Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος συζητά για το ‘Οχιναιλέγοντας’ με τον Τάκη Σπετσιώτη



Με τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο είχαμε συναντηθεί πριν χρόνια στην ΑΓΡΑ. Τον περασμένο μήνα -κι ενώ ο ‘Σιμιγδαλένιος’ του παιζότανε ακόμα στο Εθνικό· συνέχεια απ’ το Σεπτέμβρη- μου έστειλε ένα email μ’ ένα παράξενο εξώφυλλο· hayirevet diyerek. Ήταν η τουρκική έκδοση του ‘οχιναιλέγοντας’(εκδ. Ίκαρος’)που μόλις κυκλοφόρησε στη Γείτονα. Κι έτσι βρέθηκε η αφορμή να συναντηθούμε πάλι, στο μικρό γραφείο του -που το ’χει φτιάξει με τα χέρια του όλο- κουβεντιάζοντας ήσυχα κι απλά, κάπου στη Δεξαμενή.
Τάκης Σπετσιώτης.     


Τ.Σ: Αλέξανδρε, σε πρωτογνωρίσαμε απ’ τις μικρές ιστορίες ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, το 1991. Σχεδόν αμέσως μετά, το 1993, εμφάνισες το θεατρικό σου ‘Ο Σιμιγδαλένιος’. Στη σχετικά λιγοστή δημοσιευμένη παραγωγή σου, αυτό το διπλό μοντέλο επαναλήφθηκε: ‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα, το 1999 και ‘Οχιναιλέγοντας’, θεατρικό, το 2011. Πώς θα όριζες τον εαυτό σου ως συγγραφέα;

Α.Α: Κάπως έτσι· πολύ χοντρικά όμως. Γιατί αφήνεις έξω -πέρ’ από κάποια άλλα- τις μεταφράσεις που έχω κάνει, το λιμπρέτο των ‘Δαιμονισμένων’ που ανέβηκε στη Λυρική και ‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ που είναι ένα Ηθιστόρημα του ταξιδιού μου στην Ινδία.
Δεν ξέρω πώς θα όριζα τον εαυτό μου ως συγγραφέα. Με οδηγεί η ζωντάνια και η αλήθεια αυτού που θέλω να βγάλω από μέσα μου, χωρίς να μπαίνουν στη μέση μόδες, διάφορες τάσεις, ούτε κανένας υπολογισμός. Μ’ ενδιαφέρει μόνο, η λιτή, κυριολεκτική, έκφραση αυτού που νοιώθω, να πάει ατόφια στον αναγνώστη. Αν στο έργο υπάρχουν μόνο  πρόσωπα που μιλούν μεταξύ τους· τότε γίνεται θέατρο. Αν όχι, τότε γίνεται κάτι άλλο· ένα διήγημα. Αλλά και πάλι· δεν κωλύομαι διόλου στο θέατρο να γράψω ποιητικά· με στίχο και με ρίμα. Όσο κι αν ξέρω πως αυτό μοιάζει παλιομοδίτικο κι εντελώς ξεπερασμένο. Δεν το νοιώθω καθόλου έτσι. Η πραγματικότητα άλλωστε, μου έχει αποδείξει ακριβώς το αντίθετο.

Τ.Σ: Και το διπλό μοντέλο που επισήμανα;

Α.Α: Σωστά το επισήμανες, αλλά δεν είχα προγραμματίσει κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω να προγραμματίζω τα αισθήματά μου. Τα διηγήματα που λέω ‘Ψέματα’, σέρνονταν μέσα μου πολλά χρόνια· οπότε εύκολα μπορεί να δει κανείς τα ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ σαν πρώτο μέρος και λίγο μετά, η συνέχειά τους· τα ‘Ψέματα πάλι’. Το ίδιο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς και με τα θεατρικά: Το ‘οχιναιλέγοντας’ τώρα και ο ‘Σιμιγδαλένιος’ χρόνια πριν· που φυσικά -να το ξαναπώ εδώ- δεν είναι διόλου παραμύθι για παιδιά, όπως, τελείως ανόητα, νόμισαν κάποιοι.

Τ.Σ: Ψάχνοντας αφορμή για να μιλήσουμε, σχεδιάζοντας να επικεντρωθούμε στο ‘οχιναιλέγοντας’ θυμάμαι· γιατί εντυπωσιάστηκα, που μου ’γραψες σ’ ένα email, για τον ‘Σιμιγδαλένιο’ σου που παιζότανε στο Εθνικό πως· «δεν χρειάζεται να πας να δεις την παράσταση». Ένιωσα μιαν αγαλλίαση, μιαν αναγέννηση της σκέψης! Πως να το πω; Ο θρίαμβος της αυτονόμησης του θεατρικού έργου απ’ τη σκηνή· της αυτονόμησης του κειμένου από τον σκηνοθέτη.

Α.Α: Χαίρομαι που το ακούω αυτό και νοιώθω αγαλλίαση κι εγώ με τη σειρά μου! Ευκαιρία να το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: Φυσικά το κείμενο λειτουργεί μόνο του, είναι αυτόνομο. Κι όσο καλύτερο, πιο δυνατό, πιο αληθινό είναι το κείμενο, τόσο περισσότερο αυτόνομο γίνεται και δεν έχει ανάγκη τον σκηνοθέτη. Θέλω να πω, κάποιον συγκεκριμένο σκηνοθέτη· γιατί σίγουρα θα βρεθεί κάποιος άλλος να το σκηνοθετήσει. Το κείμενο υπάρχει· ανεξάρτητα απ’ τα θέλω, τους πειραματισμούς και τις φιλοδοξίες του κάθε σκηνοθέτη. Είναι καιρός πια να σταματήσει αυτή ιστορία, που κρύβει πολλά. Προφανώς, η ‘ματιά’, η ‘πινελιά’, η ‘άποψη’ του σκηνοθέτη, είν’ απολύτως θεμιτές κι αναμενόμενες. Η μαστοριά του, η γνώση, η τρέλα, η μεγαλοφυΐα του ίσως, φυσικά και είναι καλοδεχούμενες. Εντός κειμένου όμως· όχι έξω απ’ αυτό.  Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο σκηνοθέτης υπηρετεί το κείμενο. Απ’ τη στιγμή όμως που θέλει να ξεφύγει και να εκφραστεί έξω απ’ το κείμενο -αγνοώντας το, διαστρεβλώνοντάς το, αλλοιώνοντάς το- δεν έχει παρά ν’ αφήσει το συγκεκριμένο έργο και να γράψει, ελεύθερα, ένα δικό του, ακριβώς όπως το θέλει εκείνος· αν μπορεί.

Τ.Σ: Είσαι πολύ σαφής!

Α.Α: Να γίνω ακόμα σαφέστερος: Κάθε μαέστρος περνάει στο κοινό τη δικιά του άποψη διευθύνοντας ένα έργο με μια συμφωνική ορχήστρα. Ας πούμε την 9η του Μπετόβεν. Καμιά Ενάτη δεν είναι ίδια με την άλλη. Κάθε μαέστρος δίνει τη δική του ερμηνεία. Κανένας μαέστρος όμως δε διανοήθηκε ποτέ ν’ αλλοιώσει ούτε μια νότα απ’ την παρτιτούρα του Μπετόβεν. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν από πού κι ως πού θεωρείται περίπου αυτονόητο, ένας σκηνοθέτης να μπορεί να βάλει χέρι στον Μπέκετ, γιατί έτσι γουστάρει!

Τ.Σ: Γράφοντας ‘Δυο λόγια μόνο’· στο επίμετρο του ‘οχιναιλέγοντας’, αναφέρεις ως βάση για το έργο το ‘Λίβιστρος και Ροδάμνη’· ερωτικό μυθιστόρημα του 14ου αιώνα. Δεν το ξέρω. Πόσο είναι όντως το έργο εκείνο η βάση για το ‘οχιναιλέγοντας’;

Α.Α: Είναι ο αρχικός καμβάς όπου πάνω του ζωγράφισα προσπαθώντας να πω τα δικά μου. Τίποτε περισσότερο όμως κι απολύτως καμιά σχέση με Βυζάντιο και Βυζαντινισμούς. Μ’ αρέσει που και που ν’ αποτραβιέμαι -όχι να κρύβομαι- απ’ την εποχή μας και να στήνω παραμυθούδικα σκηνικά άλλων εποχών, μιλώντας όμως με γλώσσα σύγχρονη, μες από ήρωες που δεν είναι διόλου μακρινοί ούτε ξένοι. Άρα έχοντας ήδη διαβάσει το ‘Λίβιστρος και Ροδάμνη’ -που δε νομίζω να το ’ξερε κανείς μη ειδικός πριν εκδοθεί στο Μ.Ι.Ε.Τ- το χρησιμοποίησα σαν κουκούλι μόνο για το ‘οχιναιλέγοντας’, όπου μέσα του μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω.  

Τ.Σ: Πιστεύεις σ’ αυτό που λέμε αναφορική λογοτεχνία και πόσο ισχυρό είναι το διακείμενο;

Α.Α: Κοίτα να δεις· καθοριζόμαστε από πολλά πράματα· ακόμα και χωρίς να το ξέρουμε πολλές φορές. Για παράδειγμα, όταν διάβαζα εκείνο το Βυζαντινό μακρυνάρι, ούτε που μου ’χε περάσει ποτέ απ’ το νου πως θα μπορούσα να έχω εγώ ο ίδιος την παραμικρή σχέση μ’ αυτό. Κολυμπούσα μες στις σχοινοτενείς περιγραφές του γιατί διασκέδαζα αφάνταστα με το λεξιλόγιό του. Να όμως που δυο χρόνια μετά, όταν ωρίμασε μέσα μου το ‘οχιναιλέγοντας’, το χρησιμοποίησα σα σκηνικό. Γι’ αυτό και το αναφέρω. Από αγάπη, από μιαν αίσθηση σεβασμού· ακριβώς για να δείξω κάποια συνέχεια. Ακόμα κι ένας Βυζαντινολόγος δε θα μπορούσε εύκολα να υποψιαστεί και να βρει ομοιότητες· ή μάλλον, αν έμπαινε στον κόπο να το κάνει, θα επεσήμαινε τις τεράστιες διαφορές. Ιδιαίτερα σ’ όλο το 2ο μέρος και στο τέλος.   

Τ.Σ: Το διάβασμα του ‘οχιναιλέγοντας’  μου δημιούργησε ένα συναίσθημα του τύπου ‘γελάω χωρίς ηλικία.’ Με πήγε στα είκοσι τόσα μου, όταν πρωτοδιάβασα το ‘Νέρων ο Τύραννος’ του Λαπαθιώτη· έμμετρο δράμα του ποιητή, τυπωμένο το 1901, άγνωστο στις βιβλιοθήκες. Πες μου δυο λόγια για το έργο. Πού αποβλέπει; Τι προτείνει ως μορφή και ως κοσμοθεωρία; Homo sum... ‘τίποτε ανθρώπινο δε μου είναι ξένο’...

Α.Α: Εισηγείται για πρώτη φορά τη θεωρία ‘της καρφίτσας με το μπαλόνι’· και δε θα σου πω τίποτ’ άλλο γι’ αυτήν τώρα, όσο και να με ρωτήσεις. Ήδη όμως απ’ την εποχή που έγραψα τον ‘Σιμιγδαλένιο’ ήθελα κι ένα δεύτερο θεατρικό, τελείως διαφορετικό απ’ αυτόν. Από άλλη οπτική γωνία, σε άλλη φάση της ζωής των ηρώων· με το ίδιο όμως αιώνιο, βαρετό σενάριο, που δε βαριέται ποτέ κανένας: Ήταν ένας κι ήταν μία... Έτσι λοιπόν και στο ‘οχιναιλέγοντας’· ήταν ένας κι ήταν μία... Και τους έβαλε στο μάτι ο Έρως... Και βρεθήκαν... Κι ήτανε και κάποιος άλλος... Και χωρίσανε, χαθήκαν... Κι έγινε τούτο... κι έγιν’ αυτό... κι έγιν’ εκείνο, το άλλο, το παράλλο... Και δε ζήσανε αυτοί καλά, ούτε κι εμείς καλύτερα...  Κάπως έτσι.

Τ.Σ: Τόσο απλά;

Α.Α: Ε, όχι ακριβώς! Η 1η και η 2η Πράξη, παρ’ όλες τις συνεχείς ανατροπές, πάνε κάπως έτσι. Μετά όμως το κλίμα αλλάζει, βαραίνει πολύ. Λέγονται και γίνονται τελείως άλλα πράματα και χαίρομαι που κατάφερα να τα ζωντανέψω με λόγια, ακριβώς όπως το ’βλεπα. Δείχνοντας ξεκάθαρα τη θέση μου, μα -λίγο πριν αγκαλιαστούν η καρφίτσα και το μπαλόνι- αφήνοντας το έργο ανοιχτό στο τέλος· ουσιαστικά χωρίς τέλος. Τελειώνει άραγε ποτέ το αιώνιο εκείνο σενάριο· το βαρετό, που κανείς δε βαριέται; Όχι βέβαια! Αν και πολύ μ’ αρέσει το finale του ‘οχιναιλέγοντας’ έτσι όπως είναι γραμμένο. Να και η αυτονόμηση του κειμένου, που έλεγες πριν! Και ξέρω πως θέλει πολύ μεγάλη σκηνική μαστοριά για να πετύχει το finale αυτό και να νοιώσει ο θεατής στο θέατρο, το ίδιο έντονα με τον αναγνώστη που διαβάζει το βιβλίο. Εκεί να δω τον σκηνοθέτη· πόσ’ απίδια πιάνει ο σάκος!   

Τ.Σ: Σε τι μπορεί να συμπληρώσει τον ‘Σιμιγδαλένιο’, ένα έστω και σε απόσταση ασφαλείας, τόσα χρόνια μετά, παρόμοιο σχετικά έργο σαν το ‘οχιναιλέγοντας’; Δε μου φαίνεσαι εύκολος άνθρωπος, ούτε άνθρωπος της επανάληψης. 

Α.Α: Μόνο η μεγαλοφυΐα του Ravel -στο Bolero- κατάφερε να μετουσιώσει τη διαρκή επανάληψη σε διαολεμένη πρωτοτυπία! Σύμφωνοι· εγώ τα ’χω γράψει και τα δύο, μα δε μοιάζουν και πολύ, αν τα χειρουργήσεις προσεχτικά. Το ‘οχιναιλέγοντας’ είναι πιο συγκεκριμένο, πιο γήινο. Πάει πιο βαθιά, ψηλαφεί κάποια άρρητα, χωρίς κατ’ ανάγκη να αντιμάχεται τον ‘Σιμιγδαλένιο’. Και βέβαια έχουμε χειροπιαστά, σύγχρονα πρόσωπα που μιλούν τη γλώσσα μας· όσο κι αν κι υποτίθεται πως βρισκόμαστε αιώνες πριν, καθώς ξεφυτρώνουν κάθε τόσο από ’δω κι από ’κει μισόγυμνοι φρουροί του Έρωτα και οι ήρωες επικοινωνούν στέλνοντας ερωτικά ραβασάκια με σαΐτες. Θα μπορούσε να ’ναι sms, tweets και likes· το ίδιο κάνει.

Τ.Σ: Η προσδοκία σου είναι ν’ ανέβει ως τι· ως παιδικό έργο;

Α.Α: Ε όχι και παιδικό· αυτό μην το λες ούτε γι’ αστείο!...

Τ.Σ: Ως πιο διφορούμενο; Θα μπορούσε και για ανήλικους ενηλίκους· «και οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν»;

Α.Α: Πριν απ’ όλα πιστεύω πως το ‘οχιναιλέγοντας’ μπορεί να διαβαστεί από κάθε άνθρωπο που του αρέσει να διαβάζει κι ας μην έχει καμιά σχέση με το θέατρο. Είν’ ένα κείμενο εντελώς αυτόνομο -να το πάλι!-  που λειτουργεί μόνο του και εκτός σκηνής. Απ’ την άλλη μεριά πιστεύω πως μπορεί ν’ ανέβει σε μια πολύ έντονη· αγρίως ζωντανή παράσταση, γεμάτη κίνηση ήχο και έκφραση. Μια παράσταση πολύ αληθινή και καθόλου δήθεν, που να απευθύνεται σ’ όλο τον κόσμο· μιας κι εγώ δεν πίστεψα ποτέ μου στην εντελώς συμπλεγματική διάκριση του ποιοτικού και μη, έτσι όπως την παρουσιάζουν διάφοροι. Και οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν!

Τ.Σ: Μετρώ πολλά πρόσωπα στη διανομή. Χορός των Φρουρών του Έρωτα, σουραύλια, ζουρνάδες, νταούλια, ντέφια, κουδούνες, σείστρα, τσαμπούνες· ακόμα κι ένας παπαγάλος! Υπερπαραγωγή... Σήμερα στο ελληνικό θέατρο είναι εφικτό κάτι τέτοιο;

Α.Α: Υπερβάλλεις! Φυσικά και δεν είναι αυτό που λέμε υπερπαραγωγή, όπου ξοδεύονται, βλακωδώς, λεφτά με το τσουβάλι. Είν’ ένα έργο με τέσσερις κύριους ρόλους και τον Χορό. Ίσως ζητάει κάτι πάρα πάνω απ’ τους βασικούς συντελεστές· σκηνοθέτη, μουσικό, χορογράφο· μα αυτό είν’ όλο. Τι τις έχουμε τις Κρατικές Σκηνές; Δεν καταλαβαίνω γιατί μιλώντας για τον πολιτισμό πρέπει να λέμε μόνο λόγια του αέρα, να κοιτάμε πίσω πάντα, ή ν’ αλληθωρίζουμ’ εδώ κι εκεί, μα δεν μπορούμε ν’ ανεβάσουμε ένα σύγχρονο ελληνικό έργο, που δεν είν’ έργο δωματίου.

Τ.Σ: Η αγγλική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ μα και η τουρκική που κυκλοφόρησε μόλις τώρα πώς προέκυψαν;

Α.Α: Προέκυψαν, όπως όλες οι μεταφράσεις των έργων μου, απ’ την αγάπη των μεταφραστών για το κείμενο. Θέλω να πω, ότι δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από πίσω· ούτε Υπουργεία, ούτε ΕΚΕΒΙ, ούτε οργανισμοί, ούτε συμφέροντα, ούτε τίποτ’ απολύτως. Γι’ αυτό και είναι καλές μεταφράσεις. Τώρα, ειδικότερα με την τουρκική έκδοση του ‘οχιναιλέγοντας’ υπάρχει ένα ενδιαφέρον θέμα: Έτσι όπως παίχτηκε πριν τρία χρόνια ο ‘Σιμιγδαλένιος’ στο Κρατικό, Sehir Tiyatro της Πόλης, δεν είν’ εντελώς απίθανο να πάρει το δρόμο του και το ‘οχιναιλέγοντας’ για εκεί· πράγμα που φυσικά θα μου άρεσε. Δεν ξέρω όμως πόσο θα μου άρεσε ν’ ανέβει πρώτα εκεί και να μην έχει παιχτεί καθόλου εδώ.  

Τ.Σ: Τι σου έχει αφήσει η εμπειρία της επιτυχίας του ‘Σιμιγδαλένιου’;

Α.Α: Πολλά πράματα, πολλών ειδών. Ως και πρόταση γάμου μου έκαναν κάποτε, όταν ενθουσιασμένοι, μες στην καλή χαρά όλοι, ύστερ’ από μια παράσταση κάπου στη Μακεδονία, με ρώτησαν αν είμαι παντρεμένος κι εγώ απάντησα: «Υπήρξα». «Τι υπήρξα και ξε-υπήρξα! Εδώ θα μείνεις· τώρα που είσαι δικό μας παιδί, δε σ’ αφήνουμε να φύγεις έτσι...». Αυτά είναι κάποια ευτράπελα. Λίγο πιο σοβαρά, θα σου έλεγα πως ζω πολύ έντονα τη διάρκεια· το χρόνο που νιώθω να κυλά, χωρίς να επηρεάζει διόλου το έργο, ενώ εγώ ίδιος γερνάω. Ξέρεις, ένα έργο που, μόνο του, αντέχει, κι είναι πετυχημένο κι ανατυπώνεται και διαβάζεται και παίζεται ασταμάτητα 25 χρόνια τώρα, κάτι δείχνει. Είναι μια περίεργη αίσθηση γαλήνης και σιγουριάς· χέρι-χέρι μαζί με τη ζωή που φεύγει κάθε μέρα.

Τ.Σ: Από τις τόσες του διαφορετικές παραγωγές ποιά ξεχωρίζεις;

Α.Α: Θα σου πω· αν και δε συνηθίζω να κρίνω παραστάσεις, ούτε μ’ αρέσει να γίνομαι εριστικός. Ξεχωρίζω λοιπόν -αρνητικά όμως- την παράσταση του Εθνικού. Λυπάμαι που το λέω, μα ύστερ’ από 75 διαφορετικές παραγωγές εντός κι εκτός Ελλάδος, ύστερ’ από τόσες εκδόσεις του βιβλίου, ύστερ’ από τρεις μεταφράσεις του έργου, ύστερ’ απ’ το ανέβασμα στο Κρατικό Θέατρο της Τουρκίας, φυσικό είναι να είχα μεγάλες προσδοκίες· που διαψεύστηκαν όμως όλες και μου έμεινε μια γεύση πικρή. Όχι τόσο γιατί ήταν μια κακή παράσταση του ‘Σιμιγδαλένιου’, μα κυρίως γιατί ήταν μια αρκετά καλοστημένη παράσταση εναντίον του ‘Σιμιγδαλένιου’.

Τ.Σ: Πιστεύεις στο θαύμα της επιτυχίας για δεύτερη φορά· ή και ναι και όχι;

Α.Α: Αν πίστευα στο θαύμα, θα ήμουν καλός Χριστιανός, ενώ δεν είμαι διόλου. Δεν πιστεύω σε κανένα θαύμα. Την πορεία του ‘Σιμιγδαλένιου’ δεν την θεώρησα ποτέ μου θαύμα· την περίμενα. Όμως δεν περιμένω να γίνει κάτι ανάλογο με το ‘οχιναιλέγοντας’. Όχι γιατί είναι κατώτερο έργο -κάθε άλλο· είναι πολύ καλύτερο-  μα γιατί είναι κάπως πιο δύσκολο ν’ ανέβει, και κυρίως γιατί η κατάσταση της χώρας είναι θλιβερή.

Τ.Σ: Με τις περιπέτειες του ‘Σιμιγδαλένιου’ μπορεί να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο για την πολιτική στα θέματα θεάτρου...

Α.Α: Είναι γνωστά πια όλ’ αυτά και τα ’γραψα στο πρόγραμμα της παράστασης του Εθνικού. Τα επανέλαβα αυτούσια και στην τελευταία, τη 12η έκδοση του ‘Σιμιγδαλένιου’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την ‘Εστία’· καθένας μπορεί να τα διαβάσει συμπυκνωμένα σε μια σελίδα. Επισημαίνω μόνο πως -αν και πολύ το διασκέδασα- θα προτιμούσα, τόσα χρόνια, ο ‘Σιμιγδαλένιος’ να είχε ανέβει πρώτα στο δικό μας Εθνικό και μετά στο Εθνικό Θέατρο της Τουρκίας. Ελπίζω τουλάχιστον να μην το ξαναζήσω αυτό και να μη γίνει το ίδιο και με το ‘οχιναιλέγοντας’...


Αθήνα 2 Ιουνίου 2016
Αλέξανδρος Αδαμόπουλος







Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά, σκηνοθεσία, κλασική κιθάρα στην Αθήνα και Sociologie Politique στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τη Λογοτεχνία, τη μετάφραση, το Θέατρο και τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων.                                                         
Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος (1984-1995) της ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’ (‘The Jani Christou Society’) με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. (Μέλη: Κ. Κούν, Μ. Χατζηδάκις, Γ. Τσαρούχης, Δ. Χόρν, K. Friar, Ι. Καμπανέλλης, Γ. Λεωτσάκος, Θ. Μικρούτσικος, Μ. Κακογιάννης, Γ. Μαυροΐδης, Α. Ξύδης, Π. Ζάννας, Μ. Κακριδή, Ντ. Τσάτσου, Δ. Πιερίδης, Τ. Παπαστράτος, Απ. Δοξιάδης, Θ. Αντωνίου,  Chloé Obolensky  κ.α).

Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων από το 1991 μέχρι το 2009, ως Γεν. Γραμματέας και ως Πρόεδρος του σωματείου των ‘Φίλων του Μουσείου’. 

Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1992-’94)

Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα του ραδιοφώνου, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και Β.Αιγαίου, το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατροΡοές’, το Φεστιβάλ Αθηνών, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, το Μέγαρο Μουσικής, το Ε.ΚΕ.ΒΙ κ.α καθώς και Künstlerhaus Bethanien Berlin, Warsaw International Festival’91, Norddeutscher Rundfunk Hamburg ’93, National Academy of Letters και Indira Gandhi National Center for the Arts N.Delhi, Frankfurt International Book fair 2001, Istanbul International Book fair 2004, και τέλος το Boğaziçi University Istanbul, όπου και δίδαξε ως visiting Professor στο Western Languages and Literatures Department (2005-6 και 2006-7).

Έχει μεταφράσει τα θεατρικά έργα· ‘Οι Δαιμονισμένοι’ του Αλμπέρ Καμύ (Κ.Θ.Β.Ε 1991), ‘Η πόλη που πρίγκιπάς της ήταν ένα παιδί’ του Ανρί ντε Μοντερλάν (Εθνικό Θέατρο 1993, εκδ. Λιβάνη),‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’(εκδ. Εστίας 2003) και ‘Λορενζάτσιο’ του Αλφρέ ντε Μυσσέ, ‘Η Δύναμις του σκότους’ του Λέβ Τολστόι (εκδ. Ροές 2007), ‘Μισό ποτήρι νερό’ του Ταρίκ Γκιουνερσέλ, ‘Μονομαχία γυναικών’ του Ευγένιου Σκρίμπ (Θέατρο ‘Διάχρονο’ 2011), το μυθιστόρημα ‘Ο θείος Όσβαλντ’ του Ρόαλντ Νταλ (εκδ. Άγρα 2004) και την Πνευματική Διαθήκη του Αυγούστου Ροντέν (εκδ. Άγρα 2005).

Άλλα έργα:

‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα  (εκδόσεις Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Κυκλοφόρησε δύο φορές στην Ινδία, μεταφρασμένο στα Αγγλικά (Twelve and one lies National Academy of Letters N.Delhi 1998 και Samkaleen Prakashan. Editors N.Delhi 1999). Μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα τουρκικά (“On Iki arti Bir Yalan”, Imge kitabevi yayinlari, Anakara 2000), στα γερμανικά (“Zwölf und eine Lüge”, Elfenbein-Heidelberg, 2001) και στα γαλλικά (“Douze et un mensonges”, Alteredit-Paris, 2005). Ήδη ετοιμάζεται και η ιταλική μετάφρασηΗ θεατρική προσαρμογή του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά.
‘Ψέματα πάλι’,  διηγήματα (εκδόσεις Άγρα 1999.). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Γερμανική έκδοση (Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, 2016). Το διήγημα ‘Άννα’ μεταφράστηκε στα Γαλλικά, από την Μαργαρίτα Καραπάνου. Το διήγημα ‘Οι καινούριοι Άγιοι’ μεταφράστηκε στα Τουρκικά ( “Yeni Azizler, Imge Oyukuler, Istanbul 2005)
‘Ο Σιμιγδαλένιος’ θέατρο - ποίηση  (Εστία 1994, 12η έκδοση). Εθνικό Θέατρο, 2015-2016. Αγγλική μετάφραση· (The Spiceman, Ithaka ed. Melbourne, 2004) Πρώτη παρουσίαση· Wesley College, Melbourne, 8/2011. Τουρκική μετάφραση· (IrmikoğlanAlbatros kitabevi Yayinlari, Istanbul 2005). Πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tyatro, Istanbul, 4/2012.  Ετοιμάζεται η γερμανική έκδοση (Der Lebkuchenmann)
‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή Χάριν παιδιάς, εκδόσεις Ίκαρος 2001)× αγγλική μετάφραση That
‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Συμπαραγωγή του British Council και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παίχτηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα από την Ε.Λ.Σ. στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2001.
‘The mask in the Classical Hellenic Theatre’ (συμμετοχή στο διεθνές σεμινάριο ‘Mind man and mask’ που έγινε στο Indira Gandhi National Center for the Arts). Έκδοση Aryan books international-N. Delhi 2000. 
Το τσιγάρο και η γιόγκαΗθιστόρημα (εκδόσεις Άγρα 2008)
‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’ χοροθέατρο για παιδιά (Σητεία 2010)
‘Οχιναιλέγοντας’ θέατρο - ποίηση  (εκδόσεις Ίκαρος 2011)
Noyessayingθέατρο - ποίηση. Έμμετρη αγγλική version του ‘οχιναιλέγοντας’  ISBN 978-93-5016-7, 2013.
‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’ πολιτικό αφήγημα (στη συλλογή ‘Για μια επέτειο’ εκδόσεις Ίκαρος 2013)
‘Ο Μ. Χατζιδάκις για τον Γ. Χρήστου’ βιογραφική συμβολή (Metrogreece 1/7/2104, Bookpress 7/2014)
‘Το σεντούκι του παππού μου’ μικρό πολιτικό δοκίμιο (Metrogreece 2/10/2014, Stahtes 17/11/2014)
‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’ μικρή πασχαλινή πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015)
‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’ ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015)
 ‘Hayirevet DiyerekΤουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ (Bencekitap, Ankara 2015)


---------------------------------





Ο Τάκης Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά αλλά πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά του χρόνια στην Ερμιόνη, απ’ όπου έφυγε το 1971.
Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και εργάστηκε σε κινηματογραφικές, τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές, ενώ, κατά καιρούς, δίδαξε σενάριο, σκηνοθεσία, και υποκριτική, σε σχολές και σεμινάρια.
 Γύρισε τις μικρού μήκους ταινίες "Η Λίζα και η άλλη" (1976 ), Καλλονή (1977), και τις μεγάλου μήκους "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985, με θέμα τη ζωή του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας από το Υπουργείο Πολιτισμού, κυκλοφορεί σε Dvd από την Water Bearer στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986, τηλεταινία παραγωγής ΕΤ1, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Κ.Π. Καβάφη), και "Κοράκια" (1991,  βασισμένη στο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη "Το παράπονο του νεκροθάπτου" ).

΄Εχει διασκευάσει και σκηνοθετήσει επίσης, ύστερα από παραγγελία, για το θέατρο, Ροΐδη, Μάρκ Τουαίην, Κολτές κ.α.
Με το γράψιμο ασχολείται από τα μαθητικά του χρόνια, δημοσιεύοντας κείμενά του σε εφημερίδες και περιοδικά, αλλά βιβλίο του εξέδωσε για πρώτη φορά το 1996, ένα λογοτεχνικό χρονικό της γνωριμίας του με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, που επανεκδθόθηκε το 2006 με τίτλο "Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι".
΄Ανθρωπος του κέντρου, φύσει και θέσει, ζει, εργάζεται, παρατηρεί και υπομένει στην Αθήνα πάντα.

Με τις εκδόσεις ΄Αγρα, από τις οποίες κυκλοφορούν όλα τα υπόλοιπα βιβλία του, συνεργάζεται από το 1999, έχοντας εκδώσει τα βιβλία "Χαίρε Ναπολέων" (1999), "Δελτίον Ταυτότητος – Γενικός αριθμός Θ. 307136" (2003), "Τριανδρίες και Σία" (2007), "Το άλλο κρεβάτι" ( 2009) και "Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου" (2009).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου