Αναδημοσίευσηαπό:https://sarantakos.wordpress.com/2015/10/28/barnalis-panselinos-seferis/#more-13963
Φωτογραφία Βασίλης Ρούβαλης |
Τι σας έφταιξε ο φασισμός; (συμπληρωμένο)
28η Οκτωβρίου σήμερα, και συνεχίζω δημοσιεύματα στο πνεύμα της επετείου, αφού και την Κυριακή αλλά και χτες είχαμε συναφή θεματολογία. Σήμερα αναδημοσιεύω ένα άρθρο που είχα ανεβάσει πριν από τρία χρόνια, για ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο του πολέμου. Τον Δεκέμβριο του 1940, ενώ στα βουνά της Αλβανίας συνεχίζονταν οι μάχες, που είχαν πια πάρει νικηφόρα τροπή για τον ελληνικό στρατό, ο υποδιοικητής της Ασφάλειας Παξινός (αργότερα τον εκτέλεσαν οι Άγγλοι για άνθρωπο των Γερμανών) κάλεσε στην Ασφάλεια αρκετούς αρθρογράφους εφημερίδων και περιοδικών, τους περισσότερους αριστερούς, για να τους επιπλήξει επειδή στα άρθρα τους καλούσαν τον ελληνικό λαό να πολεμήσει το φασισμό -και όχι απλώς και γενικώς τους Ιταλούς.
Στην παλιότερη δημοσίευση είχα παρουσιάσει την εξιστόρηση των γεγονότων από τον Ασημάκη Πανσέληνο, όπως τα περιέγραψε στην απολαυστική αυτοβιογραφία του «Τότε που ζούσαμε». Σήμερα θα προτάξω την εξιστόρηση του ίδιου περιστατικού από τον Κώστα Βάρναλη, όπως τα θυμήθηκε σε χρονογράφημά του μέσα στον Εμφύλιο, στις 27 Οκτωβρίου 1947, στον Ρίζο της Δευτέρας, που ακόμα ήταν νόμιμος (ενώ ο καθημερινός Ριζοσπάστης είχε κλείσει μαζί με τις άλλες εαμικές εφημερίδες από τις αρχές Οκτωβρίου) αν και δεν θα αργούσε να κλείσει (στα τέλη του χρόνου, όταν τέθηκε εκτός νόμου το ΚΚΕ).
Παρουσιάζω επίσης στο τέλος την αναφορά που κάνει στο ίδιο περιστατικό ο Σεφέρης, που περιλαμβάνεται στο πολύ ενδιαφέρον κείμενό του «Χειρόγραφο Σεπ. 41» (τώρα στον τρίτο τόμο των Δοκιμών). Έτσι έχουμε το ίδιο γεγονός ιδωμένο από τρεις μεγάλους λογοτέχνες μας, σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές (λίγους μήνες μετά ο Σεφέρης, λίγα χρόνια μετά ο Βάρναλης, πολλά χρόνια μετά ο Πανσέληνος). Παραθέτω επίσης ορισμένες πολύ καίριες σκέψεις του Σεφέρη για την οξεία αντίθεση στην οποία βρέθηκε το τεταρταυγουστιανό καθεστώς, να μάχεται, φασιστικό κι εκείνο, ενάντια σε δυνάμεις φασιστικές.
Βάρναλης
Η βουβή επέτειος – Γιορτή και λαός
H 28 του Οχτώβρη είναι μια μεγάλη μέρα για τον ελληνικό λαό – και μέρα ντροπής για τους προδότες του. Κι όμως ετούτοι γιορτάζουνε το «αλβανικό έπος». Και πάλι χωρίς το λαό. Και πάλι με φράχτη γύρω τους τα όπλα -για να τους φυλάνε όταν πηγαίνουν στην τελετή – να φυλάνε από το λαό τους εχθρούς του λαού.
Το τι νόημα δίνουνε στον όρο «αλβανικό έπος» οι φυγάδες του «έπους» φαίνεται από το νόημα που δίνουνε σε κάτι ανάλογες και παράλληλες ορολογικές απάτες όπως π.χ «απελευθέρωση», «ανεξαρτησία»,»δημοκρατία», «αμερικάνικη βοήθεια», «πνευματική ελευθερία» κλπ. Το ουσιαστικό περιεχόμενο των λέξεων είναι διαμετρικά αντίθετο με την ετυμολογική τους σημασία.
Αλλά το νόημα, που έδινε η 4η Αυγούστου στο «αλβανικό έπος», μας το εξήγησε τότες με τρόπον επίσημον ο τότε διευθυντής της Ασφαλείας κ. Παξινός. Ενώ δηλαδή ο ελληνικός λαός γυμνός και άοπλος, εγκαταλελειμμένος από τους «αρχηγούς» του χτύπαε στο μέτωπο και μπροστά του και πίσω του τους εχθρούς της ελευθερίας του, τους φασίστες, οι αρχηγοί του ελληνικού φασισμού ετοιμάζανε στην πρωτεύουσα την παράδοση του λαού – γιατί η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν παράδοση του στρατού μονάχα (των 200 χιλιάδων ανδρών), αλλά ολάκερου του ελληνικού λαού (των 7 εκατομμυρίων).
Ο μοναρχοφασισμός που είπε το μαύρο του «όχι», μονάχα για τον τύπο, κοίταε από την πρώτη στιγμή πώς θα έσωζε όχι την «πατρίδα», παρά το καθεστώς του· πώς θα περνούσε τον ελληνικό λαό από τα δικά του τα χέρια στα ξένα χέρια, χωρίς ο μεσίτης να χάσει ούτε την ηγεσία του λαού, ούτε τα κέρδη του απ΄αυτόν.
Η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήτανε πράξη ανωτέρας βίας παρά θεληματική συμμαχία με τον εχθρό εναντίον του λαού. Και κανένας από τους μεταδεκεμβιανούς κυβερνήτες δεν αμφιβάλλει πως στην σημερινή επέτειο δεν γιορτάζεται το «αλβανικό έπος», παρά η «συνθηκολόγηση» και η συνεργασία με τον εχθρό. Αν τότε ο ελληνικός λαός νικούσε ως το τέλος τους εχθρούς κι έσωζε την ελευθερία του, οι σημερινοί συνεχιστές της 4ης Αυγούστου, τη σημερινή επέτειο θα την είχανε ημέρα «εθνικού πένθους».
* * *
Λοιπόν. Τότες κι εμείς οι αριστεροί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι πήραμε στα σοβαρά (όπως κι ο λαός) τον πόλεμο κατά των «βαρβάρων επιδρομέων». Και γράφαμε πύρινα άρθρα εναντίον τους- εναντίον του «φασισμού». Μα το είπαμε: ο δικός μας ο φασισμός, τέκνο και ομοίωμα του ιταλικού και του γερμανικού, δεν του καλάρεσε να βρίζουμε το «σύστημα». Κι ένα βράδυ (χειμώνας ήτανε) μας μαζέψανε στη Γενική Ασφάλεια τους ξεροκέφαλους αριστερούς που χαλούσαμε τη «δουλειά». Ήτανε (όσο θυμάμαι) ο Καρβούνης, ο Κορδάτος, ο Κορνάρος, ο Πανσέληνος, ο Μέξης, ο Σπ. Θεοδωρόπουλος. Και ξαφνικά για λίγες ώρες μονάχα μας φέρανε ωραίον, κομψόν και γόητα, με ύφος «υπεράνω όλων» μας, τον κ. Καραγάτση. Μα ως το βράδυ τον αφήσανε.
Το άλλο βράδυ μας ξαναπήγανε στη Διεύθυνση της Γεν. Ασφαλείας, όπου μας παρουσιάσανε στον κ. Παξινό. Εκεί πήραμε το «πρώτο βάπτισμά» μας στο νόημα του «αλβανικού έπους». Ο κ. Διευθυντής, κοφτά και μελετημένα μας είπε να μην κάνουμε τον έξυπνο στα άρθρα μας βρίζοντας το φασισμό (έτσι βρίζαμε έμμεσα και την 4η Αυγούστου· και σ’ αυτή την άποψη δεν είχε άδικο ο κ. Διευθυντής) και πως δεν φταίει καθόλου ο φασισμός για τον πόλεμο.
Με άλλα λόγια, εννοούσε πως έφταιγε ο ιταλικός λαός που μας μισούσε ή που είχε καταχτητικές βλέψεις, λες κι οι λαοί αισθάνονται ή ενεργούνε μοναχοί τους κι είναι υπεύθυνοι αυτοί για ό,τι αγαπούνε ή μισούνε και για ό,τι κάνουνε -όπως τα ομαδικά εγκλήματα εναντίον των αμάχων.
Κι αφού μας ενουθέτησε και μας έκανε προσεχτικούς για το μέλλον μάς άφησε «λέυτερους», δηλ. μας «εδέσμευσε» τη σκέψη και τη γλώσσα. Έπρεπε δηλ. κι εμείς να βοηθήσουμε τον ξένο φασισμό να κατεβεί και να θρονιαστεί άνετα στην Ελλάδα δίπλα στο ντόπιο.
* * *
Κάτι ανάλογο μου είπε μια μέρα κι ο διευθυντής της εφημερίδας, που εργαζόμουνα τότες. Έγραφα μια ιστορία (επί δυόμισι μήνες) της διαφθοράς και απανθρωπίας των πολιτικών ηθών της Ρώμης από το Σύλλα και πέρα. Η περίσταση και η πεποίθησή μου με κάνανε να χρωματίζω κάπως ζωηρότερα τα πρόσωπα και τα πράγματα και να τα χαρακτηρίζω με τον ίδιο τρόπο – κυρίως την αρπαχτικότητα και τη φιλοχρηματία των ισχυρών της «αιώνιας πόλεως»: Σύλλα, Κράσσου, Οκταβίου, Κικέρωνα, Σενέκα κλπ.
Ο διευθυντής μου λοιπόν με κάλεσε και μου λέγει¨
-Είπαμε να βρίζεις τους Ρωμαίους, αλλ’ όχι και τους πλουτοκράτες! Δυστυχώς οι περισσότεροι αναγνώστες μας (της Κηφισιάς) είναι πλουτοκράτες.
-Μα εγώ βρίζω, του απάντησα γελώντας, τους τότε Ρωμαίους πλουτοκράτορες, όχι τους τώρα Έλληνες πλουτοκράτες. Εκείνοι ήταν τέρατα· οι δικοί μας είναι εντάξει : πατριώτες και καλοί χριστιανοί…
* * *
Μ’ άλλα λόγια οι δυο διευθυντές, της Ασφαλείας και της αστικής εφημερίδας, θέλανε ο πρώτος να μη βρίζουμε τους εξωτερικούς εχθρούς κι ο δεύτερος τους εσωτερικούς. Ας χάνεται η πατρίδα, αλλ’ όχι το σύστημα. Θέλετε τώρα άλλην εξήγηση του τι σημαίνει γι’ αυτούς ο όρος «αλβανικόν έπος»;
Όταν λοιπόν οι εχθροί του λαού ξηγιούνται με τόση ειλικρίνεια, τότε γιατί ο λαός να μην έχει το δικαίωμα να τους τα λέει κι αυτός από την καλή; Θα πείτε δεν τον αφήνουν. Θα τον αφήσουν! Κι αν τώρα ο λαός τιμά ανεπίσημα αυτήν την επέτειο, θα έρθει η μέρα σύντομα, που θα την γιορτάζει επίσημα κι όπως της αξίζει.
Πανσέληνος
Ο χειμώνας εκείνος ήτανε άπονος και ψυχρός. Το χιονόνερο δε σταματούσε. Ήταν οι νύχτες μεγάλες κι όταν φυσούσε ο βοριάς είχες την αίσθηση πως μες στους έρημους δρόμους παραπατούσε το πεπρωμένο. Συλλογιζόμουν να πάω εθελοντής αλλά δίσταζα. Απ’ το δίλημμα μ’ έβγαλε η είδηση, πως το Γιώργο το Θεοτοκά, που είχε κιόλας καταταχτεί, τον φώναξαν μια μέρα, τον διάταξαν να ξεντυθεί και τον στείλανε σπίτι του!
Είχε περάσει κανένας μήνας και είμαστε πια στο καταχείμωνο του ’40. Ήταν μια Πέμπτη, 19 του Δεκέμβρη, νομίζω. Η μέρα πέρασε ανιαρή, κουρασμένη. Το κρύο τρυπούσε τα κόκκαλα. (…) Πέρασε ώρα κι ετοιμαζόμαστε να πλαγιάσουμε όταν χτύπησε η πόρτα μας με διάκριση. Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα; Όξω χιόνιζε ολοένα. Σηκώθηκα κι άνοιξα με δυσφορία.
Έχω πάντα μια διαίσθηση σε κάτι τέτοια. Ο άνθρωπος που μπήκε, στιγμή δεν αμφέβαλα για το επάγγελμά του. Μόνο που ήταν απόψε λίγο πιο ευγενής απ’ όσο σηκώνει η δουλειά του. Έκανε μια σύντομη, τυπική έρευνα στο γραφείο.
– Σας ζητούν στην Ασφάλεια, είπε.
(…)
Στο γραφείο που μ’ έμπασαν ήταν ο Νίκος Χαραλαμπίδης, αξιωματικός της ασφάλειας, Μυτιληνιός. Με ρώτησε αν θέλω καφέ κι εγώ πήρα θάρρος κι έβανα τις φωνές.
— Δεν καταλαβαίνετε πως έχουμε πόλεμο; Πως κινδυνεύουμε όλοι; Για ποιο σκοπό μας φέρνετε πάλι εδωπέρα.
Ο άλλος κοιτάει ατάραχος. Στους διαδρόμους κυριαρχεί νεκρική σιωπή. Πολλές φορές ο Χαραλαμπίδης έγινε αιτία να ξεμπλέξω με την Ασφάλεια. Μιλάει.
— Τι δημοσίεψες πάλι τελευταία;
Να βάζεις στο νου το χερότερο, για να παρηγοριέσαι με το κακό! Αυτό λοιπόν ήταν; Το άρθρο μου στα «Νεοελληνικά Γράμματα» ήταν η αιτία;
— Αυτό που δημοσίεψα ήταν κάτι που έπρεπε να το κάνω. Κι αν είναι γι’ αυτό που με κουβαλήσατε εδώ, εγώ το εγκρίνω και τώρα και κάντε με ό,τι θέλετε.
(…)
Μας μεταφέραν κατόπι στο χτίριο της οδού Στουρνάρα κι άρχισαν να κουβαλούν κι άλλους: το Σπύρο Θεοδωρόπουλο, το Νίκο τον Καρβούνη, το Δημήτρη Φωτιάδη, το Θέμο Κορνάρο., το Γιάννη Κορδάτο, το Μέξη, το Μαρίνη, κι άλλους πολλούς, δεν τους θυμάμαι τώρα, γενήκαμε δεκαεφτά. Ο Χαραλαμπίδης με άφησε και τηλεφώνησα σπίτι μου κι εξήγησα για ποιο λόγο με πιάσαν.
Μας βάλαν λοιπόν όλους εκείνο το βράδυ σε μια κάμαρα ευρύχωρη, σ’ ένα γραφείο με παράθυρο και μπαλκόνι κι αφήσαν την πόρτα ακλείδωτη. Μόνο καθόταν μαζί μας ένα πολισμανάκι αμούστακο κι άκουγε τις κουβέντες μας χωρίς να επεμβαίνει.
Αφήσαν ακόμα και τους δικούς μας να μας επισκεφτούν μες στη νύχτα -μας φέραν κουβέρτες, τσιγάρα και σοκολάτες. Σε λίγο η υπόθεση πήρε χαρακτήρα βεγγέρας. Κάποιος είπε πως για να μας περιποιούνται έτσι, κάτι κακό θα ετοιμάζεται.
Μέσα σε κείνη τη φασαρία, άνοιξε η πόρτα και φέραν τον Κώστα το Βάρναλη. Έξω φρενών ο ποιητής μας, πλην όχι με τους αστυφύλακες που τον πιάσαν παρά με το Νίκο τον Καζαντζάκη! Κάποιος, λέει, του έδειξε ένα έντυπο μ’ ένα άρθρο του Καζαντζάκη που πρότεινε να ενωθεί η Ελλάδα με την Αγγλία. Αυτά τα θυμούμαι τώρα λίγο μπερδεμένα κι αόριστα.
— Άκου κατάσταση, άκου μυαλά, φωμάζει, και μην τον βαράς αν μπορείς, ώσπου να πάρει χαμπάρι. Ινδία, λέει, σκέφτηκε να κάνει την Ελλάδα!
(…)
Όλοι είχαμε μείνει λοιπόν ξεσηκωμένοι και δεν κλείσαμε μάτι εκείνο το βράδυ, εκτός από τον Κώστα το Βάρναλη και το Γιάννη Κορδάτο, που κοιμηθήκανε σαν παιδιά, κουκουλωμένοι σε αδιάβροχα που τους τα βόλεψαν οι αστυνομικοί. Ήταν μια ημεράδα χυμένη στην όψη του Βάρναλη, να τον κοιτάς και ν΄ανοίγει η καρδιά σου. (…) Καθώς προχωρούσε η μέρα, κουβαλήσαν ακόμα δυο τρεις και τον Καραγάτση. Είχε γράψει κι αυτός μια σειρά άρθρα στα «Νεοελληνικά Γράμματα» κι είπε το λόγο του για τον πόλεμο. Μας χαιρέτησε όλους τυπικά και πηγαινοερχότανε μες στο θάλαμο χωρίς να καθίζει, λες και θα ήταν το καθισιό του απόδειξη αλληλεγγύης σε μας τους άλλους, που δίκια βρισκόμαστε στο μαντρί.
Μόνο όταν είδε πως περνούσε η ώρα και δεν τον αφήναν, δέχτηκε να μιλήσει για την περίπτωσή του. Δεν ξέρω, λέει, τι το επιλήψιμο βρήκαν στα άρθρα μου -ίσως κάτι που έγραφα για την Αγγλία, πως μονάχα μια φορά στην ιστορία της (στον πόλεμο με τους Βορειοαμερικανούς) δεν έδειξε κατανόηση και την έπαθε.
Κανένας δε μπόρεσε να τον πείσει πως για τέτοια ψιλοπράματα μηδέ η Αγγλία απασχολιέται μηδέ η Ασφάλεια κι ότι μονάχα τον πήρε το ρέμα μαζί μας. Αυτός επιμένει πως είναι δάχτυλος αγγλικός, αλλιώς κανείς δε θα τολμούσε να τον ενοχλήσει· ο αδερφός του ο Ροδόπουλος είχε δόντι γερό. Επικαλέστηκε και τη μαρτυρία του Φωτιάδη πως αυτός μεν συνεργαζόταν στο περιοδικό πλην το έλεγε και δεν το έκρυβε πως συμπαθούσε το φασισμό.
Και τόντις ήρθε σε λίγο ένα τηλεφώνημα και τον απόλυσαν αμέσως. Ήταν ανάγκη να πάει στον Περαία να ζυγίσει κάτι σιτάρια. Κάπου τον είχε χώσει ο αδερφός του. Πριν φύγει μας χαιρέτησε φιλικά και υποσχέθηκε να ενεργήσει για όλους. Ήταν στο βάθος καλόκαρδος άνθρωπος· μονάχα ελαφρά φαντασμένος. (Στην κατοχή άλλαξε ιδέες. Και στην απελευθέρωση τις ξανάλλαξε).
Και τότε πια εμείς, που εξακολουθούσαμε να θεωρούμε σαν αιτία της επίθεσης ενάντια στη χώρα μας τους φασίστες (και όχι τον ιταλικό λαό), καθήσαμε να σκεφτούμε το χάλι μας. Μας είπαν πια επίσημα πως από ώρα σε ώρα θα μας παρουσίαζαν στον υπουργό, τον περιώνυμο Μανιαδάκη -πάγος και ρετσινόλαδο.
[Τελικά τους οδηγούν όχι στον Μανιαδάκη, αλλά στον Παξινό της Ασφάλειας]
— Δε θα συχάσουμε, τέλος πάντων, μ’ εσάς τους διανοούμενους καμιά μέρα; Τόσον καιρό καθόσαστε μουλωχτοί. Βρήκατε τώρα ευκαιρία, με τον πόλεμο, να ξεσπαθώσετε, χωρίς να σας το ζητήσει κανένας. (Ποιος έπρεπε να μας το ζητήσει;)
Είναι ο κ. Παξινός, υποδιοικητής της Γενικής Ασφάλειας που μιλά έτσι. Δίπλα του στέκεται ο κ. Χαραλαμπίδης με τους φακέλους στο χέρι. Σωπαίνουμε όλοι εμείς, σύμφωνα με τις εντολές του Καρβούνη. Όμως το αισθάνεσαι εύκολα πως σε όλων τα στόματα είναι μια απάντηση που κρατιέται. Πάλι μίλησε ο Παξινός.
– Έχουμε πόλεμο, λέει, με την Ιταλία κι εσείς βρήκατε ευκαιρία να χτυπάτε το φασισμό. Τι σας έφταιξε ο φασισμός; Οι Ιταλοί μας επιτεθήκανε. Κι άλλα κράτη έχουνε φασισμό, αλλά δε μας πειράζουν. Αυτά να τα παρατήσετε. Ξέρουμε πολύ καλά τι ήσαστε. Να προσέξετε γιατί θα βρείτε μπελά.
(…)
Να φύγετε τώρα όλοι στα σπίτια σας, συνέχισε ο Παξινός, και να μη ξεμυτίσετε πια με τέτοια δημοσιεύματα, γιατί θα την πάθετε άσκημα. Εμάς δε μπορείτε εσείς να μας κοροϊδέψετε.
Εμείς σωπαίναμε πάντα, και τη σιωπή τη διέκοψε τώρα ο κ. Χαραλαμπίδης. Ήθελε κάτι και τούτος να πει, ευχαριστημένος μάλλον για το τέλος που έπαιρνε η υπόθεση.
— Έχεις εδώ και τον Ασημάκη, τον πατριώτη μου, κι ενώ καθόταν στ’ αβγά του τόσο καιρό, βρήκε τώρα την ευκαιρία να μας γράφει εδωπέρα, πως πρέπει να πολεμήσουμε τους Ιταλούς επειδή είναι φασίστες.
Άνοιξε το περιοδικό κι είχε υπογραμμισμένα κομμάτια από το άρθρο μου.
Τότε μίλησα πια κι εγώ. Δεν κρατήθηκα.
— Εδώ, είπα, ο τόπος μας δέχτηκε μια επίθεση. Όλοι πρέπει να πολεμήσουμε και πάλι ένας θεός ξέρει πώς θα τα καταφέρουμε. Εμείς πολεμάμε γιατί πιστεύουμε πως μας επιτεθήκανε οι φασίστες. Αλλά πολεμάμε. Τι σας νοιάζει εσάς το γιατί πολεμάμε;
Πάλι πήρε το λόγο κι απάντησε ο Παξινός.
— Εμείς δε θέλουμε ούτε εσάς ούτε το καλό σας!
Είχε σηκωθεί κι έκανε νόημα να μας πάρουν. Μερικοί με τραβούσανε απ΄το σακκάκι να μη συνεχίσω. Μας κρατήσαν αργά και μας απολύσαν μεσάνυχτα περασμένα. Μας βάλαν στην κλούβα και μας αφήσανε σπίτια μας -να μην πάρει χαμπάρι κανείς.
Έβρεχε, και μες στην έρημη Αθήνα κυριαρχούσε το σκοτάδι κι ο πόλεμος. Και στον πόλεμο τούτο ο κ. Παξινός μού απαγόρεψε να πολεμήσω. Δεν είχα χαρά που με απόλυσαν.
Φυσικά δεν είναι εύκολο να βρούμε όλα τα άρθρα που ενόχλησαν τη μεταξική Ασφάλεια επειδή περιείχαν αντιφασιστικά μηνύματα, αλλά το άρθρο του Πανσέληνου το βρήκα και το ανέβασα εδώ. Πράγματι περιέχει αποσπάσματα που ένας ευσυνείδητος ασφαλίτης θα τα υπογράμμιζε για επιλήψιμα, όπως: Στον αγώνα τούτον αυτοί που μισούνε το φασισμό, και όσο ο αγώνας είναι εναντίο του, δεν μπορούν νάχουν καμμιά αμφιταλάντευση. Καμμιά διεθνιστική ή φιλειρηνική συνείδηση δε μπορεί να δέσει τα χέρια. (…) Γι’ αυτό και για τον εχτρό, θα μπορούσε κανείς να πει πως έχει το παιχνίδι χαμένο, ακριβώς επειδή είναι φασίστας. Η νίκη εξάλλου είναι δική μας, γιατί πολεμάμε το φασισμό κι ο φασισμός είναι κάτι μισητό κι αφύσικο, που δε μπορεί να σταθεί. Πολύ λογικό να ενοχλείται το μεταξικό κράτος από τέτοια αποσπάσματα -υποθέτω άλλωστε πως αν, χάρη σε κάποια ιδιότυπη μηχανή του χρόνου, τα στελέχη του τεταρταυγουστιανού καθεστώτος μπορούσαν να πληροφορηθούν τα σημερινά περισπούδαστα κείμενα που αποφαίνονται ότι ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας, πολύ θα παραξενεύονταν!
Σεφέρης
Αλλά το μεγάλο ψεγάδι του Μεταξά δεν ήταν μόνο που δεν ξεκαθάρισε όλους αυτούς τους κυρίους· δεν ήταν μια πράξη αρνητική· ήταν και μια πράξη θετική. Είχε προαγάγει ανάμεσα στην παρέα του την περιφρόνηση και το φόβο της ανεξάρτητης γνώμης, τη χλεύη για την ελευθερία, τη συνήθεια των μεθόδων του αστυνομικού κρατητηρίου, το χαφιεδισμό· τα συμπλέγματα των μεθόδων των φασιστικών κρατών πασαλειμμένα με χρώματα ελληνικά των τουριστικών διαφημίσεων. Μαζί μ’ αυτά, τους έδωσε και το όχι. Αλλά το «όχι» και τα άλλα δεν ήταν πράγματα που συμβιβάζουνται εύκολα. Έτσι δημιουργήθηκε μέσα στα κατεργάρικα, ασυνείδητα και, κατά βάθος, αγροίκα μυαλά των ανθρώπων του καθεστώτος μια αντιφατική ψυχολογία που δύσκολα κατόρθωναν να γεφυρώσουν ακόμη και στην επιφάνεια. Το όχι σήμαινε πως η Ελλάδα θα πολεμούσε τον πιο επικίνδυνο πόλεμο της Ιστορίας της με το μέρος εκείνων που χτυπούσαν τις φασιστικές δυνάμεις. Αλλά το ελληνικό καθεστώς ήταν το ίδιο φασιστικό. Πώς ήταν δυνατό να συνδυαστούν τα δυο αυτά πράγματα; Τη λύση τη βρήκαν, κουτοπόνηρα, οι άνθρωποι του Μεταξά. Ο πόλεμός μας δεν ήταν διόλου πόλεμος εναντιον του Άξονα· ήτανε, μέσα στην παγκόσμια κρίση, ένα ιδιαίτερο, ασύνδετο επεισόδιο· ο πόλεμός μας ήτανεμόνο πόλεμος εναντίον της Ιταλίας -ούτε καν αυτό· ήτανε πολεμος εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας.
Κάποτε, καθώς γίνουνταν αυτός ο περίεργος πόλεμος, οι ασφάλειες παρατήρησαν πως ορισμένοι διανοούμενοι το παραξήλωναν· ότι στα αρθρα τους εναντίον του εχθρού μεταχειρίζουνταν με τρόπο ύποπτα επίμονο εκφράσεις που καυτηρίαζαν την ιδεολογία του Μουσολίνι. Έτσι ένα βραδάκι τους σάρωσαν και τους πήγαν στο Τμήμα. Στον καιρό της ειρήνης, θα τους φόρτωναν σε κανένα καραβάκι και θα τους έστελναν να πλέξουν ειδύλλια στα ωραία νησιά του Αιγαίου. Αλλά τώρα είχαμε και συμμάχους… Ο αστυνόμος λοιπόν περιορίστηκε να τους νουθετήσει· τους είπε:
-Κύριοι έχετε όλη την ελευθερία να τονώνετε το φρόνημα του λαού.Αλλά δεν είναι σωστό να βρίζετε το φασισμό. «Κι εμείς είμαστε φασιστικό κράτος.»
Το πράγμα παρατηρήθηκε, κουτά άλλωστε, από την Αγγλική Πρεσβεία, κι ένας υπάλληλός της μού κουβέντιασε φιλικά. Εκτός από το επεισόδιο αυτό, θυμούμαι πολλές περιπτώσεις που η λογοκρισία είχε αντικαταστήσει, σε δημοσιογραφικά τηλεγραφήματα, με τις λέξεις Ιταλός, ιταλικός, τις λέξεις φασιστής, φασιστικός που τύχαινε να χρησιμοποιήσω στις βραδινές δηλώσεις μου στους ξένους δημοσιογράφους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου