Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ονοματοποιία

Αναδημοσίευση: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-B112/640/4113,18903/


Ονοματοποιία λέγεται ο ιδιαίτερος τρόπος σχηματισμού λέξεων από μίμηση ορισμένων ήχων. 
Π.χ. η λ. δοῦπος δεν σχηματίστηκε με παραγωγή ή με σύνθεση, παρά από μίμηση του υπόκωφου ήχου δουπ- με προσθήκη της κατάληξης -ος. Είναι δηλ., όπως λέγεται, λέξη πεποιημένη (φτιαγμένη). Η λέξη που σχηματίζεται με τέτοιον τρόπο λέγεται ονοματοποιημένη λέξη. Εννοείται ότι από μια ονοματοποιημένη λέξη μπορούν να σχηματιστούν έπειτα νέες παράγωγες λέξεις με τις γνωστές παραγωγικές καταλήξεις: δοῦπος: δουπ-έω -ῶ (ομηρ.).
Οι ονοματοποιημένες λέξεις είναι ονόματα ή ρήματα που σχηματίστηκαν:
α) Από μίμηση φυσικών ήχων:
βόμβος (αρχικά για τον άνεμο = ήχος εξακολουθητικός και υπόκωφος): βομβέω -ῶ·
βλύζω (για υγρά = αναπηδώ, αναβλύζω): βλύσις, βλύσμα·
βρέμω (αρχικά για το κύμα = ηχώ με πάταγο): βρόμος (= ήχος βροντερός, πάταγος) ·
καχλάζω (για υγρά που βρίσκονται σε κίνηση, αναταραχή = κοχλάζω): κάχλασμα·
παφλάζω (αρχικά για τα κύματα = ηχώ με θόρυβο): πάφλασμα·
ῥόθος (= ορμητικός ήχος, πάταγος κυμάτων): ῥοθέω -ῶ (= βουίζω), ῥόθιος (= εκείνος που ορμά με θόρυβο)·
ῥόχθος (για κύματα που βρίσκονται σε αναταραχή = πάταγος, βοή): ῥοχθέω -·(πβ. τα νεοελλ.: πλατσαρίζω, μπουμπουνίζω, μπουμπουνητό κτλ.).
Από μίμηση ήχου αντικειμένων που κάνουν κρότο ή ενεργειών που προκαλούν θόρυβο:
δοῦπος (= βαρύς υπόκωφος ήχος): δουπέω -ῶ· απ' αυτό και γδοῦπος, κυρίως στα σύνθετα, όπως το ποιητ. σύνθ. ἐρί-γδουπος (= που ηχεί βροντερά)·
κλαγγή (= ήχος του τόξου, όταν εκτοξεύεται το βέλος): κλαγγάζω και κλαγγάνω, κλαγγώδης, κλαγγηδόν (= με κλαγγή)·
κτύπος (= δυνατός ήχος, κρότος): κτυπέω -ῶ, κτύπημα κτλ.·
σίζω (= βγάζω ήχο σαν σφύριγμα, όπως το καυτό μέταλλο όταν βυθίζεται σε κρύο νερό): σιγμός (= ήχος σαν σφύριγμα)·
τρίζω (= παράγω ιδιαίτερο ήχο σαν τρίξιμο): τριγμός·
τρώγω (= τρώγω κάτι σκληρό, κριτσανίζω): τρώκτης κτλ.
(Πβ. τα νεοελλ.: τραντάζω, τσακίζω, τσιτσιρίζω, κριτσανίζω κτλ.).
Από μίμηση φωνών ή επιφωνημάτων του ανθρώπου:
αἰάζω (= κράζω αἰαῖ, θρηνώ)· ἀλαλάζω (= βγάζω την κραυγή ἀλαλαὶ που μ' αυτήν άρχιζαν τη μάχη): ἀλαλητός· ἐλελίζω (= βγάζω την πολεμική κραυγή ἐλελεῦκα(γ)χάζω (= χαχανίζω, γελώ ηχηρά): (κα(γ)χασμός· κιχλίζω (= γελώ προσποιητά):κιχλισμός· κραυγὴ (= δυνατή φωνή): κραυγάζω· οἰμώζω (= φωνάζω οἴμοι, θρηνώ):οἰμωγὴ κ.ά. (Πβ. § 403).
Από μίμηση της φωνής των ζώων:
βαΰζω (για σκύλους = γαβγίζω· αλλά και για ανθρώπους = ουρλιάζω)· βληχάομαι -ῶμαι (γι' αρνιά και για γίδες = βελάζω), βληχὴ (= βέλασμα)· βρυχάομαι -ῶμαι(κυρίως για λιοντάρια), βρυχή, βρυχηθμός, βρύχημα (= άγρια φωνή, μούγκρισμα)·κακάβη (= η πέρδικα, που ονομάστηκε έτσι από τη φωνή της), κακαβίζω ή κακάζω (για τη φωνή της πέρδικας = κακαρίζω)· κοκκύζω (για την κραυγή του κούκου·κόκκυξ = ο κούκος)· κράζω (κυρίως για κοράκια, βατράχους κτλ. αλλά και για ανθρώπους)· κραυγάζω (για σκύλους, κοράκια κτλ. αλλά και για ανθρώπους = βγάζω δυνατή φωνή)· κρώζω (για το κοράκι, την κουρούνα και γι' άλλα πουλιά), κρωγμός(= κραυγή κορακιού ή κουρούνας)· πιπ(π)ίζω (για τα πουλιά)· τιτίζω (για τα πουλιά) κ.ά.
(Πβ. τα νεοελλ.: ζουζούνι, καρακάξα, κουκουβάγια κτλ., που ονομάστηκαν έτσι από τον ήχο της φωνής τους).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου