Οι Κιβδηλοποιοί είναι ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του Γάλλου Νομπελίστα Αντρέ Ζιντ το οποίο γράφτηκε το 1925. Είναι ένα βιβλίο το οποίο μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις τόσο από άποψη πλοκής όσο και από άποψη τεχνικής. 


Η ιστορία εκτυλίσσεται κυρίως στο Παρίσι της εποχής εκείνης και αφορά τη ζωή και τη σταδιακή ωρίμανση κάποιων εφήβων αλλά και κάποιων λίγο μεγαλύτερων νεαρών αντρών, τελειόφοιτων του Πανεπιστημίου. Αν θέλαμε να ξεχωρίσουμε έναν σαν βασικό χαρακτήρα του βιβλίου, θα λέγαμε ότι αυτός είναι ο νεαρός Μπερνάρ, ο οποίος ξαφνικά ανακαλύπτει ότι ο άνθρωπος που θεωρεί πατέρα του είναι απλώς ο σύζυγος της μητέρας του, ο οποίος την παντρεύτηκε αποδεχόμενος το νόθο παιδί. Παρόλο που τον Μπερνάρ τον μεγάλωσαν με πολύ καλό τρόπο, το σοκ της ανακάλυψης είναι τέτοιο που τον αναγκάζει να φύγει από το σπίτι του. Έτσι, όλο το μυθιστόρημα είναι η περιγραφή της πορείας του Μπερνάρ και των εμπειριών του μακριά από την οικογενειακή εστία.



Πέρα από αυτή την πλοκή, η οποία είναι και η βασική, υπάρχει και μία άλλη δευτερεύουσα πλοκή στο βιβλίο, αυτή του συγγραφέα Εδουάρδου, ο οποίος είναι ταυτόχρονα ένα από τα βασικά πρόσωπα της πρώτης ιστορίας και ο πρωταγωνιστής της δεύτερης! Σ’ αυτήν την δεύτερη πλοκή ο Εδουάρδος προσπαθεί να γράψει το καινούργιο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Οι Κιβδηλοποιοί (!) και περιγράφει το πώς το φαντάζεται, τις δυσκολίες που συναντάει κατά τη συγγραφή του και πολλά – πολλά άλλα. Δεν ξέρω αν ακούγεται περίπλοκο, αλλά στην ανάγνωση δεν είναι καθόλου έτσι, το βιβλίο διαβάζεται πολύ ευχάριστα και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον.



Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να σημειωθεί είναι ο πραγματικά μεγάλος αριθμός των χαρακτήρων. Έχουμε μια πληθώρα χαρακτήρων για τους οποίους υπάρχει ένα πολύ παραστατικό σχεδιάγραμμα στη γουίκι. Αλλά και εδώ, συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ούτε για μια στιγμή κατά την ανάγνωση του βιβλίου δεν ένιωσα να μπερδεύομαι και να πρέπει να γυρίσω πίσω για να θυμηθώ ποιος είναι ποιος. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται τόσο ομαλά και ενσωματώνονται στην πλοκή με ιδανικό τρόπο, έτσι που να μην δημιουργείται καμία σύγχυση (σύγχυση που την έχω νιώσει με τη γραφή των Ρώσων κλασικών).



Το θέμα του βιβλίου είναι κυρίως η υποκρισία και η πλαστότητα στις σχέσεις των ανθρώπων. Το κεντρικό ερώτημα του Ζιντ είναι κατά πόσο μπορεί να είναι κανείς ευτυχισμένος και ισορροπημένος μέσα σε σχέσεις στις οποίες πιέζεται, υποκρίνεται και δεν έχει την ελευθερία να είναι ο εαυτός του. Το θέμα αυτό απασχολούσε τον Ζιντ λόγω της ομοφυλοφιλίας του και έτσι μέσα σε όλες αυτές τις σχέσεις που περιγράφονται στο βιβλίο υπάρχουν και ομοφυλοφυλικές. Άλλωστε, ο Εδουάρδος, ο μυθοπλαστικός συγγραφέας που προσπαθεί να γράψει τους Κιβδηλοποιούς, (προφανώς ο ίδιος ο Ζιντ) είναι ομοφυλόφιλος. 



Κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα που σταχυολόγησα: 



Εκείνος που για να καταλάβει τη ζωή χρησιμοποιεί μόνο τη λογική, μοιάζει με κάποιον που θα ισχυριζόταν πως πιάνει μια φλόγα με την τσιμπίδα. 

Καθένας μας αναλαβαίνει ένα δράμα που να του’ ρχεται κι αποδέχεται τη συνεισφορά του σε τραγικότητα. 

Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι παρά δυο πλάσματα, δεμένα το ένα με το άλλο για όλη τους τη ζωή και που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να βασανίζονται φριχτά. Πολλές φορές πρόσεξα στ’ αντρόγυνα, τι ανυπόφορο ερεθισμό διατηρεί άσβηστο στον ένα, κι η παραμικρότερη ανωμαλία του χαρακτήρα του άλλου, ανωμαλία που η «κοινή ζωή» την κάνει να συγκρούεται πάντα στο ίδιο μέρος. Κι αν η σύγκρουση είναι αμοιβαία, η συζυγική ζωή δεν είναι πια παρά μια κόλαση.