Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Από τον «Λόγο» στην «Έκφρασι» στο μουσείο Μπενάκη



επιμέλεια αφιερώματος & φωτογραφίες : Νότα Χρυσίνα*



Επισκεφτήκαμε την έκθεση "Από τον "Λόγο" στην "Έκφρασι",  η οποία είναι αφιερωμένη στον σπουδαίο δημιουργό Φώτη Κόντογλου (1895-1965) και πραγματοποιείται με αφορμή τα εκατόν είκοσι χρόνια από τη γέννησή του και τα πενήντα χρόνια από τον θάνατό του. Στην έκθεση παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά έργα από το συγγραφικό και εικονογραφικό έργο του καλλιτέχνη.




Ὁ Φώτιος Κόντογλου, γεννήθηκε στὶς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὶς 8 Νοεμβρίου 1895, ὡς τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογενείας τοῦ Νικολάου Ἀποστολέλη καὶ τῆς Δέσποινας Κόντογλου. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ γέννησή του πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ τὴν κηδεμονία του ἀναλαμβάνει ὁ θεῖος του ἱερομόναχος π. Στέφανος Κόντογλου, ἡγούμενος τοῦ οἰκογενειακοῦ μονυδρίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου του, ἔλαβε ὡς ἐπώνυμο, τὸ ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας τῆς μητέρας του. Τὸ 1906 τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τῆς Κάτω Χώρας καὶ ἐνεγράφη στὸ γυμνάσιο τοῦ Ἀϊβαλί. Πρὶν ἀκόμα τελείωσει τὸ γυμνάσιο μαζὶ μὲ τοὺς συμμαθητές του Στρατῆ Δούκα καὶ Πάνο Βαλσαμάκη, ἐξέδωσε τὸ πολυγραφημένο περιοδικὸ «Μέλισσα». Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1913 ὁ θεῖος του τὸν ἐγγράφει στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ οἰκογένειά του ἀναγκάζεται νὰ τοῦ διακόψει τὸ ἐπίδομα σπουδῶν καὶ μαζὶ μὲ τὸ συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκᾶ, ἐργάζονται σὲ φωτογραφεῖα καὶ βάφουν θεατρικὰ σκηνικά. Μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ Ἀϊβαλίου (1914–1917) χάνει τὴ μητέρα καὶ τὸ θεῖο του, διακόπτει τὶς σπουδές του καὶ μεταβαίνει στὴν Εὐρώπη ὅπου ἐργάζεται ὡς ἀνθρακωρύχος. Παραμένει στὸ Παρίσι καὶ συνεργάζεται μὲ τὴν ἐφημερίδα Illustration. Τὸ 1919 ἐπιστρέφει στὸ Ἀϊβαλὶ ὅπου διδάσκει γαλλικὰ στὸ Παρθεναγωγεῖο τῆς πόλης. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (1922) ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Ἀθήνα. Ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ ὀργανώνει τὶς πρῶτες ἐκθέσεις ἔργων του.






Τὸ λογοτεχνικό του ἔργο

Στὰ γράμματα ἐμφανίστηκε τὸ 1919, μὲ τὸ βιβλίο του «Πέδρο Καζάς». Ἀκολούθησε πλούσια λογοτεχνικὴ παραγωγὴ μὲ τὴν ἔκδοση τῶν ἔργων του: «Βασάντα» (1923), «Ταξίδια» (1928), «Ὁ ἀστρολάβος» (1934), «Φημισμένοι ἄνδρες καὶ λησμονημένοι» (1942), «Ὁ Θεὸς Κόνανος καὶ τὸ Μοναστήρι του τὸ λεγόμενο Καταβύθιση» (1943), «Τὰ Δαιμόνια της Φρυγίας, Ἓξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα» (1943), «Ἕλληνες θαλασσινοὶ στὶς θάλασσες τῆς Νοτιᾶς, Ἡ Ἀφρικὴ καὶ οἱ θάλασσες τῆς Νοτιᾶς» (1944), «Ἱστορία ἑνὸς καραβιοῦ ποὺ χάθηκε ἀπάνου σὲ μιὰ ξέρα» (1944), «Ἱστορίες καὶ περιστατικά» (1944), «Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς» (1945), «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Βλασίου Πασκὰλ τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ» (1947), «Βίος καὶ ἄσκησις τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀναχωρητοῦ» (1947), «Ἄνθος ἤγουν λόγια ἀνθολογημένα ἀπὸ τοὺς πατέρας» (1949), «Πηγὴ ζωῆς» (1951), «Τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐξηγημένον» (1952), «Τὸ θρηνητικὸ συναξάρι Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου» (1953), «Εἰκόνες τῆς Παναγίας» (1953), «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Θεράποντος τοῦ Θαυματουργοῦ» (1955), «Ἡ ἁγιασμένη Ἑλλάδα» (1957), «Ὄρη ἅγια» (1958), «Οἱ Ἅγιοι Ραφαὴλ καὶ Νικόλαος καὶ ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὁποῦ εὑρέθη εἰς τὴν Καρυὰν τῆς Θέρμης» (1961), «Ἡ ἀπελπισία τοῦ θανάτου εἰς τὴν θρησκευτικὴν ζωγραφικὴν τῆς Δύσεως καὶ ἡ εἰρηνόχυτος καὶ πλήρης ἐλπίδος ὀρθόδοξος εἰκονογραφία» (1961), «Σημεῖον Μέγα» (1961), «Ἔργα Α´ Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου» (1961), «Ἔργα Β´ Ἀδάμαστες ψυχές» (1961) καὶ τέλος ἡ «Ἔκφρασις» (1961) ποὺ βραβεύθηκε ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν.








Τὸ ἁγιογραφικό του ἔργο

Ὁ Κόντογλου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, φιλοτέχνησε φορητὲς ἁγιογραφίες, τοιχογραφίες, τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικῶν, ποιητικῶν συλλογῶν, πορτραῖτα καὶ ἁγιογράφησε τοὺς ἱεροὺς ναούς: Ἁγίας Λουκίας τῆς οἰκογένειας Ζαΐμη στὸ Ρίο Πατρών, Ζωοδόχου Πηγῆς Παιανίας, Εὐαγγελισμοῦ Ρόδου, Ἁγίας Παρασκευῆς Παιανίας, Καπνικαρέας Ἀθηνῶν, Ἁγίου Ἀνδρέα Κάτω Πατησίων, Ἁγίου Χαραλάμπους Πολυγώνου, Ἁγίου Γεωργίου Κυψέλης, τὸ ναΰδριο τῆς οἰκογένειας Καμπάνη στὴν Παιανία, τὸ παρεκκλήσιο τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, τὸ ναΰδριο τῆς οἰκογένειας Γουλανδρῆ στὴν Ἐκάλη καὶ τὰ παρεκκλήσια τῶν Ἱερῶν Ναῶν Ἁγίου Κωνσταντίνου Ὁμονοίας καὶ Ἁγίας Βαρβάρας Αἰγάλεω.



Φώτης ΚόντογλουΠέδρο Καζᾶς καὶ Βασάντα

Α´. Ο ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ ΠΕΔΡΟ ΚΑΖΑΣΠρόλογος
Ἡ πρωτάκουστη ἱστορία τοῦ Σπανιόλου κουρσάρου
Λίγ αλόγια τοῦ καιροῦ
Ἐπίλογος














Αν βγάλουμε έξω τη θερμή θέση που έχω μέσα στην καρδιά ένα  δυονώ μοναχά, για τους άλλους, όπως στάθηκα πάντα μακριά τους, πέρασα για ένα κεφάλι γεμάτο καπρίτσια. Η αλήθεια είναι πως είμαι ένας άγριος άνθρωπος, σκέτος. Ώρες  ώρες μου φαίνεται πως είμαι γερό κεφάλι· πολλές φορές πάλι βλέπω καθαρά πως δεν είμαι τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο με απλή γνώμη.
Μιλώ έτσι ενώ μέσα μου είναι όλα ήμερα. Περνώ τις μέρες μου απάνου  κάτου μοναχός. Είχα μεγάλη αγάπη για τα βιβλία στα μικρά μου χρόνια, αλλά γενικά δεν ήμουνα διόλου από κείνους τους ανθρώπους που κάνουν τους άλλους να περιμένουν απ’ αυτουνούς τίποτα· γι’ αυτό είναι ένα πράγμα ολότελα ανέλπιστο για μένα να τυπώσω ένα βιβλίο· εγώ ο ίδιος απορώ πώς ταίριαξε έτσι. Στ’ αλήθεια, ένα βιβλίο μου αρέσει, μπορώ να πω, όσο ένα ταξίδι με πανιά απάνου σε αφρισμένη θάλασσα· είναι βιβλία που κάνουν να χορεύει ο κόσμος μπροστά μου μίαν ολάκερη βδομάδα.
Ζω, όπως είπα, μοναχός. Κανένας ίσως δε θα βρίσκεται, όταν θα διαβάζει το βιβλίο μου, στην κατάσταση που βρίσκουμαι εγώ, τώρα που γράφω· σε πολλά δε θα με καταλάβει, εξαιτίας της διαφορετικής ζωής που ζούμε. Είμαι όξω απ’ όλην εκείνη τη βουή, που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και πως συλλογίζεται.
Κατοικώ απάνου σ’ ένα ανεμόδαρτο βουνό. Όλη τη μέρα κάτου από τα μάτια μου η θάλασσα διπλώνει και ξεδιπλώνει τα κύματά της, και τη νύχτα ακούω μονάχα τη βουή της. Στην πολιτεία κατεβαίνω σπάνια· ανάμεσα στους ανθρώπους χάνω το θάρρος μου, όπως το σκυλί που φυλάγει τα πρόβατα στο βουνό.
Εδώ, στο νησάκι μου, είμαι βασιλιάς. Περπατώ με μεγάλα βήματα, είμαι στο κέφι, και καταλαβαίνω το Θεό και τους προγόνους μου να μου κρατάν σιωπηλή συντροφιά. Σηκώνουμαι πολύ πρωί και κάνω ένα μικρό περίπατο γύρω στο μεγάλο και παράξενο βράχο, που κρέμεται απάνου απ’ το σπιτάκι μου. Έτυχε, με σεισμό, να τον ακούσω να τρίζει απάνου απ’ το κεφάλι μου. Το καλοκαίρι, σαν κάνει ζέστη τ’ απομεσήμερο, πάω και ξαπλώνουμαι στον ίσκιο του, και το μάτι μου βάζεται να λογαριάζει το ανιστόρητο βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Με πιάνει ζάλη και μου φαίνεται πως ξεφεύγει το κούτελο μου.
Κάπου κάπου, βγαίνουν στη στεριά ένα  δυο ψαράδες και μιλούμε για τα βάσανα του κόσμου. Γνωρίζω τις βάρκες τους από δύο μίλια, και τις σεργιανίζω είτε σαν αρμενίζουν με τα πανιά τους είτε σαν ρίχνουν τα δίχτυα μέσα στο μπουγάζι. Τούτοι οι φουκαράδες είναι οι φίλοι μου, ακόμα ένας καραβομαραγκός, που φτιάνει τη φελούκα μου, δυο βοσκοί, ένας ζευγάς κι οι δικοί μου. Δουλεύουμε όλοι μας για να μας δώσει το ψωμί μας είτε η στεργιά είτε η θάλασσα. Ξέρουμε πως ο μεγάλος Θεός ρίχνει με σπλαχνιά το μάτι του απάνω μας, όταν πηγαινοέρχουνται τα βόδια μέσα στα μαύρα αυλάκια σιμά στ’ ακρογιάλι, και παρέκει τα ψαροκάικα δουλεύουν βιαστικά στον αργαλειό, όπως οι αράχνες μόλις χτυπήσει ο ήλιος στο εργόχειρό τους. Περπατάω σαν πιωμένος απάνου στις αυλακιές· μια δυνατή πνοή αχνίζει απ’ τη γης και με μεθά· πάγω κι αδράχνω την αλετρόχερη απ’ το χέρι του ζευγά και δουλεύω μαζί με τα βόδια μου.
Μέσα σε τέτοια τιποτένια πράματα, δεν μπορεί κανένας να ’χει μεγάλες ιδέες. Ωστόσο, στο καλύβι μου περνώ πολλές ώρες χωρίς δουλειά, κι έρχουνται στο κεφάλι μου τόσα παράξενα πράματα, που απορώ κι εγώ ο ίδιος.
Από πάνου απ’ το νησί μου είναι ανοιχτά τα ουράνια! Απάνω σε τούτους τους βράχους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, όπως οι παλαιότεροι της γενιάς μου. Έμαθα να βλέπω με το μάτι του αγριμιού, που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού, και δε μου είναι μπορετό να καταλάβω πολλά πράματα απ’ εκείνα που έχουν μέσα στο κεφάλι τους οι άνθρωποι της πολιτείας.
Συχνά φχαριστώ τους προγόνους μου, που μ’ άφηκαν το μοναχικό νησάκι ετούτο για να τραβηχτώ και να ζήσω με ειρήνη. Ειρήνη! Ειρήνη! Βαθιά δροσερή λίμνη!
Από μικρός έφυγα με τη μανία να δω τα μακρινά μέρη της σφαίρας. Τώρα πια δεν πιθυμώ τίποτα· το μάτι μου ζητά μοναχά ένα κομμάτι βουνό και μια στενή λωρίδα θάλασσα.
Μέσα στην ιστορία, που τυπώνω παρακάτου, ένας ερημίτης γράφει: «Και η αγάπη από μέρος των ομοίων μου θα ’ταν για μένα μιαν ανυπόφορη ανησυχία.» Αυτός ο Σπανιόλος είναι μέσα στην καρδιά μου, γιατί αυτά τα λόγια εγώ δε θα μπορούσα να τα βρω ποτές μου. Οι Σπανιόλοι μου αρέσουν, μου αρέσουν ακόμα οι Μπρετόνοι κι οι νησιώτες του ελληνικού πελάγου. Περισσότερο όμως μου αρέσει η ερημιά. Τώρα θέλω να ξεκουραστώ. Πέρασα ένα χειμώνα στη Βαρκελώνα, ένα χρόνο στο Πόρτο, άλλο τόσο στο Σεν Μαλό και στο Καλβαντός, στη Ντορντόνια λίγους μήνες, στο Παρίσι απάνου από τρία χρόνια. Είδα περαστικός τη Σενεγκάλη και τη Λιμπερία, τραβώντας για την Αγκόλα. Έγραψα του εξερευνητή Σάκλετον, παρακαλώντας τον να στρέξει να πάω μαζί του στο Νότιο Πόλο, μα δεν έγινε τρόπος[1]
Αυτή τη στιγμή μου φαίνεται πως βλέπω αντίκρυ, απάνου στον τοίχο, την Κονκόρντ του Παρισιού γεμάτη νευρικό κόσμο που μυρμηγκιάζει, μελανιασμένος από το κρύο.
Εγώ τρίβω τα χέρια μου μέσα στο ζεστό καλύβι μου, διαβάζοντας το Ροβινσών Κρούσο.
Ο Ροβινσών Κρούσος! Το βιβλίο τούτο του Δανιήλ Ντι Φόου μου είναι πάντα αχώριστο. Τώρα που γράφω, το βλέπω να κιτρινίζει ανάμεσα στα λίγα βιβλία μου. Είναι τυπωμένο, πυκνά  πυκνά, απάνου σ ένα σκούρο χαρτί σαν καπνισμένο. Μυρίζει σαν παλιό ναυτικό έγγραφο. Το ύφος του είναι απλό. Εκεί μέσα δεν μπορεί να βρει κανείς καν μια λέξη γραμμένη από ποιητή· καν μια φράση δε βγαίνει όξω απ’ το μέτριο. Ένα σωρό λογαριασμοί από μοαδόρες, κάμποσες λίστες που λες πως τις τράβηξε απ’ το τεφτέρι ενός έμπορα, συνομιλίες απ’ τις πιο συνηθισμένες, απ’ τις καθημερινές, που πέφτουν συχνά σε μιαν ανυπόφορη πολυλογία, από τέτοια είναι γεμάτο το βιβλίο του Ντι Φόου. Ωστόσο, σε κανένα από τα βιβλία του ίδιου είδους που ήρταν στα χέρια μου δε βρίσκω μια κάποια ουσία που είναι εκεί μέσα κάτι τις περισσά θετικό, όσο θετικό μπορεί να γίνει ένα γράψιμο τέχνης. Η εντύπωση πως είναι δεμένη η ιστορία του με σπάνια μαστοριά, είναι μοναδική. Το ύφος του είναι συμπαθητικό, γιατί είναι απλό. Ο Ντι Φόου είναι ένας άνθρωπος που ξέρει καλά τι θέλει να πει, και το λέγει μ’ έναν τρόπο, που να μένει μ’ εκείνον που το διαβάζει σύμφωνος πως δε χρειάζεται περισσότερο. Του λείπουν τα έξυπνα πυροτεχνήματα που συνηθίζουν όσοι γράφουν βιβλία. Τόσο πιτυχημένα είναι τα λόγια του, που λες: δε θα μπορούσε κανένας να τα πει πιο καλά. Έτσι αρχίζει το ημερολόγιο του ο Ροβινσών:

«30 Σεπτεμβρίου 1659

Εγώ, ο φουκαράς Ροβινσών Κρούσος, ναυάγησα στο πέλαγο μέσα σε μιαν άγρια φουρτούνα, κι αφού πνίγηκε όλο το τσούρμο, όντας μισοπεθαμένος κι εγώ ο ίδιος, ρίχτηκα απάνου σ’ αυτό το ξερόνησο, που το ονόμασα Νησί της Απελπισίας.»
Καταλαβαίνεις τον άνθρωπο. Μ’ όλο που το θέμα του είναι περιγραφικό, του λείπει ολότελα η περιγραφή. Δεν καταπιάνεται καθόλου να ζωγραφίσει τα δάση των τροπικών· λέγει απάνου κάτου ότι θα ’λεγε ένα ξερό βιβλίο του σχολείου. Και όμως, ανεξήγητο θάμα, μονάχα μες στο Ροβινσών Κρούσο καταλαβαίνω να φλογοβολά ο ήλιος της Βραζιλίας. Μ’ όλη την ανεπιτηδειότητα που έχει στη ζωγραφιά, η ιστορία του είναι γεμάτη από πρόσωπα, που ζουν με απίστευτη φυσικότητα, ένα σωρό τύποι του καιρού του, θαλασσινοί, έμποροι, σκλάβοι, κουρσάροι. Μυρίζει σαν ρούμι και σαν μουχλιασμένο αμπάρι.




Συνέχεια εδώ :http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/kontoglou_kazas.htm











Β´. ΒΑΣΑΝΤΑἈφιέρωση
Πῶς πέθανε ὁ ληστὴς Ἰγνάτιος Φόβος
Τὸ Νησὶ τοῦ Διαόλου
Ἕνα ὄνειρο
Κάψα
Καταμεσήμερο στὴν ἐρημιά
Ὁ τάφος τοῦ Ἀββᾶ ἈμμούνἝνα γράμμα
Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος
Σαστισμένα λόγια
Ὠσαννά
Τασίτσα
Ὁ κοῦκος
Στὸν Ἔρωτα
Ἰώβ
Δαυΐδ
Σαίξπηρ - Τίμων ὁ Ἀθηναῖος
Σαίξπηρ - Ἅμλετ
Bernardin de Saint Pierre
Ἐπίλογος






ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΑΝΤΑ



ολλές φορές καταπιάστηκα πράματα που χρήζουν έναν τεχνίτη πολύ πιο επιτήδειον από μένα· και πάντα στάθηκα φρόνιμος, φτάνοντας γλήγορα στη συναίσθηση της αδυναμίας μου. Το να τραβηχτώ από τέτοια παρόμοια επιχειρήματα, που είναι όξω απ’ τις δυνάμεις μου, έμεινε το άδοξο και λυπηρό αποτέλεσμα.
Αυτή η αδυναμία δε μ’ έζωσε ποτές τόσο σκληρά σε άλλα ξεπετάγματα της καρδιάς, όσο κάθε φορά που με πήρε η επιθυμία να βάνω σε λόγια τη φλογερή αγάπη που τη βουρκώνει για Σένα.
Πάντα άφηνα για αργότερα την ελπίδα να φτάξω στο ποθούμενο της καρδιάς μου, μόλο που τα χρόνια βλέπω πως μου δίνουν άλλες σοφίες λογιών λογιών, μα όχι και κείνη που προσδοκούσα, γιατί, όπως φαίνεται, τούτη δεν είναι θυγατέρα του καιρού.
Δεν είναι μια φορά είτε δυο, που η φαντασία μου με ξεγέλασε πως σιμώνω να εύρω τα λίγα δυσεύρετα λόγια που μου χρειάζονται για να ξαλαφρώσω· και κάθε τόσο πνίγεται το τραγούδι που σκεδιάζω, μέσα στον άπατον ωκεανό της σιωπής. Μια τέτοια απόφαση, στο τέλος, δάμασε τ’ αναπηδήματά της, μα αυτό το παγωμένο σάβανο της σιωπής άχνιζε απ’ την καρδιά που φλογιζότανε τυλιμένη μέσα του.
Δεν πέρασε από πάνω μου είτε χαρά είτε θλίψη είτε ελπίδα ανάπαψης κι από τα δυο αυτά βάσανα, δίχως να αιστανθώ, στο καθετί απ’ αυτά, να σταλάζει μέσα μου απ’ τη γλυκιά θύμησή Σου ένα άρωμα ευτυχίας του Παραδείσου· και δεν είναι κανένα πράμα μέσα στην αρμονική μουσική του Παντός που να με κάνει ν’ αγαπώ τον αγαθό Θεό, όσο η ευγνωμοσύνη μου γιατί Σ’ έστειλε σε μένα. Μια μυρουδιά από άγρια δροσερά λουλούδια μ’ ευφραίνει αδιάκοπα· ο κάθε καιρός που θα φυσήσει μου τη φέρνει απάνω στα φτερά του — να τι είσαι Εσύ για μένα!
Τη νύχτα κάθουμαι στο παραθυράκι μου και βλέπω τ’ άστρα που αγρυπνούν· μια ουράνια δροσιά στάζει μέσα μου. Ο νους μου ξεκουράζεται ακουμπώντας σε Σένα. Ακούγω το γλυκό χτύπο της καρδιάς Σου από χιλιάδες μίλια· μου φαίνεται πως κρατά το ρυθμό του Σύμπαντος.
Όξω από Σένα, δε μου ’γινε ανάγκη η φροντίδα κανενός ανθρώπου. Αυτό δείχνει πως είμαι μια δυνατή ψυχή, μια ψυχή που δε φοβάται να πλανιέται ολομόναχη και δίχως παρηγοριά μέσα σ’ ένα έρημο χάος, τέτοιο που είναι αυτός ο κόσμος. Μα να που η αγάπη αυτή κατάντησε η θροφή της ψυχής μου.
Μέσα στην παλιανθρωπιά που μας ζώνει από στεριά κι από θάλασσα, στέκεσαι Εσύ σα για να μου δείχνεις πως δε χάθηκε ολότελα απ’ αυτόν τον κόσμο η ευγένεια. Ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος μονάχα, μπορεί να δείξει πως η φύση μας είναι θεϊκή μέσα σε μια πρόστυχη ανθρωπότητα. Ο Χριστός γιομίζει την απελπιστική ερημιά ολοκλήρων αιώνων. Ακούγω τη γλυκιά λαλιά του και δοξάζω το Θεό γιατί είμαι άνθρωπος, γιατί μπορώ να την ακούγω, σε στιγμή που όλα τα πάντα γύρω μου μού κράζουν να βλαστημήσω τον κόσμο τούτον.
Συμμαζώνουμαι στην ερημιά μου σαν ένα λιοντάρι που ξαπλώνει παράμερα από τα ζούζουλα. Εκεί Σε συλλογιέμαι. . .
Άγιον Όρος, Καψοκαλύβια, μπρος
στο πέλαγος, καθισμένος κάτου απ’
τ’ αγαπημένο δεντράκι του αλησμόνητου
Ισίδωρου. 2 Ιουνίου 1929.




























































Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ
Α΄
«Σε βεβαιώνω πως αισθάνομαι στεναχώρια και θλίψη όποτε δημοσιευθεί τίποτα για μένα. Ανέκαθεν απέφευγα τα δοξάρια. Πολύ φτηνό πράγμα. Αφού είπα πολλές φορές να μη γράψω πια να με ξεχάσουν. Τι όμορφο πράγμα να ζεις ξεχασμένος!»[1]. Ναι· ξεχασμένος αλλά και χαρούμενος, γιατί όπως λες «η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνονται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός»[2].
Θα σε υπακούσουμε ευγνωμόνως. Θα μας επιτρέψεις όμως να καταθέσουμε ερανίσματα από το έργο σου και την κριτική αυτών, που σε γνώρισαν. Για τη δόξα του Χριστού και μόνον, που ήταν το κέντρο της ζωής σου και σε ανέδειξε σε μια νευραλγική για την οικουμένη εποχή, όταν άρχιζε η κρίση του Νέου Ελληνισμού, και σε έθεσε «εις κεφαλήν γωνίας» της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού.
ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Το κάθε τι είνε τυλιγμένο μέσα σε μυστήριο. Αυτό το μυστήριο θέλουνε να βγάλουνε οι σημερινοί άνθρωποι. Μα ξεγυμνώνουνε τον εαυτό τους από κάθε βαθύ αίσθημα. Αφού και οι Χριστιανοί της σήμερον θέλουνε να κάνουνε τον Χριστιανισμό χωρίς μυστήρια, δηλαδή χωρίς Χριστό. Αν δεν νοιώθεις μυστήριο σε ό,τι βλέπεις, σε ό,τι ακούς, σε ό,τι πιάνεις, είσαι στ’ αλήθεια πεθαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι τον καιρό που ζούσα πιο φυσική ζωή, πως όλα με κάνανε να βουτώ βαθειά μέσα μου και να βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, και κάποια μαργαριτάρια μιας ξωτικής θάλασσας».
ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους. Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και ν’ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι. Και σαν τον επικαλεστείς θα σ’ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. Και θα νοιώσεις Κείνον που σ’ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. Δεν σ’ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απ’ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σ’ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τ’ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα. Γιατί είνε εύκολο σ’ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»[3].
ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ήταν ο άνθρωπος της αδιάλειπτης προσευχής, όχι μόνο γιατί προσευχόταν ή έψελνε συνεχώς την ώρα, που ζωγράφιζε, αλλά γιατί ποτέ δεν τον άφησε η μνήμη του Θεού, και είτε μιλούσε, είτε ζωγράφιζε, είτε έγραφε, το έκανε για τη δόξα του Θεού και για να δουν φως τα αδέλφια του, που πασπάτευαν απελπιστικά στο σκοτάδι. «Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να μιλάς στον Θεό την ώρα που δουλεύεις! Ας είσαι ευλογημένος, Κύριε». Η ευγνωμοσύνη του ξεχείλιζε σ’ όλα τα γραψίματά του, για όλα όσα του έδωσε ο Θεός, ευχάριστα και δυσάρεστα. Τον γέμιζε η επικοινωνία του με τον Θεό. «Μη σκέπτεσαι τόσο πολύ», έγραψε στον Α.Κ.. «Προσεύχου και συγκέντρωσε τον εαυτό σου… Πόσο απλά είναι τα πράγματα για όποιον έχει πίστη και μπερδεμένα για όποιον δεν έχει… Εν τη “διανοήσει” ουκ έστι μετάνοια… Οι τέτοιοι θα απομείνουν για πάντα έξω από την αυλή των απλών προβάτων. Αυτοί έχουν ανάγκη από “προβλήματα” κι όχι από σωτηρία. Πίστις τίποτα»[4].
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: «Η μάννα μας η πνευματική είνε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ και αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είνε ο θησαυρός ο κρυμμένος και ο πολύτιμος μαργαρίτης, που λέγει ο Χριστός»[5]. Σφοδρή ήταν η εναντίωση του Κόντογλου στην Οικουμενική Κίνηση για την ένωση των εκκλησιών. Με μαχητική από του Ο.Τ. αρθρογραφία, με ανοιχτή επιστολή προς τον τότε Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα και με άλλα (πρβλ. ιδίως Φ.Κ. Τι είναι Ορθοδοξία και τι είναι ο Παπισμός, Αθήναι 1964), με όλα αυτά ο Κόντογλου υπερμάχησε του πατρώου φρονήματος[6], και σε ευθεία διαδρομή του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη. Με ανυποχώρητο ζήλο αγωνίστηκε να κρατήσει σε απόσταση τη σκέψη και την τέχνη της Δύσης και του μέλανος δρυμού, «που δεν ήταν συμφυής προς την Ορθόδοξο ψυχή, ήτοι του μεταφυσικού, του ευφρόσυνου, του λαμπρού πνευματικού βάθους, της μεγάλης ελπίδος εκ της προς τα Άνω Προοπτικής».








Φώτης Κόντογλου - Ὁ Θεὸς Κόνανος

(ἀπὸ τὸ Πέδρο Καζᾶς, Βασάντα κι ἄλλες ἱστορίες, «Ἀστήρ» Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 1967)

Αὐτὸ τὸ κακὸ δαιμόνιο καθότανε σ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Καταβύθιση, μέσα στὴν ἔρημο Δραμούγκα. Ἐκεῖ πέρα ἤτανε κ᾿ ἡ Ζυγαριὰ τῆς Σωτηρίας, μὲ τὴν ὁποία ζυγιάζανε τοὺς προσκυνητὲς κατὰ πόσο ἤτανε ἄξιοι νὰ σωθοῦνε.
Τρέχανε λοιπὸν ἀπὸ κάθε χώρα χιλιάδες προσκυνητὲς νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι. Περπατούσανε βιαστικά, πεινασμένοι, διψασμένοι, σκελεθρωμένοι, μὲ ποδάρια πληγωμένα. Αὐτὸ τὸ κοπάδι, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἤτανε τόσο μεγάλο, μὲ τὸν καιρὸ λιγόστευε ἀντὶς νὰ πληθαίνει, ἐπειδὴς αὐτοὶ οἱ χατζῆδες δὲν τρώγανε ὁλότελα, μὴν τύχει καὶ παχύνουνε, καὶ πεθαίνανε ἀπὸ τὴν πείνα κι ἀπὸ τὴν κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ.
Πῶς παίρνει ὁ ἄνεμος τὸν καπνό, ἔτσι τρέχανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μέσα στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνά. Σκύλοι μαλλιαροὶ κι ἀγριεμένοι γαβγίζανε ἀπὸ πίσω τους.
Περάσανε μία χώρα ποὺ τὴ λένε Φαρμακωμένη, γιατὶ δὲν ἔχει τίποτ᾿ ἄλλο ἀπὸ πέτρες κατάξερες.
Τὸ κρύο τοὺς ἔκαιγε σὰ φωτιά. Σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, δυὸ ὧρες ἅμα βγεῖ ὁ ἥλιος, ἀρχίζει νὰ φυσᾶ ἕνας ἀγέρας ταντανιασμένος, σὰ νὰ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ παγωμένες σπηλιές. Φυσᾶ ἴσαμε τὸ βράδι, λίγο πρὶν βασιλέψει ὁ ἥλιος. Τὰ βουνὰ καὶ τὰ βράχια φαίνουνται σὰν κρούσταλλα, ὁ οὐρανὸς σὰ γυαλί, καὶ θαρρεῖ κανένας πὼς εἶναι κοντά, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ περπατᾶ ἕναν μήνα γιὰ νὰ τὰ σιμώσει.
Κατὰ τὸ δρόμο ποὺ τραβούσανε, ἅμα τοὺς χτυποῦσε ὁ ἄνεμος ἀπὸ μπροστά, βασανιζόντανε μὲ τὸ κεφάλι κάτω, ἅμα τοὺς χτυποῦσε ἀπὸ τὰ πλάγια, πηγαίνανε μὲ τό ῾να πλευρό, ἅμα τοὺς ἔδερνε ἀπὸ πίσω, τοὺς σβάρνιζε σὰ νά ῾τανε ἀγκάθια ἐλαφρότατα.
Φτάξανε σ᾿ ἕνα μέρος πότρεχε ἕνα ποτάμι ἀφρισμένο. Δὲν ἤτανε παγωμένο, γιατὶ εἶχε ὅλο καταρράχτες σὰ σκαλοπάτια, καὶ τὸ νερὸ ἔπεφτε ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλο καὶ δὲν πρόφτανε νὰ παγώσει. Ὁ τόπος εἶχε καὶ λίγα ἀγριόδεντρα. Εἴδανε ἕνα μύλο ποὺ βρόνταγε ἡ ρόδα του, μὰ ἤτανε ἔρημος καὶ γύριζε μοναχός του.
Ἀφοῦ περάσανε τὸ ποτάμι, καθήσανε καὶ συλλογιζόντανε ποιὸ δρόμο νὰ τραβήξουνε. Τότες ἀκούσανε μία φωνὴ ψιλὴ καὶ παράξενη, πὄβγαινε ἀπὸ τὴ ρόδα τοῦ μύλου, λέγοντάς τους νὰ περάσουνε μέσ᾿ ἀπὸ μία τρύπα τοῦ βουνοῦ.
Ἀφοῦ περπατήξανε κάμποσο, βρήκανε αὐτὴ τὴν τρύπα καί, μπαίνοντας μέσα, πέσανε νὰ κοιμηθοῦνε. Ἀλλὰ δὲν μπορέσανε νὰ κοιμηθοῦνε, γιατὶ κολλήσανε ἀπάνω τοὺς πλῆθος βδέλλες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἤτανε γεμάτη κείνη ἡ τρύπα.
Πρὶν ξημερώσει λοιπὸν φύγανε ἀπὸ κεῖ. Ἡ τρύπα τοὺς ἔβγαλε σ᾿ ἕνα μέρος γεμάτο κοφτερὲς στουρναρόπετρες καὶ κάμποσοι πεθάνανε, ἀδυνατισμένοι ὁλότελα ἀπὸ τὸ αἷμα ποὺ τοὺς ἤπιανε οἱ βδέλλες.
Σὲ λίγες μέρες καταντήσανε ὁλότελα σκέλεθρα, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει ὁ θεὸς Κόνανος: «Ἂν θέλεις νὰ μὴν καταποντιστεῖς, πρέπει νὰ ξεραθοῦνε τὰ κρέατα τοῦ κορμιοῦ σου· τὰ κόκκαλά σου νὰ μικρύνουνε καὶ νὰ γίνουνε σὰν ἀλαφρόπετρα.»
Ὁλοένα βουνὰ ἀνεβαίνανε, βουνὰ ἄσπλαχνα, καταβόθρες μαῦρες κ᾿ ἔρημες. Μηδὲ ἀγριοπούλι δὲν εἴδανε.























http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/

*






















Η Νότα Χρυσίνα είναι Μεταφράστρια- Πολιτισμολόγος μεταπτυχιακή φοιτήτρια του ΕΚΠΑ στο τμήμα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου