γράφει η Νότα Χρυσίνα*
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
«Άντρας
που πέφτει»
εκδόσεις Πόλις
Η συλλογή διηγημάτων του
Νικόλα Σεβαστάκη με τίτλο «Άντρας που πέφτει» ξετυλίγει τις ιστορίες δέκα
διαφορετικών ηρώων, παραπέμποντας και στο «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου. Οι ήρωες,
άνδρες ή γυναίκες, εμφανίζονται μπροστά μας όπως οι ηθοποιοί στον φακό σε
κοντινά πλάνα και αρχίζουν να εξομολογούνται τη ζωή τους με τη βοήθεια του σκηνοθέτη- αφηγητή.
Ο Σεβαστάκης φτιάχνει μία
«Ανθρώπινη Κωμωδία» όπως ο Μπαλζάκ σκιαγραφώντας την κοινωνία της εποχής του,
την ελληνική κοινωνία. Καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια την εποχή τους όπως ένας
καλός σκηνοθέτης ενός ιστορικού ντοκιμαντέρ. Οι ιστορίες του τοποθετούνται στο
άστυ ή στην επαρχία μεταφέροντας το χρώμα και τους ήχους της καθεμίας. Η γλώσσα
του σχεδόν ποιητική μεταφέρει αισθήσεις: εικόνες, ήχους αλλά και σιωπές, με
μεγάλη ευκρίνεια.
(«Πέφτει…νιώθει
πως ανοιγοκλείνει σαν ακορντεόν που
παίζει ναπολιτάνικες καντσονέτες…») «Άντρας που πέφτει»
(«Τρεις
βδομάδες βροχής…μας τύλιξε όλους η μυρωδιά των σάπιων φύλλων… Αυτή η οσμή
έσκαβε μέσα μας δυσοίωνα προαισθήματα…») «Ο Αυτόχειρας της βροχής»
(«Όποιος
έστρεφε το βλέμμα προς τους λόφους μπορούσε να διακρίνει συχνά το σουλούπι του
ανάμεσα στα κυπαρίσσια και στις πεζούλες των αμπελιών») «Ο Αυτόχειρας της
βροχής»
(«…αποφεύγει
να πει κουβέντα, παίζοντας απλώς με εύσχημες σιωπές και αδύναμα σήματα
δυσαρέσκειας. Μ’ ένα υπόκωφο χμ…») «Τέλος Εποχής»
Συνεκτικός κρίκος όλων
των ιστοριών η μνήμη ή τα θραύσματά της με την μορφή αναμνήσεων. Όλοι οι ήρωες
και ηρωίδες θυμούνται ή αγωνίζονται να θυμηθούν ή να λησμονήσουν κάτι από το
παρελθόν τους ή ακόμη και το ίδιο το παρόν. Η μνήμη τούς ελευθερώνει ή τούς
παγιδεύει στο παρόν, ακόμη τους συντροφεύει και νοηματοδοτεί τη ζωή τους. Η
μνήμη γίνεται μήτρα που γεννάει τη ζωή τους στο παρόν το οποίο αδυνατεί να
πάρει τη σκυτάλη από το παρελθόν.
(«…κομμάτια
από το παρελθόν μπερδεύονται στα πόδια του αλλά εκείνος πρέπει να προχωρήσει,
πρέπει να προχωρήσει κόβοντας δρόμο.») «Άντρας που πέφτει»
(«Μια
τέτοια λήθη μπορεί να είναι και ευεργετική για ανθρώπους που επιδιώκουν να
σβήσουν κομμάτια ολόκληρα του παλιού τους εαυτού») «Άντρας που πέφτει»
(«Η
απάντησή του με πρόφτασε με ένα γέλιο από αυτά που επικάθονται στη μνήμη
χρωματίζοντας δια παντός ένα συγκεκριμένο πρόσωπο») «Τέλος Εποχής»
(«…μέχρι την παρουσία της πιο επίμονης μνήμης,
αυτό το είδος μνήμης που κλωτσάει το στήθος μας όπως ένα μωρό το τοίχωμα
μήτρας. Αν κάτι ξέρουμε όλοι είναι ότι ο Βλάσης πάσχει από πόνους μνήμης…είναι
πόνοι «αμβλείς και βύθιοι», πόνοι που ξεκινούν και καταλήγουν στο μύχιο κέντρο
της ύπαρξης») «Τέλος εποχής»
(«…σπάζουνε
τα νερά της – τα νερά της μνήμης, εννοώ») « Η μέρα της Πολυξένης»
(«…όπως
συμβαίνει όταν δεχόμαστε επίθεση από εικόνες μισοθαμμένες σε μικρές λόχμες και
πατάρια της ψυχής μας») « Η μέρα της Πολυξένης»
Το παρελθόν της Ελλάδας
περνάει σαν σε εικόνες ενός ιστορικού ντοκιμαντέρ μέσα από τις σελίδες των
διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη. Αντίσταση, Γενικές Απεργίες, Πορείες,
Βαρκελώνη, Ιταλικό Φθινόπωρο, Εμφύλιος, Επταετία, παρακολούθηση κουμουνιστών
από το καθεστώς, Κύπρος, Ρίμινι. Οι Έλληνες μετανάστες, οι εμφυλιοπολεμικές
συγκρούσεις, το κλίμα απογοήτευσης της μεταπολίτευσης, οικονομική κρίση,
αυτοκτονίες, κοινωνική απάθεια, σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ουρές στο
δημόσιο, στασιμότητα, εχθρότητα και υπόκωφη οργή.
Το δεύτερο βασικό θέμα
που συνέχει τα διηγήματα είναι ο έρωτας. Ο έρωτας αλλά και η αισθησιακότητα του
κορμιού που σχεδόν πάντοτε δίνει λόγο
ύπαρξης αλλά και ταλαιπωρεί την ψυχή των ηρώων με την απουσία του. Ο έρωτας που
όσοι ήρωες τον βίωσαν τον κρύβουν σαν αμαρτία ή από το φθόνο των άλλων και όσοι
δεν τον βίωσαν τον αναζητούν μέσα σε όνειρα και «αμαρτωλές» αναμνήσεις. Το
όνειρο είναι η έξοδος από την πραγματικότητα και ο ύπνος αποτελεί νάρκη ώστε να
μην νιώθεται το άλγος της ψυχής.
(«Το
κορμί της Αμαλίας του, με τα λευκά και ρόδινα περάσματα, σκιάσεις και μυστηριώδεις χώρους
αναψυχής, στάθηκε γι’ αυτόν μεθυστικό και απέραντο…αυτή η μοναδική γυναικεία
επιφάνεια είχε όλο το βάθος που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να φυλαχτεί από τα
πολεμικά μέτωπα της υπόλοιπης πραγματικότητας») «Άντρας που πέφτει»
(«…αισθανόταν
τη θαλάσσια αύρα επίμονο χάδι ανάμεσα στο ρούχο και στα στήθη…»)«Ο Αυτόχειρας
της βροχής»
(«Ποιος
θα ανεχόταν να ακούσει από τα χείλη μιας γυναίκας της ηλικίας της πως αυτό το
δεύτερο σώμα έχει ρίγη και καύλες…») «Η μέρα της Πολυξένης»
(«Πριν
ναρκωθεί στον ύπνο δίχως όνειρα, στον ύπνο της κουρασμένης ανθρωπότητας») «Η
μέρα της Πολυξένης»
Ο Σεβαστάκης κάνει
αναφορές σε συγγραφείς, ποιητές αλλά και φιλοσόφους με τους οποίους αφήνει έναν
διάλογο ανοιχτό ή υπαινίσσεται μέσα από την γραφή του την παρουσία τους.
Αναφέρεται στον Παπαδιαμάντη, τον Κάφκα, τον Σαραντάρη, τον Ντίκενς, τον Μπουτζάτι,
τον Καβάφη, τον Αμπατζόγλου, τον Λειβαδίτη, τον Καρούζο, τον Έγκελς, τον Χέγκελ
και υπαινίσσεται τον Καρυωτάκη, τον Σολωμό καθώς η μνήμη «επιμένει»:
(«
Το σώμα του άρχισε να παίρνει ύψος και να απομακρύνεται από το λασπωμένο χόρτο»
«Ο Αυτόχειρας της βροχής»
(«Την
ίδια στιγμή…ο ουρανός ξεκίνησε να ανοίγει στο βάθος …Ποιο ήταν αυτό το
περίγραμμα στο βάθος που ήταν σαν να το θαύμαζε για πρώτη φορά; Λίγο πριν
τελειώσουν όλα, η συνείδηση έψαχνε ακόμα
απαντήσεις στο ευχάριστο, ψυχρό αεράκι από το πέλαγος») «Ο Αυτόχειρας της
βροχής»
Στις «στροφές της γλώσσας»
ο Σεβαστάκης μπλέκει επίσης μουσικές: την «Εκδρομή» του Νίκου Μαμαγκάκη, το «Μπολερό»
του Ραβέλ, αλλά και πίνακες ζωγραφικής όπως του Μαλέα.
Όλοι οι ήρωες βρίσκονται
σε ένα υπαρξιακό άγχος ή αδιέξοδο. Έχουν «ροπή προς την κατήφεια» όπως γράφει ο
Σεβαστάκης για τον ήρωα του πρώτου διηγήματος «Άντρας που πέφτει» που
έδωσε και τον ομώνυμο τίτλο στη
συλλογή. Άνθρωποι που συναντάμε
καθημερινά στο δρόμο, στο λεωφορείο, σε έναν περίπατο αλλά που δεν φανταζόμαστε
πως ζουν το δικό τους δράμα με έναν πρωταγωνιστή. Η ζωή τους γυρίζει γύρω από
τον μικρόκοσμό τους. Ο χρόνος τους περιορίζεται σε ένα παρελθόν που
διαμελισμένο επιστρέφει, συνήθως εχθρικό, και ζητάει μερίδιο από το παρόν.
Το παρόν θα μπορούσε να
είναι η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης με τους ήρωες να φέρουν τα σημάδια της
υπαρξιακής κρίσης και το νωπό πάντοτε εμφυλιοπολεμικό παρελθόν μας. Ένα άλυτο
και ασυμφιλίωτο παρελθόν να μπαίνει στις ζωές μας όπως το κύμα στις ρωγμές των
βράχων και να διαβρώνει ζωές σιγά και αθόρυβα. Άνθρωποι παγιδευμένοι σε όνειρα
με υλικά κλεμμένα από ταινίες. Άνθρωποι που ζουν τις ιστορίες τους χωρίς να
μπορούν να τις γευτούν. Άνθρωποι που δεν τους ωριμάζουν οι δυσκολίες παρά τους
κάνουν να κουβαλούν μία πίκρα για μια
αδικία. Κανένας ήρωας δεν φαίνεται να μπορεί να δώσει λύσεις. Όλοι βουλιαγμένοι
ευλαβικά σε μια δυστυχία που κάποιες φορές φαίνεται ακατανόητη και κάποιες
άλλες σχεδόν αστεία. Μονότονα εμμονικοί χαρακτήρες αυτοπαγιδεύονται στη θλίψη ή
στη μοίρα.
Οι ήρωες του Σεβαστάκη
«μετατρέπονται στο σύνολο των αναμνήσεών τους» ή σε «όντα χωρίς ιδιότητες»
παραπέμποντας στον Μούζιλ . Όμως, οι ήρωες που διεκδικούν την ύπαρξή τους μέσα
στα διηγήματα του Σεβαστάκη θα ήταν χαρούμενοι να γνωρίζουν πως η ζωή τους έχει
νόημα και πως εάν θα μπορούσαν να κοιτάξουν με ενδιαφέρον την δική τους ζωή θα
την έβλεπαν ως μία νουβέλα.
(«Και
θα ήταν, όπως όλοι οι ζηλωτές της ανάγνωσης, πολύ ευχαριστημένος που η ζωή του
πήρε επιτέλους την τροπή μιας νουβέλας») «Τέλος εποχής»
Το πρώτο διήγημα «Άντρας
που πέφτει» αλλά και το τελευταίο διήγημα με τίτλο «Τα αγαθά κώποις κτώνται»
δίνουν, θα έλεγα, έναν διδακτικό τόνο ακολουθώντας το “Dulce e utile” της Ποιητικής Τέχνης του Οράτιου. «Το
βασικό είναι να σηκώνεσαι» καταλήγει το «Άντρας που πέφτει» και στο «Τα αγαθά κώποις κτώνται» θριαμβεύουν
οι «καθημερινές νίκες» καθιστώντας τη ζωή ένα σύνολο από μικρές και σημαντικές
μάχες όπου μια μικρή εκδρομή ή ένας περίπατος με έναν φαινομενικά ασήμαντο
στόχο μπορεί να δώσει νόημα και να φωτίσει όλες τις «κατήφειες» του βίου μας.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης γεννήθηκε στο Καρλόβασι της Σάμου το 1964. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο και πολιτική θεωρία στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Lyon II της Γαλλίας. Η διδακτορική του διατριβή αναφέρεται στη χαϊντεγγεριανή κριτική της τεχνικής και της νεωτερικότητας. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική και περιστασιακά με τη μετάφραση. Από το 1999 διδάσκει πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, αρχικά στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, και από το 2006 ως αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Μέσα από μια σειρά βιβλίων και άρθρων του, έχει ασχοληθεί με ζητήματα κριτικής της ιδεολογίας και της νεωτερικότητας. Ζει στη Θεσσαλονίκη.
|
*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου