Του Παντελη Μπουκαλα
«Το επόμενο έργο [»Ο Υμνος εις την Ελευθερίαν»] είναι ξένο προς τα δημοτικά τραγούδια της Ελλάδας. Το έγραψε τον περασμένο Μάιο ο κύριος Δ. Σoλωμός, νεότατος ποιητής, πολυμαθέστατος και προικισμένος με φαντασία ζωηρή. [...] Το προσθέσαμε στο τέλος της συλλογής του [του Κλωντ Φωριέλ] για να προσφέρουμε στον αναγνώστη τη δυνατότητα να συγκρίνει αυτή τη λαϊκή ποίηση, την τόσο ενδιαφέρουσα για τη φυσική της χάρη και πρωτοτυπία της, με την ποίηση των Ελλήνων που διαμορφώθηκε στο σχολείο των μεγάλων προτύπων της αρχαιότητας. Τη μετάφραση οφείλουμε στον κ. Stanislas Julien, γνωστό από την καλαίσθητη μετάφραση στα γαλλικά του ελληνικού ποιήματος του Κολούθου ««Ελένης αρπαγή» και της «Ελληνικής Πατριωτικής Λύρας» του Ζακυνθίου Κάλβου».
Αυτά έγραφε το 1825 ο εκδότης Firmin Didot (τα αντλώ από το βιβλίο «Ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού και οι ξενόγλωσσες μεταφράσεις του», επιμ. Κατερίνα Τικτοπούλου, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998), αιτιολογώντας την απόφασή του να περιλάβει στον δεύτερο τόμο των «Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών» του Φωριέλ το σολωμικό ποίημα, «το αισθητικό έργο που πρώτο μετουσίωσε καλλιτεχνικά το ιστορικό γεγονός σε πνευματική κατάθεση και λογοτεχνική μαρτυρία» όπως το χαρακτηρίζει ο Π.Δ. Μαστροδημήτρης στο κείμενό του «Η άλωση της Τριπολιτσάς στον «Υμνον εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού» (βλ. το βιβλίο του «Επτανησιακά - Μελετήματα για την επτανησιακή λογοτεχνία και κριτική (1960-2005)», εκδ. «Πορεία», 2005). «Ο «ύμνος στην Ελευθερία» του Σολωμού, του δημοτικού ποιητή της νέας Ελλάδας, μεταφρασμένος από τον κ. Στανισλάς Ζουλιέν και περασμένος στο τέλος του δεύτερου τόμου των «Δημοτικών Τραγουδιών της Νέας Ελλάδας» του Φωριέλ, είχε τότε γίνει δεκτός με μεγάλη ευμένεια από το κοινό», σημειώνει ο Γεώργιος Τερτσέτης στις 9 Μαρτίου 1857, σε σύντομη νεκρολογία του για τον ποιητή στο περιοδικό Le Moniteur Grec.
Εχουμε πολλούς λόγους να πιστεύουμε ότι η απόφαση του Φερμίνου Διδότου να ταιριάξει τη δημοτική ποίηση με τους στίχους του ανθρώπου που θα γινόταν ο γενάρχης της νεοελληνικής ποίησης θα κατασυγκινούσε τον Σολωμό, λάτρη των δημοτικών τραγουδιών. «Στη Ζάκυνθο», γράφει ο Μαρίνος Σιγούρος, «ο Σολωμός καταγίνεται μελετώντας τα δημοτικά τραγούδια, τον Ερωτόκριτο, τη Βοσκοπούλα κι άλλα, και τη νύχτα συχνάζει σε διάφορες διασκεδάσεις». Αριστος γνώστης ο Ιάκωβος Πολυλάς σημειώνει στα «Προλεγόμενά» του: «Με την αυτομόρφωτη αυτή γλώσσα εσυγγένευε ο ποιητικός νους του Σολωμού, και αυτός άρχισε να τη μελετήσει, άμα επέστρεψε εις την πατρίδα του, ώστε ες ολίγο διάστημα καιρού επήρε το πνεύμα της από το στόμα του λαού και από τα εθνικά τραγούδια, τα οποία ήδη εφρόντιζε να συνάξει από τα διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ο ενθουσιασμένος εκείνος ερευνητής των ποιητικών αριστουργημάτων της αρχαιότητας και των νεότερων έκλινε πρόθυμα το αυτί εις τα αυτοσχεδιάσματα ενός τυφλού γέροντος, οπού εζούσε εις την Ζάκυνθο με το τραγούδι· εδυνάμωνε μες στην ψυχή του νέου ποιητή το θάρρος του εις το μέλλον του έθνους, όταν ετύχαινε ν' ακούσει από το άτεχνο στόμα του φτωχού Νικολάου στίχους γενναίους καθώς είναι οι εξής, από μιαν περιγραφή πυρκαϊάς εις τα Ιεροσόλυμα: «Ο Αγιος Τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη· / εκεί που βγαίνει τ' Αγιο Φως άλλη φωτιά δεν πάει»».
«Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια», έγραφε προς τον Γεώργιο Τερτσέτη ο Σολωμός το 1833, «θα 'θελα, όμως, όποιος μεταχειρίζεται την κλέφτικη γλώσσα, να τη μεταχειρίζεται στην ουσία της και όχι στη μορφή της». Ο ίδιος «συνεκέντρωνε τραγούδια από διάφορα μέρη της Ελλάδος», γράφει ο Εμ. Κ. Χατζηγιακουμής στο έργο του «Νεοελληνικαί πηγαί του Σολωμού - Κρητική λογοτεχνία, δημώδη μεσαιωνικά κείμενα, δημοτική ποίησις» (Αθήνα, 1968), απόδειξη δε «αποτελεί τετράδιον πλήρες δημοτικών τραγουδιών της Κύπρου, το οποίον ευρέθη μεταξύ των χειρογράφων του ποιητού». Ο Χατζηγιακουμής μνημονεύει επίσης τη «μαρτυρία του Ιταλού ποιητή Regaldi, καθ' ην ούτος, ταξιδεύων εις Ηπειρον, έχει ήδη εις χείρας του Μανούσου αντίτυπον της συλλογής του Fauriel πλήρες ιδιογράφων σημειώσεων του Σολωμού. Το αντίτυπον τούτο απωλέσθη και παρά τας έρευνας του καθηγητού Ν.Β. Τωμαδάκη, δεν ανευρέθη, ουδέ έχομεν περί τούτου ετέραν μαρτυρίαν. Ωστε, αν και υπό των περισσοτέρων μελετητών η πληροφορία του Regaldi γίνεται αποδεκτή, εν τούτοις επιβάλλεται κάποια επιφύλαξις».
Ισως -τίποτε δεν απαγορεύει εδώ την υπόθεση- κάποιες από τις «ιδιόγραφες σημειώσεις» του Σολωμού να βρίσκονταν πάνω στις σελίδες της συλλογής του Φωριέλ με τα δύο δημοτικά ποιήματα που αφορούν την άλωση της Τριπολιτσάς, και τα οποία δεν είναι απίθανο να τα είχε ακούσει ο Σολωμός πριν τα διαβάσει τυπωμένα. «Αυτά τα δυο τραγούδια αποτελούν στο μοναδικό αντίγραφο που ήρθε στα χέρια μου μιαν ενιαία σύνθεση», γράφει στο μικρό εισαγωγικό του ο Φωριέλ (βλ. την έκδοση του Πανεπιστημίου της Κρήτης, με επιμέλεια του Αλέξη Πολίτη): «Κρίνοντας από τη διάθεση του ποιητή, ο κύριος σκοπός της σύνθεσης είναι να θρηνήσει τη δυστυχία και την αιχμαλωσία του Κιαμίλ-μπεη, που τον συνέλαβαν στην Τριπολιτσά οι επαναστατημένοι Ελληνες του Μοριά, το 1821. [...] Το πρώτο [τραγούδι] είναι μια αρκετά ζωηρή εικόνα των σπουδαιότερων περιστατικών της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. [...] Το άλλο κομμάτι μπορεί να θεωρηθεί σαν θρήνος ή ελεγεία για τις συμφορές των Τούρκων του Μοριά γενικώς, και του Κιαμίλ-μπεη ειδικά, κατά το πρώτο έτος της ελληνικής επανάστασης. Οι στίχοι έχουν χάρη, και το ύφος είναι πολύ παθητικό: ένας βουνίσιος Ελληνας δεν θα ήταν τόσο ευαίσθητος στις ατυχίες των δεσποτών του. Εκτός από αυτό όμως, τίποτε άλλο δεν εμποδίζει το τραγούδι να είναι λαϊκό: οι νικητές τραγουδούν ευχαρίστως τις δυστυχίες των νικημένων».
«Ηταν ημέρα βροχερή και νύχτα χιονισμένη / όταν για την Τριπολιτσάν κίνησεν ο Κιαμίλης» ακούμε στο πρώτο τραγούδι, την «Αλωση της Τριπολιτσάς». «Στον ερχομόν του κι οι Γραικοί επλάκωσαν το κάστρον· / τους Τούρκους έκλεισαν στενά, βαρεά τους πολεμούσαν. [...] «Τώρα να ιδείτε», φώναξε τότ' ο Κολοκοτρώνης, / «να ιδείτε ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια», / πώς πολεμούν οι Ελληνες, πώς πελεκούν τους Τούρκους». Δεν είναι εδώ σαν ν' ακούμε, μαζί με τον Σολωμό, «ξύλα και πελέκια»;
Και πάλι φώναξε ο Κολοκοτρώνης: «Μολάτε τα τουφέκια σας, και βγάλτε τα σπαθιά σας, / βάλετε την Τουρκιάν εμπρός, σαν πρόβατα στην μάνδραν». Δεν είναι εδώ σαν να βλέπουμε «χάμου [να] πέφτουνε κομμένα / χέρια, πόδια, κεφαλές, / και παλάσκες και σπαθία / με ολοσκόρπιστα μυαλά, / και με ολόσχιστα κρανία, / σωθικά λαχταριστά;»
«Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις την μεγάλην τάμπιαν», συνεχίζει το δημοτικό· «απελογάτ' ο Κεχαϊάς προς τον Κολοκοτρώνην· «Κάμε ισνάφι στην Τουρκιά, κόψε, πλην άφ'σε κιόλας». Πόσο μακριά βρισκόμαστε από το «Ω! φθάνει, / φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί»;
Ο Κολοκοτρώνης του δημοτικού, ο Κολοκοτρώνης των «Απομνημονευμάτων» και ο Σολωμός του «Υμνου» ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο το «πελέκημα», τον «σκληρόψυχο τον τρόπο του πολέμου»: με τη μνήμη των νεκρών. Στα «Απομνημονεύματά» του ο Γέρος του Μοριά «επαρηγορήθηκε και διά τον σκοτωμόν των Τούρκων», ενθυμούμενος «πόσοι από το σόγι του και από το έθνος του εκρεμάσθησαν». Στο δημοτικό, ο αρχικαπετάνιος απαντά στον Κεχαγιά, υπαρχηγό του Χουρσίτ πασά που για να υποτάξει της επανάσταση είχε μακελέψει τη Βοστίτσα: «Τι φλυαρείς παλαιό-Τουρκε, τι λες παλαιομουρτάτη; / Ισνάφι έκαμες εσύ εις την πικρήν Βοστίτσαν, / όπ' έσφαξες τ' αδέρφια μας και όλους τους δικούς μας;» Και στον «Υμνο», στις στροφές που όπως έχει υποδείξει ο Ν.Β. Τωμαδάκης συγγενεύουν με την ομηρική «Νέκυια», την εντολή της εκδίκησης και του θανάτου είναι σαν να τη δίνει η «εντάφια συντροφιά», «ίσκιοι / αναρίθμητοι γυμνοί, / κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», «όσοι είν' άδικα σφαγμένοι / από τούρκικην οργή». Μ' αυτά στο νου γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης: «Πόσον προσφυής είναι ο τρόπος, με τον οποίον ο ποιητής επιχειρίζεται να δικαιολογήση την τόσην σφαγήν εκείνης της τρομερής ημέρας! Υποθέτει ότι αναρίθμητοι ίσκιοι των αδικοφονευμένων Ελλήνων αναίβαιναν από τα σπλάγχνα εις το πρόσωπον της γης, οι οποίοι χορεύοντες μέσ' τα πηκτά αίματα, βρυχίζοντες βραχνά, και μανίζοντες εις το πλάγι των Ελλήνων έγγιζαν τα στήθη των πολεμιστών· αυτό το έγγισμα έδιωχνεν από την ελληνικήν καρδίαν κάθε αίσθημα λύπης, και κατ' αυτόν τον τρόπον «...αυξάνει του πολέμου / ο χορός τρομαχτικά»».
Στο δεύτερο δημοτικό, η άλωση έχει συντελεστεί («πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια») και ο ανώνυμος ποιητής, ο δήμος, δεξιώνεται και αναδεικνύει τον πόνο των εχθρών: «Κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, πολλές εμιροπούλες [...] Κλαίουν τ' αχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά γι' αγάδες, / κλαίει και η Κιαμίλαινα τον δόλιον της τον άντρα». Και μόνη αυτή η δεξίωση, που όσο ξέρω έχει επαναληφθεί σε κρητικό μοιρολόγι για Γερμανούς σκοτωμένους, αρκεί για να καταδείξει το ύψος της δημοτικής ποίησης, ύψος που ο Σολωμός το θεώρησε χωρίς να ζαλιστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου