Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Ελφρίντε Γέλινεκ




  γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου









Αχ, Ελφρίντε,που δεν έγραψες μπεστ σέλερ με αίσιον τέλος να περνάνε οι ήρωές σου καλά κι εμείς καλύτερα...




Η Γέλινεκ είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συγγραφείς παγκοσμίως,ισάξια των καθιερωμένων ως μεγάλων ανδρών συγγραφέων της εποχής μας και έτη φωτός καλύτερη από εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες γενικότερα.Της αξίζει μια προσεχτική και συνολική προσέγγιση,ένα ένα όλα της τα έργα και ας ξεκινήσουμε από την «Λαγνεία» και την «Πιανίστρια» μαθαίνοντας από την Βικιπαίδεια ποια είναι, τυπικά, αυτή η φοβερή και τρομερή γυναίκα/άνθρωπος /μυαλό/πένα.)

Η Elfriede Jelinek είναι Αυστριακή φεμινίστρια,συγγραφέας θεατρικών έργων και μυθιστοριογράφος. Το  2004 κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας,όπως ανέφερε η Σουηδική Ακαδημία «για την μουσική ροή του λόγου και του αντίλογου σε μυθιστορήματα και θεατρικά έργα τα οποία με ασυνήθιστο γλωσσολογικό ζήλο αποκαλύπτουν τον παραλογισμό των στερεοτύπων της κοινωνίας και τη δύναμή τους να υποδουλώνουν».

Η Γέλινεκ γεννήθηκε στο Mürzzuschlag, στη Στυρία της Αυστρίας, στις 20 Οκτωβρίου 1946. Ο πατέρας της,  Εβραίος Τσέχικης καταγωγής («Jelinek» σημαίνει «μικρό ελάφι» στα Τσέχικα), ήταν χημικός και δούλευε σε στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο τη δίωξη. Ωστόσο, αρκετές δεκάδες μελών της οικογένειας υπήρξαν θύματα του Ολοκαυτώματος.
Η «κυριαρχική» μητέρα της, με την οποία μοιραζόταν το σπίτι και ως ενήλικη ακόμα (σύγκρινε το Η Δασκάλα του Πιάνου) και με την οποία είχε δύσκολη σχέση,προερχόταν από μία άλλοτε ευκατάστατη  Βιεννέζικη  οικογένεια. Ως παιδί, η Ελφρίντε υπέφερε αρκετά από αυτό που η ίδια θεωρούσε υπερ-περιοριστική εκπαίδευση μέσα σε ένα Ρωμαιοκαθολι κό μοναστηριακό σχολείο θηλέων.Επιπλέον, η μητέρα της είχε ήδη προσχεδιάσει την καριέρα της ως μουσικό Wunderkind, δηλαδή παιδί θαύμα. Σε νεαρή ηλικία η Ελφρίντε διδάχτηκε πιάνο, εκκλησιαστικό όργανο, κιθάρα, βιολί, βιόλα και φλογέρα. Αργότερα, πήγε για σπουδές στο Ωδείο της Βιέννης, απ'όπου αποφοίτησε με δίπλωμα στο εκκλησιαστικό όργανο. Επίσης, η Γέλινεκ σπούδασε ιστορία της τέχνης και θέατρο στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ωστόσο αναγκάστηκε να διακόψει επειδή μια κρίση άγχους την εμπόδιζε από το να παρακολουθεί τα μαθήματα. Η βιογραφία της Γέλινεκ αντικατοπτρίζεται έντονα στο έργο της.



Η πολιτική φιλοσοφία της Γέλινεκ, ιδιαίτερα η στάση της απέναντι στον φεμινισμό και οι απόψεις της για τα Αυστριακά πολιτικά κόμματα, είναι ζωτικής σημαντικότητας για την κατανόηση του έργου της. Σ'αυτό οφείλεται επίσης και μεγάλο μέρος της βιτριολικής δημόσιας αμφισβήτησης η οποία την περιβάλλει.
Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αυστρίας από το 1974 ως το1991, έγινε γνωστή τη δεκαετία του 1990 εξαιτίας της επίθεσής της εναντίον του νεοναζιστικού εθνικιστικού Κόμματος Ελευθερίας  του Γεργκ Χάιντερ. Μέτα τις εκλογές του 1999 και τη συμμετοχή του Κόμματος του Χάιντερ στην κυβέρνηση συνασπισμού με τους  συντηρητικούς η Γέλινεκ έγινε μία από τις δριμύτερες κατηγόρους της συμμαχίας αυτής.Η κυβέρνηση αυτή καταδικάστηκε από πλείστες Ευρωπαϊκές και μη κυβερνήσεις γεγονός που οδήγησε σε κυρώσεις εναντίον της κυβέρνησης.Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να αποφύγει την κατακραυγή ερμήνευσε τις κυρώσεις εναντίον της ως κυρώσεις εναντίον της Αυστρίας και επιχείρησε να παρακινήσει το έθνος να την υποστηρίξει. Η σειρά αυτή των γεγονότων προκάλεσε μια προσωρινή υπερθέρμανση του πολιτικού κλίματος αποτέλεσμα του οποίου υπήρξαν οι κατηγορίες για προδοσία εναντίον όλων των διαφωνούντων με την κυβέρνηση, και της Γέλινεκ συμπεριλαμβανομένης  .

Παρά το γεγονός πως το έργο της (αλλά και ο πολιτικός της ακτιβισμός, η συνέπεια και η επιμονή της να ακολουθεί τις πεποιθήσεις της εντός και εκτός του έργου της) έχει γίνει αντικείμενο θαυμασμού από μερικούς και κατακραυγής από άλλους, και παρόλο που κάποιοι κριτικοί έχουν επιτεθεί στο έργο της μόνο και μόνο επειδή διαφωνούν με τις απόψεις της, η Γέλινεκ έχει κερδίσει διάφορα διακεκριμένα βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Georg Büchner (1998),το Βραβείο Müllheim Dramatists (δύο φορές: 2002 και 2004), το Βραβείο Φραντς Κάφκα(2004)και το Νόμπελ Βραβείο Λογοτεχνίας (2004).
Βασικά θέματα στο μυθιστορηματικό και θεατρικό έργο της Γέλινεκ είναι η γυναικεία σεξουαλικότητα, η κακοποίησή της και ο πόλεμος των φύλων γενικά. Στα τελευταία έργα της, έχει σε κάποιο βαθμό εγκαταλείψει τα γυναικεία θέματα και έχει εστιάσει την ενέργειά της στην κοινωνική κριτική γενικά και στις δυσκολίες της Αυστρίας να λογαριαστεί με το ναζιστικό της παρελθόν ιδιαίτερα, πχ. στο Die Kinder der Toten (Τα Παιδιά των Νεκρών).

Το μυθιστόρημα Die Klavierspielerin της Γέλινεκ γυρίστηκε σε ταινία με τον τίτλο "Η Δασκάλα του Πιάνου",ταινία που κέρδισε αναγνώριση, από τον Αυστριακό σκηνοθέτη Μίχαελ Χάνεκε,με την Ιζαμπέλ Υπέρ στο ρόλο της καταπιεσμένης πιανίστριας. Σχολιάζοντας το Βραβείο Νομπέλ,ανέφερε πως ήταν χαρούμενη αλλά επίσης ένιωθε απόγνωση:«απόγνωση γιατί έγινε γνωστή,πρόσωπο της δημόσιας ζωής». Παραδειγματικό της μετριοφροσύνης της και της λεπτής αυτο-ειρωνείας της, αναρωτήθηκε - αυτή η διάσημη φεμινίστρια συγγραφέας- αν της απενεμήθη το βραβείο κυρίως επειδή «είναι γυναίκα» και πρότεινε πως μεταξύ Γερμανόφωνων συγγραφέων, ο Πέτερ Χάντκε τον οποίο εξυμνεί ως «ζωντανό κλασικό», θα ήταν πιο άξιος νικητής.

Η Γέλινεκ δέχτηκε κριτική από μερικούς γιατί δεν παρέστη αυτοπροσώπως στην τελετή απονομής για να παραλάβει το βραβείο αλλά αντιθέτως παρουσιάστηκε ένα βιντεο-μήνυμα κατά τη διάρκεια της τελετής το οποίο είχε ετοιμάσει η ίδια. Άλλοι ωστόσο εκτίμησαν το γεγονός πως η Γέλινεκ αποκάλυψε δημοσίως πως υποφέρει από αγοραφοβία και κοινωνική φοβία, διαταραχές άγχους οι οποίες μπορούν να αποβούν αρκετά δυσλειτουργικές για την καθημερινή ζωή, αλλά συχνά κρατώνται μυστικές απ' όσους υποφέρουν από αυτές από ντροπή ή αίσθημα ανεπάρκειας. 

Η Γέλινεκ έχει πει πως οι αγχώδεις διαταραχές της καθιστούν αδύνατο ακόμα και για παράδειγμα να πάει σε έναν κινηματογράφο ή να επιβιβαστεί σε ένα αεροπλάνο (σε μία συνέντευξή της ευχήθηκε να μπορούσε να πετάξει μέχρι τη Νέα Υόρκη για να δει τους ουρανοξύστες μια μέρα πριν πεθάνει), και αισθάνεται ανίκανη να παραστεί σε οποιαδήποτε τελετή. Ωστόσο, με τα δικά της λόγια σε ένα άλλο μαγνητοφωνημένο μήνυμα: «Θα μου άρεσε επίσης πολύ να ήμουν στη Στοκχόλμη, αλλά δεν μπορώ να κινηθώ τόσο γρήγορα και τόσο μακρυά όσο η γλώσσα μου».

Και οφείλω να συμπληρώσω και τα παρακάτω,τα άκρως εντυπωσιακά,που φυσικά  ανέβασαν κι άλλο την Ελφρίντε στην εκτίμησή μου (και όχι μόνο την δική μου), παρμένα από το λινκ  http://ebooks.ekebi.gr/newsdet.asp?newsid=433 :
Ελεύθερο στο διαδίκτυο κυκλοφορεί το νέο μυθιστόρημα της νομπελίστριας Ελφρίντε Γέλινεκ, με τίτλο "Φθόνος" -το πρώτο βιβλίο της που εκδίδεται μετά τη βράβευσή της, το 2004. Η Γέλινεκ δεν θα εκδίδει πλέον βιβλία, παρά μόνο στο διαδίκτυο, εξομολογείται σε μια συνέντευξη που παραχώρησε για την εφημερίδα "Τα Νέα" και δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο.

Το θέμα του βιβλίου είναι μια τυπική ιστορία που συμβαίνει σε μια μικρή πόλη της Αυστρίας, που μαραζώνει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η συγγραφέας έγραφε και αναρτούσε σταδιακά στο διαδίκτυο το νέο της μυθιστόρημα επί τρία χρόνια, από τον Απρίλιο του 2007, εισάγοντας δικές της ημερολογιακές σημειώσεις ανάμεσα στη μυθιστορηματική πλοκή του έργου. 
Εδώ και 15 χρόνια η Γέλινεκ λειτουργεί τον δικό της διαδικτυακό τόπο στον οποίο γράφει και δημοσιεύει κείμενά της (πολιτικά κείμενα, θεατρικά έργα, χρονογραφήματα, κ.ά.). 
Η ιστοσελίδα της, http://elfriedejelinek.com, μετράει μέχρι σήμερα πάνω από 800.000 επισκέπτες.
Πρόκειται για ένα είδος ιδιωτικού εκδοτικού οίκου, χωρίς εμπορικό ενδιαφέρον, με τη συγγραφέα να απαγορεύει την ανατύπωση και να επιτρέπει την αναδημοσίευση αποσπασμάτων ή παραθεμάτων μετά από άδεια. Η Γέλινεκ επιλέγει το διαδίκτυο, θέλοντας να αποφύγει, όπως τονίζει η ίδια, "τα γρανάζια των λογοτεχνικών μηχανισμών, τους μηχανισμούς των εκδοτικών κυκλωμάτων". Όσον αφορά στο στυλ γραψίματός της, η Γέλινεκ υποστηρίζει πως το μυθιστόρημά της είναι γραμμένο ειδικά για το διαδίκτυο και πως όφειλε να προσαρμόσει τη λογοτεχνική της μέθοδοστο νέο μέσο.Ο "Φθόνος", είναι μια ακόμα ιστορία, μετά τη "Λαγνεία" και την "Απληστία", αφιερωμένη σε μια βιβλική αμαρτία. Πρωταγωνίστριες, η ίδια η συγγραφέας και η Μπριγκίτε Κ, μια μαραμένη δασκάλα βιολιού, η οποία βλέπει την πόλη στην οποία ζει, το τρισάθλιο, απωθητικά 'ειδυλλιακό' Μπρουκ αν ντερ Μουρ της Αυστρίας, αλλά και την ίδια της τη ζωή, να πεθαίνουν. Ο πρώην ανθηρός κόμβος ενεργειακών εγκαταστάσεων, έργο του Χέρμαν Γκέρινγκ, φθίνει, ενώ ο τουρισμός είναι σε άνοδο με τη δημιουργία χιονοδρομικού κέντρου. Η Μπριγκίτε Κ. ντύνεται πολύ πιο κομψά από ό,τι σηκώνει το περιβάλλον της. Ο άντρας της όμως το σκάει με την κατά πολύ νεώτερη γραμματέα του. Γυναίκα και βουνό εγκαταλείπονται από τους πρώην επικαρπωτές τους. Η απαξίωση και ο ευτελισμός δημιουργούν ένα είδος μελαγχολικού μαγνητισμού. Το σύστημα δεν αφήνει περιθώρια στην Μπριγκίτε Κ. αλλά ούτε στη Γέλινεκ. Το βιβλίο είναι μια επίκαιρη ιστορία-κριτική για όλα τα επίμαχα ζητήματα που ταλανίζουν, τόσο την πατρίδα της Γέλινεκ, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, όσο και τη γυναίκα του σήμερα και την ίδια τη συγγραφέα.

 

Τι είδους λογοτεχνικό λόγο λοιπόν εκφέρει η  πολιτική ακτιβίστρια και φεμινίστρια Ελφρίντε Γέλινεκ;

Απαντώ εκ των πραγμάτων γενικόλογα και ως πολλαπλά σοκαρισμένη αναγνώστρια:πρόκειται για μια ακραία αντιπορνογραφική-ακριβώς με αυτήν την έντονη και εμμονική χρήση πορνογραφικών θεωρούμενων λέξεων-φεμινιστική κραυγή αγωνίας και την ίδια στιγμή μια ανθρωποκεντρική αν και σκληρότατη ως προς το περίβλημά της πολιτική καταγγελία της ολοένα αυξανόμενης ανηθικότητας του δυτικού τρόπου ζωής και αυτού καθαυτού του παραπαίοντος αλλά πάντα ισχυρού καπιταλιστικού συστήματος,φορμαρισμένες σαν σελίδες ενός τρομαχτικού και διόλου τυπικού μυθιστορήματος.
Διότι πώς να θεωρηθούν και κατά πόσο τυπικό μυθιστόρημα αυτά που γράφει στην μονοκόμματα και

πεισματικά περιστρεφόμενη στην άσκηση σεξουαλικής βίας "Λαγνεία" όταν δεν υπάρχει καμία άλλη "δράση",δεν έχουν τα τεκταινόμενα διαλόγους ούτε για δείγμα,δεν διαθέτουν πολλά πρόσωπα,δεν περιγράφονται ελκυστικά τα καλά ή τα κακά γεγονότα έτσι ώστε να διαδέχονται το ένα το άλλο και να αδημονεί ο αναγνώστης "τι θα γίνει παρακάτω",δεν συμβαίνουν ανατροπές, δεν περιγράφονται όμορφα ή άσχημα τοπία,δεν γίνονται ούτε πιασιάρικες βιβλιοφιλικές ή άλλες αναφορές-αλατοπίπερα της μυθοπλασίας - δεν επαινούνται ή δεν υποτιμούνται ιδιαιτέρως τα συναισθήματα,οι λογικές και οι παράλογες πράξεις των ηρώων,δεν δίνονται συμβουλές,δεν διακρίνονται και πολύ διδαχές και λοιπά στα οποία μας έχει συνηθίσει το συμβατικό και όχι απαραιτήτως κακό(δεν λέω δηλαδή κάτι τέτοιο) μυθιστόρημα;
Στην "Λαγνεία" η Γέλινεκ μετατρέπει την καλά δοκιμασμένη ήδη από την "Πιανίστρια" του 1983, ευφυή πένα της σε ένα βρωμόστομο νοερό σφυρί και την κάθε λέξη της σε ανελέητο χτύπημα για να κοπανήσει αλύπητα το σύγχρονο μπετονένιο δυτικό κεφάλι με αλήθειες.
Καλά του κάνει.Και το κάνει χωρίς να την έχει νοιάξει η ενδεχόμενη αρνητική κριτική η οποία θα στεκόταν στις λέξεις. Προφανώς.Σκασίλα της ή ακόμα ακόμα κύρια πρόθεσή της το να διαλύσει την μόστρα της λογοτεχνίας εκείνης των εφετζίδικων προσχημάτων που συχνά καλύπτει με διγλωσσική ζαχαρίτσα την κενότητά της.Όρμησε σαν τρελή,η τρελή,και τα έκανε γυαλιά καρφιά. Καλά έκανε. Kανένας επιμελής ή όχι γλωσσικός εξωραϊσμός δεν υπήρχε περίπτωση να την αποτρέψει,αυτό είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες και ειδικά εκείνοι οι χιλιομπαλωμένοι κανόνες της αφόρητης πια γερμανόφωνης κοσμιότητας με τους ναζιστικούς λεκέδες στην αυστριακή κοινωνία,και όχι μόνο εκεί,πιο ορατούς από ποτέ μετά από τόσα χρόνια ψεύτικης μετάνοιας να απλώνονται μέχρι και τις θολές μας μέρες εν έτει 2015 αποθρασυμμένοι  σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη,όχι, δεν θα μπορούσαν να ξεγελάσουν την μεγαλοφυία της και να την αποσπάσουν από τον ένα και μοναδικό της σκοπό:την απόλυτη αποδόμηση ενός φασιστικού εν τέλει οικοδομήματος.
Οι εντυπώσεις από την ανάγνωση πολλές και έντονες,νομίζω δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ.Φρίκαρα και δεν μπορώ να συνέλθω κι ας έχουν κυλήσει βδομάδες.Περνούσα από την αμηχανία για τον "άσεμνο" γλωσσικό τρόπο με τον οποίο περιγράφει ξανά και ξανά το ίδιο,το ένα και το αυτό πράγμα,στον θαυμασμό για την αιχμηρότητά της και από την φοβερή παγωμάρα των λέξεων στην συγκίνηση για την τόλμη να αποκαλύψει και να μιλήσει για όσα κανείς δεν τόλμησε, τουλάχιστον έτσι ωμά,ατόφια. Από το σάστισμα για την επίμονη επανάληψη βίαιων σκηνών κομματιάσματος-γιατί ούτε χωρίς υποτίθεται συναισθήματα σεξ ούτε πολύ περισσότερο  έρωτα το λες αυτό το συνεχές ξέσκισμα σάρκας και ψυχής-ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι και μετά ανάμεσα στην ηρωίδα και τον εξίσου γελοίο και αλλοτριωμένο εραστή της (και φίλους του σε μια φάση,νεαρά κορίτσια και αγόρια), ως την συνειδητοποίηση και την αποδοχή της πράξης τέλους που είναι συγκλονιστική και παραπέμπει σε αρχαία ελληνική τραγωδία.
Και καταλαβαίνω,έτσι νομίζω δηλαδή,δεν ορκίζομαι,για ποιο λόγο ο σημερινός εύθραυστος, φανερά αλλοτριωμένος,χορτάτος και εγγράμματος δυτικός αναγνώστης ακόμα κι αν συχνά καμαρώνει ότι δεν διαβάζει αηδίες αλλά πραγματική λογοτεχνία δεν θα (θελήσει να) διαβάσει (και) πολιτικά την επιθετική και εύκολο να χαρακτηριστεί παλαβή, και διάφορα άλλα βολικά για την διατήρηση της βιτρίνας, Ελφρίντε Γέλινεκ που τα κείμενά της αποτελούν ένα πολλαπλό, αχαρτογράφητο και τραχύ Γολγοθά σπαρμένο με σκληρές πολιτικές αλήθειες.
Γιατί εδώ που τα λέμε ο αναγνώστης αυτός θα έχει χάσει μεν την εμπειρία της γραφής της αλλά θα έχει παραμείνει ανέπαφος στο ματριξάκι του με τα ποιοτικά μεν,ανώδυνα δε διαβασματάκια του ασχολούμενος με το φαίνεσθαι και όχι το βάθος τους -σε μια ευρύτατα διαδεδομένη λογική, τού να "περνάμε καλά"-και δεν θα το κατηγορήσω αυτό όσο κι αν δεν το κάνω-και τι κατάλαβα κιόλας-διότι και σε ποιον δεν είναι ανθρώπινο να συμβεί.
Ασήκωτο έγινε ατομικά όλο αυτό το παγκόσμιο χάλι,έχουμε φτάσει στον πάτο του ξιπασμένου μας και ανθρωποφάγου πολιτισμού και μαζί με την πολυθρύλητη τεχνολογία μας τσαλαβουτάμε στα σκατά του συντρίβοντας κάθε ηθική και δεν μου φαίνεται σωστό παρά μόνο το να κατανοώ κι όχι να μέμφομαι (αυτό που εκλαμβάνω ως) την δειλία του καθενός μας. 
Μα επιτέλους,θα αναρωτιέστε,τόσο πικρό και αφυπνιστικό συναίσθημα είναι αυτό που πετυχαίνει να βγάλει από μέσα μας η Γέλινεκ με το αηδιαστικό,όπως ειπώθηκε και ακραία γοητευτικό και την ίδια στιγμή αφόρητο και βλάσφημο* αριστούργημά της,ναι,όλα αυτά μαζί,με τον εύγλωττο και πολύσημο τίτλο "Λαγνεία"; 
Ναι,είναι πικρό αυτό που νιώθεις όταν κλείσεις το βιβλίο,νομίζω καταφέρνει να μας υπενθυμίσει την παθητικότητα και την δουλοπρέπειά μας προκειμένου να επιβιώνουμε ,και όχι να ζούμε πραγματικά, σε ένα κακό σύστημα εμπορευματοποίησης των πάντων και να μας κράξει κατάμουτρα εκθέτοντας

και τον εαυτό της,από κάθε άποψη,για την ψευτιά και την βλακεία, την υποκρισία και τον φασισμό, την εκμετάλλευση που συνεπάγονται οι σταθερές των κοινωνιών που φτιάξαμε,που κατά πολύ αφελή τρόπο εμείς οι ψηφοφόροι ονομάζουμε Δημοκρατίες και δεν είναι παρά τα κερδοφόρα μορφώματα για τα οποία καμαρώνουν οι αρχιμάστορες των πλουσίων κι εμείς ως η χειραγωγημένη μάζα που επιθυμεί (γιατί το δικαιούται στο κάτω κάτω)ένα ψίχουλο υλικής καλοπέρασης συναινούμε αγκαλιά με τις τηλεοράσεις μας κι όλα αυτά γίνονται ακόμα πιο θλιβερά όταν ακόμα στην γη υπάρχει πείνα, και γι αυτό και μόνον δεν είναι δυνατόν να μας περισσεύει κομπασμός για τα υλικά μας αγαθά. Πεθαίνει ο κόσμος σε δεκάδες σημεία του πλανήτη και η διαστρωματωμένη φτωχοποίηση και η πείνα δια του ευρώ αυτοπροσώπως δια του ευρώ έχουν προ πολλού χτυπήσει και την δική μας πόρτα κι αυτοί,οι πολιτικοί της Δύσης κυρίως,κάνουν λες και πέτυχαν να τετραγωνίσουν τον κύκλο και εμείς,οι πολίτες, ενώ κατά βάθος ξέρουμε ,υποκρινόμαστε ακόμα τους πλανημένους.
Η "Λαγνεία"




Σαν βάση η ιστορία που αφηγείται εδώ η Γέλινεκ είναι φαινομενικά απλή :σε μια επαρχιακή πόλη των Αυστριακών Άλπεων, κοντά σ΄ένα πολύκοσμο παραθεριστικό και αθλητικό κέντρο χειμερινών σπορ,η Γκέρτι που δεν βρίσκεται πια στην πρώτη της νεότητα,ο άντρας της Χέρμαν ο οποίος είναι ο τοπικός βιομήχανος χαρτιού υγείας που παρασκευάζεται από την αποψίλωση των αυστριακών δασών -η Γέλινεκ κάνει εκτός των άλλων δριμεία επίθεση για την σπατάλη ξύλου και συνολικά για τον καταναλωτισμό της δυτικής κοινωνίας -και το μοναχοπαίδι τους ζουν ως πλούσιοι και καλοζωισμένοι αστοί της επαρχίας και πιο εύγλωττα ως βασιλιάδες κι αφέντες σε σύγκριση με τους κατοίκους της πόλης που είναι θέλοντας και μη εργάτες στο εργοστάσιο του Χέρμαν οι περισσότεροι,αλλιώς άνεργοι,επομένως στο έλεός του και οπωσδήποτε φτωχοί.
Ο Χέρμαν,ένας τύπος σωματικά τεράστιος,χοντροκομμένος άρπαγας και αυταρχικός χαρακτήρας έχει μανία με την μουσική(;) και οι εργάτες του,τους αρέσει δεν τους αρέσει,καλά θα κάνουν να πράττουν το ίδιο, συμμετέχοντας ως μέλη στην χορωδία του αν δεν θέλουν να απολυθούν.Το παιδί του-ένα κακομαθημένο και γενόμενο λίγο λίγο και μοχθηρό πλάσμα κατ΄εικόνα και ομοίωσή του-θέλει  ή δεν θέλει κι αυτό πρέπει να μάθει βιολί για να δικαιολογήσει το παρεχόμενο παντεσπάνι-γιατί είπαμε αυτοί οι τρεις δεν αρκούνται στο ψωμί- από τον πατέρα-αφέντη,που το θεωρεί όπως και τη Γκέρτι κι ο,τιδήποτε άψυχο ή έμψυχο-ένα και το αυτό-αγοράζει, πληρώνει, συντηρεί κτλιδιοκτησία του κι αφού ειδικά αυτήν συντηρεί και την έχει έτσι ώστε αυτή και καμία άλλη να είναι η πιο καλοντυμένη αυτής της πόλης, εννοεί να την χρησιμοποιεί όποια ώρα και στιγμή του έρθει όπως τις πουτάνες στα μπουρδέλα  όταν αποφασίζει ότι έχει τελειώσει μ΄αυτές κι η γυναίκα του σαν ένα από τα εξαρτήματα και τις συσκευές του σπιτιού του(ς) μπορεί και οφείλει να του τις αντικαταστήσει αφού την ταΐζει.Η Γκέρτι βεβαίως είναι θύμα,κυρίως αποδεχόμενη με δόλο τον ρόλο της Εύας έναντι όμως πινακίου φακής,για ρούχα και αυτοκίνητα και τέτοια.
Αν οι πόρνες,οι εργάτες και τα μικρά ή μεγάλα αφεντικά-όλοι κάτω από την ολιγάριθμη πραγματική ελίτ- έχουν το άλλοθι και επομένως την όποια απολαβή του επαγγέλματός τους-την από την ανάποδη ιδωμένη ελευθερία-ή τον τσαμπουκά οι δεύτεροι- να είναι εν γνώσει τους υποκείμενα κι αντικείμενα αγοράς και πώλησης μέσα σ΄ένα σκαιό οικονομικό σύστημα που τους ορίζει την ζωή-εκείνη δεν έχει ούτε αυτό,δεν υπάρχει καν πλαίσιο,είναι πολύ περισσότερο ένα κομμάτι κρέας στην διάθεση του δικού της αφεντικού απ΄ό,τι πχ όλοι οι εργάτες ή οι πόρνες εντός του συστήματος που κάθε φασίστας Χέρμαν το προσωποποιεί με τον χειρότερο τρόπο,ένα κρέας προορισμένο στην περίπτωσή της για "ειδική" χρήση και το οποίο δεν προστατεύεται ούτε καν τύποις με συμβάσεις και ωράρια ή νόμους για το ύψος του μισθού ή τις συμφωνίες για την όποια αμοιβή της παρεχόμενης υπηρεσίας ή έστω παζαρέματα. Η κάθε τέτοια -και υπάρχουν, παράγονται σωρηδόν και επί τούτου-Γκέρτι δεν (επιχειρεί να )έχει καν αυτό. Θλιβερό.Ανείπωτα.

Η Γκέρτι της Γέλινεκ βεβαίως κάνει και κάτι άλλο που δεν την βοηθά να αφυπνιστεί:πίνει ασταμάτητα για να αντέξει ,να τα βγάλει πέρα ,να "εργαστεί" για τις ακόρεστες και κυρίως βίαιες σεξουαλικές ορέξεις του Χέρμαν μα και την δική της ακαταστασία ψυχής.Το μόνο πλάσμα που αγαπάει είναι το παιδί.Θέλει να ξεφύγει,υποψιάζεται αμυδρά από ποιον ή από τι αλλά έχει πειστεί πρωτίστως η ίδια για τον ρόλο της και τον παίζει πολύ καλά στα mall και με τα λούσα και με το επιβεβλημένο σαν φάρμακο για όλες τις ασθένειες shopping therapy του δυτικού μοντέλου. 
Όταν εμφανίζεται ο νεαρός εραστής όχι σαν σύμμαχός της ούτε γιατί ξαφνικά την αγαπάει αλλά σαν ένα είδος αντιπάλου του Χέρμαν-ο πολλά υποσχόμενος φοιτητής της νομικής,ο εκκολαπτόμενος χειριστής ή και συν-χειριστής στο κάτεργο ψυχών γιατί κι ο ίδιος δεν θα είχε καμία αντίρρηση να γίνει κι αυτός ένας πλούσιος και κινών νήματα Χέρμαν-εκείνη δεν μπορεί να το αντιληφθεί,να το επεξεργαστεί,να το νικήσει γιατί είναι ήδη σάπιο κλαδί ενός ως τις ρίζες σάπιου δέντρου,οπότε τότε αφήνεται,πλανάται,εξαπατάται,πάει γυρεύοντας, εξευτελίζεται, μπαίνει άκριτα σε ένα φαύλο κύκλο και τελικά βάζει τους προσωπικούς της τίτλους τέλους με μια απολύτως απρόσμενη πράξη που δεν επιφέρει καμία λύτρωση και έξοδο για τα θύματα-θύτες αυτού του άδικου και άνισου κόσμου μας.
Να λυπηθούμε άραγε την Γκέρτι ή όχι;Να μισήσουμε τον γελοίο βιομήχανο κολόχαρτου;Να φτύσουμε εκ του ασφαλούς-και ποιο είναι στις μέρες μας το ασφαλές;-τους δειλούς δούλους που δεν σηκώνουν κεφάλι και να ξεμπερδεύουμε κι ύστερα να πάμε ν΄ ανοίξουμε την τιβί μας να δούμε καμιά καλή ταινία πίνοντας ένα καλό ποτήρι κόκκινο κρασί και σχολιάζοντας τον σκηνοθέτη ή αν ήταν καλή η μετάφραση της Γέλινεκ στα ελληνικά;Ποια η θέση του κάθε γελινικού ήρωα στην αλληγορία;Εμείς τι είμαστε ,ποιοι απ΄ αυτούς είναι ο καθρέφτης μας;Ποιος και τι τρέφει αυτή όλη την σαπίλα,όλη την ηθελημένη και την εκχωρούμενη εκμετάλλευση που εφαρμόζεται πιο εύκολα στις γυναίκες και στα παιδιά;

Η "Λαγνεία"-και θα επιμείνω σ΄αυτό-είναι ένα έντονα πολιτικό κατά βάθος κείμενο και ας λάβουμε υπόψη τις συγκυρίες της εποχής που κυκλοφόρησε:1989, όταν η Δύση παρίστανε και δήλωνε ότι είχε καταδικάσει τον παραλογισμό των πολέμων στο έδαφός της ως παθούσα μα την ίδια περίοδο ετοιμαζόταν να διαλύσει με πόλεμο την σπαρασσόμενη Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
Η Γέλινεκ έχει σαφή,πεντακάθαρη πολιτική άποψη και την εκφράζει συγγράφοντας μια αλληγορία λίγων προσώπων της οποίας η πλοκή,πατάει ως ένα βαθμό,πάνω στην αρχαία ελληνική τραγωδία.

Το βιβλίο-κατηγορώ της Γέλινεκ καταλήγει αναγνωσμένο στις μέρες μας,να θεωρηθεί προφητικό γιατί είναι η ανατριχιαστική περιγραφή μετά από 26 ολόκληρα χρόνια της ολοσχερούς καταστροφής της δια του ευρώ φραγκοποιημένης Ελλάδας και της κατάντιας της Ευρώπης σύμπασας ξανά σαν λείας του ασίγαστου γερμανικού επεκτατισμού,μιας μεθοδικά εκφασισμένης πολιτικής κυριάρχησης από μια κάστα που έχει χάσει τα ουμανιστικά της προσχήματα,αν είχε κάποτε κι από αυτά δηλαδή,με τον πιο κυνικό τρόπο.Οι διαχρονικές ομοιότητες,βλέπετε, που βγαίνουν στην επιφάνεια όταν και αν κατορθώσει ο αναγνώστης να ξεφύγει από την εξωτερική ασχήμια των λέξεων και την απέχθειά του για την επανάληψη και το είδος της βίας που ασκεί ο ισχυρός σύζυγος-αφέντης στην γυναίκα και στο παιδί αλλά και στους εργάτες του, είναι κάτι παραπάνω από ευδιάκριτες.

Ειπωμένα είναι όλα και μας εκπαίδευσαν να μην τα καταλαβαίνουμε.Αυτός που αγοράζει (δανείζει, πληρώνει κτλ)επειδή το κατάφερε κατέχοντας μονοπωλιακά τα μέσα,ζητάει όλο και περισσότερα. Αυτός που δίνει (τα χέρια,το κορμί ή το πνεύμα του)δεν ξεχρεώνει ποτέ γιατί δεν διαχειρίζεται ο ίδιος την αξία του(ς) και δεν παράγει πρωτογενώς.Αν αυτός ο δεύτερος κάτι τελικά καταφέρει να παραγάγει με τον λανθασμένο τρόπο της αγγαρείας και της βίας που του ασκείται κι αυτός με την σειρά του διαιωνίζει στα πλαίσια του κέρδους,επειδή αυτό δεν τον απαλλάσσει από το να είναι ες αεί έρμαιο του αφεντικού του,τότε μπροστά στο αδιέξοδο που σίγουρα θα βρεθεί θα καταστρέψει με μανία αυτό που παρήγαγε για να λυτρωθεί ατομικά ή να εκδικηθεί και πάλι ατομικά,οπότε θα ξαναβρεθεί στο ίδιο μηδενικό σημείο. Αυτό ακριβώς το οριακό σημείο που η Γέλινεκ,μη θέλοντας όμως να συγγράψει ένα προβλέψιμο πολιτικό μυθιστόρημα- μανιφέστο που θα χανόταν ανάμεσα στα πολλά του είδους,το καταγγέλλει σε όλους τους τόνους και βεβαίως το απογυμνώνει και σαν δράμα, αδιαφορώντας για την κυρίαρχη αισθητική τού μέσου που μετέρχεται:του μυθιστορήματος.

*Δεν τον επινόησα εγώ,αυτός είναι σε πολλά βιβλιοκριτικά ιστολόγια (τουλάχιστον στα αγγλόφωνα που συνήθως προτιμώ να διαβάζω) ,ο χαρακτηρισμός για το μυθιστόρημα της Γέλινεκ και με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. 



  


ελληνικό εξώφυλλο(εκδόσεις Εκκρεμές)
και φωτογραφία της Γέλινεκ από τον Ferdinando Scianna

"Η πιανίστρια" δεν έχει ταλέντο. Συγκροτεί τη μουσική της από θραύσματα ακουσμάτων. Δεν έχει προσωπικότητα. Η μητέρα της έχει τοποθετήσει προσεκτικά τις δικές της ψηφίδες για να συνθέσει την προσωπικότητα της κόρης της. Δεν έχει ζωή -εκτός κι αν ζωή μπορούν να ειπωθούν οι ώρες που διδάσκει μουσική σε, ατάλαντους επίσης, μαθητές, ή οι ατέλειωτες ώρες μπροστά στην τηλεόραση. Η συναισθηματική και σεξουαλική της ζωή είναι μια ευθεία γραμμή. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν τα πράγματα. Αν ξύσουμε όμως τη λουστραρισμένη, αποστειρωμένη επιφάνεια, η ζωή τινάζεται δύσοσμη, βρώμικη, επειδή καταδικάστηκε σε στασιμότητα τόσον καιρό, αλλά πραγματική και καταλυτική, άγρια και χωρίς κανένα όριο.  Βαθύ πάθος, καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και εναλλαγή έρωτα και μίσους για τη μητέρα της κυριαρχούν στη ζωή της Έρικας Κόχουτ καθηγήτριας πιάνου στο Ωδείο της Βιέννης.

Ενώ η μητέρα της την περιμένει, η Έρικα παίρνει σβάρνα τα πορνομάγαζα αναζητώντας πρόσκαιρη ηδονή. Μέσα σ' αυτή την πιεστική ατμόσφαιρα κάνει την εμφάνισή του ο Βάλτερ Κλέμμερ, σπουδαστής μουσικής και γυναικάς. Καθώς η σχέση δασκάλας/μαθητή βυθίζεται σε ιλιγγιώδη στρόβιλο, η Γέλινεκ ζωγραφίζει τη φρικιαστική εικόνα μιας γυναίκας που κατατρώγεται από την έκσταση της αυτοκαταστροφής. 
Η Ελφρίντε Γέλινεκ δημιουργεί ένα μυθιστόρημα από τα θραύσματα της πολιτιστικής βιομηχανίας,την τοποθετεί σε μια πόλη-σύμβολο, τη Βιέννη και αντιπαραθέτει, με καταλύτη τη βία, τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού με την πλαστική απομίμησή του.Η γραφή της αναλυτική ταυτοχρόνως και αποσπασματική συγκροτεί το μύθο δημιουργώντας αλλεπάλληλα στρώματα από αλληλοσυγκρουόμενα υλικά, αντικείμενα, πολιτιστικά φετίχ, φοβίες, φαντασιώσεις, αμαρτίες, διαστροφές που αποτελούν ούτως ή άλλως, το συνειδησιακό υπόστρωμα κάθε ανθρώπου της μεταβιομηχανικής εποχής, δηλαδή όλων μας. 
Τόσο ανθρώπινο γενικώς και οικείο είναι το μυθοπλαστικό υλικό της Γέλινεκ αν αρκεστούμε στο έστω και καλογραμμένο -από τις λίγες φορές- οπισθόφυλλο;Δεν θα το έλεγα.Η Ελφρίντε Γέλινεκ αντλεί κι εδώ ή αν θέλετε κι εκείνη από την καθημερινότητα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών κομματιάζοντας όμως ανελέητα,με εκκωφαντικό και προκλητικό τρόπο την βιτρίνα της ευπρέπειας που αυτές προσπαθούν και συχνά πετυχαίνουν να έχουν.Το τελευταίο που την ενδιαφέρει είναι η τέρψη των αναγνωστών.
Να προκαλέσει ανατρεπτικές σκέψεις και αντίδραση γυρεύει!Τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά και ποθεί διακαώς να τους βγάλει από την μύτη ό,τι έχουν διαβάσει ως τώρα που τους χάιδεψε τα μάτια και βόλεψε την ψυχή με εύπεπτο προβληματισμό που συντόμως πέρασε στα στοιβαγμένα αζήτητα.
Πώς το κάνει όλο αυτό με μια ιστορία φαινομενικά ξαναειπωμένη σε κάποια της εκδοχή όπως η πιο πάνω-διότι τογιατί μάλλον το καταλαβαίνουμε ευκολότερα- με την λογοτεχνία της;
Η απάντηση είναι άμεση όταν διαβάζεις τις πρώτες κιόλας σελίδες:καταπιάνεται επιθετικά και κατ΄ευθείαν με την πιο κυνική και νοσηρή πλευρά της γυναικείας και μέσα από το φύλο ανθρώπινης καταπίεσης,μιλάει γι αυτήν απολύτως κριτικά και χωρίς να τα μασάει και την απογυμνώνει από προφάσεις και ποικίλα προσχήματα κάνοντάς το όχι εξ ονόματος κάποιου πολύφερνου σωτήρα ούτε για να διδάξει εκείνη σε κάποιον ο,τιδήποτε. 
Φυσικά έτσι δεν (γίνεται να) απευθύνεται στο μεγάλο κοινό,λίγοι δηλαδή την γνωρίζουν σε βάθος και πίσω από τα δημοσιεύματα και το εύθραυστο πολιτικά Νόμπελ που της έδωσαν για να το βουλώσει λιγάκι, ίσως, γιατί έχει γίνει κατά καιρούς αρκετός σαματάς με τα βιβλία της και ποτέ δεν ξέρει κανείς.
Το ευρύ αναγνωστικό κοινό -διψώντας και δίκαια για μερτικό από τις απολαύσεις υπό τον γενικό τίτλο Τέχνη (μετά το ταμείο φυσικά) μια και στις μέρες μας αυτή τού είναι πιο προσιτή καθότι εμπορευματοποιημένη μαζικά- εκπαιδεύτηκενα θέλει να μαθαίνει απαραιτήτως κάτι,να (νιώθει πως ) ευαισθητοποιείται σε λογικά πλαίσια ως εκεί που η ευαισθησία του δεν γεννά έμπρακτη αντίδραση σε κρίσιμα ζητήματα που θα τον εξέθετε σε κινδύνους και βεβαίως και να περνάει καλά διαβάζοντας ωφέλιμη λογοτεχνία -χρήσιμη και σε τι εν τέλει ίσως θα άξιζε κάποια στιγμή να το αναρωτηθούμε-και στην παραλλαγή που αυτή δεν είναι η ευπώλητη που γράφεται για να καταναλωθεί και ο χρήστηςνα περάσει στο επόμενο προϊόν αλλά η θεωρούμενη ποιοτική(μην την ανοίξουμε πάλι την γνωστή κουβέντα όμως για το τι είναι ποιο και πότε , βαριέμαι αφόρητα κι εσείς φαντάζομαι). 
Οι περισσότεροι λοιπόν κι απ΄όσους (ορκίζονται πως) δεν είναι το κοινό που ξεθυμαίνει τα βάσανά του διαβάζοντας (και)αρλούμπες πεπεισμένοι ότι επιλέγουν ανεπηρέαστοι από τις μόδες, ομοίως δεν αντέχουν,πλην ελαχίστων, την Αυστριακή συγγραφέα και την βρώμικη και σφυροκοπηματική της γραφή η οποία -μια και μιλάμε για "βρωμόστομους" εν γένει γραφιάδες-κάνει τον διάσημο και πολυπαινεμένο και αποδεκτό έως γραφικότητας με την φαιδρή ταμπελάρα του αντι-συστημικού, ανυπέρβλητο κύριο Τσαρλς Μπουκόφσκι να μοιάζει του παρθεναγωγείου.
Η Γέλινεκ είναι σπαρακτική.Δεν συγκρίνεται με τίποτα και κανέναν.Είναι σχεδόν αντι- συγγραφέας και δεν σ΄αφήνεινα την αφήσεις στην λήθη και στην αναγνωστική αδράνεια.Από την στιγμή που θα εμπλακείς μαζί της δεν ξεχνάς τα βιβλία της γιατί ο κόσμος τους είναι ο κόσμος στον οποίο ζεις έχοντας κάνει εξωραϊσμούς και συμβιβασμούς ,ο ίδιος εκείνος ο σκατένιος στον οποίο ανασαίνεις ,ο άθλιος και βουτηγμένος στην υποκρισία χωρίς τίποτα εξιλεωτικό και συμπαθές και αντροφολκόρ αλα Μπουκόφσκι μέσα του. Σε αρπάζει χωρίς δισταγμό από τον λαιμό με τον τρόπο που έχει να ουρλιάζει τις αλήθειες,να χτυπάει παραληρώντας τον αμήχανο και αιφνιδιασμένο αναγνώστη στο ψαχνό, εσένα, ειδικά αν είσαι γυναίκα,να σε πονάει,να σε πληγώνει,να μπαίνει στο μυαλό σου και να λέει όλα αυτά που τα ξέρεις καλά μα κάνεις ότι δεν σε αφορούν.

Μπορεί να έχεις δίκιο.Έχεις αρκετά στο κεφάλι σου,η Γέλινεκ είναι το τελευταίο που σε μάρανε.Πας σε μια λέσχη ανάγνωσης για να κουβεντιάσεις για ένα πραγματικά ωραίο μυθιστόρημα-όχι σαν αυτά που τσιμπάνε εγχώρια βραβεία με την σέσουλα-να πιεις έναν καφέ και να αμφισβητήσεις ενδεχομένως πολιτικές και αμέτρητα άλλα που σε ταλανίζουν,έχεις αντίληψη της βρωμιάς του κόσμου,σίγουρα δεν είσαι το φυτό του καναπέ που βλέπει τηλεόραση και χάφτει τις φασιστικές ψευτιές της μίσθαρνης Παυλόλγας Θεμογιανναντώνη αλλά ως εκεί,δεν θα σώσεις εσύ τον κόσμο!Σάμπως σε τελική σώζεται;
Η Γέλινεκ παραείναι ενοχλητική,είναι βλέπετε γυναίκα,γερμανόφωνη και κατά τα μέτρα και σταθμά της κοινωνίας μια στρίγγλα που δεν σου αφήνει περιθώριο ανάσας και αισθητικής χαράς ούτε καν με τον πυκνότατο τρόπο γραφής της και την τσουχτερή και καίρια γλώσσα της.
Δεν καταπίνεται εύκολα η φράου Ελφρίντε,είναι για πολύ ατσαλένια στομάχια και πολύ ,μα πάρα πολύ ευαίσθητα και μαζί αιρετικά,επαναστατικά μυαλά.Τέτοιες εποχές και ειδικά στην Ελλάδα της συνεχιζόμενης κρίσης το "ατσάλινο στομάχι και το ευαίσθητο,επαναστατικό και μαζί αιρετικό μυαλό"  είναι συνδυασμός απόρθητου χρηματοκιβωτίου κι όχι η περιγραφή του καταταλαιπωρημένου μέσου αναγνώστη που του την πέφτουν οι ξερόλες από παντού.
Ας είναι.Για όσους μπορεί να είναι.Ό,τι κι αν είναι.

Προτιμώ επομένως να δώσω τον λόγο στην ίδια (πηγή το logotexnia21.blogspot.gr,ένα εξαιρετικό ιστολόγιο στο οποίο δημοσιεύτηκε το παρακάτω απόσπασμα  από το "Εκ βαθέων"- πάλι από εκδόσεις Εκκρεμές- μιας εκτεταμένης συνομιλίας που μαγνητοφωνήθηκε το 2004, στη Bιέννη, της Γέλινεκ με την Kριστίν Λεσέρ,εδώ μετάφραση από τα γαλλικά από τον Βαγγέλη Μπιτσώρη.Η "Πιανίστρια" είναι σε μετάφραση Μαριάννας Σταυροπούλου και Λευτέρη Αναγνώστου ) 
  • Κριστίν Λεσέρ: Κατά βάθος η διάγνωση της Ingeborg Bachmann εί­ναι όμοια με τη δική σας: η βία που κυριαρχεί μεταξύ των αν­δρών και των γυναικών είναι της ίδιας φύσης με αυτήν που κυ­ριαρχεί εντός της κοινωνίας.
Ελφρίντε Γέλινεκ.: «Πού αλλού θέλατε λοιπόν να έχει μεταπηδήσει όλη αυτή η βαναυσότητα της ναζιστικής περιόδου;» Κατ' ουσίαν αυ­τό λέει η Bachmann. Και ήξερε για ποιο πράγμα μιλούσε! Έζησε στο Κλάγκεφουρτ, στην πρωτεύουσα της Καρινθίας! Μια τέ­τοια βαναυσότητα δεν μπορεί να εμφανιστεί από το πουθενά και πάλι να εξαφανιστεί μέσα στο μηδέν! Το γεγονός ότι νικήθη­καν οι ναζί δεν σημαίνει ότι έγινε μονομιάς η κάθαρση όλου του κόσμου από τον ναζισμό. Αυτήν τη βαναυσότητα την βρίσκουμε εκ νέου στο επίπεδο του ζεύγους, στη βία του άνδρα εναντίον της γυναίκας και μέσα στη οικογένεια, όπου ίδια η γυναίκα στρέφεται εναντίον εκείνου που είναι πιο αδύνατος από αυτήν, εν προκειμένω εναντίον των παιδιών της. Στο μυθιστόρημά μου Lust [Λαγνεία] προσπάθησα να περιγράψω αυτή την κοινωνική βία, αυτούς τους συσχετισμούς δυνάμεων που ενεργοποιούνται στη σεξουαλικότητα, πεδίο που θεωρείται λανθασμένα ως το πιο ιδιωτικό πράγμα. Επιχείρησα να δείξω, κυρίως στα μυθι­στορήματα Λαγνεία και Gier [Απληστία],  ότι αυτές οι σχέσεις είναι εγελιανές, ότι δεν μπορούν παρά να καταλήξουν στη σχέ­ση κυρίου και δούλου ή κυρίου και υπηρέτριας. Αυτό εντοπίζε­ται επίσης στην Bachmann, στο βιβλίο της Der Fall Franza[Η πε­ρίπτωση Φράντσα], και γενικότερα στον κύκλο Todesarten [Τρόποι θανάτου].
  • Κ. Λ.: Αυτά τα πολύ προκλητικά μυθιστορήματα δίνουν τροφή στις στήλες των εφημερίδων. Εσάς όμως εξακολουθούν ναμη σας καταλαβαίνουν, προπάντων οι άνδρες που τα εκλαμ­βάνουν ως φεμινιστικά μανιφέστα.
Ε. Γ.: Οι άνδρες δεν μπορούν να καταλάβουν αυτό που γράφω. Διότι απλούστατα ο κύριος δεν μπορεί να καταλάβει αυτόν που καταπιέζει. Δεν χρειάζεται άλλωστε να το κάνει. Δεν είναι απαραίτητο για τον κύριο να καταλάβει τον δούλο του. Αντίθετα, ο δούλος πρέπει να μελετήσει επακριβώς τη συμπερι­φορά του κυρίου του, ούτως ώστε με τη σειρά του να τον παρε­νοχλήσει.  Διότι μόνον όταν κατανοήσει κανείς πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι μηχανισμοί της κυριαρχίας μπορεί να αρχίσει να εκδικείται, και μάλιστα με λεπτό τρόπο.
Μια ανταποκρίτρια της εφημερίδας Le Monde -η οποία γνωρί­ζει πολύ καλά τις ισλαμικές χώρες, όπως η Αλγερία και εκείνες όπου κυριαρχεί ο ισλαμικός φονταμενταλισμός- αναφέρει ότι ακόμη και εκεί όπου οι γυναίκες καταπιέζονται περισσότερο, ακόμη και εκεί όπου στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλ­λο από σκατά, μια κατηγορία κατώτερη και από τα ζώα εφόσον το ζώο αντιπροσωπεύει ακόμη κάτι ενώ η γυναίκα είναι απολύ­τως τίποτε, ακόμη και εκεί οι άνδρες φοβούνται στο σπίτι τις γυναίκες τους, τρέμουν για την τροφή τους, φοβούνται μήπως δηλητηριαστούν. Είναι αλήθεια ότι οι γυναίκες στο ένδον της περιοχής τους έχουν στήσει πολύ εκλεπτυσμένες μορφές εξου­σίας. Αυτό όμως δεν αλλάζει επ’ ουδενί την εξουσία που κυ­ριαρχεί έξω, και ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί­ται η καλλιτεχνική εργασία τους. Υπάρχει βεβαίως η Louise Bourgeois, αλλά είναι σχεδόν μόνο μία! Στη γερμανόφωνη λο­γοτεχνία μπορεί να απαριθμήσει κανείς τέσσερις έως πέντε γυ­ναίκες που κατόρθωσαν να επιβληθούν, έναντι πενήντα αν­δρών. Και όλες έχουν πεθάνει! Και κατόπιν έρχονται να μας πουν, σ’ εμάς τις άλλες, τις φεμινίστριες, ότι είμαστε φανατικές και άδικες, ότι δεν έχουμε αντιληφθεί ότι εδώ και πολύ καιρό η κοινωνία έχει αλλάξει! Η κοινωνία όμως ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει! Ίσως να έχει αλλάξει σε κάποια μικροπράγματα, αλλά δομικά δεν έχει αλλάξει τίποτε.
  • Κ. Λ.: Υπάρχουν επίσης πολλές γυναίκες που δεν σας κατα­λαβαίνουν και σας μέμφονται για μιαν ορισμένη ψυχρότητα, για έλλειψη συναισθηματικής κατανόησης απέναντι στα ίδια τα μυθοπλαστικά πρόσωπά σας.
 Ε. Γ.: Ναι, επειδή δεν δείχνω τη γυναίκα από τη μοναδική σκο­πιά του θύματος, της αγίας, της πονεμένης.Κρίνω επίσης πολύ σκληρά αυτήν που γίνεται συνένοχος του ανδρικού συστήμα­τος, δείχνοντας ότι μια τέτοια γυναίκα αναπόφευκτα θα αποτύ­χει. Αυτό ακριβώς γίνεται στο μυθιστόρημά μου Οι ερωμένες. Από τη στιγμή που η γυναίκα δεν ποντάρει στον εαυτό της αλλά στον άνδρα της, με σκοπό να οργανώσει τη ζωούλα του, είναι σαν να παίζει τη ζωή της κορόνα-γράμματα:
έχει τις ίδιες πιθα­νότητες να χάσει ή να κερδίσει. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο θε­ατρικό έργο μου Was geschah, nachdem Nora ihren Mann verlassen hatte oder Stϋtzen der Gesellschaften [Τι συνέβη όταν η Νόρα εγκατέλειψε τον άνδρα της ή Οι στυλοβάτες των κοινω­νιών]. Από τη στιγμή που η Νόρα επιλέγει να διαχωρίσει τη θέση της από τις άλλες γυναίκες για να ανέβει στην ιεραρχία με τη βοήθεια ενός άνδρα, αποθέτει τη μοίρα της στα χέρια αυτού του άνδρα και δεν μπορεί παρά να αποτύχει. Αν όμως η Νόρα αποτυγχάνει σε ατομικό επίπεδο, αυτό ισχύει και για όλους τους τύ­πους κοινωνίας που θεμελιώνονται στην απώθηση του γυναι­κείου στοιχείου. Έχω κατά νουν, επί παραδείγματι, το ναζιστι­κό σύστημα όπου η γυναίκα ήταν καλή μόνο για να γεννά και να υπηρετεί τον άνδρα. Αυτό όμως μου θυμίζει επίσης μια φράση του Μουσσολίνι που έλεγε κατ’ ουσίαν το εξής: Όταν η γυναίκα αποφασίσει να εργαστεί, στην πραγματικότητα θέλει να ευνου­χίσει τον άνδρα, να του πάρει την μπουκιά από το στόμα. Κά­ποιο σεξουαλικό στοιχείο υπάρχει ήδη στο γεγονός ότι μπορείς να θεωρείς πως όταν η γυναίκα παραβιάζει τα όρια στα οποία την έχουν περιχαρακώσει, αυτό σημαίνει ότι θέλει να αφαιρέσει κάτι από τον άνδρα. Ο άνδρας έχει πάντοτε την αίσθηση ότι η γυναίκα τού αφαιρεί κάτι, ενώ απλούστατα αυτό που θα χρεια­ζόταν είναι να μοιράζεται την εξουσία με τη γυναίκα, ούτως ώστε όλα να πηγαίνουν καλύτερα.
  • Κ. Λ.: Τελικά, μήπως αυτό που δεν σας συγχωρούν είναι ότι έχετε ανιχνεύσει την αποτυχία της χειραφέτησης της γυναίκας;
Ε. Γ.: Μόνο πριν από μερικά χρόνια κατόρθωσε μια γυναίκα να εκλεγεί στην έδρα γυναικολογίας στην Ιατρική Σχολή. Το τονί­ζω: μόνο πριν από μερικά χρόνια! Μπορείτε να το συνειδητο­ποιήσετε; Είναι η πρώτη περίπτωση σε όλη την ιστορία της ια­τρικής στην Αυστρία. Δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο. Μό­νον οι άνδρες μπορούν να γνωρίζουν με τι πρέπει να μοιάζουν τα σεξουαλικά όργανα της γυναίκας. Σ' αυτούς εναπόκειται να ξέρουν πώς θα τα τελειοποιήσουν ή, αν είναι δυνατόν, πώς θα τα υποβιβάσουν. Οι γυναίκες δεν έχουν αυτή την ικανότητα. Φρονώ ότι αυτό το παράδειγμα λέει πάρα πολλά.

  • Κ. Λ.: Η γυναίκα, δηλώνετε, δεν είναι μόνο δούλα στο κοι­νωνικό και σεξουαλικό επίπεδο, αλλά επίσης είναι «προλετάρια της γλώσσας».
Ε. Γ.: Ναι, σ' αυτήν τη διαπίστωση έφθασα κυρίως όταν έγραψα τη Λαγνεία. Αρχικά ήθελα να γράψω ένα είδος αντιιστορίας της Ιστορίας του ματιού [Histoire de l’œil]  του Georges Bataille. Φρονούσα ότι μια γυναίκα μπορούσε να σχεδιάσει να γράψει για το άσεμνο. Δυστυχώς οφείλω να παραδεχτώ ότι προφανώς αυτό είναι αδύνατον. Η “γλώσσα” του άσεμνου είναι ανδρική, πρόκειται για μια γλώσσα που την έχει επενδύσει εξολοκλήρου ο άνδρας, και όπου η γυναίκα είναι αυτή που αποκαλύπτεται, αυτή που προσφέρεται, όπου ο άνδρας είναι αυτός που κατανα­λώνει το σώμα της γυναίκας. Το σχέδιό μου δεν ήταν να γράψω ένα απλό πορνογράφημα, αλλά να παραγάγω μια κοινωνική κριτική, σαν αυτήν του Georges Bataille ή, πριν απ’ αυτόν, του μαρκήσιου de Sade. Ο Sade επιδόθηκε σε μια καυστική κριτική της γαλλικής προεπαναστατικής κοινωνίας. Κατ’ εμέ, η καλή πορνογραφία είναι η πορνογραφία της κοινωνίας. Διότι η ίδια η κοινωνία είναι πορνογραφική. Διότι πάντοτε είχε κάτι να κρύψει. Και αυτό ακριβώς της αποσπώ. Της αποσπώ αυτόν τον πέπλο, και δείχνω το άσεμνο. Την άσεμνη εργασία των γυναι­κών. Αυτήν που ουδείς θέλει να δει και ουδείς βλέπει. Τον τρό­πο με τον οποίο ασχολείται με τα παιδιά, τους γέρους, τους ασθενείς. Όλες αυτές τις χειρονομίες, αυτή την εργασία αγάπης που ποτέ δεν την τίμησαν. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο έγραψα την Απληστία.  Ήθελα να επιχειρήσω να γράψω ένα είδος κοι­νωνικής πορνογραφίας. Εν συνεχεία με καλούσαν να δώσω εξη­γήσεις, λέγοντας ότι κι εγώ η ίδια αναγνώριζα την αποτυχία μου. Η απάντησή μου ήταν η εξής: ναι, δεν μπόρεσα να γράψω αυτό το βιβλίο γιατί είναι βιβλίο ανέφικτο, γιατί δεν υπάρχει γυναικεία γλώσσα που μπορεί να πει το άσεμνο. Είναι πολύ χα­ρακτηριστικό ότι η Ιστορία της Ο [Histoire d'O], το μυθιστόρη­μα της Dominique Aury, έχει γραφεί με το ψευδώνυμο Pauline Réeage. Κατ’ εμέ είναι το σπουδαιότερο πορνογραφικό κείμενο που έχει γραφεί μέχρι σήμερα από γυναίκα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ωθεί τον μαζοχισμό στα άκρα, αυτόν τον τυ­πικά γυναικείο μαζοχισμό στον οποίο οι γυναίκες οδηγούνται αναγκαστικά από τους άνδρες.
Σ' αυτό το βιβλίο η γυναίκα αγ­γίζει τα έσχατα όρια της αυτοκαταστροφής σε τέτοιο βαθμό ώστε καταλήγει να προσφέρει για θυσία τον ίδιο τον εαυτό της. Και αυτή η θυσία γίνεται αποδεκτή από τον άνδρα. Πραγματικά τρελό! Στο μυθιστόρημά μου  Λαγνεία  η γυναίκα δεν καταστρέ­φει τον εαυτό της. Καταστρέφει το μόνο πράγμα που είναι πιο αδύνατο από την ίδια: το παιδί της. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην υπόθεση Villemin, από την οποία άλλωστε εμπνεύστηκα αυτό το έργο.
  • Κ. Λ.: Μήπως τελικά η γυναίκα καθ’ εαυτήν σας ενδιαφέρει λιγότερο από ό,τι λέγεται γι' αυτήν; Μήπως η κριτική σας είναι ουσιαστικά μια κριτική της "γλώσσας";
Ε. Γ.: Ναι, αλλά αυτή η κριτική πρέπει αναγκαστικά να διε­ξαχθεί με τη γλώσσα του άνδρα, γιατί δεν υπάρχει γλώσσα της γυναίκας. Η μόνη δυνατότητα που έχουμε είναι να γελοιοποιή­σουμε την ανδρική γλώσσα, να την εκτρέψουμε προσδίδοντάς της έναν χαρακτήρα ανατρεπτικό, να την περιγελάσουμε. Το μό­νο μέσο που απομένει σ' αυτόν που ανήκει στην κάστα των κα­ταπιεσμένων είναι να γελοιοποιήσει τον κύριο, να τον καταγγείλει μέσω της ίδιας της αξιοθρήνητης προσπάθειάς του να διατηρήσει την εξουσία του.
  • Κ. Λ.: Αυτή η ειρωνεία, αυτός ο σαρκασμός αφορούν επίσης τους μηχανισμούς κυριαρχίας που λυμαίνονται τη λογοτεχνία;
Ε. Γ.: Πράγματι, όταν τολμάς να παρωδήσεις κάποιο πράγμα σημαίνει επίσης ότι αποβλέπεις σε μια μορφή κυριαρχίας. Πολ­λοί θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο επιδιώκω να θέσω τον εαυ­τό μου πάνω από τους άνδρες, και αυτό εκλαμβάνεται ως πράξη ευνουχισμού. Γι' αυτό άλλωστε στον κινηματογράφο οι γυναί­κες που έπαιζαν κωμικούς ρόλους ήσαν πάντοτε ευνουχίστριες. Πολύ σπάνια ήσαν ωραίες γυναίκες, αν εξαιρέσουμε την Katharine Hepbum που ήταν πράγματι όμορφη αλλά επίσης πο­λύ αρρενωπή, πολύ λεπτή, πολύ ανδρογυναίκα, η ακόμη μερικές φορές την Lauren Bacall. Τελικά, οι περισσότερες γυναίκες που ήσαν πραγματικά κωμικές στο Χόλλυγουντ ήταν αδύνατον να είναι όμορφες επειδή ήσαν ευνουχίστριες, επειδή έπαιρναν την εξουσία από τους άνδρες. Στις γυναίκες αυτού του είδους κόβο­νται τα μαλλιά. Και στους άνδρες κόβεται το πέος!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου