Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Από τη γενιά της άρνησης στη γενιά της διαδικτυακής μοναξιάς [μια ανθολογία της ελληνικής ποίησης]


Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας), τόμος Δ΄ (1970-2000), ανθολόγηση – επιμέλεια Κώστας Γ. Παπαγεωργίου – Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εκδ. Κότινος, 2013
Δύο τρόποι χρήσης μιας ποιητικής ανθολογίας είναι δυνατοί. Ο πρώτος απ’ αυτούς είναι να τη διαβάσουμε σαν ένα οποιοδήποτε βιβλίο, μέθοδος η οποία μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη της ανθολογίας στην τρέλα, καθώς η μία διαφορετική φωνή θα διαδέχεται την άλλη και όλες μαζί θα συνθέτουν μια παράφωνη και ακατάληπτη μουσική. Ο άλλος τρόπος απαιτεί έναν υποψιασμένο και επαρκή αναγνώστη, ο οποίος θα είναι σε θέση να ξεχωρίσει, ανάμεσα στα πολλά, το σωστό νήμα που διατρέχει τα ποικίλα ποιήματα και ακολουθώντας το ώς την άκρη του να βρει τον δρόμο προς την αναγνωστική απόλαυση και την ωφέλεια. Στον τέταρτο τόμο της «Ανθολογίας της ελληνικής ποίησης (20όςαιώνας)», που κυκλοφορεί από τις εξαιρετικές βιβλιοφιλικές εκδόσεις Κότινος, ο αναγνώστης βρίσκει πολύτιμη βοήθεια στην εισαγωγή των Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Η εισαγωγή των δύο δοκιμασμένων και επαρκέστατων ανθολόγων-επιμελητών με τον τίτλο της κιόλας ορίζει το χρονικό άνοιγμα αλλά και τη δομή της ανθολογίας: «Από τη γενιά της άρνησης στη γενιά της διαδικτυακής μοναξιάς». Διαβάζουμε λοιπόν ποιητές που έκαναν την εμφάνισή τους ανάμεσα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τρεις –άτυπες βέβαια– ποιητικές γενιές παρουσιάζονται στις τετρακόσιες εβδομήντα σελίδες της ανθολογίας, εβδομήντα περίπου ποιητές με πέντε ώς δέκα ποιήματά του ο καθένας. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν αναγράφεται η ποιητική συλλογή από την οποία προέρχεται κάθε ποίημα τονίζει την ενότητα της φωνής κάθε ποιητή και βοηθάει τον αναγνώστη να σχηματίσει μια πιο καθαρή εικόνα για τον καθένα απ’ όσους ανθολογούνται και να οδηγηθεί, ενδεχομένως, στα πρωτότυπα βιβλία. Αυτός εξάλλου είναι και ο κύριος στόχος κάθε παρόμοιας ανθολογίας: η χαρτογραφημένη συναγωγή ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος της ποιητικής παραγωγής μιας χρονικής περιόδου, με τρόπο ώστε να διακρίνονται μεν τα χαρακτηριστικά της εποχής, αλλά να μην εξαφανίζεται και η ιδιοπροσωπία κάθε δημιουργού.
Τρεις ποιητικές γενιές διακρίνουν λοιπόν οι επιμελητές της έκδοσης. Ως γενιά της άρνησης (γενιά της αμφισβήτησης έχει αποκληθεί επίσης) ορίζεται η άτυπη ομάδα των ποιητών εκείνων που πρωτοδημοσίευσαν ποιήματά τους κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και λίγο αργότερα, κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ο Γιάννης Κοντός, ο Λευτέρης Πούλιος, ο Βασίλης Στεριάδης, η Παυλίνα Παμπούδη, η Τζένη Μαστοράκη, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Γιάννης Πατίλης, ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Κώστας Μαυρουδής, ο Νάσος Βαγενάς, η Μαρία Λαϊνά, ο Γιώργος Βέης είναι μερικοί μόνο από τους ποιητές της γενιάς αυτής που ανθολογούνται. Χαρακτηριστικό των περισσότερων απ’ αυτούς, κατά την πρώτη τους δημιουργική δεκαετία τουλάχιστον, είναι η πολιτική, κοινωνική και, ευρύτερα, πολιτισμική δυσφορία που διακρίνεται στους στίχους τους, η οποία εκφράζεται με «έναν υπερπληθωρισμό ποιητικών εικόνων και αντιθέσεων, καθώς και με μιαν από σκοπού ξέχειλη και αποσπασματική πεζολογία». Η υποχρεωτική γενίκευση της διατύπωσης δεν υπονοεί, προφανώς, ότι απουσιάζουν από τη γενιά αυτή οι διαφορετικές –οι πιο εσωτερικές ίσως– φωνές, δεν είναι αυτές ωστόσο που κυριαρχούν.
Θεματική, κυρίως, διαφοροποίηση είναι αυτό που διακρίνουν ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην επόμενη ποιητική γενιά, στη «γενιά του ιδιωτικού οράματος», όπως αποκλήθηκε η γενιά των ποιητών που εμφανίστηκαν στα γράμματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Κυριότεροι εκπρόσωποί της ο Σωτήρης Κακίσης, ο Γιάννης Τζανετάκης, ο Γιώργος Κακουλίδης, ο Ηλίας Λάγιος, ο Στρατής Πασχάλης, η Αλεξάνδρα Πλαστήρα, ο Χάρης Βλαβιανός, ο Γιώργος Μπλάνας, ο Γιώργος Κοροπούλης, ο Παντελής Μπουκάλας. Ό,τι περισσότερο χαρακτηρίζει τους ποιητές αυτούς είναι «η εξατομικευμένη ανταπόκριση του καθενός στα διάσπαρτα κοινά ερεθίσματα», η προσωπική αγωνία που δεν καταφέρνει ή δεν επιθυμεί να ενταχθεί σε μια ευρύτερη κοινότητα και ξανοίγεται (ή σπαταλιέται σε άλλες περιπτώσεις) σε ατομικούς πειραματισμούς και στη διερεύνηση του εσωτερικού χώρου του ποιητικού λόγου και του ποιητή.
Αναγκαία είναι, νομίζω, όταν αναφερόμαστε στην ποιητική γενιά του ογδόντα, η επισήμανση της στροφής που πραγματοποίησε μια σημαντική μερίδα των ποιητών αυτών (του Ηλία Λάγιου, του Διονύση Καψάλη, του Γιώργου Κοροπούλη) προς την έμμετρη και ομοιοκατάληκτη ποίηση – πόσο μάλλον που αυτή η τάση έδωσε, ίσως, τον τόνο στην ποίησή μας από τη δεκαετία του ’90 και κατόπιν και βρήκε θετική ανταπόκριση τόσο σε παλαιότερους (Νάσος Βαγενάς, Μιχάλης Γκανάς) όσο και σε νεότερους ποιητές (Κώστας Κουτσουρέλης, Γιάννης Δούκας). Κατά τ’ άλλα, η δεκαετία του 1990 υπήρξε, σύμφωνα με τη χαρτογράφηση των δύο ανθολόγων, φτωχή στην ποιητική της παραγωγή, καθώς λίγοι –συγκριτικά με τις προηγούμενες δεκαετίες– ποιητές πρωτοεμφανίστηκαν τότε και δίχως κάποια κοινά στοιχεία που να κάνουν ευδιάκριτη την παρουσία τους. Γεγονός που ανατράπηκε, θριαμβευτικά ίσως, κατά την επόμενη δεκαετία, η οποία και περιμένει ακόμα τον ανθολόγο της.
[Πρώτη δημοσίευση στο Ανοιχτό βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών, 19.1.2014]
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου