να συναντήσει
την κοινωνία. Και –πράγμα πρωτοφανές- ένας επιστημονικός κλάδος χάριζε το όνομά
του σε ένα κοινωνικό κίνημα.
Παρακολούθησε η λογοτεχνία τις σχετικές εξελίξεις; Μάλλον
δειλά, μάλλον επιφυλακτικά θα έλεγε κανείς σε πρώτη ανάγνωση. Ο καταστατικός
ανθρωποκεντρισμός της μυθοπλαστικής παράδοσης δεν είναι δυνατόν ούτε και σκόπιμο να αμφισβητηθεί. Η φύση άλλοτε απουσιάζει ολοσχερώς από τη κλασσική
λογοτεχνία, άλλοτε παραμένει ένα απλό πλαίσιο ή φόντο, ενώ με την έλευση του μοντερνισμού
έχουμε την αντανάκλαση του εγκιβωτισμού της στις ανθρώπινες, επιστημονικές ή μη
κατασκευές. Ο άνθρωπος παραμένει σ’ όλη
αυτή την πορεία κύριος της φύσης, ακόμη και με την κυριαρχία των μεταμοντέρνων
θεωρήσεων. Μόνο που τώρα πια πρόκειται για μια φύση τεμαχισμένη, αποσαθρωμένη,
ρυπασμένη, μετασχηματισμένη σε τέχνημα ή
και απόβλητο.
Και όμως.
Μιλώντας για τον ύστερο εικοστό
αιώνα η διερώτηση γύρω από τις σχέσεις
κοινωνίας και φύσης αρχίζουν να ξεπροβάλλουν σποραδικά στο λογοτεχνικό
προσκήνιο. Λ.χ. στο Ο γέρος και η Θάλασσα
του Έρνεστ Χέμινγουεη ο αγώνας του Κουβανού γέρο-ψαρά με το φυσικό στοιχείο –το
ψάρι, τα ρεύματα του Κόλπου, τους καρχαρίες- αποκτά αρχετυπικές διαστάσεις και
καταλήγει στον ανώφελο θρίαμβο του ανθρώπου. Το κουφάρι του μεγάλου ωραίου
ψαριού θα συρθεί εντέλει ως την ακτή αλλά δεν θα έχει πια ανταλλακτική αξία – η
φύση θα έχει πάρει την εκδίκησή της. Από την άλλη, το σύνολο έργο του Ουίλλιαμ
Φώκνερ είναι τόσο καλά ριζωμένο στην παράδοση του Αμερικανικού Νότου, που ο
συγγραφέας νοιώθει την ανάγκη –αλλά διαθέτει και την σχετική οξυδέρκεια- να
κατασκευάσει την μυθική Κομητεία της Γιοκναπατάουφα προκειμένου η εκτεταμένη
μυθοπλασία του να μπορεί να περιληφθεί σε ένα χώρο ικανό να αναδειχθεί σε ήρωα
της αφήγησης. Και είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι η μυθολογία της κατάκτησης
του Νότου, της μετατροπής των παρθένων γαιών σε οικονομία των φυτειών, του
κυνηγιού, του περιορισμού του φυσικού στοιχείου αλλά και της κατασκευής και κατάρρευσης
μιας ιδιότυπης πολυφυλετικής κοινωνίας αποκτά τις διαστάσεις της τραγωδίας. Η
γεωγραφία είναι εσαεί παρούσα ακόμη και σε νουβέλες όπως Η Αρκούδα, όπου οι αντανακλάσεις της φύσης διασχίζουν πρόσκαιρα,
σαν φαντάσματα, τα έργα του ανθρώπου.
Όμως προσωπικά
θεωρώ ότι είναι το Homo Faber (1957) του Ελβετού Μαξ Φρις που συνιστά
τομή στην σύγχρονη λογοτεχνία σ’ ό,τι αφορά στην σχέση του ανθρώπου με την φύση
– την εξωτερική φύση αλλά και την εσώτερη. Ο Φρις κατασκευάζει ήδη στα μέσα της
δεκαετίας του ’50 έναν ήρωα, τον μηχανικό Βάλτερ Φάμπερ, που συμπυκνώνει στο
πρόσωπό του την ιδεολογία της τεχνικής, την απομάγευση του κόσμου, την πίστη
στην πρόοδο και την ανάπτυξη, την υπαγωγή των τριτοκοσμικών κοινωνιών στην
θεωρία των σταδίων, τον θρίαμβο της επιστήμης. Διατρέχοντας τον κόσμο ο Φάμπερ εμπιστεύεται
απόλυτα τις νοητικές του λειτουργίες και απορρίπτει την μοίρα, τον
ανορθολογισμό και την ποίηση της φυσικής κατάστασης. Η στατιστική τα εξηγεί κατ’
αυτόν όλα, ακόμη κι αν τα φαινόμενα διαψεύδουν την πραγματικότητα. Σε μια
αριστουργηματική αναστροφή του οιδιπόδειου μύθου θα ερωτευθεί την ίδια του την
κόρη της οποίας αγνοούσε την ύπαρξη, και δεν θα καταφέρει να αποτρέψει τον
θάνατό της. Η φύση και το ένστικτο θα αγνοηθούν από τον μηχανικό-ήρωα παρά το
ότι προς στιγμήν θα παραδοθεί στην γοητεία τους.
Από την άλλη Ο Άρχοντας των Μυγών (1954) του Γουίλλιαμ
Γκόλντινγκ είχε προαναγγείλει την ενασχόληση της λογοτεχνίας με την σχέση φύσης
και πολιτισμού. Μια ομάδα παιδιών που βρίσκονται χαμένα σ’ ένα τροπικό νησί στήνουν
από την αρχή μια ανθρώπινη κοινωνία. Σταδιακά δαμάζουν τη φύση, εγκαθιδρύουν
συμβολικά συστήματα κυριαρχίας, διανύουν τα στάδια της τροφοσυλλογής και του
κυνηγιού μέχρι την εγκατάστασή τους σε ένα είδος οχυρού. Η αλληλοεξόντωση θα
ακολουθήσει τις διαφορετικές αντιλήψεις των υποομάδων με έπαθλο την εξουσία και
το μερτικό στους φυσικούς πόρους. Όταν οι μεγάλοι θα τα επανακαλύψουν θα
μείνουν έκθαμβοι από τον βαθμό καταστροφής που η παιδική αυτή κοινωνία έχει
επιφέρει στη φύση και τα ίδια της τα μέλη. Το μήνυμα του Γκόλντινγκ συνοψίζει κατά κάποιο
τρόπο την σκοτεινή μοίρα της ανθρωπότητας και η απελευθέρωση από την
βαρβαρότητα μοιάζει με μακρινό όνειρο. Αντίθετα, ο πολιτισμός υποχωρεί υπέρ του
πρωτογονισμού σε μια ανάστροφη πορεία ηθικής καθόδου.
Επιτρέποντας
πάντως στον εαυτό μας μια δημιουργική χρήση του εργαλείου του αναχρονισμού θα
μπορούσαμε να ξαναδιαβάσουμε ένα κλασσικό προπολεμικό έργο, Τα Σταφύλια της Οργής (1939) του Τζων
Στάινμπεκ, ως παράδειγμα δημιουργικής χρήσης στην μυθοπλαστική σύνθεση ενός
μείζονος οικολογικής τάξεως γεγονότος όπως είναι η εδαφική διάβρωση και η
παράγωγος αναγκαστική μετανάστευση χιλιάδων αγροτών από τις μεσοδυτικές
πεδιάδες στην Καλιφόρνια – την Γη της Επαγγελίας. Η αλήθεια είναι ότι το
φαινόμενο του Dust Bowl -που
εμφανίσθηκε κατά τον Μεσοπόλεμο στις απέραντες πρώην λιβαδικές εκτάσεις του
Μιντγουέστ, οι οποίες διασχίζονταν εκ παραδόσεως από νομαδικές ινδιάνικες φυλές
και πολυπληθή κοπάδια βισώνων αλλά μετά
την επικράτηση της εκμηχανισμένης γεωργίας μετατράπηκαν στον αμερικανικό
σιτοβολώνα-, δεν έγινε ευρέως αντιληπτό
τον καιρό εκείνο ως οικολογικής τάξεως. Στις μέρες μας όμως, η εδαφική διάβρωση
που προκλήθηκε από τα μεγάλα γεωργικά μηχανήματα και η συνακόλουθη
περιβαλλοντική καταστροφή όπου απωλέσθηκαν εκατομμύρια κυβικά μέτρα εδάφους για
να κατασκευάσουν ένα μαύρο νέφος πάνω από την Οκλαχόμα, την Αϊόουα ή την Νότια
Ντακότα ξαναδιαβάσθηκε ως πρώιμο δείγμα εκτεταμένης οικολογικής καταστροφής με απρόσμενες κοινωνικές συνέπειες. Η
συνεπαγόμενη αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού και η εποποιία των εκδιωγμένων
αγροτών έδωσε λοιπόν το εναρκτήριο λάκτισμα στην λογοτεχνική δεινότητα ενός
Στάινμπεκ, τροφοδοτημένη επαρκώς από πλευρικές δοκιμιακές αφηγήσεις, βασισμένες
με τη σειρά τους σε επαρκή επιστημονική έρευνα.
Ας σημειώσω εδώ ότι ανάλογης τάξεως φαινόμενα στην τότε Σοβιετική Ένωση
όπου εκτάσεις του Καζακστάν, του Ουζμπεκιστάν
και του Τουρκμενιστάν παραδόθηκαν στην εντατική εκμηχάνιση δεν
προσέφεραν ποτέ το απαραίτητο μυθοπλαστικό υλικό. Άλλωστε ποιος θα αποτολμούσε
μια αποτίμηση της εκεί καταστροφής και της διάψευσης του σοσιαλιστικού ονείρου
της κυριαρχίας επί της φύσης;
Αντίθετα, δεν απαιτείται
κανενός είδους δημιουργικός αναχρονισμός όταν διαβάζεις τον Μισέλ Τουρνιέ:
αποδύεται ο ίδιος στην επανανάγνωση του λογοτεχνικού παρελθόντος με τα
διαθέσιμα εκείνη την χρονική στιγμή εργαλεία όταν δημοσιεύει το 1967 το Παρασκευάς
ή στις Μονές του Ειρηνικού. Ο μύθος
του Ροβινσώνα Κρούσου ανασκευάζεται ώστε
να χωρέσει την οπτική της ετερότητας – την αυτοπραγμάτωση διά μέσου του Άλλου.
Ο Παρασκευάς γίνεται κεντρικό στοιχείο της αφήγησης μέχρι του σημείου όπου οι
ρόλοι αναστρέφονται πλήρως. Ο άλλοτε νοσταλγός της χλωμής απλοποιημένης
ευρωπαϊκής φύσης Ροβινσώνας δεν θέλει να εγκαταλείψει το τροπικό νησί που με
τόσο μόχθο καλλιέργησε και του οποίου τα φυσικά στοιχεία τιθάσευσε. Αντίθετα
μοιάζει σαν εντέλει ο «άγριος» Παρασκευάς να είναι έτοιμος για την ένταξη στον «πολιτισμένο
κόσμο». Όμως στα 1967 είμαστε –ένα μόλις χρόνο πριν από τα γεγονότα του Μάη του
’68- και βιώνουμε μια καθολική κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας. Ο διορατικός
Τουρνιέ προφταίνει μυθοπλαστικά τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τους πρώιμους
οικολογούντες τοποθετώντας την καθυπόταξη/ εξημέρωση της φύσης στο επίκεντρο
της μυθοπλασίας του. Η φύση ανάγεται εντέλει στον κεντρικό ήρωα της αφήγησης,
θέση που θα της επιφυλασσόταν άλλωστε και στο επιστημονικό / πολιτικό πεδίο στα
χρόνια που θα ’ρχονταν, μετά τις μεγάλες Διεθνείς Διασκέψεις για
το Περιβάλλον (η πρώτη έγινε στην Στοκχόλμη το 1972) , την δημοσίευση την ίδια
χρονιά της περίφημης έκθεσης του κλαμπ της Ρώμης Τα Όρια της Ανάπτυξης, και την σταδιακή ενηλικίωση του διεθνούς
οικολογικού κινήματος.
Μετά λοιπόν την
δεκαετία του ’70 και την ωρίμανση/ πολιτικοποίηση του οικολογικού αντιλόγου, οι
αναφορές σε περιβαλλοντικά ζητήματα πυκνώνουν. Μια πλήρης απογραφή της σχετικής
φιλολογίας είναι πρακτικά αδύνατη και άλλωστε προκύπτουν αξεπέραστα θεωρητικά
ζητήματα σχετικά με το ποια είναι ακριβώς τα όρια της οικολογικής σκέψης και
ποιες οι πιθανές μυθοπλαστικές τους συμπαραδηλώσεις. Από εμπειρική άποψη ωστόσο
ο εμπλουτισμός με την οικολογική θεματική πυκνώνει στο βαθμό που αυτή
ενσωματώνεται στην τρέχουσα πολιτική ατζέντα. Στην πλέον πρόσφατη λογοτεχνική
παραγωγή υπάρχουν μάλιστα επιφανή παραδείγματα βιβλίων που θέτουν την
οικολογική επικαιρότητα στο επίκεντρο της πλοκής. Το Solar του
Ίαν Μακγιούαν ασχολείται με την
κλιματική αλλαγή από την σκοπιά ενός νομπελίστα φυσικού που μετατρέπεται σε
πράσινο επιχειρηματία. Ο τίτλος του έργου είναι υποδηλωτικός της ηλιακής
ενέργειας που υποτίθεται ότι θα αντιμετωπίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη υποκαθιστώντας σταδιακά την κατανάλωση ορυκτών
καυσίμων και περιορίζοντας τις
συνεπαγόμενες εκπομπές ενώ στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε πεδίο επενδύσεων
και πηγή κερδών. Ο πράσινος καπιταλισμός τίθεται στο στόχαστρο ενώ τα κίνητρα
του κεντρικού ήρωα –δείγμα μυθοπλαστικής επάρκειας- σχηματοποιούνται από τις
ανεπάρκειες της προσωπικότητάς του και τις διαψεύσεις της ιδιωτικής του ζωής.
Εντέλει ο ήρωας σε μια έξοχα ειρωνική αποστροφή ελπίζει στο βάσιμο της
καταστροφής του πλανήτη μιας και έτσι θα δικαιωθεί η σκοπιμότητα των
επενδύσεων.
Ο μεξικανός Χόρχε
Βόλπι από την μεριά του, απομακρυνόμενος συνειδητά από την λατινοαμερικανική παράδοση
του μαγικού ρεαλισμού, αποδύεται σε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα στο
επίσης πρόσφατο Η Εποχή της Στάχτης. Όπως
και στον Μακγιούαν, η μυθοπλασία βασίζεται σε ενδελεχή έρευνα και η
πραγματολογική ποικιλότητα –θεματική και γεωγραφική- δημιουργεί την εντύπωση
της πλήρους αξιοποίησης της ευκολίας πρόσβασης στην πληροφορία κατά την εποχή του
διαδικτύου. Ο Βόλπι εκκινεί από την μυθοπλαστική μεταλλαγή της πυρηνικής καταστροφής
του Τσερνόμπιλ (1986) στην Ουκρανία και παλινδρομεί στη συνέχεια μεταξύ των δύο
ακτών του Ατλαντικού για να εμπλέξει τους πρωτίστως Αμερικανούς και Σοβιετικούς
ήρωες του στο παιγνίδι της παγκοσμιοποίησης. Επιχειρηματικότητα και επενδύσεις,
ο ρόλος του γνωστότατου πλέον και στα καθ’ ημάς Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
στο Κονγκό και το Μεξικό, η περεστρόικα και η γκλάσνοστ, η Greenpeace και η
βομβιστική επίθεση στο Rainbow Warrior,
ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, οι
πυρηνικές δοκιμές, η βιοϊατρική, ο βιολογικός
πόλεμος και ένα μείζον σχετικό ατύχημα στα Ουράλια αποτελούν το πλαίσιο αλλά
και αφορμές για να πυροδοτηθεί η δράση σ’ αυτό το πολύπλευρο, ογκώδες
μυθιστόρημα που «τα έχει όλα», αδυνατώντας εντούτοις να συνθέσει το σύμπαν του
Ίντερνετ σε μια συνεκτική αφήγηση.
Με συνεκτικότερο
τρόπο, ο Τζόναθαν Φράνζεν, το νέο τρομερό παιδί της αμερικανικής λογοτεχνίας, χρησιμοποιεί
κατά κόρον οικολογικής έμπνευσης ερεθίσματα στο τελευταίο του μπεστ σέλλερ Ελευθερία. Εδώ γίνεται εμφανής η
πολιτισμική υπεροχή της υπερδύναμης που επιτρέπει στους συγγραφείς της να έχουν
άνετη πρόσβαση σε άφθονο, αξιοποιήσιμο μυθοπλαστικό υλικό, γερά τεκμηριωμένο
λόγω της άφθονης πανεπιστημιακής έρευνας και της καλής δημοσιογραφίας. Στο
βιβλίο, πέραν των φυσικών και κοινωνικών ορίων της έννοιας της ελευθερίας,
διαφαίνεται με σαφήνεια η προσχώρηση της μεσοαστικής Αμερικής στα
περιβαλλοντικά ιδεώδη που περιλαμβάνονται πλέον σε μια φαρέτρα άκαμπτης και
συχνά απλοϊκής πολιτικής ορθότητας. Η
επιφανειακή, εξατομικευμένη οικολογία έχει για τα καλά εγκατασταθεί στα
προάστια, οι πάντες κάνουν τζόγκινγκ, προσέχουν την διατροφή τους, αγαπούν τα
ζώα, ανακυκλώνουν, κρατούν με φανατισμό την γειτονιά τους καθαρή, διατηρώντας
εντούτοις το προνόμιο να ρυπαίνουν κάπου αλλού, να διατηρούν τα αυτοκίνητα
μεγάλου κυβισμού ή να αντλούν πόρους από τον Τρίτο Κόσμο. Όμως ο Φράνζεν πάει
πολύ πέρα από αυτό το επίπεδο ανάλυσης, καθώς ορισμένα από τα πιο εμπνευσμένα
κεφάλαια του βιβλίου αντλούν από τις
αιματηρές θεσμικές και νομικές διαμάχες που έχουν λάβει χώρα στις ΗΠΑ και αλλού
(δες σχετικά τον καθ’ ημάς Αχελώο και την πολύπαθη εκτροπή του) ως προς την
προστασία της βιοποικιλότητας και των ευρύτερων οικοσυστημάτων. Στις διαμάχες
αυτές αντιτίθενται κατά παράδοση μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις και
συνδικάτα που επιχειρούν να προασπισθούν τα εγκαθιδρυμένα προνόμιά τους μέσω
της διατήρησης των θέσεων εργασίας. Αλλά όχι μόνο. Το πολιτικό σύστημα σε
Ομοσπονδιακό, Πολιτειακό και Τοπικό επίπεδο, η επιστημονική κοινότητα, διάφορα
λόμπυ, το F.B.I. και πρωτίστως η επιχειρηματική
κοινότητα εμπλέκονται σ’ αυτούς τους αγώνες με αντικείμενο ένα τόσο δα ψαράκι
στη λίμνη Χιούρον που ο άνθρωπος δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να αφανίσει ή την
πιτσιλωτή κουκουβάγια στις Ακτές του Ειρηνικού που η ύπαρξή της επί της γης
απειλείται από την αποψιλωτική υλοτόμηση των παράκτιων περιοχών της Πολιτείας
της Ουάσινγκτον. Ο Αλ Γκορ και ο ίδιος ο πρόεδρος Κλίντον έφτασαν να ασχοληθούν
προσωπικά με το ως άνω πτηνό και ο Φράνζεν αξιοποιεί με εξαιρετικό τρόπο την
σχετική τεράστια φιλολογία για να κατασκευάσει την δική του διαμάχη μεταξύ
μεταλλευτικών συμφερόντων στην φτωχότερη Πολιτεία των ΗΠΑ την Δυτική Βιρτζίνια,
και της προστασίας ενός μεταναστευτικού είδους, του ..κουφαηδονιού. Γύρω από
την εξαιρετικά περίπλοκη υπόθεση της προστασίας και αποκατάστασης φυσικών
ενδιαιτημάτων, των αντισταθμιστικών οφελών προς την τοπική κοινωνία, των
συμφερόντων των ΜΚΟ, των προσωπικών φιλοδοξιών, των τεράστιων χρηματικών κερδών
και τα σχετικά πλέκεται μεγάλο μέρος του βιβλίου και καθορίζεται η μοίρα του
κεντρικού ήρωα. Όσο για το δύσμοιρο κουφαηδόνι, αγνοείται η τύχη του.
Αν ο Φράνζεν
συνιστά πάντως την πιο επεξεργασμένη εκδοχή των περί την φύση συγκρούσεων
συμφερόντων στις σύγχρονες Η.Π.Α., η αχανής αμερικανική ενδοχώρα προσφέρει
ποικίλες αφορμές για να στοχασθούμε πάνω στην σύγκρουση ανάπτυξης και
περιβάλλοντος, από τους αυτοκινητοδρόμους του Λος Άντζελες έως τα φυσικά
καταφύγια των Βραχωδών Ορέων και από τις Μεγάλες Λίμνες μέχρι την φωταγωγημένη
από το Λας Βέγκας έρημο της Νεβάδας. Η Μπάρμπαρα Κινγκσόλβερ το κάνει καλά αν
και με υπερβάλλουσα πολιτική ορθότητα στις Άγριες
Πεταλούδες της όπου η ευρύτερη περιοχή ενός αγροκτήματος κάπου στα
Απαλλάχια γίνεται πεδίο σύγκρουσης
μεταξύ κυνηγών, προασπιστών της φύσης και αγροτών. Θα ήταν αδύνατη εντούτοις μια
σχετική αποδελτίωση και ίσως πέρα από τις προθέσεις των ίδιων των συγγραφέων η
ένταξή τους σε ένα σακκούλι οικολογικά ευαίσθητων δεικτών. Δεν μπορώ ωστόσο να
αντισταθώ στον πειρασμό να αναφερθώ στην προαστιακή μεσοαστική Αμερική των
καλών ημερών του Τζων Απντάικ που κυρίως μέσω της Τετραλογίας του Λαγού παραλληλίζει την πορεία των ηρώων του με την
εκτατικοποίηση και εντατικοποίηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Από την σκοπιά
της περί το περιβάλλον φιλολογίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τρίτο βιβλίο
της σειράς το Rabitt is Rich όπου ο Λαγός είναι εύπορος μεσήλικας, αντιπρόσωπος της TOYOTA σε
μια μικρομεσαία πόλη της Πενσυλβάνια – πόστο όχι ιδιαίτερα ελκυστικό για τον
αναγνώστη αλλά και για τον ίδιο τον Λαγό, και όμως εκπληκτικά αποδιδόμενο σ’
όλες του τις λεπτομέρειές του από τον Απντάικ. Το σημαντικό εδώ είναι ότι μέσω
της αυτοκινητοβιομηχανίας ασκείται μια λεπτεπίλεπτη κριτική των επαγγελιών και
διαψεύσεων του αμερικανικού ονείρου, του τεχνολογικού θριάμβου, της θεωρητικής (και
μόνο θεωρητικής) εκμηδένισης των αποστάσεων, της καταβρόχθισης της άγριας φύσης
από τους αυτοκινητοδρόμους κ.ο.κ. Κομβικό σημείο της πλοκής είναι ότι η ιστορία
εκτυλίσσεται το ‘79 όταν, μεσούσης της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης και της
κατακόρυφης ανόδου της τιμής του πετρελαίου, κι ενώ έχει ξεσπάσει η Ιρανική
Επανάσταση, το αμερικανικό κοινό βλέπει το όνειρό του για απεριόριστη
αυτοκίνηση να κλονίζεται. Οι Άραβες γίνονται μισητοί, οι μικροαστοί κρύβονται
στο καβούκι τους, ο πανικός υφέρπει εν μέσω μπάρμπεκιου, ανικανοποίητων
πόθων και ανταλλαγής ερωτικών συντρόφων.
Ο Απντάικ έχει συλλάβει την πεμπτουσία της ενεργειακής κρίσης όπως θα την βιώναμε
συχνά έκτοτε, ενώ τροφοδοτεί την μυθοπλασία με παράπλευρο πολιτικό υλικό χωρίς
να ξεφεύγει από τους κανόνες της διορατικής λογοτεχνίας που θέλει τους ήρωές
της έρμαια της Ιστορίας.
Κατά πολλούς
διάδοχος του Απντάικ, ο Ρίτσαρντ Ρούσσο κατασκευάζει το πορτρέτο της ανόδου και
παρακμής μιας μικρομεσαίας πόλης στο εξαιρετικά ενδιαφέρον Empire Falls. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει
στο όνομα της πόλης, κτισμένης δίπλα στους ομώνυμους καταρράκτες. Όμως εκτός
από υδατόπτωση, Falls σημαίνει «πτώση» και «πέφτω». Άρα έχουμε μια
διπλή εννοιολόγηση – την πτώση μιας αυτοκρατορίας κατά τον ιστορικό χρόνο και
την αέναη υδατόπτωση, δηλαδή την εκδοχή των πραγμάτων από τη σκοπιά της φυσικής
ιστορίας. Μόνο που βεβαίως ο ποταμός έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί αμιγές φυσικό
στοιχείο. Τα νερά του έχουν τιθασευτεί προκειμένου να τροφοδοτήσουν την πρώιμη
βιομηχανική επανάσταση της περιοχής. Γέφυρες, εκτροπές και φράγματα έχουν
καταστήσει το φυσικό στοιχείο ανθρωπογενές. Ακόμη χειρότερα, με την βιομηχανική
παρακμή της πόλης (εν μέρει λόγω της παγκοσμιοποίησης και του εξωτερικού
ανταγωνισμού), οι διαμάχες για τα δικαιώματα πρόσβασης στο νερό και την έγγεια
ιδιοκτησία εκτρέπονται από το παραδοσιακό πλαίσιό τους ενώ η ρύπανση –
σκουπίδια και απόβλητα- χρησιμοποιείται ως όπλο που πυροδοτεί την πλοκή. Η
ιστορία της πτώσης της πόλης είναι εντέλει η ιστορία της διττής βιομηχανικής
παρακμής και οικολογικής φθοράς, συμπαρασύροντας τις προσωπικές τραγωδίες των
ηρώων. Το σημαντικό είναι ότι ο Ρούσσο χρησιμοποιεί τα εργαλεία της «αστικής γεωγραφίας» με την απαιτούμενη επιστημονική επάρκεια, έχοντας
επενδύσει σε έρευνα μυρμηγκιού γύρω από τα ζητήματα της πολεοδομικής εξέλιξης
και του παραγωγικού ιστού. Το αποτέλεσμα είναι όντως εντυπωσιακό, αν και η
αναγωγή μιας πόλης σε ήρωα της αφήγησης έχει μακρά παράδοση στην αμερικανική κυρίως
λογοτεχνία – με εντυπωσιακότερο ίσως παράδειγμα το αμετάφραστο στα καθ’ ημάς The bonfire of the vanities, του
Τομ Γουλφ, όπου η Νέα Υόρκη καθορίζει περίπου ντετερμινιστικά τη μοίρα των
ηρώων αλλά και το Ένας Άντρας με τα Όλα
του του ιδίου όπου πρωταγωνιστεί η Ατλάντα της Τζώρτζια. Και φυσικά εδώ δεν
πρέπει να ξεχνάμε το Νηούαρκ του Νηου Τζέρσυ που ο Φίλιπ Ροθ ανασκάπτει με
μανική επιμονή εδώ και δεκαετίες, το Σικάγο του Σωλ Μπέλλοου, αλλά και την
εβραϊκή Νέα Υόρκη του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ ή τις νυσταλέες κωμοπόλεις του
Νότου της Κάρσον ΜακΚάλλερς.
Επανερχόμενος στο Empire Falls, θα ήθελα να θυμίσω την
περίπου αρχετυπική λειτουργία του νερού στην λογοτεχνία. Αν ο Μισσισσίππι του
Μαρκ Τουαίν είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα
υδάτινου στοιχείου όπου η μυθοπλασία βασίζεται αξιοποιώντας συμβολικά,
αλληγορικά αλλά και πρακτικά τα χαρακτηριστικά του ποταμού, το ίδιο συμβαίνει
στο Γουώλντεν του Θορώ ή στις μέρες
μας σε ποικίλα έργα της Τζόυς Κάρολ Όουτς που χωροθετούνται στα βόρεια της
Πολιτείας της Νέας Υόρκης, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, περί τους
Καταρράκτες του Νιαγάρα. Το νερό λειτουργεί κατά περίπτωση ως υπόσχεση, ως
ελπίδα, ως ζωτικός πόρος, ως υπόμνηση του χρόνου, ως οδός διαφυγής ή ίσως
πραγμάτωσης του ονείρου. Το ποτάμι ειδικότερα υπενθυμίζει μέσω της ροής του
τόσο την γραμμικότητα (παλιότερα) όσο και την κυκλικότητα (στις μέρες μας) του
χρόνου. Αλλά η φυσική και η ανθρώπινη ιστορία χαρακτηρίζονται και από τις
επιμηκυμένες στιγμές τους (τη μακρά διάρκεια, θα έλεγε ο Μπρωντέλ) της
φαινομενικής ακινησίας ή στατικότητας. Το υπενθυμίζουν τα στάσιμα νερά ή
βαλτοτόπια που επί το πολιτικώς ορθότερον επονομάσθηκαν από την επιστημονική
οικολογία υγρότοποι ή υδροβιότοποι. Παραδειγματικό από τη σκοπιά αυτή είναι το
έργο του Γκράχαμ Σουίφτ Υδάτινη Χώρα που ασχολείται με την
τιθάσευση του υγρού στοιχείου στα έλη και τα κανάλια στην περιοχή του Νόρφολκ στην
Ανατολική Αγγλία. Ο Σουίφτ ξαναδιαβάζει την σύγκρουση της φυσικής και της
ανθρώπινης ιστορίας ως παιγνίδι ρυθμών και σχετικής επιτάχυνσης, ως σύγκρουση της
τεχνολογίας με το φυσικό οικοσύστημα, ως αντιπαράθεση των στρατηγικών εξέλιξης
και προσαρμογής των ειδών και του πολιτισμού ως τέτοιου. Και το κάνει με
επάρκεια και μυθοπλαστική δεινότητα.
Η μεταφυσική του τέλους
Αν η
αναπτυσσόμενη κοινωνία κατά της συρρικνούμενης φύσης είναι το κεντρικό μοτίβο
του οικολογικού αντιλόγου, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η φιλολογία περί το
τέλος του κόσμου ή έστω του πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε. Δεν ήταν βεβαίως
οικολόγος ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ όταν διακήρυσσε στις Καταστάσεις ήδη από την δεκαετία του ΄50 την πιθανότητα του τέλους
μιας και η ανθρωπότητα κατείχε πλέον τα μέσα της αυτοκαταστροφής της. Κι
άλλωστε το τέλος του κόσμου, η Αποκάλυψη, η Ημέρα της Κρίσεως και η Δευτέρα
Παρουσία ή επί το πραγματιστικότερον, Το Τέλος της Ιστορίας έρχονται και
επανέρχονται στις μεγάλες αφηγήσεις – από
τις μονοθεϊστικές θρησκείες ως τον Μαρξισμό. Όμως η οικολογική προφητεία
διαφέρει κατά το ότι βασίζεται σε πολλή και σκληρή επιστήμη όταν λόγου χάριν
κάνει τις προβολές της ως προς τον ρυθμό εξαφάνισης των ειδών, την εξάντληση
των φυσικών πόρων και την κλιματική αλλαγή. Μόνο που η πολυπλοκότητα των
φυσικών και κοινωνικών φαινομένων, πολλώ μάλλον η μεταξύ τους διαπλοκή,
καθιστούν τις όποιες προβλέψεις ανεπαρκείς και τακτικά αυτοδιαψευδόμενες. Στο
βιβλίο μου Η Αρχαιολογία της Ανάπτυξης
(Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996) είχα ονομάσει τις οικολογικές προφητείες
διαψεύσιμες με την πολιτική έννοια του όρου. Με απλά λόγια η πρόβλεψη ότι λ.χ.
θα υπάρξει έλλειψη νερού στην Υποσαχάρεια Αφρική το έτος 2030 καλεί σε
αυτοδιάψευσή της και αυτή ή αυτοδιάψευση είναι εφικτή μέσω μιας αλλαγής πορείας
– ίσως μιας επανάστασης, συχνότερα μέσω χάραξης διαφορετικού μείγματος μεταρρυθμιστικών
πολιτικών. Αυτό πάντως που δεν είναι διαψεύσιμο –ούτε και το αντίθετο- είναι το
τέλος καθ΄ εαυτό. Και η οικολογική
κριτική μας το θυμίζει με σχεδόν πληκτική επιμονή.
Αυτό πάντως που
δεν μπορεί να κάνει η κοινωνική επιστήμη –το βλέπουμε ξεκάθαρα στις μέρες μας
εδώ και σ’ όλο τον κόσμο- καλείται να το κάνει επαρκέστερα η τέχνη
επαναφέροντας ένα είδος συνθετικής προσέγγισης στα πράγματα που μπορεί να
οδηγήσει αν όχι σε απτά πολιτικά αποτελέσματα πάντως σε σφαιρικότερη κατανόηση του κόσμου και σε εν
δυνάμει λύτρωση (κάθαρση, θα λέγαμε, μιας και η αρχαιοελληνική έννοια, κεντρική
στην Τραγωδία, έχει προφανείς συμπαραδηλώσεις με το σύγχρονο οικολογικό αίτημα).
Έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου ή ο πυρηνικός
όλεθρος δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν με επαρκή μέσα στο κοινό ούτε
άλλωστε στις ανεπαρκέστατες πολιτικές ηγεσίες των ημερών μας, πολλώ μάλλον όταν
ο επιστημονικός λόγος είναι ο επί τούτου δυσνόητος λόγος ενός εκπαιδευμένου
ιερατείου που αναπαράγει συμφέροντα
διασφαλίζοντας την συνοχή της κοινότητας μέσω του εκάστοτε Παραδείγματος που
διακονεί. Ένας πρόσθετος λόγος είναι ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν γύρω μας
είναι μη αντιληπτές από τα αισθητήρια όργανά μας και συνήθως έξω από το πεδίο των εμπειριών μας. Ένας τρίτος
ότι νοιώθουμε πως παρόμοια φαινόμενα δεν μας αφορούν άμεσα και όσο για τα
παιδιά και τα εγγόνια μας, έ! ας βρουν εκείνα τη λύση. Ένας τέταρτος είναι η
εγκατάλειψη στη μοιρολατρική πεποίθηση ότι σε τελευταία ανάλυση είναι δουλειά
της τεχνολογίας (και της αγοράς) να υποδείξει και επιβάλλει διεξόδους. Και ένας
πέμπτος ότι η ανθρωπότητα έχει κοντή μνήμη ειδικά στους καιρούς των ραγδαίων
εξελίξεων και της άμετρης πληροφοριακής ροής (ήδη δείχνουμε να έχουμε λησμονήσει τη
Φουκουσίμα). Γι’ αυτό, ο κόσμος
συνεχίζει απερίσπαστος την πορεία του ακόμη και εν μέσω κρίσης, με
επιταχυνόμενη καταναλωτική βουλιμία και παράλογη απληστία, επαναλαμβάνοντας
περίπου τελετουργικά τις ίδιες καθημερινές «χειρονομίες».
Ίσως λοιπόν πέφτει στις πλάτες της λογοτεχνίας
το καθήκον της κατασκευής του περιγράμματος ενός μέλλοντος που δεν είναι απλή
συνέχεια του παρόντος, ενός πλαισίου όπου τα υποκείμενα της δράσης κινούνται
πειστικά μέσα στον χαοτικό κόσμο της κοινωνίας του ρίσκου και της αβεβαιότητας.
Ήδη αναφέρθηκα στον Μακγιούαν και το Solar του. Περισσότερο όμως
χαρακτηριστικό έργο του είδους του «τέλους του κόσμου» βρίσκω το Οι δακτύλιοι του Κρόνου του Ζέμπαλντ,
ένα περίεργο οδοιπορικό στην Ανατολική Αγγλία, στο μεταίχμιο δοκιμίου και
μυθοπλασίας, με απολήξεις στην βιωμένη ιστορία του πλανήτη. Το έργο ανθίσταται
σε οποιαδήποτε απόπειρα ταξινόμησης ή ένταξης στην πραγματικότητα και έχει
θεωρηθεί προάγγελος ενός νέου λογοτεχνικού είδους. Τα χαλαρά συνδεόμενα
δοκιμιακά του μέρη είναι ένα χρονικό της κοινωνικής, πολιτισμικής και
οικολογικής φθοράς. Οι ίδιοι οι τόποι που περιδιαβάζει ο συγγραφέας - αφηγητής
είναι εγκαταλειμμένοι, η ανθρώπινη παρουσία ελάχιστη, ενώ τα τεχνήματα διαβρώνονται
ανεπιστρεπτί και το τοπίο είναι εμποτισμένο με τη μελαγχολία της Πτώσης.
Μοιάζει σαν το τέλος του κόσμου να έχει ήδη επέλθει κι εμείς απλώς να
περιφερόμαστε εντός του χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί. Το ανοίκειο κυριαρχεί, η
νεωτερικότητα άφησε πίσω της ερείπια μοιάζει να μας λέει ο Ζέμπαλντ, όπως
άλλωστε και ο Β. Σ. Νάιπολ στο μη μεταφρασμένο στα ελληνικά The Enigma of Arrival (1987), διαποτισμένο
από το αίσθημα κενού της αστικοποίησης και της εγκατάλειψης της
υπαίθρου. Ελεγειακά και τραγικά μαζί τα έργα αυτά επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η
λογοτεχνία είναι δυνατόν να συλλάβει την προφητεία περισσότερο ως προμήνυμα
αυτού που επιφυλάσσει το μέλλον παρά ως μια εκ των πραγμάτων διαψεύσιμη προβολή
του παρόντος.
Αλλά το πιο
ολοκληρωμένο έργο από την σκοπιά ενός επικειμένου τέλους που ίσως είναι ακόμη
αποτρεπτό, το βρίσκουμε κατά την άποψή μου στον Ντον Ντελίλλο. Η παγκοσμιοποίηση
κυριαρχεί, η τεχνολογική αλλοτρίωση είναι παρούσα και ο πυρηνικός όλεθρος ήδη
παρών στο περίφημο έργο του Ο Υπόγειος
Κόσμος. Στο Λευκό Θόρυβο παρακολουθούμε ένα τυπικό ατύχημα μεγάλης κλίμακας με
υπαίτια την χημική βιομηχανία και καλά σκιαγραφημένους αποδέκτες των δραματικών
επιπτώσεων της καταστροφής τους τυπικούς
αμερικανούς μεσοαστούς. Αλλά μια πραγματική αίσθηση τέλους αποκομίζουμε στο
φαινομενικά λιγότερο φιλόδοξο έργο του Κοσμόπολις
όπου ο ήρωας, ένας σύγχρονος
άρχοντας του κόσμου κινεί τα νήματα των επενδύσεών του μέσα από μια λιμουζίνα
την οποία έχει μετατρέψει σε τόπο κατοικίας του. Περιφερόμενος στη Νέα Υόρκη
παρακολουθεί τις παγκόσμιες εξελίξεις από οθόνες και ασύρματα δίκτυα, δέχεται
τις επισκέψεις του χρηματιστή του, του δικηγόρου του ή μιας περιστασιακής
ερωμένης, απειλείται από ποικίλες εξωτερικές μορφές βίας, αλλά αυτό που
πραγματικά θα φέρει το τέλος είναι η νοσταλγία για την παρελθούσα ζωή του, ίχνη
της οποίας θα αναζητήσει στη γειτονιά όπου μεγάλωσε. Εντέχνως καρτουνίστικη και
εντόνως αλληγορική η ιστορία αυτή του Ντελίλλο δείχνει καθαρά το τι μπορεί να
πετύχει η λογοτεχνία ως προς την συνθετική αποτίμηση της εποχής και την
διατύπωση ευλόγων εικασιών για το μέλλον.
Ο
δρόμος του Κόρμακ ΜακΚάρθυ αντλεί
από ποικίλα έργα επιστημονικής φαντασίας. Εδώ το τέλος έχει ήδη επέλθει από ένα
είδος καταστροφής που θυμίζει κράμα φαινόμενου του θερμοκηπίου και πυρηνικού
χειμώνα. Η βία που αποτελεί εμμονικά τον κινητήριο μοχλό των προγενέστερων
βιβλίων του αμερικανού συγγραφέα, έχει φέρει εδώ τα αποτελέσματά της. Ένας πατέρας με τον γιό του κινούνται μέσα σ’ ένα
απογυμνωμένο από ζωή τοπίο προς το Νότο αναζητώντας τη θάλασσα. Ο πρωτογονισμός
βασιλεύει στο πλαίσιο των λιγοστών εναπομεινασών ανθρωπίνων κοινοτήτων, ο κανιβαλισμός
δεν αποτελεί πια ταμπού, η διατροφή είναι απολύτως προβληματική, το τοπίο και ο
έμβιος κόσμος προβάλλουν κατασπαραγμένα σ’ όλη την διάρκεια αυτού του σκοτεινού
οδοιπορικού. Και όμως κάτι σαν αχνή ελπίδα αναδύεται μέσα από τις σχέσεις
πατέρα – γυιού ή μέσω της οικογένειας που θα αποτελέσει τη σανίδα σωτηρίας για
τον μικρό στο τέλος του βιβλίου. Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται Η Χρονιά
της Ερήμου του αργεντινού Πέδρο Μαϊράλ όπου η κοσμοχαλασιά –ένα ιδιότυπο
είδος ερημοποίησης- επεκτείνεται καταστρέφοντας το Μπουένος Άιρες και
εξαναγκάζοντας τον αστικό πληθυσμό να συγκροτήσει νέες «φυλές» ή και να
καταφύγει στην ύπαιθρο η οποία όμως έχει πάψει προ πολλού να συνιστά καταφύγιο.
Απ’ αυτό το
απάνθισμα οικολογικών δυστοπιών δεν θα πρέπει να λείψει ο πολυσυζητημένος Μισέλ
Ουελμπέκ που οι αμφιλεγόμενες απόψεις του έχουν συχνά εξεγείρει το κλαμπ της
πολιτικής ορθότητας. Ήδη από το Τα
στοιχειώδη σωματίδια ο Ουελμπέκ είχε προαναγγείλει την ενασχόλησή του με
τον άνθρωπο ως βιολογικό είδος και την
πιθανή μετάλλαξή του. Στο Η δυνατότητα
ενός νησιού η δυστοπία της
κλωνοποίησης έχει υλοποιηθεί. Το τέλος του κόσμου έχει προ πολλού επέλθει υπό
την μορφή της αιώνιας ζωής που έχει ως αντίτιμο την απουσία συναισθηματικής
εμπλοκής και το τέλος του έρωτα. Τα τοπία είναι έντονα αλληγορικά όμως γερά
ριζωμένα στην αποξένωση από τη φύση που βιώνει ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος
άνθρωπος. Ο ιδιοφυής απελπισμένος Ουελμπέκ μοιάζει αποφασισμένος να μην υποχωρήσει
ούτε βήμα από την κυνική περιγραφή των αδιεξόδων μιας ανθρωπότητας όπου ο «κυρίαρχος τρόπος παραγωγής» είναι ο
μαζικός τουρισμός, η πορνεία και η ανακατασκευή μιας παράδοσης εν είδει
σκηνικού, όπως άλλωστε περιγράφει ευρηματικά στο τελευταίο του έργο Ο Χάρτης και η Επικράτεια.
Αντί επιλόγου
Τέτοιου τύπου έργα αναδιατυπώνουν με σαφήνεια το ερώτημα του
κατά πόσο η λογοτεχνία, πέραν του να συνθέτει με επάρκεια την πραγματικότητα
μπορεί και να την αλλάξει. Ο Όργουελ με το 1984
και τη Φάρμα των Ζώων αναπροσανατόλισε την οπτική μιας ολόκληρης
γενιάς για το πολιτικό μέλλον. Ο Σίνκλερ Λιούις στη δεκαετία του ’20 είχε συντελέσει
με την Ζούγκλα του στην αλλαγή της
εργατικής νομοθεσίας και με το Πετρέλαιο!
κατασκεύασε την πρώτη επαρκή ερμηνεία ως προς –μεταξύ άλλων- την επερχόμενη
σπάνι των πρώτων υλών στην κυοφορούμενη
κοινωνία της ανάπτυξης. Ο Τζόζεφ Κόνραντ με την Καρδιά του Σκότους, το Νοστράμο
και το Λόρδος Τζιμ είχε συμβάλλει
στην αποκάλυψη των καταπιεστικών μηχανισμών της αποικιοκρατίας και στο ανέφικτο
της δυτικής κατάκτησης του πλανήτη. Ο Εραστής
της Λαίδης Τσάτερλη του Ντ. Χ. Λώρενς συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην απαγκίστρωση
από τις παραδοσιακές περί σεξουαλικότητας αντιλήψεις, ενώ αν θέλουμε να
τραβήξουμε την γραμμή λίγο πιο πίσω θα βρούμε στην Καλύβα του Μπαρμπα- Θωμά της Χάριετ Μπήτσερ Στόου τις απαρχές του κινήματος
για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ίσως η λογοτεχνία μπορεί και πάλι να
δείξει το δρόμο, παρά το ότι η δραματική επιτάχυνση της ιστορίας δεν ευνοεί τον
δημιουργικό στοχασμό και η αύξουσα πολυπλοκότητα του κόσμου στομώνει την
έμπνευση.
Σε τελευταία
ανάλυση, μια λογοτεχνία του τέλους του κόσμου οφείλει να αναδομήσει τα εργαλεία
της και ήδη το κάνει σε μεγάλο βαθμό όπως επιχείρησα να δείξω, στοχεύοντας σ’
ένα ενοποιητικό όραμα αφηγηματικού και επιστημονικού/ δοκιμιακού λόγου. Η αφθονία πληροφοριών στις μέρες μας αποτελεί
πρόκληση αλλά και παγίδα. Απαιτείται αυτοσυγκράτηση και χαμηλοί τόνοι αν είναι
να αποδώσεις τον υπόκωφο θρήνο γι’ αυτό που έχει ήδη χαθεί. Απαιτείται
λελογισμένη επανεπίσκεψη του παρελθόντος, συνθετική δουλειά βασισμένη στην
άφθονη περιρρέουσα επιστήμη, σεμνότητα ενώπιον ενός μέλλοντος όπου βασιλεύει η
αρχή της απροσδιοριστίας και όπου η ύπαρξη και μόνο του παρατηρητή τροποποιεί
το αντικείμενο της παρατήρησης όπως μας διδάσκει η κβαντική φυσική. Απαιτείται
ακόμη αίσθηση του κυκλικού και επιταχυνόμενου χρόνου – του χρόνου-ακορντεόν ή
καλύτερα του σπειροειδούς χρόνου. Και ίσως ίσως, πάνω απ’ όλα –κι αυτό είναι ίσως
το μοναδικό κατοχυρωμένο οικολογικό δίδαγμα– απαιτείται λιτότητα των μέσων εν
μέσω της πληροφοριακής και ενεργειακής εντροπίας, αν είναι να ικανοποιηθεί το
αίτημα του οργανικισμού, της παραδοχής δηλαδή ότι «ένα συν ένα κάνουν δύο και
κάτι».
Καλούμαστε στις
μέρες μας να κατανοήσουμε και αποδώσουμε
όχι πια την πραγματικότητα αλλά την απώλεια. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η φύση,
εγκιβωτισμένη, καθημαγμένη ή ποδηγετημένη, έστω, συνιστά τον καθρέφτη όπου μπορούμε να διακρίνουμε το
ανεστραμμένο μας είδωλο – την αναδιατύπωση των ιδρυτικών μύθων της ανθρώπινης
κοινωνίας. Παραμένει μ’ άλλα λόγια ο εν δυνάμει
κεντρικός ήρωας της αφήγησης της ανθρώπινης περιπέτειας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1
Σταχυολόγηση σύγχρονων (και όχι τόσο σύγχρονων) μυθιστορημάτων με οικολογικές αναφορές
Μαξ Φρις, HOMO FABER, Μτφ. Σώτη
Τριανταφύλλου, Πατάκη 2000.
Τεχνοκρατία εναντίον παράδοσης και ορθολογισμός εναντίον
σεβασμού προς τις φυσικές συντεταγμένες στην πορεία ενός σύγχρονου Οιδίποδα
προς την αυτογνωσία και τον θάνατο. Κριτική τοπιογραφική αναπαραστατικότητα από
Μεξικό και Γουατεμάλα μέχρι Ιταλία και Ελλάδα.
Γουίλλιαμ Γκόλντινγκ, Ο
άρχοντας των μυγών, Μτφ. Ρένα
Χατχούτ, Καστανιώτης 2010
Η επανίδρυση της κοινωνίας από παιδιά χαμένα σ’ ένα νησί των
τροπικών. Εξωτισμός, τιθάσευση της φύσης, κυνήγι, εγκαθίδρυση εξουσίας και
ανείπωτη βία ως προϋποθέσεις της απόσπασης από τον φυσικό περίγυρο και άρα της
κοινωνικοποίησης.
Τζων Στάιμπεκ, Τα
σταφύλια της οργής, Μτφ. Κοσμάς Πολίτης, Γράμματα 2006
Το έπος της κατάκτησης της Δύσης από μια άλλη σκοπιά, αυτήν
των απόκληρων του Μιντγουέστ λόγω του καταστροφικού φαινομένου του Νταστ
Μπόουλ, της υποβάθμισης και εμπορευματοποίησης της γης τους. Μόνο που φτάνουν
κάπως αργά στη Γη της Επαγγελίας. Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα έχουν
εγκαθιδρυθεί.
Έρνεστ Χέμινγουεη, Ο
Γέρος και η Θάλασσα, Μτφ. Φώντας Κονδύλης. Δ.Ο.Λ. 2007
Ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τη φθορά του και με τη φύση. Τα
όρια της κυριαρχίας. Ένας γέρος κουβανός ψαράς αποδεικνύει ότι μπορεί ακόμη να
τα καταφέρει μόνο που το μεγάλο ψάρι τον παρασύρει στ’ ανοιχτά. Το τρόπαιο
επιστρέφει ως λείψανο.
Τζων Μπάνβιλλ, Η
Θάλασσα, Μτφ. Τόνια Κοβαλένκο, Καστανιώτης 2006.
Επιστροφή στην εποχή της ενηλικίωσης. Οι ταξικές διαφορές
και ο περίπου ανέλπιδος έρωτας καταβροχθίζονται από τα όρια που θέτει η φύση – εν προκειμένω η θάλασσα.
Ίαν Μακγιούαν, Solar, Μτφ. Κατερίνα Σχινά, Πατάκης 2010
Το φαινόμενο του θερμοκηπίου και οι συγκρούσεις περί αυτό.
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, πράσινος καπιταλισμός, συμφέροντα και κέρδη. «Μην
ανησυχείτε, η καταστροφή επίκειται, οι επενδύσεις μας δεν κινδυνεύουν!»
Χόρχε Βόλπι, Η εποχή
της στάχτης, Μτφ. Λεωνίδας Καρατζάς, Ωκεανίδα 2011
Τσερνόμπιλ, Τσάλλαντζερ, Ρέηνμποου Γουόρριορ, βιολογικοί
πόλεμοι και βιοϊατρική, 3ος Κόσμος, ΔΝΤ κ. ά.
κατά και μετά τη διάρκεια του
Ψυχρού Πολέμου.
Tζόναθαν
Φράνζεν, Ελευθερία, Μτφ. Ρένα
Χατχούτ, Ωκεανίδα 2011.
Χωρίς να είναι
αναγκαστικά η ραχοκοκκαλιά του βιβλίου, έχουμε εδώ μια έξοχη πραγμάτευση της
ιστορίας των οικολογικών συγκρούσεων στην Αμερική. Άγρια φύση και όρια της
ανάπτυξης, απειλούμενα είδη και ορυχεία, Εθνικά Πάρκα και Νότια Αμερική, Μ.Κ.Ο. και εταιρείες, εντέλει πόλεμος
και ειρήνη υπό τις επιταγές της ανάπτυξης. Η οικολογία ενδύεται την πολιτική
ορθότητα διά μέσου της καθημερινότητας του κεντρικού ήρωα.
Μισέλ Τουρνιέ, Παρασκευάς
ή στις Μονές του Ειρηνικού, Μτφ. Χρήστος Λάζος, Εξάντας 1987.
Ο ανάστροφος Ροβινσώνας. Ο Βορράς με τα μάτια του Νότου, ο
πολιτισμός υπό την οπτική του πρωτογονισμού, ο Ροβινσώνας υπό την οπτική του
άγριου Παρασκευά. Ποικίλες εκδοχές της τιθασευμένης φύσης που μετατοπίζεται στο
επίκεντρο της αφήγησης.
Μισέλ Τουρνιέ, Τα
Μετεωρολογικά, Μτφ. Έλσα Σαμαρά, Εξάντας 1988.
Η καλύτερη διαθέσιμη «σκουπιδoλαγνεία». Οι χωματερές ως επιφανές
ερευνητικό πεδίο για τους μελλοντικούς αρχαιολόγους όταν θα ξεφλουδίζουν τα στρώματα της ανάπτυξης του
εικοστού αιώνα.
Τζων Απντάικ, Τρέχα Λαγέ,
Μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, Οδυσσέας,
& Rabbit is Rich, Alfred Knopf
1981.
Η ενεργειακή κρίση και οι επιπτώσεις της στην μεσοαστική
Αμερική όπου η φυγή έχει δώσει τη θέση της στο ανήσυχο βόλεμα. Πετρέλαιο,
πετροδολάρια και αυτoκινητοβιομηχανία.
Στενότητας ενέργειας, στενότητα ιδεών, στενότητα θείας πρόνοιας, στενότητα
ηρώων. O κλονισμός του αμερικανικού ονείρου και της εσαεί ανάπτυξης.
Ρίτσαρντ Ρούσσο, Εμπάιρ
Φαλλς, Μτφ. Ρένα Χατχούτ, Μεταίχμιο 2003.
Ρύπανση ποταμού, ενεργειακό ζήτημα, ιδιοκτησιακές
συγκρούσεις, διαχείριση των νερών. Η άνοδος και η πτώση μιας μικρής πόλης
λειτουργούν ως υπόστρωμα για το οικογενειακό δράμα.
Τζων Λε Καρρέ, Ο
επίμονος κηπουρός, Μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, BELL 2008.
Η κυριαρχία των πολυεθνικών, η υπανάπτυξη, η βιομηχανία
φαρμάκων, η σύγχρονη ιατρική και ο ρόλος των Μ. Κ.Ο. σε ένα συναρπαστικό
θρίλλερ με άφθονα τοπιογραφικά στοιχεία της Κένυα και του Νότιου Σουδάν. «Της
Γης οι Κολασμένοι» σε ύστερη εκδοχή.
Μπάρρυ Άνσγουωρθ, Ιερή
Πείνα, Μτφ. Γιάννης Π. Σκαρπέλος, Νεφέλη 1994.
Το δουλεμπόριο σε όλο του το βάθος. Ο εμπορευματικός
καπιταλισμός και η πρώιμη παγκοσμιοποίηση, από το Λίβερπουλ ως την Κόλπο της
Γουινέας και από κει ως τις Ακτές της Φλόριντα. Το ανέφικτο της ουτοπίας. Η
Δύση κατακτά τον κόσμο και τα ηθικά διλήμματα τίθενται με ευκρίνεια σ’ αυτό το
κλασσικό μετααποικιακό μυθιστόρημα.
Μάρμπαρα Κινγκσόλβερ, Άγριες
Πεταλούδες, Μτφ. Βαγγέλης Κασβίκης, Μεταίχμιο 2003.
Άγρια φύση, βιοκαλλιεργητές και κυνηγοί σε άγρια
αντιπαράθεση κάπου στα αγροτικά Απαλλάχια. Της ίδιας και το αναίτια φλύαρο Δηλητηριώδης Βίβλος, (Πατάκη 2010), όπου
η μετααποικιακή Αφρική αποτελεί το πεδίο πολιτισμικής σύγκρουσης μεταξύ ιθαγενών
και μιας οικογένειας από τον Αμερικανικό Νότο.
Γκράχαμ Σουίφτ, Υδάτινη
Χώρα, Μτφ. Ερρίκος Μπελιές, ΕΣΤΙΑ 1999
Οι υγρότοποι της Ανατολικής Αγγλίας, η διαχείριση των υδάτων
και η τιθάσευση της φύσης υπό το φως της αναδιατύπωσης της ανθρώπινης ιστορίας.
Η φύση έχει εντέλει το πάνω χέρι, όπως και η φυσική ιστορία.
Tζ.
Μ. Κουτσί, Ατίμωση, Μτφ. Αλέξανδρος Καλοφωλιάς, Λιβάνης 2002.
Η αγάπη για τα ζώα και ο αναχωρητισμός ως προσωπική λύτρωση
στη Νότια Αφρική του Απαρτχάιντ, του φυλετικού μίσους και της καταπίεσης.
W. G, Sebald, Οι δακτύλιοι του Κρόνου, Μτφ. Γιάννης Καλλιφατίδης, ΑΓΡΑ, 2009.
Ερειπωμένα τοπία, ανθρώπινη παρακμή, και η έννοια της
καταστροφής σε ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό στην Ανατολική Αγγλία με προεκτάσεις στον υπόλοιπο
πλανήτη. Πιθανή προαναγγελία ενός νέου λογοτεχνικού είδους στο μεταίχμιο
δοκιμίου και μυθοπλασίας.
Φραν Ρέι, Ο σπόρος,
Μτφ. Βάσεια Παπαχρήστου, Κέδρος 2010.
Σύγχρονο κοσμοπολίτικο θρίλερ για το διατροφικό ζήτημα. Η
γενετική μηχανική ως προσχηματική απάντηση στην πείνα, τις επιδημίες και την
περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Ο
δρόμος, Μτφ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτης 2009.
Το τέλος του κόσμου έχει έρθει ως συνέπεια ενός συνδυασμού
χημικής ρύπανσης και κλιματικής αλλαγής. Ένας πατέρας με τον γιό του αναζητούν
το δρόμο προς τη θάλασσα εν μέσω
απανθρωποποιημένων ορδών.
Φρανκ Σέτσινγκ, Το
Σμήνος, Μτφ. Στέφανος Τζαννετάτος, Καστανιώτης 2007.
Το κλασσικό οικολογικό θρίλερ σε ρυθμούς …Χόλυγουντ. Όπου η
απειλούμενη θαλάσσια ζωή αποκτά συλλογική νοημοσύνη και στρέφεται κατά της
ανθρωπότητας σε ένα είδος ανάστροφης δαρβινικής εξέλιξης. Τσουνάμι και
κλιματική αλλαγή ενισχύουν το εφιαλτικό σενάριο.
Ντον Ντελίλλο,1. Κοσμόπολις,
Μτφ. Θωμάς Σκάσσης, Εστία 2004 &
2. Λευκός Θόρυβος, Μτφ. Πέτρος
Αμπατζόγλου Εστία 1991.
Όλο το έργο του αμερικανού συγγραφέα διαθέτει οικολογικής τάξεως
υπαινιγμούς από την παγκοσμιοποίηση μέχρι την
χημική ρύπανση και από την πυρηνική ενέργεια μέχρι τα ατυχήματα μεγάλης
κλίμακας, των Διδύμων Πύργων περιλαμβανομένων.
Μισέλ Ουελμπέκ, Η
δυνατότητα ενός νησιού, Μτφ. Λίνα Σιπητάνου, Εστία 2006.
Μελλοντολογικό
μυθιστόρημα για μια κοινωνία όπου έχει επιτευχθεί η αθανασία μέσω της σύγχρονης
τεχνολογίας (κλωνοποίηση) με αντίτιμο την ερωτική και συναισθηματική απεμπλοκή.
Προκλητική καταγγελία της σύγχρονης κοινωνίας από έναν ιδιοφυή αυτοαποκαλούμενο
«αναρχικό της δεξιάς». Κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της προβληματικής του Τα
στοιχειώδη σωματίδια, (Μτφ.
Αλέξης Εμμανουήλ Εστία 2000).
Ντάνιελ Κέλμαν, Η
μέτρηση του κόσμου, Μτφ. Κώστας Κοσμάς, Καστανιώτης 2007.
Οι ζωές και η αντιπαράθεση του περίφημου φυσιοδίφη Αλεξάνδρου
φον Χούμπολντ και του μαθηματικού Καρλ Φρήντριχ Γκάους. Ο κόσμος ως μετρήσιμο μέγεθος και ως
οικοσύστημα. Οι τροπικοί και ο ιμπεριαλισμός σ’ ένα υπερτιμημένο μπεστ σέλλερ
που χάνει την ευκαιρία να συλλάβει την οργανική σκέψη του Χούμπολντ.
Τόμας Πύντσον, Μέησον
και Ντίξον, Μτφ. Γιώργος Κυριαζής, Χατζηνικολή
2003.
Η μέτρηση και ο εγκιβωτισμός του κόσμου. Η επιστήμη στην
υπηρεσία της κατάκτησης της φύσης και της …Δύσης. Η γεωγραφία ως επιστήμη της
κυριαρχίας και της διαίρεσης σε Βορρά και Νότο.
Πέδρο Μαϊράλ, Η χρονιά
της ερήμου, Μτφ. Βασιλική Κνήτου,
ΠΟΛΙΣ 2010.
Από τον πολιτισμό στη βαρβαρότητα με φόντο την κρίση της
Αργεντινής (και με προφανείς αναφορές στα καθ’ ημάς). Η Κοσμοχαλασιά σαρώνει τα
πάντα, οι βάρβαροι είναι προ των πυλών, ο σύγχρονος πολιτισμός καταρρέει και η
αγριότητα (η έρημος) εκδικείται. Καλή
ιδέα, αμήχανα διατυπωμένη.
Ναντίν Γκόρντιμερ, Ξύπνα!,
Μτφ. Τόνια Κοβαλένκο, Καστανιώτης 2006
Ένας περιβαλλοντολόγος αντιμέτωπος με τον θάνατο,
μετατρέπεται σε «ρυπαντή» λόγω της ακτινοβολίας που έχει δεχτεί. Απομονωμένος
από τους οικείους του θα στοχαστεί πάνω στις διαφορές του με την διαφημίστρια
σύζυγό του.
Πενέλοπε Λάιβλυ, Heat Wave, Penguin Books 1997
To κύμα καύσωνα ως πλαίσιο για την επίδραση των ακραίων φυσικών
συνθηκών στα ανθρώπινα. Πλήθος περιβαλλοντικών αναφορών. Ο οίκος (World’ s End) λειτουργεί ως κάψουλα
του χρόνου όπου η παράδοση ακτινοβολεί ενέργεια και εισπράττει τις επιπτώσεις
της παγκοσμιοποίησης
Φρεντερίκ Ρου, Ινδιάνικος
Χειμώνας, Μτφ. Γιάννης Στρίγκος, ΠΑΠΥΡΟΣ 2011
Περιβαλλοντιστές κατά Ινδιάνων στις βορειοδυτικές ακτές της
Αμερικής. Η φάλαινα εκπροσωπεί το φυσικό στοιχείο συμπυκνώνοντας το περίπου
υπαρξιακό δίλημμα επιβίωση ή προστασία της φύσης. Θαλασσινό γουέστερν με
χιούμορ και σαρκασμό.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
2
Ξαναδιαβάζοντας τα ..Κλασσικά
Ντάνιελ Ντεφόε, Ροβινσώνας
Κρούσος, Μτφ. Μάκης Βαϊνάς, Αιγόκερως 1988
Το αρχετυπικό βιβλίο για την ανθρώπινη περιπέτεια, την
τιθάσευση της άγριας φύσης και –όπως θα λέγαμε σήμερα- την διαπολιτισμικότητα.
Μαρκ Τουαίν, Οι Περιπέτειες του Χώκλμπερρυ Φινν, Μτφ. Άννα Παπασταύρου, Ελευθεροτυπία 2007
Η ιστορία μιας φυγής και κυρίως ενός ποταμού, του Μισσισσίππι.
Φύση και πολιτισμός σε σύμπνοια. Συνέχεια του Τομ Σώγιερ.
Χέρμαν Μέλβιλλ, Μόμπυ Ντικ ή Η Φάλαινα, Μτφ. Α. Κ. Χριστοδούλου, Gutemberg 1992
Ο άνθρωπος και οι εμμονές του για τιθάσευση της φύσης.
Φάλαινες και φαλαινοθηρία, ωκεανοί και κατάκτηση του πλανήτη, ο Νέος και ο Παλιός
Κόσμος.
Τζόζεφ Κόνραντ, 1. Η
καρδιά του σκότους ,Μτφ. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης Ερατώ 2000, Νοστρόμο, Μτφ. Έφη Καλλιφατίδη, Ιδεόγραμμα
2004,
3. Λόρδος Τζιμ, Μτφ. Γ. Βαλούρδος, Δ. Κερεβάντη, Ελευθεροτυπία 2006
Ο ανάπλους του Κόνγκο κατά τις απαρχές της
αποικιοκρατίας ως αρχετυπικός μύθος επιστροφής στον πρωτογονισμό, την αθωότητα
και την βαρβαρότητα. Η διαμάχη για
φυσικούς πόρους και εξουσία σε μια φανταστική λατινοαμερικάνικη χώρα. Ο
ρομαντισμός ως περιτύλιγμα της αποικιοποίησης του κόσμου. Αναπαραστατική,
περιπετειώδης, στοχαστική λογοτεχνία, που βυθίζεται ως τις απαρχές της ύπαρξης.
Τζακ Λόντον Το κάλεσμα
της άγριας φύσης, κ. ά……πολλά, ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, διάφορα έτη.
Διάλογος φύσης και πολιτισμού σε όλο του το ογκώδες έργο.
Όπου συχνά η φύση νικά τον άνθρωπο σώζοντάς τον.
Άπτον Σίνκλαιρ, Πετρέλαιο!
Θα χυθεί Αίμα, Μτφ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτης 2008.
Το κλασσικό αριστούργημα του Αμερικανού σοσιαλιστή συγγραφέα
(γνωστότερό έργο του Η Ζούγκλα) που
θίγει προφητικά τον ανταγωνισμό για τα πετρελαϊκά αποθέματα με επίκεντρο την Καλιφόρνια της δεκαετίας του
’20.
…και η συμβολή του
γράφοντος
1. Χρυσή Ακτή, Καστανιώτης 2005.
Ένας αναπτυξιακός εμπειρογνώμονας των Βρυξελλών,
απογοητευμένος απ’ τη δουλειά του και το κλονιζόμενο Ευρωπαϊκό όραμα καταφεύγει
στην Κρήτη για να βρει την κάθαρση. Όμως αυτή δεν θα ’ρθει με τη μορφή του
έρωτα. Οι τοπικές αναπτυξιακές και άλλες συγκρούσεις θα τον αποβάλλουν σαν ξένο
σώμα ώσπου να βρει καταφυγή στο νεανικό του όραμα της κάποτε αμόλυντης Αφρικής.
Ζωοφιλία, τοπιογραφία, ρύπανση παρελαύνουν εν μέσω της πορείας φυγής του ήρωα.
2. Ο Μεγάλος Αμπάι, Καστανιώτης 2007.
Η σύγκρουση φύσης –πολιτισμού σε μια
τοιχογραφία εποχής. Όπου η αναζήτηση για τις πηγές του Νείλου γίνεται αφορμή
για μια επική τοπιογραφία, με τον ιερό
ποταμό να είναι ο πραγματικός ήρωας της αφήγησης. Επιστήμη, απομάγευση του
κόσμου, ιστορική ανθρωπολογία, πρώιμη οικολογία, σπειροειδής ανέλιξη του
χρόνου, κι ακόμη η πλήρωση των κενών του χάρτη και η τιθάσευση των φυσικών
δυνάμεων παρελαύνουν για να μας εισάγουν στην εποχή της αποικιοκρατίας. Η φύση
στο βάθρο της ως ορίζοντας της κοινωνίας.
3. Επιστροφή, Καστανιώτης 2009.
Η παρακμασμένη ελληνική περιφέρεια με τα μάτια ενός
ατιμασμένου αρχαιολόγου που επιστρέφει στα πατρογονικά εδάφη στο Πήλιο
διωκόμενος από τα ΜΜΕ. Ο «χορός» των γερόντων του χωριού τον παρακολουθεί σε
κάθε του βήμα, καθώς εκείνος ανασυνθέτει το παρελθόν μέσω της αναβάπτισης στις
φυσικές συντεταγμένες. Μεταναστεύσεις, φυσικά τοπία, η επέλαση του τουρισμού, η αστικοποίηση και η παραγωγική παρακμή της
υπαίθρου λειτουργούν ως πλαίσιο αναφοράς. Η «Ιθάκη» στα μάτια του αρχαιολόγου
γίνεται το εφαλτήριο για την επιβίωση
και την διαιώνιση της ανθρώπινης περιπέτειας.
4. Η Σχεδία, Καστανιώτης 2011
Πώς γίνεται τέχνη η καταστροφή; Με αφορμή τον πίνακα του
Τεοντόρ Ζερικώ «Η Σχεδία του Μέδουσα», μια γυναίκα -Ροβινσώνας αφηγείται στον
ζωγράφο τις διαψεύσεις του ορθολογισμού και το ανέφικτο της κατάκτησης της
φύσης. Ο άνθρωπος επανέρχεται σε άγρια κατάσταση ενάντια στις επαγγελίες του
Διαφωτισμού, υπό την πίεση των φυσικών συντεταγμένων. Η σχεδία ανάγεται σε
σύμβολο του κοινού πεπρωμένο της ανθρωπότητας με τις συγκρούσεις να συνιστούν
την κορύφωση της απληστίας και του αλληλοσπαραγμού.
5. Άγρια Δύση –μια
ερωτική ιστορία, Καστανιώτης 2013
Πόσο άγρια είναι η Δύση στα μάτια της
Ανατολής; Πόσο εξαγώγιμη είναι η δημοκρατία; Είναι δυνατή η καθολική ευημερία;
Είναι δυνατόν να επιβληθούν οι αξίες του δυτικού πολιτισμού όπως η ελευθερία, η
ισονομία και η δημοκρατία; Πόσο δίκαιη είναι η παγκόσμια ανάπτυξη;
Αυτά και άλλα ερωτήματα διέπουν την ενηλικίωση και την μετέπειτα συναρπαστική
ζωή μιας Αμερικανίδας με μακρινές ελληνικές ρίζες, της Τερέζας ΜακΕλντόουνι,
μεγαλωμένης στην Άγρια Δύση της Μοντάνα και μετέπειτα εμπειρογνώμονος διεθνών
οργανισμών. Η ίδια αρχίζει να την αφηγείται το καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης στη
Μήλο και συγκροτείται σταδιακά από έναν Έλληνα συγγραφέα, διαμέσου της
πολυκύμαντης σχέσης τους. Έχουμε λοιπόν εδώ μια αποσπασματική ερωτική ιστορία
που συνεχίζεται επί σχεδόν μισό αιώνα, ακόμα και από απόσταση, και η οποία αντανακλά τις σχέσεις κυριαρχίας
και υποτέλειας, αφοσίωσης και αιτήματος ελευθερίας, φυγής και ριζώματος. Η
ανάπτυξη και η υπανάπτυξη, η δημοκρατία και η εξουσία, η φύση και ο πολιτισμός
συνιστούν το φόντο ενός πολιτικού
οικουμενικού μυθιστορήματος δρόμου, που απεικονίζει μεταξύ άλλων τις ιστορικές
σχέσεις των δύο χωρών όπως εισπράττονται εκατέρωθεν αλλά και τις φευγαλέες ενοράσεις του υπόλοιπου κόσμου. Τα ζητήματα της
διαπολιτισμικότητας και οι λεπτομερείς αναφορές σε ποικίλα σημεία του πλανήτη (Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό,
Γουατεμάλα, Κούβα, Πακιστάν, Μέση Ανατολή και φυσικά Ελλάδα με τη ματιά μάλιστα
του Ντον Ντελίλλο που εμφανίζεται ως ήρωας στο βιβλίο) προσδίδουν μια σπάνια
αίσθηση οικουμενικότητας. Μόνο στο κατώφλι του θανάτου θα αποκαλυφθεί η αλήθεια της ερωτικής αυτής
ιστορίας και θα αναδυθούν οι βαθύτερες επιθυμίες της ηρωίδας και του αφηγητή.
Στο μυθιστόρημα αυτό απεικονίζεται μέσω
μιας ιδιόμορφης ερωτικής σχέσης και δύο παράλληλων ζωών που ενίοτε αγγίζονται η
ελληνική εσωστρέφεια, η δυσπιστία προς τη Δύση, το κακοφορμισμένο αίσθημα
ιστορικής αδικίας, αλλά και το ψυχολογικό υπόβαθρο της τρομοκρατίας. Ταυτόχρονα
οι αμερικανικές αξίες αποδεικνύονται εν μέρει μόνο εξαγώγιμες. «Όλοι μας μισούν
και όλοι θέλουν να μας μοιάσουν», μοιάζει να λέει η ιδεαλίστρια ηρωίδα που η
προσωπική της ιστορία συμβολίζει την ίδια της μετεξέλιξη των ΗΠΑ, από Γη της
Επαγγελίας σε κυρίαρχο πολιτισμό. Οι δύο
Αμερικές συγκλίνουν στην πεποίθησή τους πως δημοκρατία, ελευθερία και κυρίως η
αέναη πρόοδος και ανάπτυξη είναι εξαγώγιμα αγαθά και η ηρωίδα μας θα καταλήξει
κυνική αναχωρήτρια αφού αποτύχει στις προσπάθειές της να καταπολεμήσει την
φτώχεια και τη βία σε ποικίλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Στο σκληρό πόκερ της
ανάπτυξης χαμένη είναι η φύση και ο ίδιος ο
πολιτισμός.
Αλλά οι δύο ήρωες θα ξαναβρεθούν υπό
ιδιόμορφες συνθήκες λόγω της ασθένειας του συγγραφέα- αφηγητή. Άλλωστε τους
συνδέει ένα ιδιωτικό μυστικό που υπερβαίνει τις ιστορικές αναγκαιότητες του
ύστερου εικοστού αιώνα και τις απογοητεύσεις των αρχών του εικοστού
πρώτου. Η ζωή θα έχει υπερβεί τη
λογοτεχνία, και οι πολλαπλές διακειμενικές αναφορές θα συγκλίνουν στην
πραγμάτωση του μυθιστορήματος.
Εδώ έχουμε μια σύνθετη αφήγηση που
κατασκευάζει μια μεταϊστορία του κόσμου μας, σε διαρκή διαλεκτική ένταση με τη
λογοτεχνία. Οι τόποι και η φύση προβάλλουν ανάγλυφοι και καθορίζουν εν πολλοίς
τις σύμπλοκες ιστορίες των ανθρώπων. Φυσική και κοινωνική ιστορία αλληλοτέμνονται.
Και εντέλει η Αμερική λειτουργεί ως καθρέφτης που υπό όρους μπορεί να
συντελέσει στην αυτογνωσία αλλά και τη λύτρωσή μας.
.
6. Τελευταία έξοδος
Στυμφαλία, ΕΣΤΙΑ 2014
Χειμώνας
στο όχι πολύ μακρινό μέλλον. Ένας μεσήλικας μηχανικός, υποψήφιος αυτόχειρας,
παλινδρομεί τις νύχτες μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου. Με την οικογένειά του διαλυμένη και χωρίς κοινωνικά στηρίγματα,
διασχίζει ένα ζοφερό νυχτερινό τοπίο κοινωνικής καταστροφής, συγκρούσεων και
εκπτώχευσης, ανασκάπτοντας τα ερείπια της προσωπικής του ιστορίας - συνυφασμένα
με την κατεδάφιση της χώρας. Καθ’ οδόν ανακαλεί στιγμές του βίου του, αρπάζεται
από τα γύρω του πράγματα, επανερμηνεύει την πραγματικότητα, αναζητεί τις ρίζες
της προσωπικής του αποτυχίας στα χρόνια της ανάπτυξης και της άκοπης ευημερίας,
συνθέτει το δημόσιο και το ιδιωτικό προκειμένου να ερμηνεύσει την ατομική και
συλλογική αυτοκτονία, αιτιολογεί την απόφασή του ως το υπέρτατο ανθρώπινο δικαίωμα όταν όλα
καταρρέουν. Ώσπου η κάθαρση προσφέρεται από όπου λιγότερο θα την περίμενε.
Ιδιότυπα τρυφερό, με μαύρο χιούμορ και
άφθονο σαρκασμό, γεμάτο από εικόνες της πολιτιστικής, οικολογικής και
κοινωνικής παρακμής πλασμένες με την οικονομία και την καυστικότητα του
συνθήματος, το μυθιστόρημα αυτό είναι ταυτόχρονα χρονικό της κρίσης, δοκίμιο
για την αποσάθρωση των εθνικών μύθων, οξυδερκές σχόλιο για το αίτημα της
ευτυχίας, εντέλει ένα πολιτικό αφήγημα. Είναι, επιπλέον, απόδειξη ότι η
λογοτεχνία μπορεί με τα δικά της μέσα να αποδώσει την κοχλάζουσα πραγματικότητα
προσφέροντας τη λύτρωση.
7. Εκουατόρια, Καστανιώτης 2017
Στον ύστερο 19ο αιώνα μια ουτοπία στήνεται στην
καρδιά στην Αφρικής, στην μυθική περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, την επονομαζόμενη
Εκουατόρια. Υπό τον φυσιοδίφη και εξερευνητή Έντουαρντ Σνίτσερ, ένα άγημα
Αιγυπτίων, Σουδανών και Ευρωπαίων αποκόπτεται από τον πολιτισμό, ενώ μια τζιχαντιστική επανάσταση μαίνεται στο
Σουδάν. Μια νέα αυτάρκης κοινωνία, αποκομμένη από τον πολιτισμό και τα ιστορικά
βαρίδια, κτίζεται εκ του μηδενός εκεί όπου οι εξερευνητές αναζητούν και ερίζουν
για τις πηγές του Νείλου. Πολιτισμοί και φυλές συντήκονται, οι έποικοι
φτιάχνουν οικογένειες με τους γηγενείς, οι Άραβες δουλέμποροι απωθούνται. Ώσπου
η Ευρώπη, αποφασίζει να σώσει τα
ξεχασμένα παιδιά της. Μετά από ποικίλες διαμάχες, μια μακρά θλιβερή πομπή θα
πάρει το δρόμο προς τον Ινδικό Ωκεανό όπου ο Σνίτσερ, εν μέσω τιμών και δόξας,
θα επιχειρήσει να αυτοκτονήσει για τη συντριβή του ονείρου του.
.
Οι απαρχές της αποικιοκρατίας, οι πολιτισμικές διαμάχες, η
σύγκρουση επιστήμης και πρωτογονισμού,
οι σχέσεις φύσης και κοινωνίας, οι ανταγωνισμοί για τις πηγές του Λευκού
Νείλου και ο έρωτας της περιπέτειας
περιγράφονται εδώ από ένα αλεξανδρινό βαμβακέμπορο. Η τραγική ιστορία
μιας εντέλει ανέφικτης ουτοπίας και η σωτηρία ανθρώπων που δεν ήθελαν να σωθούν,
συνιστούν τον καμβά για την λογοτεχνική πραγμάτευση των ζητημάτων που
ταλανίζουν τον κόσμο μας ως σήμερα.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To προτελευταίο βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Το τελευταίο βιβλίο του "Εκουατόρια" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Το τελευταίο βιβλίο του "Εκουατόρια" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου