Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΔΩΡΑ ΜΟΑΤΣΟΥ – ΒΑΡΝΑΛΗ

 [πηγή: ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ]




Ο δάσκαλος που γέρασε στην τάξη,
είν’ όλο νεύρα κι όλο φασαρία.
Όλα του φταίν: Το τζάμι το σπασμένο
κι εκείνη η αμελέτητη η Μαρία.

Φτερνίζεται και βήχει το χειμώνα,
το καλοκαίρι πάλι όλο καψώνει.
Σαν έρθει στολισμένη στο σχολείο
αρπάζει απ’ τα μαλλιά την Αντιγόνη.
Σκύβει, τα ματογυάλια του γλιστράνε,
σιγά σιγά του πέφτουν απ’ τη μύτη.
τότες ακόμα πιο πολύ νευριάζει,
τα βάζει με την άταχτη Αφροδίτη.
Το βράδυ μες στην άθλια κάμαρά του
μαζεύεται νωρίς νωρίς κι αρχίζει
εξήντα δυο τετράδια να διορθώνει.
Το κάθε λάθος πόσο τον φουρκίζει!
Δουλεύει στο τραπέζι του σκυμμένος
αργά τη νύχτα, κάποτε ως τη μία.
Χαρά μέσα στην άχαρη ζωή του
ως τώρα δεν εγνώρισε καμία.
Στον ύπνο του κι εκεί δεν ησυχάζει.
Έρχονται και τον ζωνουν σαν δαιμόνοι
και χαχανίζουν γύρω στο κρεβάτι
Μαρία και Αφροδίτη και Αντιγόνη.

Η Δώρα Μοάτσου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και μαθητικά της χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από την Κρήτη. Αποφοίτησε από τη Ζάππειο Σχολή, σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόννης και εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος στην Κρήτη και την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Κώστα Βάρναλη, τον οποίο παντρεύτηκε το 1929 στην Αθήνα. Πέθανε στην Αθήνα από πνευμονικό οίδημα. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του Νουμά και το 1927 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της, που είχε τίτλο Στίχοι. Επίσης πεζογραφήματα, στίχους για παιδιά, μελέτες και το θεατρικό έργο Κάτω από το λιοντάρι της Βενετίας, που βραβεύτηκε στον Καλοκαιρίνειο διαγωνισμό του 1958. (Βιογραφικά στοιχεία: ΕΚΕΒΙ)


ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Αναστατώθηκε όλη η γειτονιά.
Ήρθε χαράματα ο κυρ αστυνόμος
κ’ έφερε διάτα, κάθε μια γωνιά
ν’ ασβεστωθεί, χαμόσπιτα και δρόμος.

Θα γίνουνε τα εγκαίνια του σχολειού
που χτίστηκε «ομογενών δαπάναις».
Έληξε η βασιλεία του παλιού,
χαρήτε, στολιστήτε, φτωχομάνες!

Επίσημοι θα ‘ρθούν με μουσική,
πρέπει να ‘ν’ όλα  καθαρά κι’ ωραία.
Δε βλάφτει ν’ απομείνουν νηστικοί,
φτάνει να ‘ναι η εντύπωση σπουδαία.

Κι αρχίζει στο φτωχό συνοικισμό,
ανάμεσα σε τοίχους μουχλιασμένους,
φριχτή αγωνία για το γιορτασμό,
να μην τους πουν λερούς, κακοντυμένους.

Οι γριές τα κυριακάτικα φορούν
κ’ οι νιες βάζουν τσιτάκια, τσελβολάκια.
Στη σκέψη πως λιγάκι θα χαρούν
χαμογελούν παρθενικά χειλάκια.

Μα τι φιγούρα θε να κάνουν οι φτωχοί,
που η μπόχα κ’ η κακομοιριά τους πνίγει
κι ολημερίς τη δόλια περιοχή
σύγνεφο μαύρο η μύγα την τυλίγει;

Ντρέπονται! Μα ειν’ δικιά τους η ντροπή;
Οι επίσημοι δεν πρέπει να ντραπούνε,
καλοντυμένοι, μ’ όψη χαρωπή,
λόγια, λόγια πολλά σαν θα τους πούνε;

Μη θα σκεφτούνε τάχα μια στιγμή
τι κρύβουν τα φτωχόσπιτα εδώ πέρα,
τι βάσανα και τι αναστεναγμοί
πικραίνουνε τη ζήση κάθε μέρα;

Αυτοί, που δεν πονέσανε ποτές,
που ζούνε σε πλουσιόσπιτα, χορτάτοι,
θα νιώσουνε τις ώρες τις φριχτές
του άρρωστου και του άνεργου εργάτη;

Απ’ τη «σεμνήν» αυτήνε «τελετή»
στα σπίτια τους μετά, σαν θα γυρίσουν,
αδιάφοροι, ευτυχείς και γελαστοί,
την πλούσια τους ζωή θα συνεχίσουν.

ΔΩΡΑ ΜΟΑΤΣΟΥ – ΒΑΡΝΑΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου