Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Λατίνων κατάλοιπα στην καρδιά του Λεκανοπεδίου

Αναδημοσίευση από:http://www.protothema.gr/city-stories/article/597220/latinon-kataloipa-stin-kardia-tou-lekanopediou/

Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, Ανδρέας Μιχαλόπουλος, μας δίνει την ταυτότητα των λατινικών σπουδών και των ρωμαϊκών μνημείων της Αθήνας





Σε μία πόλη όπως η Αθήνα, με μία μακραίωνη ιστορία, και ένα θησαυρό μνημείων, θα ήταν άδικο να ασχολούμαστε και να θαυμάζουμε μόνο ορισμένες πτυχές του ένδοξου παρελθόντος της. Βρέθηκα λοιπόν με τον Αναπληρωτή Καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, Ανδρέα Μιχαλόπουλο, και μου παρουσίασε ενδιαφέροντα μνημεία που στολίζουν την πρωτεύουσα και ανάγονται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Μου εξήγησε επίσης με απόλυτα εύστοχες θέσεις τη σχέση των σημερινών Ελλήνων με τα λατινικά, καθώς και τη σπουδαιότητα της διδασκαλίας τους στο σχολείο.

Σε μία συνηθισμένη βόλτα στο κέντρο της πόλης, είναι αδύνατο να μην «πέσει» κανείς πάνω σε μνημεία-τοπόσημα, τα οποία οι περισσότεροι αγνοούν ότι κατασκευάστηκαν τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο κ. Μιχαλόπουλος μας έδωσε με ενάργεια το προφίλ και το ιστορικό υπόβαθρο αυτών των μνημείων. «Το 86 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας (Lucius Cornelius Sulla) κατέλαβε και λεηλάτησε την Αθήνα. Πολλά μνημεία της καταστράφηκαν και σπουδαία έργα τέχνης μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Η πόλη έπαψε να έχει πολιτική και στρατιωτική σημασία, ωστόσο συνέχισε να ακτινοβολεί ως κέντρο πολιτισμού, γραμμάτων και τεχνών. 


Ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας, Οκταβιανός Αύγουστος (Imperator Caesar Divi Filius Augustus, 27 π.Χ.-14 μ.Χ.), συνεχίζοντας τα σχέδια του θετού πατέρα του, Ιουλίου Καίσαρα, εκπόνησε για την Αθήνα ένα δαπανηρό και φιλόδοξο πρόγραμμα ανοικοδόμησης κατεστραμμένων μνημείων και ανέγερσης νέων επιβλητικών οικοδομημάτων. Στα χρόνια του ολοκληρώθηκε η Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου, γνωστότερη ως «Ρωμαϊκή Αγορά» (Forum Romanum), που αποτέλεσε την καρδιά της ζωής της πόλης κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. 

Η δυτική είσοδός της ήταν η λεγόμενη πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, που σώζεται στις μέρες μας, ενώ το ανατολικό πρόπυλο βρισκόταν πολύ κοντά στο λεγόμενο Αγορανομείο (μέσα του 1ου αι. μ.Χ.), από το οποίο σώζεται μέρος της πρόσοψης, ένα πλατύ κλιμακοστάσιο και τμήματα του βόρειου και του νότιου τοίχου του. Το διασημότερο κτίσμα της Ρωμαϊκής Αγοράς είναι το Ωρολόγιο του Κυρρήστου ή Πύργος των Ανέμων (γνωστότερο στις μέρες μας ως «Αέρηδες»), που σχεδιάστηκε από τον αστρονόμο Ανδρόνικο από την Κύρρο (μάλλον το 47 π.Χ., ίσως και νωρίτερα). Πρόκειται για οκταγωνικό, μαρμάρινο πύργο, με κωνική στέγη, στην κορυφή της οποίας υπήρχε ανεμοδείκτης. Ήταν ένα είδος μετεωρολογικού σταθμού της εποχής, που λειτουργούσε παράλληλα και ως υδραυλικό και ηλιακό ρολόι».  


«Η Αθήνα γνώρισε καινούργια άνθιση στα χρόνια του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού (Publius Aelius Hadrianus, 117-138 μ.Χ.), ο οποίος χάρισε στην πόλη έργα κοινής ωφελείας και λαμπρά αρχιτεκτονήματα και την κατέστησε εκ νέου σπουδαίο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Μεταξύ άλλων δημιούργησε μια ολόκληρη νέα συνοικία (στη θέση που καταλαμβάνει σήμερα το Ζάππειο, ο Εθνικός Κήπος και η πλατεία Συντάγματος), ανήγειρε μεγαλοπρεπή Βιβλιοθήκη (132 μ.Χ.) και αποπεράτωσε τον τεράστιο ναό του Ολυμπίου Διός (131-132 μ.Χ.), η κατασκευή του οποίου είχε ξεκινήσει επί Πεισίστρατου (15 από τους κίονες παραμένουν όρθιοι στις μέρες μας). 


»Εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη τους οι Αθηναίοι ανήγειραν την Πύλη του Αδριανού (γύρω στο 135 μ.Χ.), μια επιβλητική θριαμβική αψίδα, στην οποία υπήρχαν οι επιγραφές: “Αἵδ’ εἰσ’ Ἀθῆναι Θησέως ἡ πρὶν πόλις” [Αυτή είναι η Αθήνα, που ήταν παλιά η πόλη του Θησέα] και “Αἵδ’ εἰσ’ Ἁδριανοῦ καὶ οὐχὶ Θησέως πόλις” [Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού και όχι του Θησέα]. Επίσης, στολίδι και σημείο αναφοράς της σύγχρονης Αθήνας αποτελεί το επιβλητικό ρωμαϊκό Ωδείο του Ηρώδου Αττικού (γνωστότερο ως “Ηρώδειο”), το οποίο χτίστηκε μεταξύ 165-175 μ.Χ. στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης με δαπάνες του σοφιστή και ρήτορα, Ηρώδη (Tiberius Claudius Atticus Herodes), στη μνήμη της γυναίκας του, Ρηγίλλης. Είχε εντυπωσιακή τριώροφη πρόσοψη, πλούσια διακοσμημένη, ήταν στεγασμένο με οροφή από ξύλο κέδρου και χωρούσε περίπου 5.000 άτομα».
 
Φεύγοντας όμως από τα εντυπωσιακά αυτά ρωμαϊκά αρχιτεκτονήματα που κοσμούν τον αστικό ιστό της πρωτεύουσας, στρέψαμε την κουβέντα στη σχέση που διατηρούν οι σύγχρονοι Έλληνες με τη λατινική γλώσσα, η οποία, σύμφωνα με τον Ανδρέα Μιχαλόπουλο, «δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Η διδασκαλία των Λατινικών είναι πολύ περιορισμένη στο σχολείο, ενώ η ρωμαϊκή ιστορία διδάσκεται συνοπτικά και αποσπασματικά, με αποτέλεσμα να υπάρχει τεράστιο έλλειμμα λατινογνωσίας και ρωμαιογνωσίας στη χώρα μας. Είναι πραγματικά λυπηρό που ο μέσος Έλληνας γνωρίζει ελάχιστα τον ρωμαϊκό πολιτισμό, ο οποίος αποτελεί τον βασικό πυλώνα του σύγχρονου ευρωπαϊκού κόσμου. 

»Πιθανότατα δεν έχει ακούσει τίποτα για πολύ σπουδαίους συγγραφείς όπως ο Βεργίλιος, ο Κάτουλλος, ο Οράτιος, ο Οβίδιος, ο Κικέρωνας, ο Τίτος Λίβιος, ο Σενέκας, ο Απουλήιος ή για ιστορικές μορφές που καθόρισαν την πορεία του κόσμου, όπως ο Σκιπίωνας, ο Πομπήιος, ο Αύγουστος ή ο Τραϊανός. Πολύ φοβάμαι ότι η εικόνα που έχει ο σύγχρονος Έλληνας για τον ρωμαϊκό κόσμο προέρχεται κυρίως από χολιγουντιανές ταινίες τύπου “Gladiator” και από κόμιξ όπως ο “Asterix”». 

Γι' αυτούς τους λόγους, η σπουδαιότητα της διδασκαλίας των Λατινικών στο σχολείο είναι πολύ μεγάλη, «καθώς τα λατινικά είναι μάθημα με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό», μου εξηγεί ο κ. Μιχαλόπουλος. «Η λατινική ήταν για αιώνες η γλώσσα της διοίκησης, της επιστήμης και των τεχνών και αποτελεί ουσιαστικά τη μητρική γλώσσα του δυτικού πολιτισμού. Πιστεύω ότι η εκμάθηση της λατινικής και η γνωριμία των Ελλήνων μαθητών με τη λατινική λογοτεχνία και τον ρωμαϊκό πολιτισμό είναι βασική προϋπόθεση για τη διαμόρφωση της ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής πολιτισμικής τους ταυτότητας, ενώ παράλληλα αποτελεί ένα υγιές αντίβαρο στον μονομερή και κακώς νοούμενο ελληνοκεντρισμό που διέπει την ελληνική εκπαίδευση. Επιπλέον, η γνώση της λατινικής μπορεί να υποβοηθήσει σημαντικά τη γλωσσομάθεια των μαθητών, καθώς οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, πορτογαλικά) είναι λατινογενείς».  

Μελετώντας βέβαια κανείς τη ρωμαϊκή ιστορία, και βλέποντας την αλληλεπίδραση που είχαν οι Λατίνοι με τους Αρχαίους Έλληνες, θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε, με βάση τα τωρινά δεδομένα, αν οι σημερινοί Ιταλοί, απόγονοι των Λατίνων, έχουν κάποιες ομοιότητες με τους Έλληνες, και πως εξηγείται αυτό ιστορικά. «Οι γόνοι των “καλών” οικογενειών της Ρώμης μάθαιναν ελληνικά και σπούδαζαν στην Αθήνα λογοτεχνία, ρητορική και φιλοσοφία», μας εξηγεί ο κ. Καθηγητής. «Άλλωστε, στο ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής επικράτειας η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να είναι η lingua franca. Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν με μεγάλο σεβασμό τον πολιτισμό, τη λογοτεχνία, τη σκέψη και τη γλώσσα των Ελλήνων. Οι Ρωμαίοι λογοτέχνες συναγωνίστηκαν δημιουργικά τους Έλληνες προκατόχους τους και αφομοίωσαν μύθους, θέματα, είδη, μέτρα και τεχνική. 

»Ο ποιητής Οράτιος, αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού και τη μεγάλη επιρροή του στον αντίστοιχο ρωμαϊκό, έγραψε: Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latio [Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον άγριο κατακτητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροτικό Λάτιο]. Ο ρωμαϊκός πολιτισμός διαμορφώθηκε πάνω στις στέρεες βάσεις του ελληνικού πολιτισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτού που σήμερα καταλαβαίνουμε και ορίζουμε ως “ελληνορωμαϊκό” πολιτισμό, ο οποίος αποτέλεσε και τη βάση για τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό». Έτσι, τυχόν ομοιότητες στη νοοτροπία, τον χαρακτήρα, και εν γένει στις ζωές των σύγχρονων Ελλήνων και Ιταλών, δικαιολογούνται στο έπακρο από την ίδια την ιστορία.

Πριν ολοκληρωθεί αυτή η άκρως ενδιαφέρουσα και διδακτική συζήτηση, ρώτησα τον κ. Μιχαλόπουλο για το τι μπορεί να μας διδάξει σήμερα η ιστορία και ο πολιτισμός των Ρωμαίων, τόσο πάνω στη γλώσσα και τις τέχνες, όσο και στην πολιτική. «Αναμφισβήτητα, μπορούμε να μάθουμε πολλά», μας λέει ο Ανδρέας Μιχαλόπουλος. «Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Κικέρωνα, “Historia magistra vitae est”, δηλαδή η “ιστορία είναι δάσκαλος για τη ζωή”. Η μελέτη του παρελθόντος μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο οδηγό για το παρόν και το μέλλον. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ένας εκ των βασικών σκοπών της ρωμαϊκής ιστοριογραφίας, δηλαδή η προβολή θετικών ιστορικών παραδειγμάτων προς μίμηση αλλά και αρνητικών παραδειγμάτων προς αποφυγή. Πιστεύω ακράδαντα και προσπαθώ να το μεταδώσω και στους φοιτητές μου, ότι ο ρωμαϊκός κόσμος και η λατινική λογοτεχνία είναι ένας πολύ γοητευτικός και πλούσιος θησαυρός, που χαρίζει απλόχερα μεγάλη απόλαυση σε όποιον θελήσει να τον ανακαλύψει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου