γράφει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος*
Στα μέσα του 1944, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ειδοποιημένος από τον εξάδελφο της μητέρας του, τον Άγγελο Έβερτ, ότι οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να δείχνουν κάποιο έντονο ενδιαφέρον για τον «Μπολιβάρ», αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του και να βρει καταφύγιο στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, στην οδό Γ. Αινιάνος αριθμός 8. Σε αυτό το σπίτι ο Εμπειρίκος είχε προσφέρει άσυλο, με κίνδυνο της ζωής του πάντοτε, σε πολλούς κατατρεγμένους την εποχή της Κατοχής, μεταξύ των οποίων και στον Γιώργο Καρτάλη της ΕΚΚΑ. Στο ίδιο αυτό σπίτι κάθε Πέμπτη, καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, διοργανώνονταν οι ιστορικές συγκεντρώσεις λογοτεχνών και καλλιτεχνών, που γνωρίζουμε κυρίως από τις περιγραφές του Ελύτη:
Εκεί διαβάστηκαν για πρώτη φορά η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, η Ursa Minor του Τάκη Παπατζώνη, του Αντώνη Βουσβούνη ο Άγιος Αντώνιος, τα ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη, της Μάτσης Ανδρέου, του αδικοσκοτωμένου, λίγο αργότερα, Κίτσου Μαλτέζου-Μακρυγιάννη, και πολλών άλλων νέων. Εκεί, στις δύο συνεχόμενες αίθουσες που η μια τους πλευρά ήταν σκεπασμένη ώς επάνω με βιβλία και οι άλλες με έργα του Yves Tanguy και του Max Ernst, στριμωγμένοι σε καναπέδες, πολυθρόνες, καρέκλες, καρεκλάκια κι οπουδήποτε αλλού βρίσκαμε, πολλές φορές χάμου, πάνω σε μαξιλάρια, παρακολουθούσαμε τον οικοδεσπότη μας να διαβάζει με τη ζεστή, χαρακτηριστική φωνή του, που ήξερε τόσο καλά να παρακολουθεί και να χρωματίζει τις πιο παραμικρές διακυμάνσεις του κειμένου, όλα τα καινούρια τότε έργα του, τα Γραπτά πρώτα-πρώτα, ύστερα την Αργώ ή Πλους Αεροστάτου και, τέλος, το τεράστιο, χιλίων σελίδων, μυθιστόρημά του, Ο Μέγας Ανατολικός.
Τα βιβλία που σκέπαζαν τους τοίχους του σπιτιού μάς τα περιγράφει και ο Εγγονόπουλος, ο οποίος πέρασε πολλές ώρες συντροφιά με αυτά το διάστημα που κρυβόταν από τους Γερμανούς στο σπίτι του Εμπειρίκου:
Η βιβλιοθήκη του Ανδρέα Εμπειρίκου, την οποία πάντα, μεγαλόκαρδα, είχε θέσει στην απόλυτη διάθεσή μου, μαρτυρούσε το εύρος των ενδιαφερόντων του. Ήτανε η πιο μεγάλη ιδιωτική βιβλιοθήκη που έχω ιδεί ποτέ μου. Φυσικά υπήρχε εκεί ό,τι έχει γραφεί για την ψυχανάλυση. Βέβαια και για τον υπερρεαλισμό. Αλλά τα ράφια με την ελληνική και την παγκόσμια φιλολογία, και προ πάντων την ποίηση, ήταν ατελείωτα. Το ίδιο κι αυτά με τα βιβλία περί τέχνης. Τα πιο πολλά σε σπανιότατες εκδόσεις. Ανάμεσα σ’ αυτά βρήκα και την πολύτιμη έκδοση του Λωτρεαμόν Au Sans Pareil, απ’ όπου διασκέδασα μεταφράζοντας μερικά άσματα.
Ο Ελύτης πάλι, όταν στις 24 Ιανουαρίου του 1935 είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά τον Ανδρέα Εμπειρίκο στο σπίτι όπου έμενε τότε με τη μητέρα του, στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας 6, είχε δει και εκείνος βέβαια την εντυπωσιακή βιβλιοθήκη του πρώτου Έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή και λόγω ειδικού ενδιαφέροντος το βλέμμα του είχε σταθεί στα ράφια ακριβώς με τους υπερρεαλιστές:
Από τη θέση που καθόμουν, προσπαθούσα να μαντέψω τι είδους βιβλία ήταν αυτά που καλύπτανε τους τοίχους του μικρού γραφείου, εκεί, στο βάθος, με ανοιχτές τις συρτές του θύρες.[…] Όλοι οι τίτλοι —και, φευ! μόνον οι τίτλοι— που είχα σταχυολογήσει φυλλομετρώντας άπειρες φορές την Petite Anthologie Poetique du Surrealisme του George Hugnet, και τους πιπιλούσα σαν καραμέλες, οι απρόσιτοι, που με γοήτευαν με την αφοπλιστική τους αμεσότητα και την ευλογοφανή τους αυθαιρεσία, εκείνο το Cinema calendier du coeur abstrait, Maisons του Tristan Tzara, το Clair de Terre του Andre Breton, το γνωστό μου Capitale de la Douleur του Paul Eluard, ή το Mouchoir de Nuages πάλι του Tzara, όλοι αυτοί οι τίτλοι υπήρχαν εκεί, σε ράχες βιβλίων υπαρκτών, πράσινες, κόκκινες, λευκές, με όλων των λογιών τα στοιχεία, παχιά, στενά, όρθια, πλάγια. Δεν είχα παρά ν’ απλώσω το χέρι μου και διαμιάς να λυθούν τα μυστήρια.
Και μόνο οι μαρτυρίες αυτές είναι αρκετές για να καταδείξουν τον πλούτο και την ποιότητα της βιβλιοθήκης του Ανδρέα Εμπειρίκου, αλλά και για να μαντέψουμε την αγάπη του για το βιβλίο όχι μόνο ως πνευματικό δημιούργημα αλλά και ως ξεχωριστό αντικείμενο τέχνης, καθώς και την προσοχή και φροντίδα με την οποία φαίνεται ότι οργάνωνε και ταξινομούσε τους πολυάριθμους τόμους πάνω στα ράφια του. Ακούσαμε ήδη μια φορά τον Εγγονόπουλο να μιλάει για σπανιότατες εκδόσεις βιβλίων τέχνης, που είχε δει στην βιβλιοθήκη του Εμπειρίκου, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήξερε καλά για ποιο πράγμα μιλούσε, αφού υπήρξε εκτός από ιδιοφυής ποιητής, που όλοι γνωρίζουμε, και ζωγράφος και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Γνωρίζουμε επίσης ένα τουλάχιστον σπανιότατο και πολύτιμο βιβλίο που είχε στην κατοχή του ο Έλληνας ερωτικός ποιητής· πρόκειται για μια συλλεκτική έκδοση του «άσεμνου» μυθιστορήματος του Alfred De Musset «Γκαμιανί, ή Δυο νύχτες παραφοράς», που είχε τυπωθεί χωρίς χρονολογία έκδοσης στο Παρίσι (για τους φίλους της ρομαντικής εποχής) σε τριακόσια αντίτυπα με δώδεκα γκραβούρες του Devéria και σε άλλα είκοσι αντίτυπα, στα οποία υπήρχαν οι ίδιες γκραβούρες τυπωμένες διπλά, με μαύρο και κόκκινο μελάνι. Ένα από αυτά τα ξεχωριστά αντίτυπα (το Η) βρισκόταν στη βιβλιοθήκη του Ανδρέα Εμπειρίκου, στη σελίδα τίτλου του οποίου υπήρχε η εγγραφή Andrew L. Embiricos – Paris 2/12/1925.
Αν λοιπόν το ένα προφανές πρότυπο της βιβλιοθήκης του Μεγάλου Ανατολικού είναι η βιβλιοθήκη του Ναυτίλου, από τις «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα», το άλλο δεν μπορεί παρά να είναι η βιβλιοθήκη του ίδιου του Εμπειρίκου, τον πλούτο της οποίας, κατά τα χρόνια ακριβώς της συγγραφής του μεγάλου μυθιστορήματός του, βεβαιώνουν οι αυτόπτες μάρτυρες Ελύτης και Εγγονόπουλος. Τρίτο πρότυπο, καθοριστικότερο ενδεχομένως ως πηγή έμπνευσης τόσο για την περιγραφή της βιβλιοθήκης του ηδονικού υπερωκεανίου όσο και για την ερωτική φύση του ίδιου του πλοίου, αποτελεί η Γόησσα, η θαλαμηγός που απέκτησε ο πατέρας και οι τρεις θείοι του ποιητή το 1912, όταν εκείνος ήταν δηλαδή έντεκα ετών. Σημειώνει ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο «Αναμνηστικόν» που έγραψε για το πατέρα του:
Η Γόησσα (με την οποία έκαμα μετά του πατρός μου και ένα ταξίδιον εις την Θεσσαλονίκην, ολίγους μήνας μετά την οριστικήν απελευθέρωσίν της) έπαιξε ουχί μικρόν ρόλον εις τας φαντασιώσεις μου της εποχής εκείνης. Την έβλεπα να διαδραματίζη κεντρικούς, και, δύναμαι να είπω, συχνά ηρωικούς ρόλους, εις τας διαφόρους μυθιστορίας που εξύφαινε η ζωηρά παιδική μου φαντασία. Το «λορδικόν» τούτο (έτσι αποκαλεί ακόμη και σήμερον ο λαός τας θαλαμηγούς) το αγαπούσα σχεδόν σαν πλάσμα ζωντανόν. Ήτο δε δι’ εμέ σκάφος θηλυκόν — Γόησσα αληθινή, γυναίκα — Γόησσα!
Αξίζει ίσως σε αυτό το σημείο να θυμηθούμε ακόμη ένα θηλυκό πλοίο που αναφέρει ο Εμπειρίκος στα «Γραπτά» του, τη Μανταλένια, για να πάρουμε πιθανώς και μια ιδέα για το είδος των φαντασιώσεων που αναφέρει ο ποιητής:
Ήτο αλήθεια θαυμάσιο το κατάμαυρο τούτο σκάφος και έμοιαζε σαν παραδομένο στα χάδια των πρωινών υδάτων. Κάτι με έσπρωχνε προς αυτό. Τι ήθελα να κάνω; Γιατί το ποθούσα τόσο; Τώρα είχα φθάσει στην λεπτή, γλυμμένη, σαν κόσσα ακονισμένη, πρώρα, και χειριζόμουν τα κουπιά κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να μη με παρασύρη το ρεύμα. Σταθεροποιημένος στην θέσι αυτή, ύψωσα το βλέμμα μου και έμεινα άναυδος. Είχα αντικρύσει την ξύλινη γοργόνα του καραβιού, που εξετοξεύετο παντοτινά κάτω απ’ το μπαστούνι, παντοτινά και ακαταπαύστως, με όρθια μεστωμένα στήθη, ξανθά μαλλιά, με κατακόκκινα χείλη, και με μεγάλα γαλανά και ατενίζοντα τον ορίζοντα μάτια. Ήτο μια κόρη εκπάγλου καλλονής ετούτη η γοργόνα. Αίφνης η καρδιά μου εσκίρτησε σχεδόν έως το στόμα μου. «Θεέ μου!» ανεφώνησα κατάπληκτος. Η γοργόνα ανέπνεε! Τα στήθη της ανεβοκατέβαιναν, τα βλέφαρά της ανοιγοκλείναν, και από τα χείλη της έβγαιναν γλυκύτατοι στεναγμοί. Η ωραία γοργόνα δεν ήτο ξύλινη. Ήτο ζωντανή, και μαζύ με το ανεβοκατέβασμα του στήθους της, απόλυτα συγχρονισμένα, φούσκωναν και ξεφούσκωναν τα πλευρά του καραβιού, που ανέπνεε και εστέναζε και αυτό διά του στόματός της. Τότε, με μιας, κατάλαβα γιατί ποθούσα τόσο το θηλυκό καράβι. Ήθελα να ανέβω επάνω του, όχι ως επιβάτης, μα ως επιβήτωρ, και πριν ακόμη καταστή ο πόθος μου συνειδητός».
Η Μανταλένια, όπως και ο Μέγας Ανατολικός, μπορεί μέσα από τις φράσεις του ποιητή να συνεχίζουν ώς σήμερα το ταξίδι τους, η θαλαμηγός Γόησσα ωστόσο, που το 1915 την είχαν επιτάξει οι Άγγλοι για τις ανάγκες του πολέμου, έμελλε να βυθιστεί χτυπημένη από γερμανική τορπίλη. Αυτή τη χρονιά πιθανώς ο Ανδρέας Εμπειρίκος πρωτοδιαβάζει Τολστόι.
Η Γόησσα είχε και βιβλιοθήκην. Καθήμενος εκεί, ή εις άλλας αιθούσας, εδιάβασα, μεταξύ άλλων, και Τολστόη διά πρώτην φοράν εις την ζωήν μου. Το πρώτον διήγημα που περιείχε ο τόμος ήτο το Πλαστογραφημένον Κουπόνι του μεγάλου αυτού ποιητού της ρωσσικής γης. Το βιβλίον αυτό το πήρα μαζύ μου εις τας Αθήνας, διά να το τελειώσω εις το σπίτι μας, και ελησμόνησα να το ξαναβάλω εις την βιβλιοθήκην της θαλαμηγού. Σήμερον βρίσκεται εις την ιδικήν μου βιβλιοθήκην. Είναι το μόνον αντικείμενον της Γοήσσης που διεσώθη.
Από τον Ναυτίλο στη Γόησσα και από αυτή στη Μανταλένια και στον Μεγάλο Ανατολικό, η ερωτική ηδονή και η ηδονική ανάγνωση φαίνεται να συνυπάρχουν αξεχώριστα στον νου του Ανδρέα Εμπειρίκου, όπως και στον νου κάθε αναγνώστη ίσως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου