Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

DYLAN THOMAS ( ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ)

 Το Γραφείο του στο Laugharne Dylan Thomas
Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1331

Πηγή :http://www.lifo.gr/team/book/52530

Ποίημα του Οκτώβρη

 Ήταν το τριακοστό μου έτος στον ουρανό
Σαν ξύπνησα στο άκουσμα του λιμανιού και του γειτονικού δάσους
Και τη συναγωγή των μυδιών και του ερωδιού
Την ιερωμένη ακτή
Το πρωινό νεύμα
Με την υδάτινη προσευχή και το κάλεσμα του γλάρου και του κόρακα
Και τον χτύπο των ιστιοφόρων πάνω στον μεμβρανώδη τοίχο
Έτοιμος εγώ να πατήσω το πόδι μου
Τη στιγμή εκείνη
Στην κοιμωμένη πόλη και το ταξίδι μου να ξεκινήσει.
Τα γενέθλιά μου ξεκίνησαν με το νερό -
Πετούμενα κι όλα τα πετούμενα των φτερωτών δέντρων ταξίδευαν το όνομά μου
Πάνω από τις φάρμες και τα λευκά άλογα
Κι εγώ ξύπνησα
Ένα βροχερό φθινόπωρο
Και περπάτησα έξω στην μπόρα όλων των ημερών μου
Πλημμυρίδα κι ο ερωδιός βούτηξε σαν πήρα τον δρόμο
Πέρα από την επικράτεια
Ενώ οι πύλες
Της πόλης έκλειναν καθώς η πόλη ξυπνούσε.
Ένα σμάρι κορυδαλλοί σ' ένα σύννεφο
Που κυλούσε κι οι θάμνοι στην άκρη του δρόμου γεμάτοι τιτιβίσματα
Κοτσυφιών κι ο ήλιος του Οκτώβρη
Καλοκαιρινός
Στον ώμο του λόφου,
Εδώ το κλίμα ήταν ήπιο κι οι τραγουδιστές γλυκείς όταν ξάφνου
Φάνηκαν το πρωί εκεί που τριγυρνούσα κι άκουγα
Τη βροχή να στίβει
Τον άνεμο τη ριπή το κρύο
Στο δάσος πέρα εκεί κάτω.
Ξεπλυμένη βροχή πάνω στο λιμάνι που αχνόσβηνε
 
Και στη θαλασσόβρεχτη εκκλησία στο μέγεθος σαλιγκαριού
Με τις κεραίες ορθωμένες μες στην ομίχλη και το κάστρο
Καφετί σαν κουκουβάγια
Μα όλοι οι κήποι
Της άνοιξης και του καλοκαιριού άνθιζαν ανάμεσα σε φανταστικές ιστορίες
Πέρα από την επικράτεια και κάτω από το σύννεφο γεμάτο κορυδαλλούς.
Εκεί θα μπορούσα να καμαρώνω
 
Τα γενέθλιά μου
Ακόμα μα ο καιρός άλλαξε.
Τράβηξε μακριά από τη χαρμόσυνη πατρίδα
Κι ο άλλος αγέρας κι ο γαλανός αλλαγμένος ουρανός
Άφησαν να κυλήσει ξανά εκεί κάτω ένα θαύμα καλοκαιριού
Με μήλα
Αχλάδια και κόκκινα μούρα
Κι είδα στην αλλαγή τόσο καθαρά ενός παιδιού
Τα ξεχασμένα πρωινά σαν περπατούσε με τη μητέρα του
Ανάμεσα στις παραβολές
Του ηλιόφωτου
Και τους θρύλους των πράσινων παρεκκλησιών
Και τους διπλοειπωμένους αγρούς της νηπιακής ηλικίας
Που τα δάκρυά του έκαψαν τα μάγουλά μου κι η καρδιά του σκίρτησε στη δική μου.
Τούτα ήταν τα δάση ο ποταμός κι η θάλασσα
Εκεί που ένα αγόρι
Στο φιλήκοο
Καλοκαίρι των νεκρών ψιθύρισε την αλήθεια της χαράς του
Στα δέντρα και τις πέτρες και τα ψάρια του αλμυρού νερού.
Και το μυστήριο
Τραγουδούσε ολοζώντανο
Ακόμα μες στο νερό και το τιτίβισμα των πουλιών.
Κι εκεί θα μπορούσα να καμαρώνω τα γενέθλιά μου
Ακόμα μα ο καιρός άλλαξε. Κι η αληθινή
 
Χαρά του πολύχρονου νεκρού παιδιού τραγουδούσε φλεγόμενη
Στον ήλιο.
Ήταν το τριακοστό μου
Έτος στον ουρανό κι εγώ στεκόμουν εκεί στο καλοκαιρινό μεσημέρι
Παρ' όλο που η πόλη κάτω κειτόταν φυλλοσκεπής με το αίμα του Οκτώβρη.
Είθε η αλήθεια της καρδιάς μου
να τραγουδηθεί ξανά
Σε τούτον εδώ τον ψηλό λόφο και του χρόνου.

Σε ερώτηση που κάνανε στον ποιητή Ντύλαν Τόμας, πώς και γιατί άρχισε να γράφει ποίηση, έδωσε την πιο κάτω απάντηση:

Άρχισα να γράφω ποίηση επειδή ερωτεύτηκα τις λέξεις. Τα πρώτα ποιήματα που γνώρισα ήταν παιδικά τραγούδια· αγάπησα τις λέξεις τους πολύ πριν καταφέρω να τα διαβάσω. Τι αντιπροσώπευαν, τι συμβόλιζαν και τι εννοούσαν εκείνες οι λέξεις, με απασχόλησε πολύ αργότερα. Μόνο ο ήχος τους με ενδιέφερε, την ώρα που ξεπήδαγε από τα χείλη κάποιον εντελώς αδιάφορων και ακατανόητων μεγάλων όντων.

Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήμουν καταδικασμένος να ζω με τις λέξεις και μέσα στις λέξεις. Πρώτη μου δουλειά, λοιπόν, ήταν να γνωρίσω και να κατανοήσω τους ήχους και το υλικό τους. Πως και που θα τις χρησιμοποιούσα, τι θα έλεγα με αυτές, ήταν κάτι που θα με απασχολούσε αργότερα. Τώρα έπρεπε να μάθω τα πάντα για το χαρακτήρα, τις διαθέσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους.

Μου φτάνει να τους συμπεριφέρομαι, όπως ο μάστορας στο ξύλο, στην πέτρα ή σε ό,τι είναι του χεριού του, τέλος πάντων. Μου αρέσει να τις πελεκάω, να τις χαράζω, να τις πλάθω, να τις γυαλίζω, να τις φέρνω στα μέτρα ενός σχεδίου, μιας περιόδου, ενός γλυπτού, μιας φούγκας που θα εκφράζει κάποια λυρική παρόρμηση, κάποια πνευματική αμφιβολία ή βεβαιότητα, κάποια μισοσυνειδητή αλήθεια, την οποία πρέπει να πλησιάσω και να συνειδητοποιήσω.

Η όψη της αλήθειας


Τούτη την όψη της αλήθειας,
ίσως δεν βλέπεις, γιε μου,
βασιλιά των γαλανών ματιών σου
στην εκτυφλωτική πατρίδα της νιότης,
πως όλα χαλάσματα είναι,
κάτω από τους αδιάφορους ουρανούς,
από αθωότητα κι ενοχή
πριν σκιρτήσεις
  
για ένα νεύμα της καρδιάς ή της κεφαλής,
όλα συναγμένα και σκορπισμένα είναι
μέσα στη σαβανώτρα σκοτεινιά
 
σαν την τέφρα των νεκρών.
Το καλό και το κακό, δυο δρόμοι
για να ζυγώσεις τον θάνατό σου
Πλάι στην αλέστρα θάλασσα,
βασιλιά της καρδιάς σου σε μέρες τυφλές,
ξεφυσούν σαν αναπνοή,
οδύρονται μέσα από σένα κι από μένα
και τις ψυχές όλων των ανθρώπων
μες στο αθώο
σκοτάδι, και το ένοχο σκοτάδι, και τον καλό
 
θάνατο, και τον κακό θάνατο, και μετά
την ύστατη στιγμή
Ππτούν σαν το αίμα των άστρων
Σαν τα δάκρυα του ήλιου,
σαν το σπέρμα της σελήνης, απομαζώματα
και φωτιά, η ιπτάμενη μεγαληγορία
του ουρανού, βασιλιά των έξι σου ετών.
Κι η βασκανία,
από την απαρχή των φυτών
και των ζώων και των πουλιών,
Ύδωρ και Φως, γη κι ουρανός,
ασκείται πάνω σου πριν κινηθείς,
και όλες σου οι πράξεις κι οι λέξεις,
κάθε αλήθεια, κάθε ψέμα,
πεθαίνουν στην αδογμάτιστη αγάπη.

Σαν ξύπνησα


Σαν ξύπνησα, η πόλη μίλησε.
Πουλιά και ρολόγια κι εγκάρσιες καμπάνες
βούιζαν πλάι στο κουλουριασμένο πλήθος,
ακόλαστοι με ουρά στην πυρά,
ζιζάνια και τελώνια του ύπνου,
η διπλανή θάλασσα αφάνιζε
βατράχους και σατανάδες και γυναικείους οιωνούς,
ενώ έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι,
ώς την κορφή μες στο αίμα του,
καρατομούσε το πρωινό,
ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
με τη γυριστή γενειάδα του από κάποιο βιβλίο,
λειάνιζε το τελευταίο φίδι σαν
να 'ταν ραβδί ή λεπτό κλαρί,
με τη γλώσσα του γδαρμένη στο γύρισμα ενός φύλλου.
Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός της κλίνης, το καλό και το κακό,
μετά από ένα νίψιμο περίπατο,
την ακατάσχετη ανάσα θανατικής καταπληξίας
 
μαμούθ και θάνατο
τη γη όλων.
Εδώ που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα κι οι βάρκες σαν πάπιες
άκουσα, τούτο το πρωινό, ξυπνώντας,
αλλιώτικη από τους θορύβους της πόλης
μια φωνή στον ορθωμένο αέρα,
διόλου προφητική απότοκο δική μου,
να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου.
Χρόνος ανύπαρκτος, είπαν τα ρολόγια, Θεός ανύπαρκτος, σήμαναν οι καμπάνες,
τράβηξα τα λευκά σεντόνια πάνω από τα νησιά
και τα νομίσματα πάνω στα βλέφαρά μου κροτάλισαν σαν όστρακα.



Η ορμή που μέσα από τον ανθηρό δίαυλο πορεύει το λουλούδι

Η ορμή που μέσα απο τον ανθηρό δίαυλο
πορεύει το λουλούδι
Και τ’ ανθηρά μου χρόνια πορεύειֹ
Αφανίζει των δέντρων τις ρίζες
Είναι ο χαλαστής μου.
Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο
Πως απ’ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό.
Η ορμή που πορεύει το νερό μεσ’ απ’ τους βράχους
Και το κόκκινό μου αίμα πορεύειֹ ξεράινει τις βουνοπηγές,
Κερώνει και το δικό μου.
Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου
Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει.
Το χέρι που αναδεύει στη λιμνούλα το νερό,
Ταράζει και τη σύρτηֹ κατευθύνει το φύσημα του ανέμου,
Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί.
Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο
Πως απ’ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή.
Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγήֹ
Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα
Θα γαληνέψει τις πληγές της.
Και φωνή δεν έχω να πω σ’ έναν άνεμο πρόσκαιρο
Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τ’ αστέρια.
Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή
Πως στο σεντόνι μου πορεύεται
Το ίδιο κουλουριασμένο σκουλήκι.
Dylan Thomas, ”Κι ο Θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία”, Εκδ. Ελ. Τύπος, μτφ. Γιώργος Μπλάνας)
Ο Ντύλαν Τόμας γεννήθηκε στο Σουώνσι της Ουαλίας στα 1914 και τελείωσε το τοπικό δημοτικό σχολείο. Αφού εργάστηκε για κάποιο διάστημα σαν δημοσιογράφος, αποκάλυψε το ποιητικό του ταλέντο στο διαγωνισμό κάποιας λαϊκής εφημερίδας, στα 1933. Την επόμενη χρονιά η συλλογή του Eighteen Poems δημιούργησε θόρυβο εξαιτίας του παράξενου τρόπου με τον οποίο ο Τόμας είχε αποφασίσει να ασκήσει την ποίηση. Οι παράδοξες εικόνες του και η φαινομενικά αχαλίνωτη φαντασία του τάραξαν τη συγκρατημένη ποίηση των διαδόχων του Τόμας Έλιοτ και ξανάφεραν στο λογοτεχνικό προσκήνιο τις ρομαντικές διαστάσεις της αγγλικής ποίησης.
Οι επόμενες συλλογές του όμως -The Map Of Love (1939), Deaths And Entrances (1946), Collected Poems (1953)- ξεκαθάρισαν ορισμένα πράγματα. Πρώτα πρώτα πως ο Τόμας κάθε άλλο παρα παράδοξος ήταν και έπειτα πως δεν είχε άμεση σχέση με τον ρομαντισμό. Απο εκεί και πέρα έμελλε να κατακτήσει τους συμπατριώτες του σαν ποιητής, πεζογράφος, ομιλητής, θεατρικός συγγραφέας κι ανθρώπινη φιγούρα. Παρόλες τις επιτυχίες του, κυρίως στη συνεργασία του με το B.B.C. πέρασε τη ζωή του μέσα στη φτώχεια. Στα 1953 και ενώ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη γοητεύοντας τους ακροατές του με αξεπέραστες αναγνώσεις των ποιημάτων του, το οινόπνευμα το οποίο υπεραγαπούσε τον σκότωσε σε ηλικία 39 ετών.
Οι μεταφράσεις των ποιημάτων, εκτός του «Αβρός μην πας στη νύχτα την καλή», ανήκουν στον κ. Γιώργο Μπλάνα.


Do not go gentle into that good night,
Old age should burn and rave at close of day;
Rage, rage against the dying of the light.

Though wise men at their end know dark is right,
Because their words had forked no lightning they
Do not go gentle into that good night.

Good men, the last wave by, crying how bright
Their frail deeds might have danced in a green bay,
Rage, rage against the dying of the light.

Wild men who caught and sang the sun in flight,
And learn, too late, they grieved it on its way,
Do not go gentle into that good night.

Grave men, near death, who see with blinding sight
Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
Rage, rage against the dying of the light.

And you, my father, there on the sad height,
Curse, bless, me now with your fierce tears, I pray.
Do not go gentle into that good night.
Rage, rage against the dying of the light.

Από τις διάφορες μεταφράσεις του ποιήματος στα ελληνικά, αυτή είναι η εκδοχή του Διονύση Καψάλη (στο Μπαλάντες και Περιστάσεις, Άγρα, 1997):
Μη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη·
ας καίνε, ας παραληρούν όταν τελειώνει η μέρα
τα γηρατειά κι ας μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Σοφοί, που είδαν το δίκαιο σκοτάδι να προσμένει,
γιατί δεν χρησμοδότησαν με φλόγες στον αέρα
δεν στέργουν ήσυχα να παν σε νύχτα ευλογημένη.
Όσοι αγαθοί, φωνάζοντας στο κύμα που βαθαίνει
πως σ’ ακρογιάλι πράσινο θα χόρευε μια μέρα
κάθε τους πράξη, μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Όσοι τρελοί τραγούδησαν τον ήλιο που μακραίνει
κι αργά πολύ κατάλαβαν πως θρηνούσαν, πέρα
δεν στέργουν ήσυχα να παν, σε νύχτα ευλογημένη.
Όσοι αυστηροί, που στα στερνά τους βλέπουν τυφλωμένοι
ότι μπορούν μάτια τυφλά ν’ αστράφτουν στον αιθέρα
και να γιορτάζουν, μαίνονται όταν το φως πεθαίνει.
Κι εσύ, πηγαίνοντας ψηλά στη θλίψη που σε υφαίνει,
κατάρα δώσε μου κι ευχή το δάκρυ σου, πατέρα.
Μη στέργεις ήσυχα να πας σε νύχτα ευλογημένη.
Να μαίνεσαι, να μαίνεσαι όταν το φως πεθαίνει.
Ένας άλλος σπουδαίος Ουαλός, ο John Cale, μελοποίησε τέσσερα ποιήματα του Thomas για τον δίσκο του Words for the dying (1989, παραγωγή: Brian Eno), μεταξύ των οποίων και το “Do not go gentle into that good night”. Στο βίντεο που ακολουθεί, μια ζωντανή εκτέλεση του τραγουδιού στην Ολλανδία το 1987 (δηλαδή, πριν δισκογραφηθεί), με τον Cale (φωνή και πιάνο) να συνοδεύεται από τη χορωδία Stedelijk Helmonds Concertkoor και την ιδιότυπη συμφωνική ορχήστρα Metropole Orkest.



To trailer του Interstellar, στο οποίο ο Μάικλ Κέιν απαγγέλει στίχους από το ποίημα του Ντίλαν Τόμας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου