Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Henry James, Η τέχνη της μυθοπλασίας (1884)

Αναδημοσίευση από: 



6. Henry James, Η τέχνη της μυθοπλασίας (1884), μτφ. Κώστας Παπαδόπουλος, Αθήνα, εκδ. Άγρα, 1984, σσ. 20-24, 30-40, 60-67.
Kείμενο

[…] Το μυθιστόρημα πρέπει να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά για να το δεχθεί και το κοινό με ανάλογο τρόπο. Βεβαίως, έχει πια χαθεί στην Αγγλία η παλιά εκείνη πρόληψη που θεωρούσε το μυθιστόρημα "φαύλο"· ωστόσο, το πνεύμα της επιβιώνει σ' εκείνη τη λοξή ματιά που δέχεται κάθε ιστορία που δεν θέλει εν πολλοίς να παραδεχθεί ότι είναι ένα σκέτο αστείο. Ακόμη και το πλέον ευτράπελο μυθιστόρημα νιώθει σε κάποιο βαθμό το βάρος της προγραφής που ίσχυε παλιότερα εναντίον της ελευθεριότητας της λογοτεχνίας. Η ευθυμολογία δεν εξασφαλίζει απαραίτητα τη συμμόρφωση προς την ορθοδοξία. Ο κόσμος, παρ' όλον που πιθανόν ντρέπεται να το ομολογήσει, έχει την απαίτηση από ένα έργο που στο κάτω κάτω δεν είναι παρά ένα "παραμύθι"[1] (γιατί τι άλλο είναι μια "ιστορία"), να είναι σε μεγάλο βαθμό απολογητικό - να μην έχει την αξίωση ότι προσπαθεί πράγματι να αναπαραστήσει τη ζωή. Βέβαια, καμία ευφυής, διεισδυτική ιστορία δεν δέχεται κάτι τέτοιο, γιατί σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η ανοχή που της προσφέρεται κάτω από έναν τέτοιον όρο, δεν είναι παρά μια προσπάθεια στραγγαλισμού της μεταμφιεσμένη σε πράξη γενναιοδωρίας. Η παλιά έχθρα των ευαγγελιστών προς το μυθιστόρημα, που ήταν τόσο κατηγορηματική όσο και στενόμυαλη, και συμφώνως προς την οποία μόνον ένα θεατρικό έργο αποτελούσε σοβαρότερο εμπόδιο για την πιθανή σωτηρία της ψυχής μετά θάνατον, ήταν στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο προσβλητική. Ο μόνος λόγος ύπαρξης ενός μυθιστορήματος είναι το ότι πράγματι επιχειρεί να αναπαραστήσει τη ζωή. Όταν εγκαταλείψει αυτήν την προσπάθεια, που είναι όμοια με την προσπάθεια του ζωγράφου που αναγνωρίζουμε πάνω στο μουσαμά του, το μυθιστόρημα θα έχει ξεστρατίσει σε κακοτοπιές. Δεν απαιτεί κανείς από έναν πίνακα να αυτοταπεινώνεται για να του δοθεί η συγχώρεση· και η αναλογία ανάμεσα στην τέχνη του ζωγράφου και στην τέχνη του μυθιστοριογράφου, όσο μπορώ να κρίνω, είναι τελεία[2]. Η έμπνευσή τους είναι όμοια, η μέθοδός τους (παίρνοντας υπ' όψιν τη διαφορετική φύση του οργάνου της κάθε μιας) είναι όμοια, όμοιο και το κατόρθωμά τους. Μπορεί να διδαχθεί η μια από την άλλη, μπορεί η μια να εξηγήσει την άλλη, μπορούν αμοιβαία να υποστηριχθούν. Ο αγώνας τους είναι κοινός, και οι τιμές προς τη μια ανήκουν και στην άλλη. Οι Μωαμεθανοί θεωρούν την εικόνα αντικείμενο βέβηλο· αντιθέτως, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που υπήρχε χριστιανός επί γης και πίστευε το ίδιο, και συνεπώς, είναι ακόμη πιο παράδοξο το γεγονός ότι επιζούν μέχρι σήμερα στη χριστιανική σκέψη ίχνη (όσο και αν είναι συγκαλυμμένα) αυτής της καχυποψίας προς τη δίδυμη τέχνη. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να διαλυθεί αυτή η καχυποψία είναι να δοθεί έμφαση στην αναλογία για την οποία μόλις έκανα λόγο - επιμένοντας στο γεγονός ότι όπως ο πίνακας είναι πραγματικότητα, έτσι και το μυθιστόρημα είναι ιστορία [history][3]. Αυτός είναι ο μόνος γενικός ορισμός (που του αποδίδει τα δίκαια) τον οποίο μπορούμε να δώσουμε για το μυθιστόρημα. Αλλά η ιστορία, βεβαίως, έχει την άδεια να αναπαριστά τη ζωή· όπως και η ζωγραφική δεν θεωρείται υποχρεωμένη να απολογείται. Το θεματικό υλικό του μυθιστορήματος, όπως και εκείνο της ιστορίας, βρίσκεται αποθησαυρισμένο σε ντοκουμέντα και σε αρχεία, και εάν δεν θέλει να ξεμπροστιάζεται από μόνο του, που λέει ο λόγος, πρέπει να εκφράζεται με αυτοπεποίθηση, με το ύφος του ιστορικού. Αρκετοί πετυχημένοι μυθιστοριογράφοι έχουν τη συνήθεια να ξεμπροστιάζονται από μόνοι τους, γεγονός που πρέπει συχνά να έχει στενοχωρήσει μέχρι δακρύων εκείνους που παίρνουν τα μυθιστορήματά τους στα σοβαρά. Πρόσφατα, και καθώς ξαναδιάβαζα πολλές σελίδες από το έργο του Anthony Trollope, έμεινα κατάπληκτος από την απερισκεψία που δείχνει στο συγκεκριμένο θέμα. Με τη βοήθεια μιας παρέκβασης, μέσα σε μια παρένθεση, ή και μονολογώντας, εκμυστηρεύεται στον αναγνώστη ότι ο ίδιος και αυτός ο έμπιστος φίλος του δεν κάνουν τίποτε άλλο απ' το να προσποιούνται και να παραμυθιάζουν. Παραδέχεται ότι τα γεγονότα που αφηγείται δεν έχουν στην πραγματικότητα συμβεί και ότι μπορεί να δώσει στην αφήγηση την όποια εξέλιξη θα ικανοποιούσε περισσότερο τον αναγνώστη. Μια τέτοια προδοσία ενός ιερού καθήκοντος μου φαίνεται, το ομολογώ, έγκλημα φοβερό· ιδού τι εννοώ, όταν μιλάω για στάση απολογητική, και εξίσταμαι τόσο όταν τη συναντώ στον Τρόλοπ, όσο και εάν τη συναντούσα στον Gibbon[4] ή στον Macaulay[5]. Αυτή η στάση εξυπονοεί ότι ο μυθιστοριογράφος είναι λιγότερο προσηλωμένος στην αναζήτηση της αλήθειας από τον ιστορικό (και εννοώ βεβαίως την αλήθεια που ο ίδιος αξιώνει, που αποτελεί το έρεισμα επί του οποίου στηρίζεται και που είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε, όποιο και αν είναι αυτό) και, άρα, αυτή η στάση τον στερεί διά μιας από όλον το ζωτικό του χώρο. Καθήκον και του ενός συγγραφέα και του άλλου είναι να αναπαραστήσουν το παρελθόν, τις πράξεις των ανθρώπων· και η μόνη διαφορά που μπορώ να διακρίνω τιμά - ανάλογα με το πόσο επιτυχές είναι το έργο του - τον μυθιστοριογράφο, διαφορά που δημιουργείται από το γεγονός ότι ο τελευταίος συνάντα δυσκολίες κατά την συλλογή του αποδεικτικού του υλικού, το οποίο πολύ απέχει από το να είναι αποκλειστικά φιλολογικό. Μου φαίνεται ότι του χαρίζει ένα ήθος σπάνιο, το γεγονός ότι έχει συγχρόνως τόσα πολλά κοινά και με τον φιλόσοφο και με τον ζωγράφο· αυτή η διπλή αναλογία είναι μια έξοχη κληρονομιά.



[…] Επειδή σκοπεύω να πάρω το θάρρος να κάνω σ' ένα μόνον σημείο κριτική στον κ. Μπήζεντ, το ύφος του οποίου πλημμυρίζει από αγάπη για την τέχνη του, καλύτερα να το κάνω ευθύς αμέσως. Μου φαίνεται ότι κάνει λάθος όταν προσπαθεί να ορίσει εκ των προτέρων τι λογής πράγμα πρέπει να είναι ένα καλό μυθιστόρημα. Το να καταδείξω τον κίνδυνο ενός τέτοιου λάθους αποτελεί και τον σκοπό αυτών των λιγοστών σελίδων· το να υποστηρίξω, δηλαδή, ότι ορισμένες παραδόσεις γύρω απ' αυτό το θέμα, όσες φορές ακολουθήθηκαν a priori, έφταιξαν σε πάρα πολλά, και ότι για την υγεία μιας τέχνης που αναλαμβάνει με τρόπο τόσον άμεσο να αναπαραστήσει τη ζωή, απαιτείται η απόλυτη ελευθερία. Μια τέτοια τέχνη τρέφεται από την άσκηση, και το αληθινό νόημα της άσκησης είναι η ελευθερία. Η μόνη υποχρέωση με την οποία μπορούμε εξ αρχής να δεσμεύσουμε το μυθιστόρημα, χωρίς να επισύρουμε την κατηγορία ότι είμαστε δεσποτικοί, είναι η υποχρέωση να είναι ενδιαφέρον. Αυτή η γενική ευθύνη πέφτει επάνω του, αλλά αυτή είναι η μόνη την οποία μπορώ να σκεφτώ. Οι τρόποι τους οποίους έχει στη διάθεσή του για να κατορθώνει αυτό το αποτέλεσμα (να μας προκαλεί το ενδιαφέρον) μου φαίνονται αμέτρητοι, και τέτοιας λογής ώστε το μόνον από το οποίο κινδυνεύουν να είναι η ταξινόμησή τους και ο εγκλωβισμός τους σε συνταγές. Ποικίλλουν όσο και οι ιδιοσυγκρασίες των ατόμων, και επιτυγχάνουν εφ' όσον κατορθώνουν να αποκαλύψουν μιαν ιδιαίτερη διάνοια, διαφορετική από τις άλλες. Μυθιστόρημα, κατά την ευρύτερη σημασία του όρου, είναι μια προσωπική, άμεση εντύπωση της ζωής· εδώ, πριν απ' όλα τ' άλλα, βρίσκεται η αξία του, η οποία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη αναλόγως προς την ένταση αυτής της εντύπωσης. Αλλά δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά ένταση, και κατά συνέπεια η παραμικρή αξία, παρά μόνον όταν υπάρχει η ελευθερία να αισθανθείς και να εκφράσεις. Η χάραξη μιας γραμμής που πρέπει να τηρηθεί, ενός ύφους που πρέπει εκ των προτέρων να γίνει αποδεκτό, μιας μορφής που πρέπει να πληρωθεί, αποτελούν περιορισμούς αυτής της ελευθερίας και καταπνίγουν αυτό ακριβώς που κατ' εξοχήν αναζητούμε να βρούμε. Η μορφή, εγώ νομίζω, πρέπει να εκτιμάται μετά το γεγονός· τότε έχουν γίνει οι επιλογές του συγγραφέα, έχει φανερωθεί το στίγμα του· τότε μπορούμε να παρακολουθήσουμε πορείες και κατευθύνσεις, να συγκρίνουμε χαρακτηριστικά ύφη και ομοιότητες. Τότε, κοντολογίς, μπορούμε να δοκιμάσουμε μιαν από τις μεγαλύτερες απολαύσεις, μπορούμε να ελέγξουμε την εκτέλεση. Η εκτέλεση ανήκει αποκλειστικά στον συγγραφέα· δεν υπάρχει τίποτε πιο προσωπικό απ' αυτήν, και σε αυτήν βασιζόμαστε για να τον αξιολογήσουμε. Και αυτό που αποτελεί την υπεροχή, την πολυτέλεια του μυθιστοριογράφου, αλλά, επίσης, και το βάσανο και την ευθύνη του, είναι η έλλειψη οποιουδήποτε περιορισμού σχετικού με το τι μπορεί να επιχειρήσει ως εκτελεστής, το γεγονός ότι δεν υπόκεινται σε κανενός είδους περιορισμό οι πιθανοί του πειραματισμοί, οι πιθανές του προσπάθειες, ανακαλύψεις, επιτεύξεις. Είναι εδώ ακριβώς που δουλεύει και προχωράει βήμα προς βήμα, όπως και ο αδελφός του ο ζωγράφος, για τον οποίο μπορούμε πάντοτε να πούμε ότι έχει ζωγραφίσει τον πίνακά του μ' έναν τρόπο που μόνον ο ίδιος κατέχει πλήρως. Ο τρόπος του είναι το μυστικό του, μυστικό που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να το προστατεύσει. Γιατί και να ήθελε να το διαθέσει σαν κοινό αγαθό, δεν θα το κατάφερνε - δεν θα έβρισκε τον τρόπο να το διδάξει σε άλλους. Μιλώ έτσι, χωρίς να ξεχνώ πόσο έχω επιμείνει στην ομοιότητα των μεθόδων του καλλιτέχνη που ζωγραφίζει έναν πίνακα και του καλλιτέχνη που γράφει ένα μυθιστόρημα. Ο ζωγράφος μπορεί να διδάξει τα στοιχειώδη της δουλειάς του, και είναι δυνατόν, με την μελέτη σπουδαίων έργων (αν υπάρχει η κλίση) και ο ένας να μάθει να ζωγραφίζει και ο άλλος να μάθει να γράφει. Ωστόσο, δεν παύει να είναι αληθινό, χωρίς να θίγεται αυτό το rapprochement*, ότι ο λογοτέχνης θα ήταν υποχρεωμένος να πει στον μαθητευόμενό του περισσότερες φορές από όσες ο ζωγράφος: "Τι να σας πω - πρέπει να το κάνετε όπως εσείς μπορείτε!". Πρόκειται για ένα πρόβλημα αποχρώσεων, για ένα ζήτημα λεπτών διαβαθμίσεων. Εάν υπάρχουν ακριβείς επιστήμες, υπάρχουν και ακριβείς τέχνες, και η γραμματική της ζωγραφικής είναι τόσο πολύ πιο προσδιορισμένη, ώστε να δημιουργείται αυτή η διαφορά.



Οφείλω, όμως, να προσθέσω ότι ο κ. Μπήζεντ, αν και στην αρχή του δοκιμίου του λέγει ότι οι "νόμοι του μυθιστορήματος μπορούν να καθοριστούν και να διδαχθούν με τόση ακρίβεια και αυστηρότητα όση και οι κανόνες της αρμονίας, της προοπτικής και της αναλογίας", αμβλύνει στη συνέχεια αυτό που θα ήταν δυνατόν να φανεί σαν μια υπερβολή, με το να θεωρεί την παρατήρησή του ισχύουσα μόνον για τους "γενικούς" νόμους, και με το να περιγράφει τους περισσότερους απ' αυτούς τους κανόνες με τέτοιο τρόπο, που θα ήταν προβληματικό να διαφωνήσουμε. Ότι ο μυθιστοριογράφος πρέπει να γράφει στηριζόμενος στις εμπειρίες του· ότι οι "ήρωές του πρέπει να είναι πραγματικοί, σαν εκείνους που συναντώνται στην καθημερινή ζωή"· ότι "μια νεαρά κυρία που έχει ανατραφεί σε μιαν ήσυχη πολίχνη της υπαίθρου πρέπει να αποφεύγει να περιγράφει τη ζωή μιας φρουράς στρατιωτικής", και ότι "ένας συγγραφέας του οποίου οι προσωπικές εμπειρίες και συναναστροφές ανήκουν στην μικροαστική τάξη, οφείλει να προσέχει ώστε να μην εισάγει τους ήρωές του στην καλή κοινωνία"· ότι ένας συγγραφέας πρέπει να κρατάει τις σημειώσεις του σ' ένα απλό σημειωματάριο· ότι οι ήρωές του πρέπει να αναδεικνύονται με σαφήνεια· ότι το να χρησιμοποιεί, για να αναδεικνύονται με σαφήνεια, κάποια παράξενη συνήθεια στην ομιλία τους ή στη στάση τους είναι κακή μέθοδος, και "το να τους περιγράφει διά μακρών" είναι ακόμη χειρότερη· ότι το αγγλικό μυθιστόρημα πρέπει να έχει "ενσυνείδητη ηθική πρόθεση"· ότι "είναι σχεδόν αδύνατον να εκτιμάται πάρα πολύ η αξία της φροντισμένης επεξεργασίας, της μαστοριάς, δηλαδή του στυλ"· ότι "το σπουδαιότερο απ' όλα είναι η ιστορία", ότι "η ιστορία [story] είναι το παν". Πρόκειται περί αρχών που είναι βεβαίως αδύνατον να μην πάρουμε με καλό μάτι. Εκείνη η παρατήρηση που αναφέρεται στον συγγραφέα που ανήκει στη μικροαστική τάξη, και ο οποίος πρέπει να έχει το γνώθι σαυτόν, είναι μάλλον αποκρουστική· αλλά κατά τα άλλα, θα το έβρισκα δύσκολο να διαφωνήσω με κάποιαν από τις συστάσεις που δίνει. Συγχρόνως δε, θα το έβρισκα δύσκολο να τις συνυπογράψω, εκτός, ίσως από την εντολή να κρατάει κανείς τις σημειώσεις του σ' ένα απλό σημειωματάριο. Δεν μου φαίνονται να έχουν τις ιδιότητες που ο κ. Μπήζεντ αποδίδει στους κανόνες του μυθιστοριογράφου, την "αυστηρότητα και την ακρίβεια" των "νόμων της αρμονίας, της προοπτικής και της αναλογίας". Κατατοπίζουν, ίσως ακόμη και να εμπνέουν, αλλά δεν έχουν ακρίβεια, παρόλο που αναμφιβόλως έχουν όση το ίδιο το θέμα επιτρέπει· γεγονός που αποτελεί απόδειξη εκείνης της ελευθερίας κατά την ερμηνεία την οποία μόλις προηγουμένως υπεράσπιζα. Γιατί η αξία αυτών των διαφορετικών εντολών - των τόσο ωραίων και μαζί των τόσο αορίστων - έγκειται αποκλειστικά στο νόημα που ο καθένας τούς προσδίδει. Οι ήρωες, οι καταστάσεις που δίνουν σε κάποιον την εντύπωση ότι είναι πραγματικές, δεν είναι παρά εκείνες που κατ' εξοχήν τον συγκινούν και τον ενδιαφέρουν, αλλά το μέτρο της πραγματικότητας είναι πολύ δύσκολο να οριστεί. Η πραγματικότητα του Δον Κιχώτη ή του Mr. Micawber[6] είναι μια εξαιρετικά λεπτή απόχρωση· πρόκειται για μιαν πραγματικότητα χρωματισμένη από το όραμα του συγγραφέα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διστάζει κανείς, όσο ζωντανή κι αν είναι, να την προτείνει ως πρότυπο. Αλλιώς, θα εξετίθετο σε μια σειρά από άκρως ενοχλητικές ερωτήσεις από τη μεριά κάποιου μαθητευόμενου. Είναι αυτονόητο ότι δεν θα γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα, παρά μόνον αν έχεις την αίσθηση της πραγματικότητας· είναι όμως πολύ δύσκολο να σου δοθεί μια συνταγή για να δημιουργείς με αυτήν την αίσθηση. Η ανθρώπινη φύση δεν γνωρίζει όρια, και η πραγματικότητα παίρνει μυριάδες μορφές· το μόνο που κάποιος μπορεί να διαπιστώσει είναι το ποια από τα άνθη της μυθιστοριογραφίας έχουν το άρωμά της και ποια όχι. Το να σου πουν όμως προκαταβολικώς από τι πρέπει να αποτελείται η ανθοδέσμη σου, αυτό είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Όσο ευφυές, άλλο τόσο αλυσιτελές είναι το να λες ότι κάποιος πρέπει να γράφει στηριζόμενος στις εμπειρίες του· στον υποθετικό μας υποψήφιο συγγραφέα, μια τέτοια δήλωση θα μύριζε απάτη. Σε τι λογής εμπειρίες αναφέρεται και πού, άραγε, αρχίζει και πού τελειώνει μια εμπειρία; Η εμπειρία ουδέποτε περιορίζεται και ουδέποτε ολοκληρώνεται· είναι μια απέραντη αισθαντικότης, ένας τεράστιος ιστός αράχνης με λεπτότατες ίνες από μετάξι που αιωρείται στο θάλαμο της συνείδησης και συλλαμβάνει στο πλέγμα της κάθε μόριο που φέρνει ο αέρας. Είναι η ίδια η ατμόσφαιρα του νου· και όταν συμβαίνει ο νους να είναι επινοητικός - πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για το νου ενός ανθρώπου ιδιοφυούς - προσελκύει και τους λεπτότερους υπαινιγμούς της ζωής, μετατρέπει σε αποκαλύψεις τα ίδια τα κύματα του αέρα· της νεαράς κυρίας που ζει σε ένα χωριό, της αρκεί να είναι μια νέα από την οποία τίποτε δεν ξεφεύγει, για να είναι τελείως άδικο (όπως νομίζω) να της δηλώσεις ότι δεν θα μπορέσει να πει τίποτε για τον στρατό. Έχουμε δει μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτό, και αν τη βοηθάει η φαντασία της, θα μπορέσει να πει την αλήθεια για αρκετούς απ' αυτούς τους κυρίους του στρατού. Θυμούμαι μιαν αγγλίδα μυθιστοριογράφο[7], μια γυναίκα εξαιρετικής ευφυίας, που μου έλεγε πόσα ευνοϊκά σχόλια είχε δεχθεί, επειδή σε κάποιο από τα διηγήματά της, είχε κατορθώσει να αποτυπώσει τον χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής της Διαμαρτυρόμενης νεολαίας της Γαλλίας. Την είχαν ρωτήσει πού έμαθε τόσα πολλά για το απόκρυφο αυτό στρώμα και είχε αποτελέσει αντικείμενο συγχαρητηρίων το γεγονός ότι της είχαν δοθεί αυτές οι ασυνήθιστες ευκαιρίες. Οι ευκαιρίες αυτές συνίστατο στο ότι μια μέρα, στο Παρίσι, καθώς ανέβαινε μια σκάλα, πέρασε μπροστά από μιαν ανοιχτή πόρτα, την πόρτα του σπιτιού ενός πάστορα, και αντίκρισε μερικούς νεαρούς Διαμαρτυρόμενους που, έχοντας μόλις τελειώσει το δείπνο τους, κάθονταν γύρω από το τραπέζι. Η ματιά δημιούργησε μιαν εικόνα· κράτησε μόνον μια στιγμή, αλλά εκείνη η στιγμή ήταν μια εμπειρία. Είχε αποκομίσει την προσωπική της άμεση εντύπωση, και έβγαλε απ' εκεί το πρότυπό της. Γνώριζε τι είναι τα νιάτα και τι είναι ο Προτεσταντισμός· είχε, επίσης, το προνόμιο να έχει μάθει τι σημαίνει να είσαι Γάλλος, ώστε να είναι σε θέση να μετατρέψει αυτές τις ιδέες σε μια συγκεκριμένη εικόνα και να παράγει μιαν πραγματικότητα. Πάνω απ' όλα, όμως, ήταν προικισμένη με την ικανότητα να παίρνει έναν πήχη όταν της δίνεις μιαν πιθαμή, ικανότητα που για τον καλλιτέχνη είναι πολύ μεγαλύτερη πηγή δύναμης από οποιοδήποτε τυχαίο τόπο διαμονής ή τυχαία θέση στην κοινωνική κλίμακα. Η δύναμη να μαντεύεις το αόρατο από το ορατό, να ανακαλύπτεις τα υπονοούμενα, να κρίνεις ολόκληρο το αντικείμενο από ένα δείγμα του, η χάρις να συλλαμβάνεις τη ζωή εν γένει τόσο ολοκληρωμένα, ώστε να μην απέχεις πολύ από το να κατέχεις κάθε ιδιαίτερη πτυχή της - αυτό το σύνολο χαρισμάτων θα έφτανε κάποιος να πει ότι συνιστούν εμπειρία· και τέτοια χαρίσματα απαντούν και στην επαρχία και στην πόλη, και στους πλέον αποκλίνοντες μεταξύ τους αναβαθμούς παιδείας. Εάν η εμπειρία απαρτίζεται από εντυπώσεις, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι εντυπώσεις είναι εμπειρία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εντυπώσεις (δεν το είδαμε αυτό;) είναι και ο ίδιος ο αέρας που αναπνέουμε. Άρα, εάν έπρεπε οπωσδήποτε να πω σ' έναν αρχάριο, "Γράφε στηριζόμενος στις εμπειρίες σου και μόνο", θα ένιωθα ότι αυτό αποτελεί μιαν παραίνεση ταντάλειο, αν δεν φρόντιζα αμέσως να προσθέσω: "Προσπάθησε να είσαι απ' αυτούς που δεν τους ξεφεύγει τίποτε".

Πολύ απέχω από το να θέλω με αυτό να περιορίσω την σπουδαιότητα της ακρίβειας, της αλήθειας στις λεπτομέρειες. Ο καθένας μιλάει καλύτερα, όταν μιλάει κατά το δικό του γούστο, άρα, και εγώ μπορώ να πάρω το θάρρος να πω ότι η πνοή της πραγματικότητας (η στερεά απόδοση των λεπτομερειών) μου φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη αρετή ενός μυθιστορήματος - το προσόν από το οποίο όλα τα άλλα (και περιλαμβάνω και εκείνη την ενσυνείδητη ηθική πρόθεση για την οποία μιλάει ο κ. Μπήζεντ) αποκλειστικά εξαρτώνται και στο οποίο ευπειθώς υποτάσσονται. Εάν απουσιάζει αυτό το προσόν, όλα τ' άλλα δεν μετράνε, και όταν αυτά υπάρχουν, οφείλουν το αποτέλεσμά τους στην επιτυχία με την οποία ο συγγραφέας έχει παραγάγει τη ψευδαίσθηση της ζωής. Η φροντίδα γι' αυτήν την επιτυχία, η σπουδή αυτής της λεπτής επεξεργασίας του υλικού, αποτελούν, κατά το δικό μου γούστο, το άλφα και το ωμέγα της τέχνης του μυθιστορηματογράφου. Αποτελούν την έμπνευσή του, την απόγνωσή του, την ανταμοιβή, το βάσανο και την απόλαυσή του. Εδώ, πράγματι, αναμετριέται με τη ζωή· εδώ αναμετριέται με τον αδελφό του τον ζωγράφο, όταν και αυτός προσπαθεί να αποδώσει την όψη των πραγμάτων, την όψη που εκφράζει το νόημά τους, να συλλάβει το χρώμα, την ανάγλυφη, την έκφραση, την επιφάνεια και την ουσία του ανθρώπινου φαινομένου.

[…] Το πιο ενδιαφέρον τμήμα της διάλεξης του κ. Μπήζεντ είναι δυστυχώς και το πιο σύντομο - η επί τροχάδην αναφορά του στην "ενσυνείδητη ηθική πρόθεση" του μυθιστορήματος. Και εδώ πάλι, δεν είναι ιδιαιτέρως σαφές το κατά πόσο καταγράφει ένα γεγονός ή θεσπίζει έναν κανόνα· είναι κρίμα, στην περίπτωση που ισχύει το δεύτερο, το ότι δεν έχει αναπτύξει περισσότερο τη γνώμη του. Πρόκειται για μιαν πλευρά του θέματος που είναι τεράστιας σημασίας, και τα λίγα λόγια του κ. Μπήζεντ οδηγούν σε θεωρήσεις που σε πηγαίνουν πολύ μακριά, σε θεωρήσεις με τις οποίες δύσκολα τακτοποιούνται οι λογαριασμοί. Θα έχει προσεγγίσει την τέχνη του μυθιστορήματος επιπόλαια, όποιος δεν είναι έτοιμος να πορευτεί μέχρι τέλους τον δρόμο που αυτές οι θεωρήσεις θα τον φέρουν. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, όταν άρχιζα να γράφω αυτές τις παρατηρήσεις, φρόντισα να ειδοποιήσω τον αναγνώστη ότι οι συλλογισμοί μου πάνω σ' ένα τόσο εκτεταμένο θέμα δεν έχουν καθόλου την αξίωση να θεωρηθούν εξαντλητικοί. Όπως και ο κ. Μπήζεντ, έχω και εγώ αφήσει το σχετικό με την ηθική του μυθιστορήματος ερώτημα για το τέλος, και στο τέλος ανακαλύπτω ότι έχω καταναλώσει τον χώρο μου. Το ερώτημα περιβάλλεται από δυσκολίες, απόδειξη η πρώτη που συναντούμε πριν καν το αντιμετωπίσουμε, το πώς, δηλαδή, να το διατυπώσουμε με σαφήνεια. Η σαφήνεια σε μιαν τέτοια συζήτηση αποβαίνει μοιραία· τι σημαίνει για σας, λοιπόν, ηθική και τι ενσυνείδητη ηθική πρόθεση; Δεν σκοπεύετε να διευκρινίσετε τους όρους σας και να εξηγήσετε με ποιον τρόπο (του μυθιστορήματος λαμβανομένου ως πίνακας) ένας πίνακας μπορεί να είναι είτε ηθικός είτε ανήθικος; Επιθυμείτε να ζωγραφίσετε έναν πίνακα ηθικό ή να λαξεύσετε ένα άγαλμα ηθικό· δεν θα μας πείτε πώς θα βάλετε μπρος τα σχέδιά σας; Συζητούμε για την Τέχνη της Μυθοπλασίας· τα ζητήματα της τέχνης αποτελούν ζητήματα (με την ευρύτερη σημασία του όρου) εκτέλεσης· τα ζητήματα της ηθικής αποτελούν μιαν τελείως διαφορετική υπόθεση, δεν πρέπει, λοιπόν, να μας αφήσετε να δούμε πώς το βρίσκετε τόσο εύκολο να τα μπερδεύετε; Για τον κ. Μπήζεντ, όμως, όλα αυτά είναι τόσο καθαρά, ώστε να έχει ποριστεί απ' αυτά και έναν κανόνα, τον οποίο βλέπει ενσαρκούμενο στο αγγλικό μυθιστόρημα, και ο οποίος αποτελεί "κάτι το αληθινά αξιοθαύμαστο και μια σοβαρή αφορμή συγχαρητηρίων". Πράγματι, αποτελεί σοβαρή αφορμή συγχαρητηρίων το να γίνονται τέτοια ακανθώδη προβλήματα λεία σαν μετάξι. Να προσθέσω ότι, εφ' όσον ο κ. Μπήζεντ διακρίνει στο αγγλικό μυθιστόρημα την ιδιότητα να έχει στην πράξη καταπιαστεί κατ' εξοχήν με αυτά τα λεπτά ζητήματα, θα είναι πολλοί εκείνοι στους οποίους θα φανεί να έχει κάνει μιαν ανακάλυψη αστήρικτη. Τουναντίον, όλοι αυτοί θα έχουν εκπλαγεί από την ηθική συστολή του μέσου άγγλου μυθιστοριογράφου, και από το γεγονός ότι αυτός (ή αυτή) αποφεύγει να αντικρίσει τις δυσκολίες που κατακλύζουν απ' όλες τις μεριές την πραγμάτευση της πραγματικότητας. Ικανός στο να είναι εξαιρετικά άτολμος (ενώ ο κ. Μπήζεντ τον παρουσιάζει γεμάτον από τόλμη), το έργο του, κατά το μεγαλύτερό του μέρος, σημαδεύεται από μιαν προσεκτική σιωπή για ορισμένα θέματα. Στο αγγλικό μυθιστόρημα (και βέβαια, εδώ εννοώ και το αμερικάνικο) υπάρχει, περισσότερο παρά σε όποιο άλλο, μια εκ παραδόσεως απόσταση μεταξύ αυτού που οι άνθρωποι ξέρουν και εκείνου που συνομολογούν ότι ξέρουν, μεταξύ αυτού που βλέπουν και εκείνου για το οποίο ομιλούν, αυτού που νιώθουν να αποτελεί κομμάτι της ζωής και εκείνου στο οποίο επιτρέπουν να εισέλθει στη λογοτεχνία. Κοντολογίς, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε αυτά για τα οποία μιλούν όταν κουβεντιάζουν και σε εκείνα για τα οποία μιλούν όταν δημοσιεύουν. Η ουσία του ηθικού σθένους είναι να εποπτεύει όλον τον χώρο· αισθάνομαι, λοιπόν, την υποχρέωση να αντιστρέψω την παρατήρηση του κ. Μπήζεντ και να πω ότι δεν είναι η πρόθεση, αλλά η αθυμία αυτό που χαρακτηρίζει το αγγλικό μυθιστόρημα. Το κατά πόσο μια κάποια πρόθεση μπορεί να χαλάσει ένα έργο τέχνης, θα αποφύγω να το εξετάσω· πάντως, η πρόθεση να φτιάξεις ένα έργο τέλειο μου φαίνεται να είναι η πιο ακίνδυνη. Όσο για το μυθιστόρημά μας, μπορώ να πω κλείνοντας αυτό το θέμα ότι, όπως μας παρουσιάζεται σήμερα στην Αγγλία, μου δίνει την εντύπωση πως απευθύνεται κυρίως στη "νεολαία", και ότι αυτό, από μόνο του, εγείρει την υπόνοια ότι θα είναι αρκετά σεμνό. Υπάρχουν ορισμένα θέματα που, κατά γενικήν παραδοχή, δεν συζητούνται, ούτε καν αναφέρονται, όταν είναι παρόντα άτομα νεαρά στην ηλικία. Αυτό μπορεί να ισχύει ορθώς· η αποφυγή, όμως, των συζητήσεων δεν αποτελεί σύμπτωμα ηθικής ρώμης. Συνεπώς, η πρόθεση του αγγλικού μυθιστορήματος - "κάτι το αληθινά αξιοθαύμαστο και μια σοβαρή αφορμή συγχαρητηρίων" - μου φαίνεται να έχει φορά μάλλον αρνητική.

Υπάρχει ένα σημείο στο οποίο η καλλιτεχνική και η ηθική σημασία εφάπτονται σχεδόν η μία της άλλης· άμα, δηλαδή, εξετάσουμε το θέμα υπό το πρίσμα της προφανούς αλήθειας ότι βαθύτερη ποιότητα ενός έργου τέχνης θα είναι πάντοτε η ποιότητα του δημιουργού του. Όσο εκλεκτή είναι αυτή η διάνοια, άλλο τόσο θα είναι το μερίδιο που το μυθιστόρημα, ο πίνακας, το γλυπτό θα απολαμβάνουν από την ουσία του ωραίου και του αληθινού. Το να έχει συντεθεί ένα μυθιστόρημα από αυτά ακριβώς τα στοιχεία, συνεπάγεται, κατά την γνώμη μου, ότι έχει και την πρόθεση που χρειάζεται. Κανένα σπουδαίο μυθιστόρημα δεν πρόκειται ποτέ να εκπηγάσει από ένα πνεύμα επιπόλαιο· αυτό το αξίωμα πιστεύω ότι παρέχει στον μυθιστορηματογράφο όλο το αναγκαίο ηθικό έρεισμα· ο νέος υποψήφιος μυθιστορηματογράφος, αν χωνέψει καλά αυτό το αξίωμα, θα δει να φωτίζονται πολλά από τα σχετικά με την "πρόθεση" μυστήρια. Θα μπορούσε κανείς να του πει και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα, τα οποία όμως εγώ, έχοντας πια φτάσει στο τέλος του άρθρου μου, μόνον παρεμπιπτόντως μπορώ να θίξω. Ο κριτικός της Pall Mall Gazette, στον οποίο έχω και προηγουμένως αναφερθεί, εφιστά προσοχή, όποτε γίνεται λόγος για την τέχνη του μυθιστορήματος, στον κίνδυνο της γενικολογίας. Φαντάζομαι ότι ο κίνδυνος που έχει κατά νου είναι μάλλον αυτός της περιπτωσιολογίας, γιατί υπάρχουν μερικές περιεκτικές παρατηρήσεις τις οποίες, μαζί με εκείνες που έχουν ενσωματωθεί στη γεμάτη από καλές ιδέες διάλεξη του κ. Μπήζεντ, μπορούμε, χωρίς τον φόβο ότι θα τον παραπλανήσουν, να απευθύνουμε στον αθώο μαθητευόμενο. Αισθάνομαι, λοιπόν, την υποχρέωση να του θυμίσω, πριν απ' όλα, τη χλιδή της μορφής που του προσφέρεται, και η οποία παρουσιάζει τόσους λίγους περιορισμούς και τόσες αναρίθμητες δυνατότητες. Οι άλλες τέχνες, συγκρινόμενες προς το μυθιστόρημα, φαίνονται περιχαρακωμένες και χαλιναγωγημένες· οι διάφορες συνθήκες κάτω από τις οποίες καλλιεργούνται είναι πάντοτε αυστηρές και προκαθορισμένες. Και ο μόνος περιορισμός που μπορώ να διανοηθώ να επιβάλλω στη σύνθεση ενός μυθιστορήματος είναι, όπως έχω ήδη πει, το μυθιστόρημα αυτό να είναι αληθινό. Η ελευθερία αυτή είναι ένα υπέροχο προνόμιο, και το πρώτο πράγμα που έχει να μάθει ο νέος μυθιστορηματογράφος είναι το να γίνει αντάξιός της.

"Απόλαυσέ την όπως της αξίζει (θα του έλεγα)· κυρίευσέ την, εκμεταλλεύσου την όσο το δυνατόν περισσότερο, βγαλ' την στο κοινό, διασκέδασε μαζί της. Η ζωή όλη σου ανήκει, και μην ακούς ούτε αυτούς που θα σε κλείσουν σε στενόχωρες γωνιές και θα σου πουν ότι μόνον σε τούτο και σε εκείνο το μέρος κατοικεί η τέχνη, ούτε τους άλλους που θα θελήσουν να σε πείσουν ότι αυτός ο άγγελος εξ ουρανού φτερουγίζει μόνον έξω από τη ζωή, ότι κατοικεί στα επουράνια και αποστρέφει το πρόσωπό του από την αλήθεια των πραγμάτων. Δεν υπάρχει καμιά εικόνα της ζωής, κανένας από τους τρόπους που τη βλέπει και τη νιώθει, που να μην έχει θέση στη σύλληψη ενός έργου από τον μυθιστορηματογράφο· δεν έχεις παρά να θυμηθείς ότι στον χώρο αυτό, τάλαντα τόσο ανόμοια όσο εκείνα του Alexandre Dumas και της Jane Austen, του Charles Dickens και του Gustave Flaubert έχουν δουλέψει κερδίζοντας την ίδια δόξα. Μην πολυσκοτίζεσαι με τον πεσσιμισμό και τον οπτισμό· προσπάθησε να πιάσεις το ύφος της ίδιας της ζωής. Βλέπουμε σήμερα στη Γαλλία μιαν εμπνευσμένη προσπάθεια (από τον Emile Zola, στο έργο του οποίου, στέρεο και σοβαρό, κανένας από όσους ερευνούν τις δυνατότητες του μυθιστορήματος δεν μπορεί παρά να αναφέρεται με σεβασμό), βλέπουμε, λοιπόν, μια σπάνια προσπάθεια να πηγαίνει χαμένη από ένα πνεύμα στενόμυαλου πεσσιμισμού. Ο κ. Zola είναι έξοχος, αλλά στα μάτια ενός άγγλου αναγνώστη φαίνεται αγνοών πάρα πολλά· μοιάζει να εργάζεται μες στο σκοτάδι· εάν είχε τόση ενέργεια όση και δύναμη, τα συμπεράσματά του θα ήταν εξαιρετικής σημασίας. Όσο δε για τις συγχύσεις που προκαλεί ένας ρηχός οπτιμισμός, το έδαφος (και ιδιαιτέρως αυτό της αγγλικής μυθιστορηματογραφίας) είναι διάσπαρτο από τα θρύψαλά τους, λες και είναι παγιδευμένο με σπασμένα γυαλιά. Εάν προτίθεσαι να επιτρέψεις στον εαυτό σου την πολυτέλεια της εξαγωγής συμπερασμάτων, αυτά ας έχουν ένα πνεύμα ευρυμάθειας. Έχε πάντοτε κατά νου, ότι καθήκον σου πρώτο, είναι να είσαι όσο το δυνατόν ολοκληρωμένος - να φτιάξεις ένα έργο τέλειο. Με γενναιοδωρία και ευαισθησία, αγωνίσου για τα πρωτεία".

[1884]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Αποδίδω με αυτήν τη λέξη την έκφραση 'make-believe' (αγγλική απόδοση του γαλλικού "faire-croire"), που σημαίνει: προσποιούμαι να πιστεύω ως αληθινό, ενώ γνωρίζω ότι δεν είναι.

2 Η αναλογία μυθιστορήματος και ζωγραφικής αποτελεί παραλλαγή της συνηθέστερης αναλογίας ποίησης και ζωγραφικής. Αυτήν, ακριβώς, την αναλογία είχε προβάλλει με ιδιαίτερη έμφαση, σαράντα χρόνια νωρίτερα, ο John Ruskin. Ο τελευταίος, υπερασπιζόμενος το έργο των τοπιογράφων και ειδικότερα του Turner, υποστήριξε ότι και ο ζωγράφος και ο ποιητής πρέπει, από τη μια, να αναπαριστούν πιστά τα αντικείμενα που απεικονίζουν και από την άλλη να εκφράζουν τα συναισθήματα και τις ιδέες που αυτά τους προκαλούν.

3 Η υπεράσπιση του μυθιστορήματος ως τέχνης συναφούς προς την επιστήμη της ιστορίας αντανακλά τη θετικιστική ιδεολογία της εποχής. Βεβαίως, στη γενεαλογία του μυθιστορήματος, η θέση της ιστορίας είναι προφανής. Και τα δύο απεικονίζουν πραγματικές σχέσεις μεταξύ πραγματικών ανθρώπων, και, τις περισσότερες φορές, κυρίως δε κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, χρησιμοποίησαν το ίδιο αφηγηματικό μοντέλο.

4 Gibbon, Edward (1737-1794): O γνωστός ως Γίββων άγγλος ιστορικός· συγγραφέας του κλασικού έργου Ιστορία της Παρακμής και της Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1776-78).

5 Μacauley, Thomas Babington (1800-1859): Άγγλος ιστορικός και πολιτικός· συγγραφέας της Ιστορίας της Αγγλίας (1848-1861).

6 Mr. Micawber: ήρωας του μυθιστορήματος του Charles Dickens David Copperfield.

7 Πρόκειται, μάλλον, για τη συγγραφέα Anne Thackeray, κόρη του W. K. Thackeray, γνωστή σαν Lady Richie.
*Rapprochement, γαλλικά: προσέγγιση/συσχέτιση.


<> 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου