Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Μια περιπατητική ανά-γνωση της πλατείας Ομονοίας (Μ. Μητσάκης – Γ. Ιωάννου – Μ. Κουμανταρέας

Αντιγόνη Βλαβιανού



Αν αληθεύει ότι η έννοια του Χώρου παραπέμπει αφ’ εαυτής στο σύνολο των ποικίλων αναπαραστάσεών του σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, είναι εξίσου αληθές ότι η έννοια του αστικού χώρου παραπέμπει εξαρχής στην αναπαράσταση ενός βιωμένου χώρου. Κάθε πόλη, ως «κοινωνικός χρονό-τοπος», συνιστά, λοιπόν, ένα σταυροδρόμι αναπαραστάσεων και βιωμάτων, που καλεί τη λογοτεχνική γραφή να καταγράψει τη γεωγραφία της, συνδέοντας χρόνο, τόπους και ανθρώπους.
«Υπάρχουν πόλεις περισσότερο ή λιγότερο λογοτεχνικές, ανάλογα με τον περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν στη λογοτεχνία. […] Αλλά, κυρίως, υπάρχουν πόλεις περισσότερο ή λιγότερο κειμενικές, ανάλογα με την ποσότητα κειμένων που αθροίζουν», αποφαίνεται ο γάλλος συγγραφέας και θεωρητικός Μισέλ Μπυτόρ. Και καταλήγει: «Η λειτουργία της πόλης ως συλλέκτη κειμένων είναι τόσο σημαντική, που αναρωτιέται κανείς αν συνιστά τη θεμέλιο λίθο της.»
Η παρουσία του αστικού χώρου στη λογοτεχνία μοιάζει, λοιπόν, προφανής. Πλην όμως, σε μια πόλη όπου οι λεωφόροι της διαγράφουν ποικίλες εκδοχές διαφυγής και η κεντρική πλατεία της δεν αποκαλύπτεται παρά σε όποιον ξέρει να την περπατήσει, η αστική καθημερινότητα δεν είναι αυτονόητη αλλά ασαφής και θολή. «Ένα είδος τύφλωσης» κυριεύει τον περιπατητή, κατά τον γάλλο συγγραφέα Ζωρζ Περέκ, που αρνείται οιαδήποτε προκατάληψη για τον αστικό χώρο και συμβουλεύει την εξής μέθοδο απαλλαγής από την πλάνη: «Πρώτα πρώτα, κάνε μιαν απογραφή όσων βλέπεις. Κατάγραψε καθετί για το οποίο είσαι βέβαιος. Κάνε μερικές θεμελιώδεις διακρίσεις ας πούμε, μεταξύ του τί είναι πόλη και του τί δεν είναι πόλη. […] Παρατήρησε τί συμβαίνει όταν η πόλη σταματά. […]»Ύστερα επιστρέφει στην ύλη του αστικού χώρου: «Μια πόλη: πέτρα, τσιμέντο, άσφαλτος. Άγνωστοι, μνημεία, ιδρύματα. Μεγαλοπόλεις. Πόλεις πλοκαμοειδείς. Αρτηρίες. Πλήθη. Μυρμηγκοφωλιές;» και σωρεύει αναπάντητα ερωτήματα: «Τί είναι η καρδιά μιας πόλης…; […] Τί το ωραίο και τί άσχημο υπάρχει σε μια πόλη; Πώς γνωρίζουμε μια πόλη; Πώς γνωρίζουμε την πόλη μας;»
Στο παρόν κείμενο, θα εστιάσουμε τα ανωτέρω ερωτήματα στην πλατεία Ομονοίας, επιχειρώντας μια ανά-γνωση της τοπογραφίας του αστικού χώρου (δρόμοι, πλατείες, πεζοδρόμια, σταυροδρόμια, στοές ή υπόγειες διαβάσεις), των μετακινήσεων μέσα σ’ αυτόν (εκδοχές βάδισης ή μέσα μεταφοράς) και των χώρων συνάθροισης των ανθρώπων (καφενεία, σινεμά και ποικίλα μαγαζιά), σε συνδυασμό με τις μεταμορφώσεις της πόλης (μέσα σ’ ένα 24ωρο ή σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα) και τον ιστορικό της χρόνο (μέσω παλαιών κτιρίων/μνημείων ή άλλων εγγραφών της συλλογικής μνήμης στο σώμα της). Επίσης, θα διερευνήσουμε τον κοινωνικό διαχωρισμό του αστικού χώρου, μέσω του αστικού κόσμου που τον περιτρέχει (εργαζόμενοι, καλλιτέχνες ή περιθωριακοί, ξένοι, ανέστιοι, επαρχιώτες ή επαίτες) και του αστικού λόγου που περιέχει (πινακίδες, επιγραφές ή άσματα και σπαράγματα προφορικού λόγου των μικροπωλητών και των περαστικών). Τέλος, θα επιχειρήσουμε την προέκταση του αστικού χώρου μέσω μιας ανάγνωσης αισθητικής (που αφορά στις αισθήσεις και στην αντίληψη/αναπαράσταση της πόλης διαμέσου αυτών) και συμβολικής (που συνθέτει, ουτοπικά ή μη, τη σύγχρονη μυθολογία της πόλης).
Ας δούμε πώς ενορχηστρώνονται όλα αυτά μέσα από τα κείμενα τριών νεοελλήνων συγγραφέων για την πλατεία Ομονοίας και τα περίχωρά της – το εικονογράφημα«Ζωγραφιά νυκτερινή»του Μιχαήλ Μητσάκη, τα πεζογραφήματα Ομόνοια 1980και «Τα σαράντα κύματα»του Γιώργου Ιωάννου, καθώς και το κείμενο «Σε μέρος όπου φως δεν φέγγει»του Μένη Κουμανταρέα –, αφού πρώτα διευκρινίσουμε εκ νέου ότι σκοπός μας δεν είναι μια εξαντλητική μελέτη της αστικής τοπογραφίας, αλλά, αποκλειστικά, μια ανά-γνωση και ανα-γνώριση της εν λόγω κεντρικής πλατείας της Αθήνας μέσα από τα μάτια τριών συγγραφέων, που την περιδιάβασαν και την περιέγραψαν διεξοδικά, σε διαφορετικές εποχές και ώρες.
***
Aστικός χώρος – αστικός κόσμος. Η πλατεία.
Στην αρχαία Ελλάδα, το – κλεινόν ή μη – άστυ διέθετε κάποιους χώρους κεντρικούς και κυκλικούς, όπου η θεά Εστία ρίζωνε και συντηρούσε τις δραστηριότητες των ανθρώπων. Κατ’ επέκτασιν, κάθε εστία/οικία, προσκολλημένη στη γη, έμοιαζε κατά τον Ζαν Πωλ Βερνάν με «ομφαλό που ρίζωνε το σπίτι στο χώμα».Για λόγους ιστορικούς, οικονομικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς, οι σύγχρονες δυτικές πόλεις διατήρησαν την αναγκαιότητα ενός κέντρου, που, ως εικόνα σφαιρική και ομόκεντρη της μνήμης και της ταυτότητας μιας πόλης, συμβολίζει την ενότητα ενός κατακερματισμένου αστικού χώρου, δηλαδή το σημείο συνάθροισης και συγκέντρωσης των κατοίκων της πόλης. Άρα, «πηγαίνω στο κέντρο [μιας πόλης] σημαίνει συναντώ την κοινωνική “αλήθεια”, δηλαδή, συμμετέχω στην υπέροχη πληρότητα της “πραγματικότητας”»,αποφαίνεται ο γάλλος θεωρητικός Ρολάν Μπαρτ.
Από την άλλη, το κέντρο μιας σύγχρονης πόλης – εύκολα, πλέον, προσβάσιμο στον πολύ κόσμο, λόγω της διεύρυνσης των οδικών αρτηριών και της εξέλιξης των μέσων μαζικής μεταφοράς – διαθέτει παραδοσιακές ή μη πλατείες, που ενσωματώνονται αρμονικά στον αστικό χώρο, επιτρέποντας τη συνάθροιση και την πρόσμειξη των κατοίκων μιας πόλης. Υπάρχουν ποικίλες πλατείες: κυκλικές, ημικυκλικές, τριγωνικές, τετράγωνες ή πολυγωνικές, αλλά, κυρίως, υπάρχουν «πλατείες ανοιχτές», ως σημεία σύγκλισης πολλών αρτηριών, και «πλατείες κλειστές», ως χώροι προέκτασης μνημείων, μουσείων ή εκκλησιών. Εν τέλει, για να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στην Αθήνα, «υπάρχουν λογιώ λογιώ πλατείες […]. Μικρές, μεγάλες, άσημες και διάσημες. Οι πλατείες σε μια πόλη είναι το ξέφωτο που ο οδοιπόρος σταματά. Είναι εκεί που οι άνθρωποι στήνουν μνημεία και τα καφενεία βγάζουν καρέκλες. Ένας τόπος σαν την αρχαία Αγορά, που οι πολίτες μαζεύονται να συζητήσουν, ν’ αποφασίσουν ή να περάσουν τη μοναξιά τους συντροφικά», γράφει ο Μένης Κουμανταρέας και ομολογεί: «Μ’ αρέσουν οι πλατείες. Εγώ ο ίδιος μεγάλωσα στην πλατεία Βικτωρίας, παρέα με ανθρώπους μελαγχολικούς που παίρνουν τον Ηλεκτρικό, τηλεφωνούν από θαλάμους, παίζουν χαρτιά και φλίπερ Ύστερα, δε, από μια σύντομη αναφορά σε δύο κεντρικές πλατείες της Αθήνας στο Κολωνάκι και στο Σύνταγμα, καταλήγει με ύφος έντονα εξομολογητικό: «Υπάρχουν ακόμα χιλιάδες πλατείες. Στο Περιστέρι, στο Παγκράτι, στα Πατήσια. Καθώς η Αθήνα μεγάλωσε, ούτε που τις ξέρω. Τις βλέπω μέσα από αυτοκίνητα, τουρίστας κι εγώ. Καμιά φορά ζηλεύω που δεν είμαι θαμώνας τους. Θα ’θελα, αν ήταν δυνατόν, να τις είχα όλες. […] Απ’ όλες, όμως, τις πλατείες – εκτός, βεβαίως, απ’ αυτήν που μεγάλωσα – μία ξέρω καλά. Παρ’ όλες τις αλλαγές που μεσολάβησαν, κι ας έφυγαν τ’ ανθοπωλεία, κι ας κόπηκαν δέντρα και προστέθηκε η υπόγεια στοά, εκείνη μένει αναλλοίωτη. Είναι η Ομόνοια, η πιο κεντρική κι η πιο λαϊκή – ο ομφαλός της χώρας. Αυτή που δεν έχει μόνιμους θαμώνες, δέντρα, μνημεία, ούτε καν αξιοπρεπή μαγαζιά. Εκεί μαζεύονται οι επαρχιώτες που ήρθαν να βρουν την τύχη τους στην Αθήνα. Εκεί και κάποιοι απελπισμένοι πρωτευουσιάνοι, αποζητώντας την ψευδαίσθηση μιας συντροφικότητας – κάτι που δεν χάθηκε ακόμα απ’ αυτή την πόλη. Χίμαιρες και άνθρωποι πάνε χέρι με χέρι σε τούτη την πλατεία. Εκεί πηγαίνω κι εγώ
Σύμφωνα με τον Μ. Κουμανταρέα, η πλατεία Ομονοίας, ως «πλατεία ανοιχτή» και κεντρική, καταργεί κάθε έννοια κοινωνικού διαχωρισμού και χωρικής ιδιοκτησίας, εφόσον κανείς περίοικος ή τακτικός θαμώνας δεν δύναται να την ιδιοποιηθεί κατ’ αποκλειστικότητα σε σχέση με τους αναρίθμητους περαστικούς που τη διασχίζουν κάθε μέρα. Συνεπώς, πέρα από την ιδιότητα του ομφαλού της πόλης – που παραπέμπει στην εστία/οικία της αρχαιότητας, η οποία ριζώνει στη γη και συντηρεί τις δραστηριότητες των ανθρώπων, όπως είπαμε ανωτέρω –, συναντάμε εδώ την αρχή της ισονομίας, που θέσπισε ο Κλεισθένης στην Αθήνα του 6ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες μιας πόλης συντηρούν με το κέντρο της σχέσεις συμμετρικές και αντιστρέψιμες, εφόσον καμία ιδιότητα δεν τους παρέχει ιδιαίτερα προνόμια ως προς αυτό, παρά μόνο ισόκυρες δυνατότητες στη χρήση του. Με τα λεγόμενα του Μ. Κουμανταρέα ομονοεί, εξάλλου, και ο Γιώργος Ιωάννου, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «[…] Μπορούμε να πούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος ανθρώπων εκεί είναι το τρεχούμενο, οι περαστικοί. Αυτό το ρεύμα φουσκώνει ορισμένες ώρες το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ. Ύστερα έρχονται οι επαρχιώτες, που περιφέρονται γιατί έχουν δώσει κάποιο ραντεβού, γιατί θέλουν να χαζέψουν ή και γιατί επιδιώκουν […] κάποια […] περιπέτεια. Μετά είναι οι μόνιμοι ή ημιμόνιμοι θαμώνες, στους οποίους μπορούν να υπαχθούν και οι ανυπάκουοι στις σχετικές διαταγές φαντάροι και τέλος έρχονται οι ξένοι, που ώρες ώρες φαίνονται πολλοί, αλλά κατά μέσο όρο ευτυχώς είναι λίγοι. […]
Η πλατεία Ομονοίας, ως φυσικό αλώνι που «βρέθηκε» και δεν «επινοήθηκε» στο σώμα της πόλης, συνιστά άρα ένα πόλο έλξης όπου συγκλίνουν όλες οι κεντρικές αρτηρίες της Αθήνας και, πρωτίστως, η ζωτική ενέργεια των κατοίκων και των επισκεπτών της. Έτσι, ακόμα κι όταν ο Γ. Ιωάννου προσπαθεί να την οριοθετήσει χωρικά, προσμετρώντας και «όλη την εφαπτόμενη γύρω της περιοχή, που ζώνει με δυο και τρία ζωνάρια τον περιώνυμο χώρο», στα όρια της πλατείας αυτής καθαυτής επιστρέφει, καθώς μονολογεί: «Τί τα θέλεις όμως; Ομόνοια είναι κυρίως η πλατεία, όλα τα άλλα υπάρχουν μόνο χάρη σ’ αυτήν, όχι μονάχα στ’ όνομά της αλλά και στην έλξη της Και επεξηγεί: «Την αναμφισβήτητη ελκτική δύναμή της πρέπει κατ’ αρχή να τη χρωστάει στην κεντρική θέση της, στη μεγάλη διακίνηση ανθρώπων που παρουσιάζει. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι σκέφτονται την Ομόνοια σαν ένα μεταίχμιο και αυτό είναι κυρίως. Αν γινόταν ξαφνικά συνηθισμένη και παράμερη, […], τότε θα έχανε όχι μονάχα από το ρυθμό και τη ζωή της, αλλά και τη μυστική ζωή της, γιατί αυτή η ζωή θρασομανάει ακριβώς κατέναντι του πλήθους, επί τη θέα του πλήθους, και όχι στις μοναξιές και στους ησυχασμούς, όπως θαρρούνε
Η συνεχής ροή του περαστικού πλήθους παραπέμπει, κατ’ επέκτασιν, στην εικόνα του ποταμού, που – αλληγορικός ή νοητός – καθιστά την πλατεία μια «λίμνη» όπου εκβάλλει «ξεβράζ[οντας] […] τροχοφόρα και ανθρώπους» από όλη τη χώρα. «Το ίδιο [, άλλωστε,] συμβαίνει και με τους ανάπηρους, τους τυφλούς, τους παράλυτους, τους ραιβούς, τους μουγγούς, […] τους χαζούς, τους τρελούς. Η άγια επαρχία τους […] τους αποδιώκει […] ενώ η αμαρτωλή Αθήνα, και η αμαρτωλότερη Ομόνοια τους δέχεται κι αυτούς ταπεινά και αγόγγυστα», συμπληρώνει ο Γ. Ιωάννου. Τη θέση της θεάς Εστίας, που ακινητοποιεί και ριζώνει, παίρνει πλέον ο θεός Ερμής της αρχαιότητας, που ενεργοποιεί την κινητικότητα των διερχομένων και προβάλλει τη διαφορετικότητά τους – «[…] αυτών που περνούν από πάνω κι αυτών που βουτούν στο υπόγειο, για να ξαναβγούν από την άλλη ή να αναχωρήσουν με τα τραίνα. Κι ακόμα […] εκείν[ων] που έρχονται με τα τραίνα και αναδύονται κατά πυκνές φάλαγγες από τη γη, για να φύγουν ή να προστεθούν στους αναμένοντες. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά τα πλήθη οι άνθρωποι με στολή, φαντάροι, ναύτες, σμηνίτες, χωροφύλακες, αστυφύλακες, αξιωματικοί, καλόγριες Κι ακόμα, τρομοκρατημένοι, συνήθως, παπάδες και λυσίκομοι διάκοι […]» – ως βασικό συστατικό της συνοχής τους. Με άλλα λόγια, η πλατεία Ομονοίας, σαν ένα «ζωντανό κομμάτι σάρκας», συγκροτείται από αναρίθμητα κύτταρα που προτάσσουν τη διαφορετικότητά τους ως συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους και, συγχρόνως, ως συναίσθηση μιας οικειότητας που τους συνέχει όλους.
Κι ο συγγραφέας–περιπατητής, δηλωμένος «εραστής της Ομόνοιας» και θεατής αυτού του ετερόκλητου πλήθους που διατρέχει την πλατεία, διαβρέχεται από «το αδιάκοπο ποτάμι των διερχομένων» και επιδίδεται σε μια εξαντλητική περιγραφή της πλατείας/λίμνης μέσα από αλλεπάλληλους ομόκεντρους κύκλους – σαν να ρίχνει πετραδάκια στο νερό –, τους οποίους διαγράφει με το βλέμμα: σε πρώτο πλάνο, τα πεζοδρόμια με μερικούς περαστικούς, «σταματημένους παράμερα […], να κοιτάνε ή ριζωμένους στη μέση στο πεζοδρόμιο […] να συζητάνε […] δήθεν αμέριμν[α] για άρρητα αθέμιτα» και «τα πάμπολλα τηλέφωνα [,] [από τα οποία] βρίσκεται πάντοτε κρεμασμένος κι ένας φαντάρος ή ένας νεαρός που μοιάζει με φαντάρο»ύστερα τα «τσιμεντένια πεζούλια που περιτειχίζουν τις καταπακτές του υπόγειου […], [όπου] συνάπτονται γνωριμίες και […] ειδύλλια της μιας ώρας, […] και […] ηχούν οι πρωτότυπες φράσεις, “τί ώρα έχετε;”, “τη φωτιά σας, παρακαλώ”, “από πού είστε;”, […]» γύρω γύρω, τα «καφενεία που απόμειναν επάνω στην πλατεία», τα «φτην[ά] ξενοδοχεί[α] της Ομόνοιας» και τα (πορνο)σινεμά, το φαρμακείο Μπακάκου, ως «χώρος των ραντεβού των πιο εμφανίσιμων […], [και] θύλακας της κανονικότητας» της πλατείας, τα «μαγαζιά, όπου πουλιούνται κατά σωρούς τα φτηνοπράγματα» και το γαλατάδικο, «γωνία Αθηνάς, εκεί όπου πίσω από μια σειρά φώτα νέον, στο βάθος ξεπροβάλλει ο Παρθενώνας χλωροφορμισμένος, μες στην αιθάλη»τις νύχτες πιο πέρα, η διαμπερής στοά μα τα σουβλατζίδικα – «που κάποιοι, άγνωστο γιατί, βάφτισαν στοά της αμαρτίας»–, όπου «επικρατεί ψυχολογία γηπέδου ή κουζίνας […], [αφού] μπροστά της γίνεται ο αλαλαγμός με τη μαύρη αγορά των εισιτηρίων ποδοσφαίρου»,κι ολόγυρα οι μεγάλοι δρόμοι που ζώνουν την πλατεία: «η οδός Γ΄ Σεπτεμβρίου […], που σου υποβάλλει την ιδέα του ορμητικού ποταμού»,η οδός Πειραιώς, με «το καφενείο του “Μεγαλέξανδρου” [στη] γωνία […], που είδε άλλοτε κλέη»,η οδός Αθηνάς – «ο δρόμος της μαγκιάς, της ψευτοδουλειάς, των μικροαπατεώνων και της φτώχειας» –,ενώ «περνώντας απέναντι, στο κομμάτι που σχηματίζεται από τη διαγώνιο της Σταδίου με την Πανεπιστημίου, είναι σαν να περνάς στην ξεραΐλα και τον καθωσπρεπισμό».
Ακολουθώντας την τροχιά που διαγράφει το βλέμμα του Γ. Ιωάννου και του Μ. Κουμανταρέα, διαπιστώνουμε ότι, μέσα σε λιγότερο από εκατό χρόνια που χωρίζουν τη «Ζωγραφιά νυκτερινή» του Μ. Μητσάκη από τα κείμενα των πρώτων, το βλέμμα του συγγραφέα πρόλαβε να καθηλωθεί χαμηλά. Έτσι, ενώ τα μάτια του Μ. Μητσάκη κινούνται μεθοδικά και βιαστικά, ανεβοκατεβαίνοντας με παρατηρητική οξύνοια και περιγραφικό οίστρο την κλίμακα που ενώνει γη και ουρανό στην πλατεία Ομονοίας στα τέλη του 19ου αιώνα  Από των γύρω δρόμων, μεγάλαι πνοαί ανέμου εισβάλλουν εκ των γωνιών, συρίζουσαι, σαρόνουν τοέδαφος σφοδραί, συσπούν την κόμην των υψηλών δένδρων της, σηκόνουν εις σύννεφα την σκόνην. Επάνω, εις τον καταξάστερον ουρανόν, μεταξύ βορρά και ανατολής, πλησιφαής λάμπει η σελήνη, κ’ εις το πλάγι της […] φέγγει εν άστρον, ως λευκός ακόλουθος, ανασύρων νομίζεις την άκραν της θείας εσθήτος της˙ [...] τα γκαρσόνια, πηγαινοερχόμενα, […] παίρνουν τ’ απομείναντα ποτήρια, σκουπίζουν από χάμω τ’ αποτσίγαρα, των φυστικιών τα φλούδια, των ποδών τα ίχνη, τα φτυσίματα, όλην την βρώμαν που αφίνει πίσω της πληθύς ανθρώπων συνελθόντων δια να ιδωθούν, να ξαπλωθούν, να φλυαρήσουν. […] Φαιοί κ’ ευθείς, οι τηλεγραφικοί στύλοι, φεύγουν κατά μήκος της [πλατείας]. Οξέα, υπερύψηλα τα τέσσερα κοντάρια του ηλεκτρικού […] φρουρούν τας τέσσερας πλευράς της, παμμεγέθη. […] Ο άνεμος φυσά, πάντοτε σφοδρός, διελαύνων την πλατείαν μετ’ οργής, αναστατώνων τα φυλλώματα, απειλών να καταρρίψη […] τους στύλους των φανών του τηλεγράφου, ανεγείρων προς τον ουρανόν κονιορτού σίφωνα. Κ’ εκεί κάτω, εις κάποιαν εκ των γωνιών, ένα παράθυρον, ανοικτόν λησμονηθέν, παραφερόμενον υπό του βιαίου ρεύματος, […], βροντά λυσσωδώς κατά του τοίχου, έκφρον και βαρύ, ωσάν να ήθελε να συγλονίση την πλάσιν…»), το βλέμμα του Γ. Ιωάννου και του Μ. Κουμανταρέα μετά βίας υψώνεται ώς τις προσόψεις των γύρω κτιρίων, με τα «σβηστά […] φώτα στα παράθυρα, […] και […] μια φωτεινή διαφήμιση για τσιγάρα, […] [που] ξεχάστηκε αναμμένη, για να θυμίζει μια νεύρωση του αιώνα μας, που δεν λέει να γιατρευτεί». Συνήθως, πάει «τοίχο τοίχο», όπως και η ζωή εκεί, καταγράφοντας πρόσωπα, λόγια, βήματα και φερσίματα, όλη τη «μυστική ζωή [της πλατείας], με την οποία […] διαγκωνίζονται και εφάπτονται [οι περαστικοί]»,ή τρυπώνει στη στοά του Πιγκουΐνου και κατηφορίζει με τις κυλιόμενες σκάλες στο υπόγειο, όπου, εκτός από τις αποβάθρες και τους συρμούς του ηλεκτρικού, υπάρχουν «τράπεζες, πρακτορεία, καταστήματα σαχλών αναμνηστικών» και τα «διάσημα ουρητήρια της Ομόνοιας».
Εάν, λοιπόν, στο κείμενο του Μ. Μητσάκη, πρωταγωνιστές είναι ο άνεμος, η σκόνη και η «απέραντο[ς] κυανή οθόνη»,στα πεζογραφήματα των Γ. Ιωάννου και Μ. Κουμανταρέα η ζωή στην πλατεία προχωρά στα σκοτεινά, προεκτείνοντας το σώμα της πόλης με στεγασμένες και υπόγειες διακλαδώσεις. Κι αν οι στοές στην αρχαία Αγορά και στο ρωμαϊκό forum ή τα περιστύλια στις μεσαιωνικές πλατείες– στο μεταίχμιο ανάμεσα στον έσω και τον έξω κόσμο, στο ημίφως και το φως – υποβάλλουν ένα αίσθημα προστασίας, η στοά στην πλατεία Ομονοίας μόνο αίσθημα φόβου μπορεί να υποβάλει, καθώς «στεγάζει χαρτοκλέφτες, πρεζάκηδες [κι] ένα ξέθωρο μαγαζί χαμένο στους καπνούς […] που σπάνια πλησιάζουν οι ευυπόληπτοι πολίτες».Το ίδιο αίσθημα φόβου υπαγορεύει, άλλωστε, και η «ιδεολογία του υπόγειου χώρου», αφού «μια κατάρα μοιάζει να ξεχύνεται από τις σκάλες του Ηλεκτρικού, που με αιώνια χαλασμένο το μηχανισμό χαίνουν σαν Άδης», γράφει ο Μ. Κουμανταρέας και υπερθεματίζει: «Κι αν η είσοδος στον παλιό Άδη ήταν μία, τούτες εδώ είναι οχτώ, διευκολύνοντας την κάθοδο και παρασύροντας στο βυθό κάθε λογής φυράματα της κοινωνίαςΑλλά ο Γ. Ιωάννου του αντιτείνει: «Όταν βρέχει όμως είναι πολύ ωραία στο υπόγειο. Ακουμπάς σε μια κολόνα και περιμένεις. Εδώ κι εκεί πολλοί και διάφοροι εγκλωβισμένοι νεαροί σε κοιτάζουν με κάποιο δέος στα μάτια. Βρέχει πολύ και […] σου μιλάνε με τα μάτια για το σπίτι τους, που είναι σε λαϊκή συνοικία και πώς θα πάνε
Εάν η νύχτα και η βροχή εκπροσωπούν δύο βασικές εκδοχές μεταμόρφωσης της πόλης, τα μάτια των «εγκλωβισμένων νεαρών» που ρωτούν παραπέμπουν ευθέως στα μέσα μαζικής μετακίνησης και σε ’κείνα τα άλλα μάτια των αυτοκινήτων, που «κοιτάζονται μεταξύ τους, [αφού] τα φανάρια τους από τώρα κιόλας είναι μάτια»,κατά τον Γ. Ιωάννου. Ας τα εξετάσουμε ένα ένα με τη σειρά, με βάση τα κείμενα των τριών εν λόγω συγγραφέων.

Μεταμορφώσεις της πόλης – της πλατείας
«Μεταμόρφωση ιδού η αγαπημένη ενασχόληση του Μπωντλαίρ: μεταμόρφωνε το σώμα του, τα συναισθήματα και τη ζωή του, κυνηγώντας το άπιαστο ιδανικό της αφ’ εαυτού δημιουργίας, στην προσπάθειά του να καταστήσει εαυτόν ποίημα»,δηλώνει ο Σαρτρ. Παραφράζοντας τα λόγια του, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η πόλη μεταμορφώνεται στην προσπάθειά της να επανασυνθέσει την τοπογραφία της, να τη διορθώσει στις ατέλειές της, να καταστήσει, εν τέλει, εαυτήν ποίημα. Πολλώ μάλλον που μια πόλη δεν υφίσταται παρά μόνο ως πραγματικότητα εμπειριών, δηλαδή, ως σύνολο αναπαραστάσεων και βιωμάτων. Συνεπώς, οι μεταμορφώσεις μιας πόλης αφορούν σ’ ένα σύνολο διαφορετικών όψεών της που ποικίλλουν από ώρα σε ώρα, μεταβάλλοντας κάθε φορά την οργάνωση του χώρου και του χρόνου. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι οι συγγραφείς υπήρξαν ανέκαθεν ευαίσθητοι δέκτες των μεταμορφώσεων μιας πόλης.
Αν η Ομόνοια της Κυριακής, της γιορτής και της σχόλης μοιάζει «ήρεμη και φτωχική, ακόμα και πληκτική»για αρκετές ώρες, η Ομόνοια της νύχτας έλκει σαν μαγνήτης τον συγγραφέα–περιπατητή, καθώς διαφοροποιεί τις διαστάσεις του χώρου, του χρόνου και των μετακινήσεων μέσα σ’ αυτήν, θέτοντας καινούργια αινίγματα και καθιστώντας περισσότερο υποκειμενική την ανάγνωση και την ακρόασή της. Με άλλα λόγια, αν τη μέρα η Ομόνοια μιλάει όπως οι περισσότερες πλατείες των μεγαλουπόλεων, τη νύχτα μονολογεί το σκοτεινό λόγο μιας «μυστικής ζωής», που «ελάχιστοι […] μπορούν να διακρίνουν»και ν’ αφουγκραστούν, κατά τον Γ. Ιωάννου, κι ας ξέρει καλά ότι «τη νύχτα, τις άγριες εκείνες ώρες μετά τις δύο, […] ορισμένοι στέκονται στην Ομόνοια μόνο και μόνο για την ατμόσφαιρα που δημιουργείται και που δεν θέλουν να την ανταλλάξουν με την πνιγηρή μοναξιά του σπιτιού τους».
Η νυχτερινή περιπλάνηση στην Ομόνοια περικλείει, όμως, και κινδύνους, καθώς, «μόλις η νύχτα πέσει, στις παρόδους της Ομόνοιας, η ζωή γλιστρά τοίχο τοίχο. […] Γκαρσόνια που σχολνούν, κοπέλες από φροντιστήρια, πολίτες που το φάσμα της νυχτωμένης πολιτείας τρομοκρατεί. Όλοι τρέχουν ν’ απομακρυνθούν, θαρρείς σε τούτο το μέρος της Αθήνας να επικρέμεται κάποια απειλή. Αντίθετα, όταν οι άλλοι φεύγουν, μαζί με άλλους μνηστήρες της νύχτας, παίρνω τον υπόγειο που σε λίγα λεπτά με βγάζει εκεί»,ομολογεί ο Μ. Κουμανταρέας, συντάσσοντας εαυτόν με τους κατά Ηράκλειτο άγρυπνους φύλακες ζώντων και τεθνεώτων: «Φύλακες γίγνεσθαι εγερτί ζώντων και νεκρών, ένθα δ’ εόντε επανίστασθαι Υπάρχει, άρα, μια επαναστατική διάθεση εναντίωσης και τόλμης που συνδέει μυστικά όσους έρχονται εδώ την ώρα που «το παράταιρο πλήθος σχολάει» και ξαγρυπνούν πεισματικά απέναντι στα «σβηστά φώτα στα παράθυρα», που μαρτυρούν «σβηστές κ[αι] [τις] συνειδήσεις των ανθρώπων σ’ αυτά», όταν ακόμα «κι οι νεαροί γενειοφόροι, […] που με φωνές μονότονες πουλούν τον “Οδηγητή” και τον “Θούριο”, [έχουν] λακίσ[ει]. Θαρρείς κι οι παρατάξεις που εκπροσωπούν να μην αντέχουν στην προχωρημένη ώρα, στη σηψαιμία που έχει ήδη αρχίσει ν’ αναδίνει η πλατεία, βέβαιοι πως αύριο πάλι με την ανατολή “θα τον μεθύσουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι”».Υπάρχει, όμως, και μια αίσθηση ελευθερίας, ή μάλλον απελευθέρωσης, καθώς «η επιτήρηση […] χαλαρώ[ν]ει [και] οι συνειδήσεις ελευθερώνονται».
Μαζί τους απελευθερώνεται κι ο άνεμος, «διελαύνων την πλατείαν μετ’ οργής», «συρίζ[ων]», «αναστατώνων» και «απειλών»,μόνο που στην Ομόνοια του Μητσάκη δεν υπάρχουν άνθρωποι για να τους στροβιλίσει στο πέρασμά του, αφού «ένα προς ένα, βαθμηδόν, τα μαγαζειά, τα καφφενεία που την περιβάλλουν, άδειασαν από τους θαμώνας των, είδαν να λιγοστεύ’ η θορυβώδης κίνησις, η ζωή που τα εγέμιζε, ησύχασαν, εβυθίσθησαν εις την σιγήν και εις το σκότος».Μόνο «τα θρανία όπου χρησιμεύουν προς ανάπαυσιν των εις αυτήν φοιτώντων, γυμνά ανθρώπων, μαστιγόνονται αγρίως από την βιαιότητα της σκόνης» που σηκώνει ο άνεμος, κι ένα παράθυρο, «ανοικτόν λησμονηθέν, […] βροντά λυσσωδώς».Στην αστικοποιούμενη Αθήνα της εποχής του Μ. Μητσάκη, η νύχτα στην πλατεία Ομονοίας μοιάζει, λοιπόν, με διπλό σκοτάδι˙ παντού ερημιά και σιγή: «Τα πέριξ οικήματα, βωβά, – παράθυρα κλειστά, πόρτες σφαλισμένες – εγείρουν αμαυράς τας όψεις των. [….] Ψυχή άλλη επ’ αυτής, ψυχή εις τους πέριξ δρόμουςΑντιθέτως, στην εποχή του Μ. Κουμανταρέα, έναν αιώνα σχεδόν μετά, η νύχτα στην ίδια πλατεία θυμίζει μέρα, καθώς «η ζωή τις νύχτες σφύζει στην Ομόνοια».
Και οι δύο ξεκινούν τη νυχτερινή τους περιδιάβαση στην πλατεία πολύ αργά – «μία το πρωί»ο Μ. Κουμανταρέας, «τρεις μετά τα μεσάνυκτα»ο Μ. Μητσάκης –, καταγράφοντας με την ακρίβεια χρονογράφου όλα τα στιγμιότυπα που, εν είδει άψυχων ή έμψυχων ψηφίδων, συνθέτουν το παζλ της νυχτερινής ζωής εκεί. Και οι δύο περιφέρουν παντού ένα αδηφάγο βλέμμα, με τη διαφορά ότι το βλέμμα του Μητσάκη εφορμά από ψηλά, εντάσσοντας κάθε λεπτομέρεια που σταχυολογεί από χαμηλά σε μια σφαιρική σύλληψη της πλατείας, ενώ η αντίστοιχη ματιά του Κουμανταρέα θεάται την πλατεία από χαμηλά και αποσπασματικά, λες και το κατακερματισμένο σώμα της σύγχρονης πλατείας δεν επιδέχεται μια σύνολη επόπτευση του χώρου. Πλην όμως, ο αποσπασματικός χαρακτήρας της οπτικής του Κουμανταρέα διευκολύνει την είσοδό του σε στέκια καφενείων που διανυκτερεύουν ή στον υπόγειο χώρο της πλατείας, ενώ η σφαιρική επισκόπησή της από τον Μητσάκη περιορίζεται αποκλειστικά στο υπαίθριο χώρο της Ομόνοιας. Έτσι, ακόμα κι όταν το βλέμμα του δεύτερου συλλαμβάνει κάποιες ανθρώπινες σκιές να περιφέρονται ξάγρυπνες στην πλατεία (τέσσερις αμαξάδες, ένας κουλουράς, ένας «διαβάτης ανεβαίνων εκ της λεωφόρου Πειραιώς», ένας άλλος «εκ της οδού Σταδίου, […], κρατών και προφυλάττων μεταξύ των παλαμών του αναμμένον σπερματσέτο, και […] ρίπτων χάμω εταστικά βλέμματα, παρατηρών το έδαφος οξέως»), τις αφήνει άστεγες να περιπλανηθούν στο χώρο ή να «δι[αβούν] προ αυτής χωρίς να σταματήσ[ουν]», ενώ ο Κουμανταρέας εφευρίσκει «στέκια ανοιχτά» και «έσχατ[α] καταφύγι[α]» για να τρυπώσει και να «κουρνιά[σ]ει η νύχτα [που ξαγρυπνά] με τη μορφή του άστεγου αλήτη»: «Η καφετέρια του ξενοδοχείου “Ομόνοια” σκεπαστή γυάλινη τους χειμώνες, ξέσκεπη τα καλοκαίρια [….], ο στενόμακρος, ανώνυμος καφενές δίπλα στη στοά του Πιγκουΐνου, [….] το καφενείο του “Μεγαλέξανδρου”, γωνία Πειραιώς», ή ο υπόγειος χώρος της Ομόνοιας, για «όσ[ους] δεν μπόρεσαν να ’βρουν θέση στην κιβωτό του “Μεγαλέξανδρου”Τέλος, και οι δύο συγγραφείς προβαίνουν σε μια νατουραλιστική αποτύπωση των ανθρώπινων σκιών, προσδίδοντάς τους θηριώδεις προεκτάσεις, καθώς «η νύχτα προχωρεί και το πλήρωμα αραιώνει [....], τότε πια που έχει χαλαρώσει και η τελευταία συνείδηση […] έχει γίνει άγρια η ανάγκη για επιβίωση [και] οι ώρες στενεύουν επικίνδυνα».Με τη διαφορά ότι, ενώ στον Μητσάκη η εν λόγω θηριωδία περιορίζεται μόνο στην εντύπωση που προξενεί μια σκιά και συνιστά οφθαλμαπάτη η σκιά [του κουλουρά] διευθύνθη, τρέχουσα, αήθης διαγραφομένη επί του εδάφους, ως εκτρόπου φανταστικού όντος αλλομένου, με τον μέγαν πίνακά της στο κεφάλι»), στον Κουμανταρέα εντοπίζεται στα πρόσωπα των άστεγων νέων, που, «χλωμοί και ξέπνοοι» κατά τις τρεις το πρωί, από «άκακοι σαν αρνιά» γίνονται «δειλοί σαν λαγοί [ή] επίμονοι σαν αρουραίοι, με μάτια ζηλόφθονα για όποιον έχει στον ήλιο μοίρα». Τότε είναι που «οι φύλακες βγάζουν τις μάνικες κι αρχίζουν να σκορπάνε ένα καθαριστικό υγρό. […]. Ο τόπος γεμίζει αφρούς και σαπουνάδες, και μόνο οι αρουραίοι, σκαρφαλωμένοι στα γκισέ, με μάτια άφατης θλίψης, μισόκλειστα από τη νύστα, παρακολουθούν τη διαδικασία καθαρμού».
Η νυχτερινή μυθολογία της Ομόνοιας, με όλες τις φαντασιώσεις, τις ψευδαισθήσεις, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις που περικλείει, κάνει τη νυχτερινή περιδιάβαση εκεί να τρεκλίζει και να ταλαντεύεται από τον σφοδρό άνεμο ή το ξενύχτι, κόβοντας με μια φαλτσέτα εικονική την πλατεία στα δύο σαν μήλο: μισή ανήκει στην πόλη κι άλλη μισή στη νύχτα. Κι όταν «αι πρώται λάμψεις της αυγής αρχ[ίζουν] […] να φωτίζουν το στερέωμα»κάπου «μακριά στην Πανεπιστημίου, από τον Υμηττό» και «σιγά σιγά το φως γλιστρά και στην υπόλοιπη πλατεία», μαζί με τους «ατμο[ύς] της νύχτας [που]διαλύονται […] [και τις] χίμαιρες [που] καταποντίζονται»,τρέπονται σε φυγή και «αι απολλειφθείσαι άμαξαι» ή τα ταξί, που έρχονται «σαν σκουπιδιάρικα […] να περιμαζέψουν τα ράκη»της νύχτας. Μόνο «ο γενειοφόρος και ο λούστρος κάθονται ακόμ’ εις το θρανίον, πραγματευόμενοι παζάρια ειδεχθή…»,σχολιάζει υπαινικτικά ο Μ. Μητσάκης, συμπυκνώνοντας στην κατακλείδα της αφήγησής του την ύποπτη πλευρά που ακόμα εμμένει κι επιμένει στη νυχτερινή πλατεία, ενώ γύρω αρχίζει να «σαλπίζει μια μέρα εργατική».
Ξημερώνει και τα ξαγρυπνισμένα πρόσωπα προσπαθούν να κρυφτούν ανάμεσα «στα πρόσωπα των αγουροξυπνημένων, [....] θολά ακόμα από τον ύπνο»και τα όνειρα, που ταΐζουν με τα ξέφτια τους τα πρώτα βήματά τους στην πόλη. Η νύχτα, η πλήξη και η αγωνία της, καταλάγιασαν στην άκρη του δρόμου, μαζί με τα άδεια μπουκάλια από τα ξενυχτάδικα, ενώ τα περίπτερα με τα πορνοπεριοδικά «δείχνουν τώρα τις σάρκες χάρτινες».Οι πρώτοι θόρυβοι της μέρας αντηχούν «βαρ[είς] [ως] κραδασμο[ί]»,ταράζοντας τον ύπνο όσων επιμένουν να κοιμούνται. «Βαρείς αγροικούνται [και οι] βηματισμοί [διαβάτη] επάνω εις τις πλάκες»της πλατείας. Δειλά τα βήματα των πρώτων περαστικών που πάνε να ενωθούν στη μεγάλη πλατεία θα πάρει ώρα για να «ξεδιπλώ[σ]ει το αθρώπινο φίδι το μήκος του [και να] δοκιμά[σ]ει το ανάστημά του».
Η πόλη της μέρας είναι μια πόλη εργατική, όπου η ζωή κινείται βιαστική και πολυάσχολη, με μεγάλους διασκελισμούς στους δρόμους και στα πεζοδρόμια: «Καθαρίστριες, εισπράχτορες, οδηγοί λεωφορείων, γκαρσόνια, βάρδιες εργοστασίων ξεμπουκάρουν από κάθε μεριά. Τους βλέπω που τρέχουν να ενωθούν σε τούτη τη μεγάλη πλατεία»,λέει ο Μ. Κουμανταρέας. Ό,τι η νύχτα ματαιώνει ή εξαντλεί, η μέρα το ανοικοδομεί, αλλά, συγχρόνως, το διυλίζει μέσα από το φίλτρο της ομοιομορφίας και το κωδικοποιεί. Έτσι, κάθε ιδιαιτερότητα διαχέεται στα αναρίθμητα μόρια ενός ανώνυμου πλήθους που κατακλύζει την πλατεία από νωρίς το πρωί, ζώντας στον πληθυντικό αριθμό ό,τι βιώνεται τη νύχτα στον ενικό, ενώ ο συγγραφέας–περιπατητής, ως οξυδερκής παρατηρητής και καταγραφέας της κίνησης και της κυκλοφορίας στην Ομόνοια και στους γύρω δρόμους, καταρτίζει λίστες και ταξινομεί τις μάζες των ανθρώπων που συρρέουν κατά κύματα στην πλατεία, στην προσπάθειά του να αποκωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει την προέλευση, τις προθέσεις και τον προορισμό τους:
«Πρωί-πρωί, λοιπόν, κατά τις πέντε περπατούν, τρέχουν μάλλον, οι νεαροί στρατιωτικοί που κοιμήθηκαν στα σπίτια τους ή ξενοκοιμήθηκαν. […] Και όποιος ξενοκοιμάται, συγκοιμάται. Περπατούν, ακόμα, σωφεραίοι, εισπράκτορες, κουλουρτζήδες, σερβιτόροι καφενείων και γαλακτοπωλείων, οδοκαθαριστές.
Κατά τις έξι τρέχουν οι καθαρίστριες των γραφείων, των κλιμακοστασίων, των υπουργείων. Γυναίκες εξαθλιωμένες και ξέθωρες. Τρέχουν ακόμα οι περιπτεράδες, οι εφημεριδοπώλες, οι γαλακτοπώλες, οι ιχθυοπώλες, φουρνάρηδες, μανάβηδες – όσοι, βέβαια, δεν έχουν αποχτήσει ακόμη αυτοκίνητο. Κανένας τους δεν έχει μάτια για τον άλλον, το πολύ πολύ καμιά ρέχα.
Από τις εφτά ώς τις εφτάμισι το χειμώνα κι από τις εφτάμισι ώς τις οχτώ το καλοκαίρι, τρέχουνε οι δημόσιοι υπάλληλοι και είναι πάρα πολλοί να μην αβασκαθούνε. Όσο πιο κοντά προς τις εφτάμισι γέρνει το ρολόι, τόσο πιο απρόσωποι διέρχονται. Ιδίως οι παντρεμένες παρουσιάζουν μια μόνιμη κυάνωση από την αγωνία στο πρόσωπό τους. […] Αυτές είναι που παίρνουν με μεγάλη ευκολία ταξί. Γι αυτό τα ταξί από τις εφτά και τέταρτο είναι εξαφανισμένα από τις πιάτσες. Πρέπει να γείρει προς τις οχτώ παρά τέταρτο το ρολόι για ν’ αρχίσουν να ξαναεμφανίζονται πειθήνια και οι οδηγοί τους με ύφος λιγότερο αλαζονικό.
Καθώς πάνε να σβήσουν των δημοσίων υπαλλήλων τα κύματα, αρχίζουν να έρχονται αυτά των ιδιωτικών. Είναι πιο σερπετοί αυτοί, πιο παρδαλοί, κομψευόμενοι, διαλεγμένοι με κριτήρια εμφάνισης και πονηριάς στο μάτι, αλλά και πολύ πιο ανήσυχοι, ανασφαλέστεροι ολοφάνερα, μια και η δουλειά τους κρέμεται από τις σχέσεις τους με το αφεντικό. […] Εάν αυτός που ξεκλειδώνει το κατάστημα δεν έχει φτάσει ακόμα, τους βλέπεις να περιμένουνε ζαρωμένοι, σαν ξεθωριασμένα βότσαλα έξω από το νερό τους. Πρέπει να βρεθούνε πίσω από τον πάγκο για να λάμψουνε κάπως.
Εργάτες περνούνε πολύ λιγότεροι από τους μεγάλους δρόμους αλλού, πιο κάτω, ξεπεζεύουνε. Αυτοί κινούνται πολύ με τον Ηλεκτρικό στον άξονα Πειραιά – Αθήνας. Πάντως, δεν δίνουνε τον τόνο πρωινιάτικα.
[…]
Οι δρόμοι ξαναϋφίστανται το μεσημέρι την αποχώρηση των υπαλλήλων, κι εκεί κατά τις τρεις με τέσσερις αρχίζουν πια να αργοπερπατιούνται από τους ξένους, τους μοναχικούς και τους ερημωμένους. […]. Βέβαια, είναι και πολλοί επαρχιώτες που περπατούν και κοντοστέκονται εκείνες τις ώρες, περιμένοντας ν’ ανοίξει η αγορά ή μη θέλοντας να πάνε στο φρικαλέο ξενοδοχείο τους. Κι αυτοί πια ανήκουν, χωρίς να το ξέρουν, σε ό,τι πιο λαμπερό υπάρχει ανάμεσά μας
Καθώς τα «σαράντα κύματα» των διερχομένων μπρος στα μάτια του Γ. Ιωάννου ξετυλίγουν σταδιακά – ανηφορίζοντας από την Πειραιώς και την Αγίου Κωνσταντίνου, κατηφορίζοντας από τη διασταύρωση της Σταδίου με την Πανεπιστημίου ή εκβάλλοντας από τα ορμητικά ποτάμια της Γ΄ Σεπτεμβρίου και της Αθηνάς στην πλατεία Ομονοίας –, «σαν κιλίμι πλυμένο σε νεροτριβή», την καθημερινή προσδοκία τους για τον επιούσιο, το μεθοδικό βλέμμα του συγγραφέα–περιπατητή – έκθαμβο και συμπονετικό ή δύσπιστο και ειρωνικό – μετατοπίζεται από πρόσωπα και χαρακτηριστικά σε μέλη και περπατησιές, κατονομάζοντας κι απαριθμώντας τα, σε μια ποιητική προσπάθεια οικειοποίησης και αποδοχής του αστικού κόσμου όπου ζει. Έτσι, άλλοτε εφευρίσκει «μια καινούργια οικειότητα», καθώς απαριθμεί γνώριμες φυσιογνωμίες και τις ταξινομεί («Να περπατάς μες στην πολυκοσμία της πλατείας, τις εξατμίσεις και τα μαρσαρίσματα και […] ν’ αντικρίζεις πρόσωπα που υποψιάζεσαι πως [έχεις ξαναδεί]. [….]Κανένας δεν γυρνάει να σε δει, […] γιατί βέβαια αυτοί δεν σε ξαναείδανε, ενώ εσένα σου φαίνονται γνωστοί και πάντως, αν όχι τα ίδια αυτά τα άτομα, το σόι τους γνωστό, η ράτσα, η κατηγορία τους, καθώς με τον καιρό και με τον κόπο μέσα σου κατατάσσονται σε μερικές ομάδες, όχι και πολλές. Το χάος ήταν στην αρχή, τώρα δεν υπάρχει […]), και άλλοτε εκτρέπεται σε εικασίες και μονολογεί: «Ποιος να ’ναι, Θεέ μου, ο καλός, ποιος ο κακός, ποιος ο τίμιος, ποιος ο απατεώνας, ποιος ο εκβιαστής, ποιος ο ακέραιος, ποιος ο φονιάς […] και ποιος ο άγιος; Ή μήπως όλοι τους είναι από όλα αυτά και τίποτε;»
Μπρος στην εν λόγω αδυναμία του βλέμματος να διαβλέψει πίσω από το ορατό το αόρατο, ο διάλογος με τη συλλογική συνείδηση της κοινωνικής ομάδας μετατρέπεται, λοιπόν, σε μονόλογο αναζήτησης μιας αλήθειας μυστικής, αφού, όπως επισημαίνει και ο γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Σανσώ, «υπάρχει μια μυστική αναλογία ανάμεσα στους δρόμους της συνείδησης και στους δρόμους μιας πόλης». Συνεπώς, η περιδιάβαση του συγγραφέα στην πλατεία και στις παρόδους της Ομόνοιας μετατρέπεται σε διαδικασία μύησής του σε μια συνείδηση συλλογική, μέσα από τα ίχνη που αφήνουν τα βήματα των περαστικών που διασταυρώνονται μαζί του, τον ακολουθούν ή τον προσπερνούν.

Εκδοχές βάδισης – μετακίνησης στην πλατεία
Εάν η ζωή στην Ομόνοια «θρασομανάει κατέναντι του πλήθους»,το νόημα αυτής της ζωής διασκορπίζεται στα αναρίθμητα μόρια των ανθρώπων που τη διασχίζουν βιαστικά ή τη διατρέχουν νωχελικά κατά τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας. Συνεπώς, από το «συμμαζεμένο» περπάτημα του «ταχτικ[ού] δημόσιου υπαλλήλ[ου]» ώς το «σερπετ[ό]» βάδισμα του «κομψευόμεν[ου] ιδιωτικ[ού]»κι από το σκυφτό βήμα του «νυκτόβιο[υ] τσαγκάρ[η], [που] εξυπνών στις δύο μετά τα μεσάνυχτα […] αρχίζ[ει] να γυρνά απέξ’ από τα ερημούμενα υπαίθρια καφφενεία […] με την ελπίδα πως μπορεί να βρη παράδες πέφτοντας απ’ τους θαμώνας κατά λάθος εις την γην»ώς τον λικνιστικό βηματισμό των «μεταμφιεσμέν[ων] σειρήν[ων]», που διασχίζουν «απτόητοι» τον υπόγειο χώρο με «κουνήματα [και] ρούχα παράταιρα»,εκείνο που προσδίδει στην Ομόνοια τον χαρακτήρα μιας πλατείας κεντρικής όπου «η ζωή μεγαλύνεται και λαμπρύνεται» είναι οι ποικίλες εκδοχές βάδισης των περαστικών που την περιτρέχουν, αφήνοντας τα φευγαλέα ίχνη τους στις πλάκες και στην άσφαλτο των δρόμων που την περιβρέχουν.
Η εν λόγω ποικιλία βημάτων και βηματισμών συναρμολογείται από τις συνηθισμένες, τετριμμένες και καθημερινές διαδρομές των πολλών ανθρώπων, ή από τις ιδιαίτερες και εξαιρετικές περιπλανήσεις του συγγραφέα–περιπατητή, που επιλέγει να χαθεί μέσα στο ανώνυμο πολύβουο πλήθος για να βρει τον εαυτό του, άλλοτε συντονίζοντας το βήμα του με το βηματισμό των άλλων («μαζί τους κι εγώ»,δηλώνει απερίφραστα ο Μ. Κουμανταρέας, ακολουθώντας τους νεαρούς θαμώνες της πλατείας στις νυχτερινές υπόγειες διαδρομές τους), άλλοτε ισορροπώντας το με το ρυθμό που ξεκκουκίζεται ένα κομπολόι για να ’χεις κάποια ισορροπία στο περπάτημα, έναν μικρό αέρα, κάποιο τσάκισμα, κρατάς σφιχτά στη χούφτα σου ένα κομπολογάκι κι έτσι όπως διέρχεσαι ανάμεσα [στους περαστικούς], το ψαύεις, το μοιράζεις, το μετράς»,ομολογεί εις εαυτόν ο Γ. Ιωάννου) κι άλλοτε επιβραδύνοντάς το ώς την απόλυτη ακινησία, για να διαβεί από πάνω του το ανθρώπινο ποτάμι: «Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες. […] Ακούω χιλιάδες βήματα στο πλακόστρωτο. Μου ’ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια αυτό το ποτάμι»,μονολογεί ο Γ. Ιωάννου.
Κάθε εξαιρετική και εκτός προγράμματος διαδρομή του συγγραφέα–περιπατητή στο κέντρο της πόλης – ανάμεσα σ’ ένα δάσος από πόδια που το περπατούν, το δρασκελούν ή το λακτίζουν –, δεν συνιστά μόνο μια διαδικασία μύησής του στο ρυθμό που χτυπά η καρδιά της πόλης, αλλά, επιπλέον, του παρέχει τη δυνατότητα μιας αποκάλυψης ικανής να φανερώσει στα μάτια του τη μυστική αντιστοιχία βάδισης και ψυχής: «Έτσι που βλέπω τους διαβάτες να έρχονται από μακριά, δε διακρίνω βέβαια φυσιογνωμίες. Ξεχωρίζω [τους εργάτες] μονάχα απ’ το άφοβο βάδισμα και ποτέ δεν πέφτω έξω», δηλώνει ο Γ. Ιωάννου και διευκρινίζει: «Το βάδισμα είναι σοβαρό τεκμήριο˙ δείχνει αμέσως τον άνθρωπο, όπως το βλέμμα και ο τόνος της φωνήςΈτσι, – ως άλλος Μπαλζάκ, που επιχείρησε να αποκωδικοποιήσει την «ιερογλυφική της ανθρώπινης βάδισης» συντάσσοντας ένα σχετικό εγχειρίδιοκαι ταξινομώντας τις ποικίλες εκδοχές της με αντίστοιχα αξιώματα – ο Γ. Ιωάννου εστιάζει το βλέμμα του χαμηλά, στο ύψος των ποδιών, στη σπουδή του λίγου, του στιγμιαίου, βέβαιος ότι πίσω από κάθε τροχιά βηματισμού διαγράφονται τα χαρακτηριστικά μιας – ενδιαφέρουσας ή μη – ανθρώπινης φυσιογνωμίας: «Ένας ωραίος τρόπος αυτοσυγκεντρώσεως είναι να περπατάς κοιτάζοντας μόνο τα πόδια τους, να βλέπεις τα παπούτσια και τις φόρμες των, τα κεντημένα δήθεν με πολλά γαζιά, τα ψηλοτάκουνα με το άγαρμπο το βάδισμα, τα ξεβαμμένα, σκονισμένα απ’ το πολύ περπάτημα. Και μόνο όταν δεις αυτά να υψώνεις περισσότερο το βλέμμα σου, μάλλον κάτι καλύτερο βαστάζουνε αυτά τα πόδια
Η ρητορική ευγλωττία των ποικίλων βηματισμών στην πλατεία δυσχεραίνεται, όμως, από την παράλληλη πορεία των τροχοφόρων, που, ακολουθώντας δικά τους δρομολόγια και διαγράφοντας παράλληλες τροχιές σε πολυσύχναστα σημεία, δεν έγιναν μόνο αιτία να μειωθεί ο κόσμος που πεζοπορεί, αλλά απειλούν να «καταφάγ[ουν] τελικά κι αυτές τις διασταυρώσεις».«Περιττό να πούμε ότι την κατάσταση την έχει αλλάξει η μεγάλη διάδοση του ιδιωτικού αυτοκινήτου […].Αυτά όλα τα αυτοκίνητα θα ήταν άνθρωποι, αν δεν υπήρχαν»,αποφαίνεται ο Γ. Ιωάννου και εκτρέπεται σε κατάρες: «Θεέ μου – στείλε μια βαριά αρρώστια για τ’ αυτοκίνητα [….] στείλε μια ακατάσχετη σκωρίαση, μια ανεξήγητη ανάφλεξη, μια ασυγκράτητη λοξοδρόμηση, έναν φρικαλέο πονόματο, […], να την παθαίνουν ξαφνικά μέσα στο δρόμο […]Καθώς τα τροχοφόρα συρρέουν στην καρδιά της πόλης από τις μεγάλες οδικές αρτηρίες και διαγράφουν μια πορεία κυκλική – από τον δεξιό κόλπο, τη δεξιά κοιλία και τους πνεύμονες, στον αριστερό κόλπο, την αριστερή κοιλία και την αορτή – προτού διοχετευτούν εκ νέου σε όλο το σώμα της πόλης, τα φανάρια της πλατείας μοιάζουν με βαλβίδες της πλατείας/καρδιάς, όπου, «όταν ανάβει το κόκκινο και σταματούν τ’ αυτοκίνητα, μου φαίνεται για μια στιγμή πως παύει εντελώς κάθε θόρυβος […] σα να κυκλοφορούν ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια»,μονολογεί ο Γ. Ιωάννου.
Από τα «τρία-τέσσερ’ αμάξια [που] στέκονται προ [της πλατείας Ομονοίας], βραδύναντα, περιμένοντα κανέναν πάρωρον διαβάτην, με τ’ άλογά των κουρασμένα, μισοκοιμώμενα ορθά, θαμπά, [και με] μισοσβυσμένα τα φανάρια των»του Μ. Μητσάκη ώς τα αυτοκίνητα–«απαίσια εφευρήματα», που «μυρίζ[ουν] τα πισινά το ένα του άλλου σαν τα σκυλιά και […] πηγαίνουν αλυσίδα βρωμερή και ατέλειωτη»του Γ. Ιωάννου, δεν κύλησε μόνο ένας αιώνας πολιτισμού με κτηνώδεις επιπτώσεις, αλλά σύρθηκε άλλη μια «ύαλος» αποστασιοποίησης του συγγραφέα–περιπατητή από τους ανθρώπους και τους δρόμους της πόλης, αφού «μέσα απ’ το τζάμι του ταξί, βλέπ[ει] [πια συχνά] τις πλατείες και τους δρόμους»της Αθήνας, χάνοντας έτσι την ιδιαίτερη αίσθηση επαφής και πρόσμειξης με τον αστικό κόσμο.
Πίσω από το τζάμι παρατηρούν, όμως, την κίνηση της πλατείας και οι θαμώνες των καφενείων ή των ζαχαροπλαστείων, που την κοσμούν και συνιστούν τα καθημερινά στέκια πολλών ανθρώπων. Με τη διαφορά ότι τα καφενεία και τα άλλα στέκια, ως κατεξοχήν χώροι συνάθροισης και συνάντησης των ανθρώπων, όχι μόνο δεν εμποδίζουν την επικοινωνία μεταξύ τους, αλλά, αντιθέτως, την ενθαρρύνουν και την ενδυναμώνουν. Ας μελετήσουμε από κοντά τους εν λόγω χώρους.

Χώροι συνάντησης / συνάθροισης των ανθρώπων
(Καφενεία – ζαχαροπλαστεία – κινηματογράφοι – μαγαζιά – αγορά.)
Εάν αληθεύει, σύμφωνα με τον γάλλο συγγραφέα Λε Κλεζιό, ότι η έννοια της πλατείας παραπέμπει κατ’ αρχήν «σ’ ένα ορισμένο τρόπο συνύπαρξης των ανθρώπων και διαρκούς όσμωσης μεταξύ τους», είναι εξίσου αληθές, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Μαρκ Ωζέ, ότι η συνύπαρξη των ανθρώπων συνεπάγεται τη συνείδηση ότι «η ύπαρξη του άλλου αρχίζει δίπλα μου, κοντά μου»,σε μια «εγγύτητα λέξεων και στοχασμών ή, απλώς, σε μια εγγύτητα σωμάτων, που αναζητούμε διαρκώς λες κι επικρέμαται κάποιος κίνδυνος»,σχολιάζει ο Λε Κλεζιό εκ νέου.
Εύλογα συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι τα καφενεία και τα άλλα στέκια της πλατείας, ως κατεξοχήν χώροι «άμεσης» συνείδησης και βίωσης της διαφορετικότητας του άλλου, των πολλών άλλων, επιτείνουν αυτή καθαυτή την αίσθηση της ιδιαιτερότητας του καθενός και, συγχρόνως, τη διευρύνουν, δημιουργώντας στους θαμώνες ένα αίσθημα ομοιογένειας που, με τη σειρά του, τους ομαδοποιεί και τους προστατεύει: Ομαδικά «θρονιάζονται [οι νεαροί επαρχιώτες] κυκλικά μπροστά στους μεγαλόπρεπους καθρέφτες του καφενείου «Μεγαλέξανδρος». «Εδώ τη βγάζουν φθηνά. Ένας καφές, πικρός κι αυτός, φτάνει και περισσεύει [….] [για να] ονειρευ[τούν] ότι ξέφυγαν από τη στενότητα, την πλήξη της επαρχίας», κατά τον Μ. Κουμανταρέα, ενώ έξω ξεροσταλιάζουν «όσοι δεν μπόρεσαν να ’βρουν θέση στην κιβωτό του “Μεγαλέξανδρου”».«Καταφύγια» θεωρεί «τα επί της πλατείας καφενεία» και ο Γ. Ιωάννου, αλλά, ως «βάσεις της μυστικής ζωής» εκεί, τα βρίσκει «ελάχιστα μπροστά στην ανάγκη που υπάρχει».Εξάλλου, καθώς περιγράφει τα βάθη του καφενείου «Νέον», αυτού «του τεράστιου και μάλλον ακαλαίσθητου Λεβιάθαν» όπου συχνάζουν οι μεγαλύτερες ηλικίες, δηλώνει απερίφραστα πως «είναι μια παρηγοριά, μια ασφάλεια, το γεμάτο καφενείο. Σε αναζωογονεί και σε προφυλάσσει, θαρρείς, από κάθε τι το ξαφνικό, που σε περιτριγυρίζει και που στο έρημο σπίτι μπορεί απείρως πιο εύκολα να σε αρπάξει και να σε ξεκάνει».
Περιδιαβάζοντας, λοιπόν, ένα ένα τα καφενεία της Ομόνοιας, ο Γ. Ιωάννου αφήνει την «κοιλία του κήτους» με «[τ]ο[ν] ορυμαγδ[ό] από τα τάβλι, τις συζητήσεις και τις παραγγελίες […] μέσα» και μεταπηδά στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του «Μέγα Αλέξανδρου», που «έχει μια μαύρη λάμψη στα υλικά του […] [και] θυμίζει μεσοπόλεμο», προτού εισχωρήσει στο «καφενείο “Αθήναιον”, το τρίτο και πιο άγνωστο από τα καφενεία της Ομόνοιας […], [όπου] συχνάζουν άντρες της σκληρής δουλειάς και της σκληρής ζωής, από τα ξημερώματα ώς τη βαθιά νύχτα».Μια αίσθηση ομοιογένειας αποπνέει κι αυτό το καφενείο, καθώς «είναι το πιο κλειστό, το πιο εξειδικευμένο και απρόσιτο από τα τρία […], [γιατί] σε αποτρέπει η στενότητά του και η έλλειψη θέας προς την πλατεία».Πάντως, κατά τον Γ. Ιωάννου, τα καφενεία «Αθήναιον» και «Μεγαλέξανδρος» «είναι βαριά καφενεία, “βαριά”, με την έννοια ότι δεν μπορείς να χαχανίζεις ή να κάνεις τον έξυπνο εκεί μέσα, ενώ το «Νέον» σηκώνει καταστάσεις διάφορες». Πιο συγκεκριμένα, στο καφενείο του «Μεγαλέξανδρου», οι θαμώνες δεν «παίζουν τάβλι και χαρτιά, […] όπως στο “Νέον”, […] [αλλά] παρατηρούν μόνο την κίνηση ή σιγοκουβεντιάζουν».Κατά τον ίδιο συγγραφέα, όμως, καλύτερη θέα επί της πλατείας έχει κανείς από την καφετέρια του ξενοδοχείου «Ομόνοια», καθώς «έρχονται στιγμές που μπορεί να ιδεί ό,τι ομορφότερο στη θωριά […] διαθέτει ο τόπος».
Ο νους πηγαίνει αβίαστα στον Άνθρωπο του πλήθους του Πόου, που ενθουσίασε τον Μπωντλαίρ: «Πίσω από το τζάμι ενός λονδρέζικου καφενείου, ένας άρρωστος σε στάδιο ανάρρωσης παρατηρεί με αγαλλίαση το πλήθος που κυκλοφορεί στο δρόμο και συμφύρει τις σκέψεις του με τις σκέψεις των περαστικών, που κινούνται γύρω του.»Εξάλλου, ο ίδιος ο Μπωντλαίρ, ως γνήσιος «άνθρωπος του πλήθους», δεν αρκείται να παρατηρεί το πήγαιν’ έλα των περαστικών της παρισινής μεγαλούπολης, προφυλαγμένος πίσω από το κρύσταλλο ενός καφενείου, αλλά, υπνωτισμένος από την ανθρώπινη οθόνη που ξετυλίγεται μπροστά του, βυθίζεται σ’ αυτή και απορροφάται αναζητώντας καταφύγιο ανάμεσα στους ανθρώπους.
Το καφενείο, από ναός της κουβέντας και του καπνού των τσιγάρων μεταμορφώνεται, λοιπόν, σε ιδανικό θεωρείο για τη θέαση του κόσμου που μετακινείται στην πλατεία-σκηνή, και ο συγγραφέας–περιπατητής – καθώς από «παρατηρητής» γίνεται «παρατηρούμενος», κι ας βαυκαλίζεται προς στιγμήν ότι «περν[ά] απαρατήρητος»– παγιδεύεται από το σκηνικό πλήθος που τον μαγνητίζει, μετατρέποντας τα άγνωστα πρόσωπα των ανθρώπων σε μια μύχια πραγματικότητα με την οποία συγγενεύει: «Νιώθω απέραντησυμπάθεια για όλους αυτούς – για όλους, λέγω, αυτούς – καθώς τους βλέπω σταματημένους παράμερα στο πεζοδρόμιο να κοιτάνε ή ριζωμένους στη μέση στο πεζοδρόμιο να […] συζητάνε ή στα τραπέζια μέσα καμαρωτοί και αγαλμάτινοι να κοιτάνε προς την τσαχπίνα […] [και] σπαρταριστή ομορφιά [της πλατείας]»,ομολογεί ο Γ. Ιωάννου.
Ένα παρόμοιο αίσθημα συνοχής και συνενοχής αναδίδει και το «ζαχαροπλαστείο “Βρετάνια”, γωνία Αθηνάς, […] [όπου] οι πελάτες (αδειούχοι φαντάροι, αργόσχολοι, νεαροί που μόλις σχόλασαν από κάποιο ραντεβού […], Αθηναίοι αθεράπευτα μόνοι [ή] εργένηδες μονομανείς [που] […] περιμένουν ώς τις μικρές ώρες να διαβάσουν την πρωινή εφημερίδα τους φρεσκοτυπωμένη), βρίσκουν μεγάλη ποικιλία από γαλακτερά […] σε τραπέζια που διατηρήθηκαν μαρμάρινα, [όπως] μαρμάρινες γίνονται και οι όψεις των ανθρώπων, όσο η νύχτα προχωρεί».
Το εν λόγω αίσθημα σύμπνοιας, συνενοχής και προστασίας είναι εντονότερο, όμως, στα λαϊκά σινεμά της πλατείας, καθώς αθροίζουν ταξίδια και περιπέτειες στο λευκό πανί της οθόνης και ενεργοποιούν τη συλλογική συμμετοχή των θεατών, φορτίζοντας με μιαν αίσθηση ασφάλειας την καταφυγή εντός τους. Πλην όμως, άλλα απ’ αυτά γκρεμίστηκαν, άλλα έγιναν πορνο-σινεμά κι άλλα κατέληξαν σουπερμάκετ: «Δεν θα βγούμε από την περιοχή μας […], αν αναφέρουμε και το αλησμόνητο εκείνο σινέ “Ελλάς”, που βρισκόταν λίγο παραμέσα [στην οδό Αθηνάς], […], εκεί όπου τώρα βρίσκεται ένα μεγάλο σουπερμάκετ. Ήταν ωραίο σινεμά, αλήτικο, πιο αρρενωπό από το “Ροζικλαίρ”, στην Πατησίων […]. Και, επιτέλους, το “Ροζικλαίρ” και το “Κοτοπούλη” τα γκρεμίσανε, αυτό όμως που μόνο το φτιασιδώσανε, πονάει. Είναι κωμικοτραγικό να ψωνίζεις μέσα σ’ αυτούς τους ίδιους τοίχους του ισογείου, όπου ούρλιαζες και χτυπούσες τα ποδάρια σου στις κρίσιμες στιγμές του έργου, […] τα προϊόντα της καταναλωτικής οικονομίας»,δηλώνει ο Γ. Ιωάννου.
Μένουν, βέβαια, τα μαγαζιά με τα φτηνοπράματα, «όπου πουλιούνται κατά σωρούς δήθεν χρυσά ρολόγια, δήθεν ασημένια μπρασελέ, δήθεν κοραλένια κολιέ, […] όλα τα δήθεν…»και όπου συνωθούνται άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης για ν’ αγοράσουν ή να ψάξουν μικρές πολυτέλειες σε τιμή ευκαιρίας. Παρόμοια ευκαιρία βρίσκουν και κάποιοι «αυτοσχέδιοι ιεροκήρυκες ανάμεσα στους διαβατικούς […] της Ομόνοιας»για να κάνουν το κήρυγμά τους στο πλάτωμα του πεζοδρομίου, αλλά θα επανέλθουμε σ’ αυτούς όταν θ’ αναφερθούμε στη φωνή της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου