Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

O γάλλος Ολιβιέ Ντεκότ είναι ο νέος διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη



επιμέλεια άρθρου Νότα Χρυσίνα*


Ολιβιέ Ντεκότ: Αισθάνομαι ότι ανέκαθεν ήμουν Έλληνας


Διαδέχεται τον Άγγελο Δεληβοριά, ο τέως διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου





Ο Γάλλος Ολιβιέ Ντεκότ ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας το «Βήμα», η τελική επιλογή της επιτροπής η οποία εξέτασε υποψηφιότητες Ελλήνων και ξένων στον διεθνή διαγωνισμό για την πλήρωση της θέσης του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη. Η θέση παρέμενε κενή μετά την αποχώρηση του επί σαράντα ένα χρόνια διευθυντή του Άγγελου Δεληβοριά.
Ο Ολιβιέ Ντεκότ γεννήθηκε το 1976 στη Λα Ροσέλ, στη Νοτιοδυτική Γαλλία. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, Ιστορία στη Σορβόννη και Μουσικολογία στο Κέιμπριτζ, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το έργο ρώσων συνθετών διαφωνούντων με το σοβιετικό καθεστώς. Υπήρξε σύμβουλος του γάλλου υπουργού Πολιτισμού Ζαν-Ζακ Εγιαγκόν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εργάστηκε στον όμιλο Vivendi και στη συνέχεια εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα ως μορφωτικός ακόλουθος. Υπηρέτησε στα ινστιτούτα της Ρώμης και του Μιλάνου και ακολούθως διετέλεσε διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας από τον Σεπτέμβριο του 2011 ως τον Αύγουστο του 2015 και σύμβουλος Συνεργασίας και Μορφωτικής Δράσης στη γαλλική πρεσβεία στην Αθήνα.
Οι σχέσεις του με την Ελλάδα ανάγονται στην οικογενειακή ιστορία. Όπως έχει πει ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξή του στο «Βήμα», ο παππούς του δίδασκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1957 ως το 1962, ο πατέρας του μιλούσε ελληνικά και ο ίδιος πρωτοεπισκέφθηκε την Ελλάδα σε ηλικία εννέα ετών με τους γονείς του ενώ ήδη από την ηλικία των τεσσάρων ετών γνώριζε απέξω το ελληνικό αλφάβητο.
Ο Ολιβιέ Ντεκότ αγαπά τον Σεφέρη και την ελληνική μυθολογία. Φίλος του θεάτρου και της ποίησης, είναι και ακούραστος περιηγητής. Λατρεύει την Πελοπόννησο, έχει εντυπωσιαστεί με «τα θαύματα του Βορρά, από τη Θεσσαλονίκη ως τις Πρέσπες, τη Βεργίνα, τα Πομακοχώρια και το Αγιον Ορος». ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες το πολιτιστικό πρόγραμμα του Γαλλικού Ινστιτούτου για το 2015, με κεντρικούς άξονες τη φιλοσοφία και το θέατρο.
«Ταξιδεύοντας στη Θεσσαλονίκη για να δω την παράσταση της Αυτοκρατορίας του Γιώργου Βέλτσου από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, διάβαζα το Γιατί η Ελλάδα; της Ζακλίν ντε Ρομιγί. Εμεινα έκπληκτος διαπιστώνοντας ότι η φιλοσοφία, το θέατρο, η δημοκρατία, η Ιστορία, τα στοιχεία που συνέθεταν το ελληνικό πνεύμα του 5ου π.Χ. αιώνα που εκείνη θαύμαζε, είναι και τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ελληνικό πνεύμα σήμερα. Επάνω σε αυτές τις σταθερές λοιπόν δομήσαμε το εφετινό πρόγραμμα του Ινστιτούτου, σταθερές που βρίσκονται σε συνάφεια με πολλές αναζητήσεις των ταραγμένων καιρών μας» είπε σε συνέντευξή του στο «Βήμα».
Σύμφωνα με την προκήρυξη της θέσης από το Μουσείο Μπενάκη τον περασμένο Ιανουάριο, η θητεία του διευθυντή θα είναι πενταετής με δυνατότητα ανανέωσης. Στα καθήκοντα του διευθυντή εντάσσεται, «ο διαχειριστικός εκσυγχρονισμός, η ανάπτυξη και η οικονομική ευρωστία του Ιδρύματος» ως «απαραίτητα ζητούμενα για την μελλοντική του πορεία και την εκπλήρωση του σκοπού του». Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, ο διευθυντής «είναι υπεύθυνος για την περαιτέρω ενίσχυση και προώθηση της εξωστρέφειας του Μουσείου και έχει την ευθύνη της προβολής της Μουσειακής δραστηριότητας σε τοπικό και σε διεθνές επίπεδο».
Ο Ντεκότ είχε δώσει το στίγμα του από το πόστο του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου  λέγοντας «Συνεργασία είναι η λέξη-κλειδί. Δεν είναι λόγοι οικονομικοί που οδηγούν σε συνέργειες, είναι η ίδια η πραγματικότητα. Τα καλύτερα γαλλοελληνικά προγράμματα είναι εκείνα που υλοποιήθηκαν με τη συνεργασία ελλήνων καλλιτεχνών και διανοουμένων. Δεν επιδιώκουμε να "πουλήσουμε" κάτι στην Ελλάδα ή να προωθήσουμε μονομερώς τον γαλλικό πολιτισμό. Η διμερής συνεργασία, η αλληλεπίδραση, έχει για μένα ουσιαστική σημασία. Υπό αυτό το πρίσμα, προσπαθούμε να προβάλουμε τον ελληνικό πολιτισμό στον γαλλόφωνο κόσμο, είτε με τις εκδόσεις ελληνικών έργων στα γαλλικά είτε με παραστάσεις στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, όπου αναπτύχθηκε ενδιαφέρον για τους σύγχρονους έλληνες δραματουργούς».
Με τον Ολιβιέ Ντεκότ, τον πρώτο μη γηγενή στη διεύθυνση ελληνικού μουσείου, εγκαινιάζεται και στην Ελλάδα μια πρακτική που εφαρμόζουν πολλά μεγάλα μουσεία του εξωτερικού τα οποία εμπιστεύονται τη διοίκησή τους σε κοσμοπολίτες και έμπειρους αλλοδαπούς με ικανότητες που αποδεικνύονται χρήσιμες στη διασύνδεση των μουσείων και στην προβολή των συλλογών τους σε διεθνές επίπεδο.
Μετά την επιτυχημένη θητεία του γάλλου αξιωματούχου στο Γαλλικό Ινστιτούτο, όπου ενίσχυσε τις ελληνογαλλικές σχέσεις, με έμφαση στο θέατρο, στην ποίηση και στη φιλοσοφία, μένει να δούμε ποια είναι τα σχέδιά του για την περαιτέρω ανάπτυξη του Μουσείου Μπενάκη –ενός σύγχρονου μουσείου, με συλλογές, υποδομές και εμπειρία στη διοργάνωση εκθέσεων παγκόσμιου ενδιαφέροντος– και ποια θα είναι η συμβολή του στην τοποθέτηση του Μουσείου Μπενάκη σε κεντρική θέση στον χάρτη των μεγάλων ευρωπαϊκών μουσείων.
Η επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού από το Μουσείο Μπενάκη αναμένεται τις προσεχείς ημέρες.
Διαβάστε εδώ παλαιότερη συνέντευξη του Ολιβιέ Ντεκότ, ως διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, στο «Βήμα».
Ολιβιέ Ντεκότ: Αισθάνομαι ότι ανέκαθεν ήμουν Έλληνας

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια- πολιτισμολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου