Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΣΤΕΩΣ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ



Λάμπρος Βαρελάς




ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Ο όρος «απόκρυφα», με αναφορά σε μια σειρά πεζογραφικών έργων του 19ου αιώνα, επιχειρεί να αποδώσει τον αγγλικό όρο «Mysteries novel *» (=μυθιστόρημα μυστηρίων). Η λέξη «απόκρυφα» προέρχεται από τον χώρο της ευαγγελικής παράδοσης και αναφέρεται στα ευαγγέλια και στις μαρτυρίες για τη ζωή του Χριστού που αποκλείστηκαν από τον «κανόνα» των τεσσάρων ευαγγελιστών. Στη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα τη συναντούμε με συχνότητα σε τίτλους μυθιστορημάτων που περιγράφουν κρυμμένες και σκοτεινές όψεις της ζωής στα αστικά κέντρα. Ο Χριστόφορος Σαμαρτσίδης διευκρινίζει με σαφήνεια στον πρόλογο του μυθιστορήματός του Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως την επιλογή του τίτλου: «Επειδή δε η μεν εξωτερική μορφή τοις πάσιν είναι ορατή, το δε εσωτερικόν είναι απόκρυφον και μόνο τοις μετ’ επιμονής επιδοθείσιν όπως το γνωρίσωσιν, εν μέρει γνωστόν, τούτου ένεκα ουχί ατόπως εδόθη εις το παρόν βιβλίον (το απεικονίζον, ασθενώς ίσως, ποία τις η κεκρυμμένη μορφή της ωραίας εξωτερικής πόλεως των Κωνσταντίνων) ο τίτλος Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως». 
Η λέξη «απόκρυφα» εμφανίζεται επίσης σε μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, όπου οι μεταφραστές αποδίδουν στα ελληνικά τη γαλλική λέξη «mystères» ή την αγγλική «mysteries». Εναλλακτικά αλλά σπανιότερα απαντώνται και οι λέξεις «μυστήρια» και «δράματα». Οι απόκρυφες και σκοτεινές όψεις της ζωής των αστικών κέντρων, τις οποίες περιγράφουν ξένοι και έλληνες λογοτέχνες, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα: παράνομες μυστικές συμμορίες διεφθαρμένων πλουσίων, ληστείες, δολοφονίες, υπόκοσμος, εξαθλιωμένα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, εγκαταλελειμμένα παιδιά, γυναίκες υπό εκμετάλλευση κ.τ.ό. Μερικοί μελετητές θεωρούν τα έργα αυτής της κατηγορίας ως αυτόνομο λογοτεχνικό είδος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά** στηριζόμενοι στα έργα πρότυπα αυτού του είδους, τα διάσημα επιφυλλιδικά (δημοσιευμένα αρχικά σε συνέχειες σε εφημερίδες) μυθιστορήματα Les Mystères de Paris (1842-1843) του E. Sue, Les Mystères de Londres (1843-1844) του Paul Féval και The Mysteries of the Court of London (1845-1848) του G. W. M. Reynolds. Η Σοφία Ντενίση, σε μελέτη της για τα ελληνικά απόκρυφα μυθιστορήματα, προσδιορίζει ως εξής τη χρήση του όρου απόκρυφα στην ελληνική (ή mystères και mysteries στην ξένη λογοτεχνία): «Ο όρος απόκρυφα λοιπόν παραπέμπει αφενός στις κρυφές πτυχές της μίζερης ζωής του προλεταριάτου, που συχνά οδηγεί σε εγκληματικές ενέργειες που λαμβάνουν χώρα μέσα στον απρόσωπο περίγυρο των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, και αφετέρου στις μυστικές καταχρήσεις και απάτες των αστών και των κρατικών λειτουργών, που συνήθως επιτελούνται για κερδοσκοπικούς λόγους και παραμένουν αθέατες. Και τις δύο αυτές όψεις της σύγχρονής τους κοινωνίας επιθυμούν να αποκαλύψουν οι συγγραφείς στην προσπάθειά τους να επιτύχουν ευνοϊκές μεταρρυθμίσεις για το κοινό καλό».
Σύμφωνα με τους μελετητές, τα απόκρυφα μυθιστορήματα κληρονομούν «την τρομακτική ατμόσφαιρα, τα μυστικά, τα ερωτικά πάθη και τον κακούργο πρωταγωνιστή του γοτθικού μυθιστορήματος (Gothic novel), την εγκληματολογική ενασχόληση εκείνου του είδους μυθιστορήματος που ονομάζεται Newgate και τα τολμηρά στοιχεία εντυπωσιασμού –ελαφρά πορνογραφία, περιγραφή βιαιοτήτων– του sensational novel***». Ως ένα βαθμό όμως τα απόκρυφα μυθιστορήματα, τα μυστήρια πόλεων, λειτουργούν σαν μια άλλη μορφή «εξωτισμού» στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Όπως ακριβώς μια σειρά έργων γοήτευαν τους αναγνώστες με την ανάδειξη των άγνωστων και παράξενων ηθών των «απολίτιστων» λαών της Ανατολής, της Αφρικής και της Αμερικής, οι ίδιοι αναγνώστες γοητεύονται τώρα από τη ζωή του υποκόσμου και των εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων του Παρισιού και του Λονδίνου. Δίπλα στους άγριους ιθαγενείς της Αμερικής ανακαλύπτονται οι «άγριοι», οι «άλλοι βάρβαροι», του Παρισιού και του Λονδίνου. Ο αναγνώστης αυτών των έργων πληροφορείται έκπληκτος για μια πραγματικότητα που υπάρχει κοντά του, αλλά την αγνοεί. Έτσι, δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Δουμά οι Μοϊκανοί των Παρισίων (Les Mohicans de Paris, τόμ. 1-19, 1854-1859˙ ελληνική μετάφραση στα 1862), όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί τους παριζιάνους αστυνομικούς να ανακαλύπτουν τα ίχνη των παρανόμων, όπως έκαναν οι ινδιάνοι ιχνηλάτες του αμερικανού συγγραφέα Fenimore Cooper, ή ότι η γαλλική λέξη apache (για την ινδιάνικη φυλή των Απάτσι) χρησιμοποιείται σε κάποια φάση για να δηλωθεί ο κακοποιός και ο αλήτης των πόλεων (στα ελληνικά αποδόθηκε ως «απάχης», και οι «απάχηδες των Αθηνών», οι περιθωριακοί ξένοιαστοι μικροαπατεώνες της Αθήνας, έγιναν ήρωες σε θεατρικές επιθεωρήσεις των αρχών του 20ού αιώνα, καθώς και σε μεταγενέστερες οπερέτες και κινηματογραφικές ταινίες).
Σε αρκετά από τα έργα αυτής της κατηγορίας διακρίνει κανείς την ανησυχία της κυρίαρχης αστικής τάξης για την επιδημική εξάπλωση της διαφθοράς από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα προς το σύνολο της κοινωνίας, αλλά και τον φόβο για την ανατρεπτική δύναμη των εξασθενημένων κοινωνικών στρωμάτων, των απόκληρων. Έτσι, η ανάδειξη της εξαθλίωσής τους στοχεύει συχνά στο να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στις πολιτικές δυνάμεις αλλά και στον αστό αναγνώστη, έτσι ώστε να μεριμνήσουν για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, βελτίωση που θα κατευνάσει τις όποιες ανατρεπτικές διαθέσεις. Γι’ αυτό οι μελετητές κάνουν λόγο για ένα σοσιαλισμό πατερναλιστικού τύπου που εξαντλείται στη (μεγαλο)αστική φιλανθρωπία, στα χριστιανικά κηρύγματα της αγάπης και στην κρατική πρόνοια για την εκπαίδευση των χαμηλών κοινωνικών τάξεων.
Τα περισσότερα από αυτά τα έργα θεωρούνται λαϊκά, ενώ συχνά ξεφεύγουν από τον χώρο της καθαρής λογοτεχνίας και διαπλέκονται με τον χώρο της παραλογοτεχνίας.****



ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Οι έλληνες λογοτέχνες ακολουθούν ακαριαία τη μόδα των ευρωπαϊκών αποκρύφων. Το 1845 μεταφράζονται στα ελληνικά από δύο μεταφραστές ταυτόχρονα τα πολύκροτα Les Mystères de Paris του E. Sue, από τον Ν. Αϋβαζίδη και τον Ι. Ισιδωρίδη Σκυλίσση, και εκδίδονται στην Αθήνα και τη Σμύρνη με τον τίτλο Απόκρυφα Παρισίων και Παρισίων απόκρυφα, αντίστοιχα. Οι μεταφράσεις συναφών έργων πυκνώνουν πολύ στα κατοπινά χρόνια. Παράλληλα, το ίδιο έτος αρχίζουν να κυκλοφορούν και τα πρώτα πρωτότυπα απόκρυφα μυθιστορήματα, με τον γαλλοτραφή τελειόφοιτο μαθητή του γυμνασίου Μαρίνο Παπαδόπουλο Βρετό να δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα. Στον επισυναπτόμενο κατάλογο καταγράφονται τα ελληνικά απόκρυφα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Κάποιοι μελετητές εκτοπίζουν από την ομάδα των αποκρύφων έργα που δεν αποκαλύπτουν «μυστήρια», ανομήματα, από ολόκληρη την κοινωνική διαστρωμάτωση.***** Στον παρόντα κατάλογο, πάντως, περιλαμβάνονται μυθιστορήματα που εκτυλίσσονται σε αστικό κέντρο (με ελληνικό πληθυσμό) και θεματοποιούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον υπόκοσμο των ελληνικών πόλεων, την εξαθλίωση των κοινωνικά περιθωριοποιημένων ομάδων και τα απόκρυφα ανομήματα της πολιτικής και αστυνομικής εξουσίας. Διευκρινίζεται με την ευκαιρία ότι στα ελληνικά απόκρυφα δεν κυριαρχεί η μορφή του αριστοκράτη υπερανθρώπου-σωτήρα, όπως συμβαίνει στα έργα πρότυπα του Sue και του Féval. Ως ένα βαθμό τον ρόλο αυτό τον υποκαθιστούν φιλόστοργοι πλούσιοι (π.χ., στα μυθιστορήματα της Μηχανίδου και του Κονδυλάκη) ή ακόμη και ο προνοητικός Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ στο μυθιστόρημα του Σαμαρτσίδη.
Τα ελληνικά απόκρυφα έργα που τοποθετούν τη δράση στο άστυ (Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Κάιρο, Ερμούπολη, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος) επιδιώκουν να αποκαλύψουν τις οικονομικές και ηθικές ατασθαλίες των πλουσίων και των πολιτικά ισχυρών, τις παράνομες πράξεις του υπόκοσμου (της «Ρεμπέτας», όπως τον αποκαλεί ο Μηνάς Χαμουδόπουλος στο μυθιστόρημά του Οι μυστηρώδεις νυκτοκλέπται), αλλά και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Βεβαίως οι ελλαδικές πόλεις δεν φτάνουν σε πληθυσμό το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου τοποθετούν τη δράση τους τα πρώτα ευρωπαϊκά απόκρυφα, ούτε η Ελλάδα διαθέτει τη βιομηχανική υποδομή του καπιταλιστικού κεφαλαίου ώστε να εμφανιστούν έντονα τα φαινόμενα της εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας και της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Οι μόνες πόλεις με ελληνικό πληθυσμό που προσεγγίζουν την τάξη μεγέθους των δύο δυτικοευρωπαϊκών πόλεων είναι η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη. Οι έλληνες συγγραφείς που γοητεύονται από το μυθιστορηματικό είδος των αποκρύφων φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα είναι διαφορετικές, γι’ αυτό και προβαίνουν στους προλόγους τους σε απολογητικές διευκρινήσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν τη γοητεία που τους ασκεί αυτό το είδος. Ο Δημοσθένης Ν. Λυμπερίου που εκδίδει το 1866 τα Απόκρυφα Σύρου προλαβαίνει τις ενστάσεις των αναγνωστών του με το να αναρωτιέται ο ίδιος: «Έχει μυστήρια η Σύρος; Και το ελάχιστον χωρίον, το μόλις εκ πεντήκοντα απαρτιζομένων πενιχρών οικίσκων, οπόταν επί πολυετίαν διοικηθή, όπως η Ελλάς μέχρι σήμερον διοικείται, βρίθει μυστηρίων». Αρκετά αργότερα, στα 1889, ο Ιωάννης Ζερβός εκδίδοντας στην Κέρκυρα το απόκρυφο μυθιστόρημα Οι κακούργοι δίνει με τη σειρά του στους αναγνώστες τις αναγκαίες διευκρινήσεις, για να δικαιολογήσει τις συγγραφικές του επιλογές: «Βεβαίως το κακόν δεν προυχώρησε παρ’ ημίν ως άλλοθι. Αι άθλιαι του Λονδίνου συνοικίαι και οι μυστηριώδεις φόνοι εισί παρ’ ημίν πράγματα ανήκουστα, αι εν τη Παλαιά των Παρισίων Χώρα δολοφονίαι και ληστείαι δεν υπάρχουσι παρ’ ημίν. Πλην το κακόν το παρ’ ημίν υπάρχει μέγα αναλόγως της σμικρότητος ημών».




Η ΠΟΛΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Όπως είδαμε, από τη σύστασή τους τα απόκρυφα μυθιστορήματα συνδέονται άμεσα με την πόλη, αφού η πλοκή των υποθέσεών τους προϋποθέτει το περιβάλλον του μεγάλου αστικού κέντρου. Συχνά μάλιστα η πόλη στα απόκρυφα δεν αποτελεί απλώς το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα ποικίλα επεισόδια της σκοτεινής ζωής του άστεως, αλλά μετατρέπεται σε κεντρικό ζητούμενο της αφήγησης. Η ίδια η πόλη αποτελεί το βασικό μυστήριο που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει και να αποκαλύψει ο αφηγητής. Οι μελετητές των ευρωπαϊκών αποκρύφων υποστηρίζουν ότι η πόλη, το Παρίσι και το Λονδίνο εν προκειμένω, αντικαθιστά το λαβυρινθώδες και μυστηριώδες κάστρο των γοτθικών μυθιστορημάτων, τον ωκεανό και το υπερωκεάνιο όπου εκτυλίσσονταν οι περιπετειώδεις ναυτικές αφηγήσεις ή ακόμη και τους εξωτικούς τόπους των αφηγήσεων με νέγρους και ερυθρόδερμους σκλάβους. Είναι μια άλλη εκδοχή της ζούγκλας, η ασφαλτωμένη μορφή της, με σκληρούς και άνισους νόμους αλλά και με τους δικούς της «άγριους». Η εστίαση στις απόκρυφες και σκοτεινές πλευρές του αστικού τοπίου (καταγώγια, καταφύγια παρανόμων, εξαθλιωμένες λαϊκές συνοικίες, πορνεία κτλ.) αναδίδει την εικόνα μιας πόλης όχι απλώς επικίνδυνης αλλά άρρωστης, μιας «πόλης-καρκίνου» που απειλεί να μεταδώσει την ασθένειά της και να μολύνει το σύνολο των κατοίκων της.
Στον ελλαδικό χώρο τέτοιες πόλεις που μπορούν να συγκριθούν ως ένα βαθμό με τις σκοτεινές, επικίνδυνες και «άρρωστες» πόλεις των ευρωπαϊκών αποκρύφων είναι μόνο η Αθήνα (μαζί και ο Πειραιάς) και δευτερευόντως η Ερμούπολη της Σύρου. Στον ευρύτερο ελληνικό χώρο της Ανατολής, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Αλεξάνδρεια μαζί με το Κάιρο –πολιτείες πολυπληθείς, πολυεθνικές και με έντονο ελληνικό στοιχείο– προσομοιάζουν αρκετά στις δυτικές μεγαλουπόλεις ως προς τη σκοτεινότητα και την επικινδυνότητα.
Οι έλληνες συγγραφείς φαίνεται να προτιμούν μια περιηγητική μέθοδο στην απεικόνιση της πόλης όπου τοποθετούν τη δράση των μυθιστορημάτων τους και λιγότερο τις πανοραματικές όψεις. Έτσι, οι συγγραφείς αναφέρουν ρητά συνοικίες και δρόμους της Αθήνας, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνηςμέσα στους οποίους κινούνται οι ήρωές τους. Αυτές οι αναφορές λειτουργούν κατά βάση ως τεχνάσματα αληθοφάνειας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η προσέγγιση είναι ρεαλιστική. Οι συγγραφείς των αποκρύφων –και αυτό ισχύει γενικότερα για τους συγγραφείς της αποκαλούμενης ρομαντικής περιόδου– δεν περιφρονούν τη γύρω τους πραγματικότητα˙ στηρίζονται σ’ αυτή και στον περιβάλλοντα χώρο τους, παρ’ όλ’ αυτά όμως οι απιθανότητες της πλοκής και ο μελοδραματικός τόνος κυριαρχούν, και έτσι είναι δύσκολο να θεωρήσει κανείς τα έργα αυτά ως ρεαλιστικά ή –πολύ περισσότερο– ως νατουραλιστικά.
Μπορούμε τώρα να εξετάσουμε ορισμένα βασικά μοτίβα που κυριαρχούν κατά την αναπαράσταση της πόλης σε ελληνικά απόκρυφα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα.
I. Η ΠΟΛΗ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ
Ένα στερεότυπο μοτίβο στην απεικόνιση του αστικού χώρου στα απόκρυφα αλλά και γενικότερα στα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, είναι η εικόνα της πόλης λαβυρίνθου. Το «αχανές» οικιστικό τοπίο (για τα δεδομένα της εποχής και ιδιαίτερα για την αντίληψη του επαρχιώτη) με τα ψηλά κτίρια και τους πολλούς δρόμους, το πλήθος των κατοίκων, η απουσία οικειότητας επιτείνουν την αίσθηση του άγνωστου, του ανοίκειου, του εκφοβιστικού. Το μοτίβο αυτό δεν απαντάται μόνο στα απόκρυφα μυθιστορήματα. Είναι γνωστό το πολιτισμικό σοκ που βιώνουν οι επαρχιώτες πρωταγωνιστές κατά την πρώτη τους επαφή με την πρωτεύουσα. Στους Αθλίους των Αθηνών του Ιωάννη Κονδυλάκη η Μαριώρα, νεαρή κοπέλα από την Τήνο, όταν φτάνει για πρώτη φορά στην Αθήνα σοκάρεται από το αχανές της πρωτεύουσας.


«Τα πάντα, οι άνθρωποι, αι οικίαι, τα καταστήματα, αι άμαξαι, αι οδοί, εκίνουν τον θαυμασμόν της και έβαινεν ως παραζαλισμένη.
Νέοι τινές εσταμάτησαν καθ’ οδόν και την παρετήρουν. Αντιληφθείσα δε την εντύπωσιν την οποίαν επροξένει η ευειδής μορφή της, έγινε κατακόκκινη και έπαυσε να παρατηρή με παιδικήν αφέλειαν δεξιά και αριστερά.
Και εισήλθεν εις τον σιδηρόδρομον, χωρίς ν’ ακούση τας εξηγήσεις τας οποίας της έδιδε περί αυτού ο Μαστροκωσταντής.
Ο θαυμασμός της δε μετεβλήθη εις έκστασιν όταν έφθασεν εις Αθήνας και ευρέθη εν μέσω τόσης πολυανθρωπίας, τόσου θορύβου, τόσων ποικίλων ιματισμών, στολών, οικιών υψηλών, καταστημάτων με μεγάλα κάτοπτρα και φωτοβολούσας προθήκας.
Εβάδιζεν ως υπνοβάτις.
Και μόνον μία σκέψις συνεστρέφετο εις το κατάπληκτον πνεύμα της, ότι αν την άφηνον εν μέσω του πλήθους εκείνου, εν μέσω της αχανούς εκείνης πόλεως, ως την εφαντάζετο, θα εχάνετο. Πού να διευθυνθή, εν μέσω τοιαύτης μυρμηκυιάς;»
(Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Οι άθλιοι των Αθηνών. Φιλολογική επιμέλεια 
Γεωργία Γκότση, τόμ. Α΄, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 1999 
(Η πεζογραφική μας παράδοση, αρ. 58Α), σ. 76



«Μικρόν πριν αρχίση να βρέχη, άνθρωπός τις, ο οποίος προσείχε μεγάλως να μη φανή το πρόσωπόν του και δέμα τι το οποίον έφερεν επί του αριστερού βραχίονος, διο και εξ υπερμέτρου προνοητικότητος είχεν ανοίξει τεράστιον αλεξιβρόχιον πολύθυρον και ενιαχού ξηλωμένον, εις τρόπον ώστε προείχον αι μπανέλαι γυμναί, διήλθε μέρος της οδού Νίκης και εισέδυσεν εις τας παρά την Μητρόπολιν στενωπούς».
<(Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Οι άθλιοι των Αθηνών. Φιλολογική επιμέλεια Γεωργία Γκότση, τόμ. Α΄, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 1999 (Η πεζογραφική μας παράδοση, αρ. 58Α), σ. 53)





II. Η ΠΟΛΗ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Η πόλη στα απόκρυφα μυθιστορήματα γίνεται πιο απειλητική εξαιτίας της τοποθέτησης πολλών σκηνών κατά τη διάρκεια της νύχτας και ειδικά την ώρα του μεσονυκτίου. Η επιλογή του νυχτερινού χρόνου είναι αναπόφευκτη, αφού οι παράνομες δραστηριότητες που αποκαλύπτουν οι συγγραφείς διαδραματίζονται την ώρα που η πόλη κοιμάται. Τα μεσάνυχτα είναι η ιερή ώρα κατά την οποία συναντιούνται οι παράνομοι σε απόμερα σημεία της πόλης για να οργανώσουν τα σκοτεινά σχέδιά τους. Έναν ύμνο στα μεσάνυχτα περιλαμβάνει το πρώτο ελληνικό απόκρυφο, ο Πατροκατάρατος του Μαρίνου Παπαδόπουλου Βρετού, περιγράφοντας τη συνάντηση δύο παρανόμων σε μια μικρή πλατεία των Αθηνών. «Περί το μεσονύκτιον» συμβαίνει και η πρώτη ληστεία στα Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως του Χριστόφορου Σαμαρτσίδη. «Τα ωρολόγια της συνοικίας εδείκνυον την δωδεκάτην» και στο Έν ζακύνθιον απόκρυφον του Σωκράτη Ζερβού, ώρα κατά την οποία μέσα σε καταρρακτώδη βροχή οι παράνομοι συναντιούνται στο στέκι τους.

«Το ωρολόγιον της πόλεως εκτύπησεν ήδη την απαισίαν της νυκτός ώραν, το μεσονύκτιον. Η ώρα αύτη τω όντι είναι μυστήριον, ώρα καθ’ ήν ο ληστής εμπήγει θρασυδείλως το μιαρόν όπλον του εις τα στήθη ανθρώπου ανυπερασπίστου, ώρα των συνενώσεων και των μυστικών συμμοριών, ώρα καθ’ ήν οι υπέρμαχοι της ελευθερίας αναγινώσκουσι την θανατικήν κατά του τυράννου απόφασιν, ώρα καθ’ ήν οι ραδιούργοι και οι δυσαρεστημένοι σχηματίζουν τας περί προδοσίας συστάσεις των, ώρα των μονομαχιών, ώρα της συνεντεύξεως των εραστών, ώρα της απιστίας, ώρα της ζωής των όντων όσα η κοινωνία κατηράσθη, τα οποία την μεν ημέραν φεύγοντα τα ανθρώπινα βλέμματα βυθίζονται εις τόπους παραβύστους και δεν εξέρχονται ειμή όταν η νυξ σκεπάζει με το πενιχρόν της κάλυμμα την επιφάνειαν του κόσμου, ώρα του θανάτου, ώρα, τέλος, της δυστυχίας.
Η πόλις των Αθηνών εβυθίζετο εις άκραν σιγήν, το παν εφαίνετο ότι ησύχαζεν˙ δύο άνθρωποι περιβεβλημμένοι μαύρους μανδύας εβάδιζον προς την μικράν πλατείαν ήτις σχηματίζεται εκ της συμπτώσεως των δύο μεγαλυτέρων οδών των Αθηνών, κατέναντι του καφενείου της "Ωραίας Ελλάδος", συναντηθέντες δε εσταμάτησαν».
(Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, «Ο πατροκατάρατος» (1845), στον τόμο: Μαρίνος Παπαδόπουλος Βρετός, Ο πατροκατάρατος και άλλα αφηγήματα.
Φιλολογική επιμέλεια Λάμπρος Βαρελάς, Αθήνα, Νεφέλη, 2004
(Η πεζογραφική μας παράδοση, αρ. 62), σσ. 140-141)

«Τη αυτή εσπέρα περί το μεσονύκτιον, οι αστυνομικοί υπάλληλοι οι εις τα πέριξ της θολωτής αγοράς του Βυζαντίου (Βεζεστενίου) προσεκλήθησαν υπό των νυκτοφυλάκων, όπως συντρέξωσιν εις την σύλληψιν ατόμων ευρισκομένων εντός χρυσοπωλείου, κειμένου εν τη ρηθείση αγορά.
Εν τω άμα κίνησις μεγάλη επήλθε˙ και φωναί μετά των κρότων των επί των λιθοστρότων κτυπωμένων ράβδων των νυκτοφυλάκων ανησύχησαν τας εις βαθύν ύπνον βεβυθισμένας πέριξ συνοικίας. Τριάκοντα περίπου χωροφύλακες μετά του αρχηγού αυτών έστησαν προ της θύρας του υποδειχθέντος καταστήματος˙ γέρων δε νυκτοφύλαξ οθωμανός έδειξε διά του λιχανού τω αρχηγώ του αποσπάσματος τα κλείθρα του καταστήματος χαμαί κείμενα, ενώ πλήθος άλλων νυκτοφυλάκων συνεπσπειρούτο πέριξ των χωροφυλάκων».
(Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως. Μυθιστόρημα υπό Χριστοφόρου Σαμαρτσίδου.
Μέρος πρώτον. Τόμος πρώτος, εν Κωνσταντινουπόλει,
τυπογραφείον Επταλόφου, 1868, σ. 16)


III. ΤΑ ΚΑΤΑΓΩΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η θεματική των αποκρύφων έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μια επιλεκτική εικόνα του άστεως, με έμφαση στους χώρους συνάντησης των παρανόμων. Στα γαλλικά απόκρυφα βασιλεύουν τα tapis-francs (τα κακόφημα καπηλειά˙ «ταπιφράγκα» τα αποδίδει στα ελληνικά ο μεταφραστής του Sue Σκυλίσσης), η τρομερή φήμη των οποίων επιβιώνει και στα ελληνικά απόκρυφα, όπως δείχνει η όψιμη αναφορά τους στο μυθιστόρημα του Ιωάννη Ζερβού Οι κακούργοι (1889). Αντίστοιχα, στα ελληνικά απόκρυφα πολλές σκηνές εκτυλίσσονται σε καταγώγια, τεκέδες, καφενεία παρανόμων, ύποπτα σπίτια και ξενοδοχεία κτλ. Έτσι, σταΑπόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως του Σαμαρτσίδη οι παράνομοι συναντιούνται συχνά στο ύποπτο καφενείο του Κουλομανώλη, σε μια εξαθλιωμένη γωνιά του Γαλατά. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται του Μηνά Χαμουδόπουλου, ο Αθανάσιος, όταν φτάνει από τη Σμύρνη στον Πειραιά, βρίσκει αμέσως κατάλυμα στο Ξενοδοχείο Σουσάνα, γνωστό σε όλο τον υπόκοσμο της Αθήνας και του Πειραιά. Εκεί εξασφαλίζει και τις απαραίτητες διασυνδέσεις με τον αθηναϊκό υπόκοσμο. Το ίδιο πρόσωπο, ύστερα από λίγες μέρες συναναστρέφεται με ανθρώπους του αθηναϊκού υποκόσμου και έχει τηνπρώτη του συνάντηση μαζί τους σε ένα ρυπαρό καπηλιό-καταγώγι κάπου στη συνοικία του Ψυρρή. Όλα αυτά τα σημεία λειτουργούν, όπως ήδη ειπώθηκε, ως τεκμήρια αληθοφάνειας. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως η φαντασία του συγγραφέα αφήνεται αχαλίνωτη και παρασύρει τον αναγνώστη σε θαυμαστά υπόγεια/γιάφκες των παρανόμων, που ορμώνται είτε από τον θαυμαστό κόσμο των μαγικών παραμυθιών είτε από έργα επιστημονικής φαντασίας (του τύπου του Ιουλίου Βερν). Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι τουπόγειο καταγώγιο των κιβδηλοποιών στο σπίτι του Πασχάλη Τοννέρα στο χωριό Καδήκιοϊ στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου.

«Βεβαίως τα οινοπωλεία μας δεν είναι Παρισινά Ταπιφράγκα, τοσούτον ειδεχθή, τοσούτον ολέθρια, όσον εκείνα. Πλην εισί τόποι διαφθοράς, εν αις, υπό την αμυδράν λάμψιν σβεννυμένου λύχνου, ακούει τις υποκώφως εναρθρουμένας τας λέξεις Ρήγας χάνει–δέκα κερδίζει και ένθα έν τινι γωνία παρά τράπεζαν δύο ή τρεις παρακαθήμενοι συσκέπτονται και αποφασίζουσι διάπραξιν κλοπής, μη διστάζοντες να προβώσι εις φόνον, οπόταν κινδυνεύει η υπόθεσις».
(Ιωάννου Σ. Ζερβού, Κοινωνικαί εικόνες. Οι κακούργοι. Πρωτότυπος μυθιστορία,
εν Κερκύρα, τύποις Νικολάου Πετσάλη, 1889, σ. 23)





«Αι οδοί του Γαλατά καθ’ ην εποχήν διεδραματίζοντο τα εν τω παρόντι βιβλίω εξιστορούμενα παν άλλο ηδύναντο να ονομασθώσιν ή οδοί. Στεναί, πληκτικαί και ακάθαρτοι, πλήρεις βορβόρου και κυνών, ηδύναντο να κινήσωσι την αηδίαν παντός ξένου κατά πρώτην φοράν επισκεπτομένου την πόλιν των Κωνσταντίνων.

Εάν ήδη ο αναγνώστης επιθυμεί να φαντασθή την εκ των αθλίων τούτων οδόν αθλιεστέραν, θα λάβη αμυδράν τινά ιδέαν της οδού εις ήν έκειτο το "Καφφενείον του Νεωτερισμού".

Το καφφενείον τούτο συνίστατο εκ μιας μεγάλης αιθούσης και δύω μικροτέρων παρακειμένων ένθεν και ένθεν αυτής δωματίων.

Το καφφενείον τούτο συνέστησε πρώτος κατά το 1843 ο λεγόμενος Κουλομανώλης, κακούργος απαυδήσας να μετέρχηται το επάγγελμά του εις τους δρόμους και αποφασίσας να συστήση είδος κλεπταποδοχείου κρυπτομένου υπό την σκέπην του ονόματος «καφφενείον».

Το καφφενείον είχεν ανοικτήν την θύραν του δι’ όλης της ημέρας και ημιανοικτήν δι’ όλης της νυκτός.

Τον Κουλομανώλην επεσκέπτετο συνεχώς η αστυνομία, οσάκις μάλιστα είχεν ανάγκην να συλλάβη βαλαντιοτόμον τινα ή νυκτοκλέπτην, αφαιρέσαντα τα πράγματα ή χρηματικόν ή το ωρολόγιον πλουσίου τινός».

(Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως. Μυθιστόρημα υπό Χριστοφόρου Σαμαρτσίδου,.
Μέρος πρώτον. Τόμος τρίτος, εν Κωνσταντινουπόλει,
τυπογραφείον Επταλόφου, 1868, σσ. 51-52)






ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ




* Πιο δόκιμος ωστόσο για την κατηγορία των απόκρυφων μυθιστορημάτων φαίνεται πως είναι ο όρος «Urban mystery novel» (=αστικό μυθιστόρημα μυστηρίου) που χρησιμοποιεί σε εργασίες της η μελετήτρια αυτών των έργων Sara James. Βλ. την υπό έκδοση εργασία της «Monsters in the Labyrinth: Civilization and its Discontents in Urban Mystery Novels of the 1840s», στον τόμο: Writing the City (Amsterdam: Rodopi). Στο πλαίσιο της ελληνικής κριτικής, ο όρος φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Νάσο Βαγενά, το 1995, σε άρθρο του για τον πεζογράφο του 19ου αιώνα Νικόλαο Βωτυρά: «Οι ανατυπώσεις [του μυθιστορήματος του Ν. Β. Βωτυρά Συνέπεια της αμαρτίας ή Η Μάγκα του Ωρολογίου] θα πρέπει να οφείλονται στο γεγονός ότι το πεζογράφημα αυτό (το πλέον ενδιαφέρον του Βωτυρά) μετέχει της κατηγορίας των "αποκρύφων", της μυθιστορίας δηλαδή του κοινωνικού προβληματισμού που έχει θέμα της τα κακώς κείμενα (κυρίως την αθλιότητα της ζωής του λαού και τον βίο του υποκόσμου), η οποία αποτελεί ευρωπαϊκή τάση της εποχής και ευδιάκριτο σήμερα "είδος" της πεζογραφίας μας του 19ου αιώνα», Νάσος Βαγενάς, «Ένας τελικά λαϊκός πεζογράφος», Το Βήμα, 12. 2. 1995 (= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, Αθήνα, Κέδρος, 1999, σ. 157).







**Από την πλούσια σχετική ξενόγλωσση βιβλιογραφία περιορίζομαι στη βασική μελέτη του Richard Maxwell, The Mysteries of Paris and London, Charlottsville and London, University Press of Virginia, 1992, καθώς και στην παλαιότερη του Marc Angenot, Le roman populaire. Recherches en paralittérature, Montréal, Les presses de l’université du Québec, 1975.



*** Η παρατήρηση ανήκει στη Γεωργία Γκότση, «Η ελληνική μυθιστορία Αποκρύφων του 19ου αιώνα», Αντί 641 (1. 8. 1997, αφιέρωμα: «Το ελλη¬νι¬κό απόκρυφο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα») σ. 8. Για το ίδιο θέμα η Σοφία Ντενίση («Μυθιστόρημα των Αποκρύφων: Μια μορφή κοινωνικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα», Περίπλους 43 (Ιούλ. 1996 – Φεβρ. 1997, σ. 47) αναφέρει αντίστοιχα ότι «τα μυθιστορήματα των Αποκρύφων αποτελούν κράμα τριών πολύ δημοφιλών μυθιστορηματικών ειδών: του Gothic novel (μυθιστόρημα αγωνίας που λαμβάνει χώρα σε κάστρο ή σε μοναστήρι), του Newgate novel (μυθιστόρημα που πραγματεύεται τη ζωή διαβόητων κακούργων) και του μεταγενέστερου sensational novel (προδρομικό είδος του θρίλερ και του αστυνομικού μυθιστορήματος)».




****

Βλ. και την παρατήρηση της Γκότση («Η ελληνική μυθιστορία Αποκρύφων του 19ου αιώνα», Αντί 641 (1. 8. 1997, αφιέρωμα: «Το ελληνικό απόκρυφο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα»), σ. 8) ότι το απόκρυφο μυθιστόρημα «Επιτυγχάνοντας ένα συνδυασμό εκτενούς πληροφόρησης για τα σύγχρονα κοινωνικά δρώμενα με σκανδαλοθηρικές περιγραφές, ρομαντικά επεισόδια και έντονη δράση, καταναλώνεται ευχάριστα από το διευρυμένο κοινό των μεσαίων και εργατικών τάξεων• γι’ αυτό, άλλωστε, έχει θεωρηθεί προϊόν λαϊκής λογοτεχνίας». Ο Παν. Μουλλάς με τη σειρά του αντιμετωπίζει τα έργα αυτά αποκλειστικά ως παραλογοτεχνικά. Βλ. την «Εισαγωγή» του στη σειρά: Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τόμ. Α΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1998, σσ. 135-150 (κεφ. 7: «Μυστήρια, απόκρυφα, δράματα ή "Ιδού πού παρασύρουσιν αι ρομάντσαι!"»). Για βασικές διακρίσεις μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, με αναφορές και στα απόκρυφα μυθιστορήματα, βλ. το άρθρο του Παν. Μουλλά, «Λογοτεχνία και παραλογοτεχνία»,Κονδυλοφόρος 1 (2002) 27-40, όπου συνοψίζονται και κύρια γνωρίσματα της παραλογοτεχνίας: η έλλειψη πρωτοτυπίας και η επανάληψη, οι στερεότυποι χαρακτήρες, η μανιχαϊκή αντίληψη του κόσμου, το αφρόντιστο ύφος.




***** Η Σοφία Ντενίση («Μυθιστόρημα των Αποκρύφων: Μια μορφή κοινωνικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα», Περίπλους 43 (Ιούλ. 1996 – Φεβρ. 1997) 55), υποστηρίζει ότι σε αρκετά από τα θεωρούμενα ως απόκρυφα έργα «λείπει η μεγάλη κλίμακα των αποκαλύψεων ανομημάτων που πρέπει να περιλαμβάνει από την ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα, από τα ανώτερα, τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα, δηλαδή από ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα. Μυθιστορήματα που περιέχουν μια μεμονωμένη ιστορία που να σχετίζεται με τον υπόκοσμο ή ακόμη τη δράση μιας ομάδας κακούργων και ταυτόχρονα ασκούν κοινωνική κριτική, μπορεί να είναι εμπνευσμένα από τα μυθιστορήματα των Αποκρύφων, αλλά δεν μπορούμε να τα εντάξουμε σ’ αυτά».

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ
Νάσος Βαγενάς, «Ένας τελικά λαϊκός πεζογράφος», Το Βήμα, 12. 2. 1995 (= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, Αθήνα, Κέδρος, 1999, σσ. 154-157)
Παντελής Βουτουρής, Ως εις καθρέπτην… Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Αθήνα, Νεφέλη, 1995, σσ. 174-198
Σοφία Ντενίση, «Μυθιστόρημα των Αποκρύφων: Μια μορφή κοινωνικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα»,Περίπλους 43 (Ιούλ. 1996 – Φεβρ. 1997) 38-6
Γεωργία Γκότση, «Η ελληνική μυθιστορία Αποκρύφων του 19ου αιώνα», Αντί 641 (1. 8. 1997, αφιέρωμα: «Το ελληνικό απόκρυφο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα») 6-17
Γεωργία Δράκου, «"… αναλόγως της σμικρότητος ημών". Οι πρώτες προσπάθειες μεταφύτευσης των Αποκρύφων στην Ελλάδα (1845-1855)», ό.π., σσ. 18-25
Henri Tonnet, «Ο χώρος και η σημασία του στα "Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως " (1868) του Χριστόφορου Σαμαρτσίδη», ό.π., σσ. 26-31
Παντελής Βουτουρής, «Ο Ιωάννης Σ. Ζερβός και το απόκρυφο μυθιστόρημα. Eugène Sue και Émile Zola», ό.π., σσ. 32-40
Γεωργία Γκότση, «Υποθέσεις για το εικονογραφημένο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Η περίπτωση των Αποκρύφων», ό.π., σσ. 42-47
Πάν. Μουλλάς, «Εισαγωγή» στη σειρά: Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τόμ. Α΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1998, σσ. 135-150 (κεφ. 7: «Μυστήρια, απόκρυφα, δράματα ή "Ιδού πού παρασύρουσιν αι ρομάντσαι!"»)
Γεωργία Γκότση, «Εισαγωγή», στον τόμο: Ιωάννης Δ. Κονδυλάκης, Οι άθλιοι των Αθηνών. Φιλολογική επιμέλεια Γεωργία Γκότση, τόμ. Α΄- Β΄, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 1999 (Η πεζογραφική μας παράδοση, αρ. 58Α-Β), σσ. 7-48
Λάμπρος Βαρελάς, «Ο Πατροκατάρατος του Μαρίνου Παπαδόπουλου Βρετού (1845): Το πρώτο (;) ελληνικό roman-feuilleton και το πρώτο (;) ελληνικό απόκρυφο μυθιστόρημα», Νέα Εστία 153, τχ. 1755 (Απρίλιος 2003) 709-71










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου