Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Ανδρέας Καραντώνης - Ποιητικά (κριτικά κείμενα)



Ποιητικά (κριτικά κείμενα)
, Εκδόσεις Νικόδημος, Αθήνα 1977
[…]
Μια νέα τοποθέτηση του Σολωμού

Τους πατροπαράδοτους και τόσο γόνιμους δεσμούς που κρατήσανε πάντα την ελληνική λογοτεχνία μας στο φως και στο κλίμα της γαλλικής πνευματικής ζωής – δίχως η φυσική αυτή εξάρτηση να σημαίνει πως εμποδίστηκε σε τίποτα το ουσιαστικό η πρωτοτυπία και η αυτονομία της ελληνικής δημιουργικότητας – ήρθανε να τονώσουνε αισθητά οι εξαιρετικές μεταφράσεις διαλεχτών κειμένων του ποιητικού μας λόγου, καμωμένες από τον κ. Ρομπέρ Λεβέκ, καθηγητή της φιλολογίας στο εδώ Ινστιτούτο Γαλλικών Σπουδών. Ο κ. Λεβέκ ζει ανάμεσά μας και εργάζεται πνευματικά από τα 1939, τιμώντας τον τόπο μας και τη φιλελληνικώτατη πνευματική παράδοση του Ινστιτούτου. Γιατί, όπως είναι άλλωστε πασίγνωστο, το Ινστιτούτο αυτό, επεκτείνοντας ανεπίσημα, όμως πόσο θετικά, τη δραστηριότητά του πέρα από τον κύκλο της διδασκαλίας μιας γλώσσας και μιας λογοτεχνίας τόσο δημοτικών στο τόπο μας ώστε να βρίσκουμε τα ζωηρά τους αποτυπώματα σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της πνευματικής και της κοινωνικής μας ζωής, δημιούργησε στην Αθήνα μια εστία πνευματικού πολιτισμού, και μια ευγενική και φωτεινή παράδοση καλλιτεχνικής ανταποδόσεως. Είναι μια ευεργετική ανταπόκριση του γαλλικού πνεύματος για την πολύχρονη προσήλωση της λογοτεχνίας μας στους δρόμους που αυτό άνοιγε στα μεγάλα πρότυπα που δημιουργούσε, ανταπόκριση πραγματοποιημένη σε πολύτιμες κριτικές μελέτες και σε λαμπρές μεταφράσεις που παρουσίασαν στο παγκόσμιο γαλλόγλωσσο κοινό μερικά από τα πιο σημαντικά έργα της νέας μας λογοτεχνίας.
Ο Λουί Ρουσσέλ πρώτος με την καθοδηγητική συμβολή του ιδιορρύθμου κριτικο-φιλολογικού περιοδικού «Λιμπρ», ο Αντρέ Μιραμπέλ με τις γλωσσολογικές εργασίες του, ο Οκτάβ Μερλιέ με τη περίφημη μετάφραση του Παπαδιαμάντη, ο Ροζέ Μιλλιέξ βαθύς γνώστης του Παλαμά, και προ παντός ο Ρομπέρ Λεβέκ με τον πλατύτατο κύκλο των μεταφράσεών του απλωμένων σε όλη μας την ποίηση από τον Σολωμό ως τους νεώτατους λυρικούς μας, αποτελούνε μια λαμπρή χορεία φιλόλογων και λογοτεχνών που ο αυθόρμητος φιλελληνισμός τους και η ερευνητική προσήλωσή τους στα φαινόμενα της νεώτερης Ελλάδας τους αποκάλυψε γρήγορα τα μυστικά της λογοτεχνίας μας και τους έκανε να εργαστούνε με πάθος για την κριτική και τη γλωσσική της ενσωμάτωση στον κορμό της καθολικής πνευματικής ζωής της Ευρώπης. Το ελληνικό κοινό δε μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά συγκινημένο από την έμπρακτη αυτή αφοσίωση των Γάλλων στη λογοτεχνία μας. Ανυψώνεται έτσι η συνείδησή μας η αξία της και μπορούμε πια να συγκρατήσουμε κάποια αλάθευτα κι’ αντικειμενικά κριτήρια που μας κάνουνε να πιστεύουμε πως πνευματικά τουλάχιστο δεν είμαστε τόσο μακρυά από τις μεγάλες αρτηρίες της Ευρώπης, όσο είναι άλλοι λαοί που γεωγραφικά είναι πιο σιμά της.
Ο κ. Λεβέκ, αν και καθηγητής, εργάζεται κυριολεκτικά σαν εμπνευσμένος ποιητής που τίποτα το σύγχρονο δεν του είναι ξένο και που του αρέσει να βλέπει τα παλαιά μέσα από το αισθητικό πρίσμα του σύγχρονου. Συνηθέστατα, οι φιλόλογοι προτιμούνε να πατάνε στο στερεό και δοκιμασμένο από πλήθος έρευνες έδαφος των κλασσικών έργων. Μα ο κ. Λεβέκ, διαθέτοντας σπάνια ποιητική διαίσθηση, πάθος ενεργό για τον καθαρό λυρισμό, αγάπη για τη νέα μας γλώσσα, και μια πεπειραμένη κριτική αίσθηση, κατώρθωσε να ανακαλύψει, και με το ένστικτο και με την παρατήρηση, μερικούς από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, παλαιούς και νέους, που το έργο τους ανταποκρίνεται άμεσα στα γνωρίσματα του αγνού λυρισμού και στα αισθητικά παράδοξα των εξαιρετικά και πολύκλαδα εξελιγμένων ποιητικών μορφών της εποχής μας. Εδώ και δύο χρόνια, μας χάρισε μία, όσο παίρνει επιτυχημένη μετάφραση, προλογισμένη φωτεινά και σχολιασμένη της «Μήτηρ Θεού» του Άγγελου Σικελιανού, που είναι ίσως το πιο ψυχικό και το πιο μυστικά λυρικό ποίημά του. Ακολούθησε η ακόμα πιο επιτυχημένη μεταφραστική απόδοση χαρακτηριστικά διαλεγμένων ποιημάτων από το έργο ενός τολμηρού νεωτεριστή, όμως βαθύτα λυρικού ποιητή, του Οδυσσέα Ελύτη, εργασία πολύ σημαντική, γιατί μας πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία να εκτιμήσουμε χεροπιαστή την πολύτιμη συμβολή του σύγχρονου ποιητικού μας λόγου στονεξελληνισμό του υπερρεαλισμού και γενικά του διεθνούς ποιητικού κινήματος. Και τελευταία μας πρόσφερε ο κ. Λεβέκ τον «Σολωμό» του, ένα καλαίσθητο και πολυτελέστατο τόμο από 100 σελίδες˙ έργο αγάπης και γνώσης, όπου για πρώτη φορά ο μεγάλος μας ποιητής παρουσιάζεται στο γαλλικό κοινό, συστηματικά βιογραφημένος, ερμηνευμένος, μεταφρασμένος. Το βιβλίο αυτό χωρίζεται σε τρία μέρη: στη βιογραφική και κριτική εισαγωγή, στη μετάφραση του «Κρητικού», των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» και του «Πόρφυρα». Ας μιλήσουμε πρώτα για την εισαγωγή.
Σκοπός της λαμπρής αυτής εισαγωγής, εκτός από την ευσυνείδητη κι επιδέξια διαρθρωμένη παροχή στοιχείων και γραμματολογικών πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του ποιητή, είναι προ παντός η πρωτότυπη αντιμετώπιση του όλου καλλιτεχνικού προβλήματος Σολωμού από μια υψηλή σκοπιά σύγχρονης ευρωπαϊκής κριτικής. Εμείς συνηθίσαμε να θεωρούμε το Σολωμό σαν ένα απόλυτο καλλιτεχνικό φαινόμενο. Βέβαια, κάθε μεγάλος δημιουργός φωτοστεφανώνεται από ένα είδος απολυτότητας, μα για έναν εξεταστή της συνολικής πνευματικής ζωής, όλα τα επί μέρους φαινόμενα είναι σχετικά και για όλα υπάρχει, φανερά ή κρυφά λειτουργώντας, ένας ρυθμός αλληλοεξαρτήσεων. Έτσι και με τον Σολωμό. Πρέπει λοιπόν να αισθανθούμε κάποια πίκρα γιατί εκτός από την ειδική περίπτωση της κριτικής του Βάρναλη, κανένας από τους νεώτερους Έλληνες κριτικούς δεν είχε συλλογισθεί να μεταθέσει το θεμελιακό αυτό πρόβλημα της πνευματικής μας ζωής από την άγονη κορυφή του απόλυτου κι’ από το μουσείο των προγονικών αξιών, στο κέντρο των πολύπλοκων σύγχρονων πειραμάτων κι’ ερευνών για το αληθινό νόημα και τις αισθητικές τύχες του ποιητικού λόγου. Οπωσδήποτε μέγας έπαινος του πρέπει του κ. Λεβέκ, γιατί με θαυμαστή σιγουριά, με διαίσθηση και με πλούσια γνώση των σχετικών στοιχείων, ανασυγκρότησε και τοποθέτησε το πρόβλημα Σολωμός μέσα σε μια πνευματική ατμόσφαιρα ολότελα σύγχρονη. Πρώτος μας έδειξε το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε στο εξής, αν θέλουμε να αντικρύζουμε την πνευματική μας ζωή όχι πίσω από τους φακούς μιας στατικής και απόλυτης Ελληνικότητας αλλά σαν ένα τομέα δημιουργίας οργανικά δεμένο στο γενικό ρυθμό της παγκόσμιας πνευματικής παραγωγής. Γιατί έτσι μονάχα θα μπορούμε να επαληθεύουμε τη γενικώτερη σημασία των έργων της ελληνικής φαντασίας και να δοκιμάζουμε την αντοχή τους με απόλυτα πνευματικά κριτήρια.
Εύστοχα παρατηρεί ο κ. Λεβέκ, αρχίζοντας την εισαγωγή του, πως στη νέα Ελλάδα, τη χώρα αυτή των παραδόξων, η ποίηση ξεκίνησε με τον Μαλλαρμέ, αφίνοντας στον Ουγκώ την φροντίδα να γεννηθεί αργότερα. Έτσι ξαφνικά, η τιτανική προσπάθεια του Σολωμού προς την ποιητική τελειότητα, φωτίζεται από τον υποβλητικό προβολέα των αισθητικών ιδανικών της καθαράς ποίησης και πλαισιώνεται από αντίστοιχες ενέργειες κάποιων σπάνιων πνευμάτων να διασώσουνε την ποίηση από τη στεγνή συμβατικότητα του παλαιού κλασσικισμού –την κάθε τόσο εμφανιζόμενη σαν νεοκλασσικισμός- από το φοβερό νερούλιασμα του ρωμαντισμού κι από τον κατακλυσμό των αντιποιητικών ρασιοναλιστικών στοιχείων που εξαπόλησε προς την ποίηση η καταπληκτική ανάπτυξη και διάδοση της πρόζας. Αναμφισβήτητα, όπως μας δείχνει ο Λεβέκ, ο Σολωμός κοιταγμένος από παγκόσμια προοπτική, ανήκει στην ολιγάριθμη υπερεθνική οικογένεια των ποιητών που πιο πολύ από την άμεση δημιουργία ενόςέργου, τους απασχολήσανε τα γενεσιουργικά μυστικά της δημιουργίας αυτής, η συγκρότηση μιας καθαρής μεθόδου παραγωγής, υποταγμένης στην ανάγκη να πραγματοποιούνε καλλιτεχνικά αποτελέσματα τόσο αδιαπτώτως καθαρά και τόσο τελειωμένα μέσα στην έννοια του απόλυτου, ώστε η αισθητική πλήρωση ενός ιδανικού αναγνώστη να φτάνει στο μη περαιτέρω. Εξυπακούεται όμως πως ιδανικός αναγνώστης και προκριματικός ελεγκτής των αποτελεσμάτων αυτών δε μπορεί εδώ να είναι άλλος παρά ο ίδιος ο δημιουργός που δαμάζοντας όλα τ’ άλλα ενδιαφέροντα και τα λογής παραρτήματα του Εγώ του στο ένα και μόνο υπερ-προσωπικό καλλιτεχνικό του πάθος για τελειότητα, φτάνει συχνά ως την άρνηση του λόγου, ως την τραγική εκείνη μα τόσο καταπληκτικά υποβλητική και αποκαλυπτική σιωπή. Η οικογένεια αυτή που μεγαλοφυή γενάρχη της έχει τον Πόου, εξαντλιέται στα μυθικά πλέον ονόματα ενός Μπωντλαίρ ενός Μαλλαρμέ, ενός Βαλερύ και στο ποσοτικά ελάχιστο έργο τους που μολαταύτα ακτινοβολεί αντιστρόφως ανάλογα με τη στιχουργική έκτασή του. Ήρθε λοιπόν η ώρα να πολιτογραφηθεί στην οικογένεια αυτή και ο Σολωμός που όχι μόνο χρονολογικά προπορεύεται από τους τρεις τελευταίους μα προσθέτει κι όλας ένα νέο μεγαλείο, ένα φως πιο υπερφυσικό, στις προσπάθειές τους για την πραγματοποίηση της ποιητικής τελειότητας. Είναι το φως που σκορπάει στη γοητεία του απόλυτου αισθητικού ιδεώδους η ένθεη και ολοκληρωτική παρουσία και διάχυση του θρησκευτικού ανθρώπου μέσα στον ποιητικό λόγο. Γιατί ενώ ο Πόου και ο Μπωντλαίρ γυρέψανε τον τέλειο λόγο συγχωνεύοντας τη μουσική της λέξης με τη μουσική ενός απειροστά εξιδανικευμένου από τη ρωμαντική φαντασία τους αισθησιακού πάθους που μερίζει αναγκαστικά τον άνθρωπο˙ ενώ ο Μαλλαρμέ και ο Βαλερύ γυρέψανε την ίδια τελειότητα «παραχωρώντας, όπως είπε ο Τιμπωνταί, την πρωτοβουλία στη λέξη», δηλαδή αφαιρώντας κάπως τον άνθρωπο, ο Σολωμός γύρεψε να συνθέσει μουσικά στο λόγο τον τέλειο άνθρωπο με την τέλεια ποίηση: έναν άνθρωπο που είναι τέλειος γιατί κατανικώντας τις υλικές δεσμεύσεις της ζωής υψώνεται χαρούμενα προς το ηθικό αρχέτυπο του Θεού δίχως να καταστρέψει μέσα στα μάτια του την απέραντη κι άμεσα αισθητή ωραιότητα της Δημιουργίας˙ και μια ποίηση που είναι τέλεια, γιατί έβαλε σκοπό της να εκφράσει αυτούσιο ένα τέτοιο άνθρωπο. Αν αναλογιστούμε τώρα πως η ποίηση αυτή αναβρύζει από τέτοιες πηγές ομορφιάς και καλωσύνηςαισιοδοξίας και αθανασίας, και πως κυλά κάτω από έναν αισθητικό ουρανό ομηρικά διάφανο που κανένα ρωμαντικό ή άλλο σύννεφο δε σκίασε ποτέ και που μας αφίνει να τον χαρούμε σε όλο το παραδείσιο βάθος, δε θα βρούμε καθόλου υπερβολική ή ανεδαφική την ευρωπαϊκή θέση που ο Λεβέκ προσδιόρισε για το Σολωμό, κλείνοντας την εισαγωγή του με τον ακόλουθο προφητικό οραματισμό του Λωτρεαμόν˙ δραματισμό σα συμπέρασμα της κριτικής ενός κολασμένου ποιητή για τον σατανισμό ενός συναδέλφου: του Μπάυρων: «Αν και πιο μεγάλος ο Μπάυρων από τις συνήθεις μεγαλοφυΐες, αν βρίσκονταν στον καιρό του ένας άλλος ποιητής προικισμένος σαν κι αυτόν με την ίδια εξαιρετική διάνοια κι ικανός να του παραβγεί σαν αντίπαλος, πρώτος ο Μπάυρων θα ομολογούσε τη ματαιότητα της προσπάθειάς του να σκεπάσει ανάρμοστες κατάρες και πως μονάχα το καλό πρέπει ν’ ανακηρυχτεί με τη φωνή όλων των κόσμων άξιο της εκτίμησής μας». Είναι η θέση ενός αγνώστου στην Ευρώπη Θεού, αποκλειστικά προσωρισμένη για το Σολωμό.
Καθένας λοιπόν καταλαβαίνει τίνος είδους τεχνικές κι αισθητικές δυσκολίες είχε ν’ αντιμετωπίσει ο κ. Λεβέκ στη μεταφορά των στίχων του Σολωμού από τη γλώσσα που γεννήθηκε σε μιαν άλλη. Πώς να μη σβήσει στη μεταφορά το υπερφυσικό φέγγος των στίχων αυτών; Πώς ναξανατυπωθεί στην ξένη γλώσσα αυτούσιο το ηρωικό, το γενναίο, το αδιαίρετα ρυθμικό βήμα τους; Πώς να μη μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο η απλή μα ουράνια συμπλοκή των λέξεων της δροσερής και αρμονικής Σολωμικής γλώσσας; Πώς να διατηρηθεί όμοια υποβλητικός ο ασύγκριτος λυρικός λακωνισμός της ποίησης αυτής που ο κάθε στίχος της αγκαλιάζει άνετα ένα σύνολο ουσιών κι ένα κύκλο κλειστής κι ολοκληρωμένης αρμονίας; Βεβαιότατα, οι ελεύθεροι στίχοι του κ. Λεβέκ δείχνουνε πόσο φωτεινά αισθητοποίησε ο μεταφραστής όλες αυτές τις δυσκολίες και πόσο ευτυχισμένες κατά προσέγγισιν λύσεις επέτυχε διασώζοντας στη δική του γλώσσα ό,τι ήτανε δυνατό να διασωθεί από ένα ανεπανάληπτο θαύμα. Αν όμως εμείς οι Έλληνες δυσκολευόμαστε να κρίνουμε αντικειμενικά τη μετάφραση του κ. Λεβέκ, γιατί κάθε στίχο μεταφρασμένο αστραπιαία τον αντιμετωπίζει, τιναγμένος από μέσα μας, ο αυθεντικός στίχος του Σολωμού, είναι βέβαιο πως ο Γάλλος αναγνώστης θα διαισθανθεί το θαύμα, θα καταλάβει περί τίνος πρόκειται και πιθανώτατα θα μελαγχολήσει, είτε γιατί δεν έμαθε ελληνικά, είτε γιατί ο Σολωμός δεν έτυχε να γεννηθεί Γάλλος. Και θα οφείλει πολλά στον κ. Λεβέκ, που στη μετάφρασή του αυτή κατώρθωσε να διατηρήσει την άνεση και την αμεσότητα της Σολωμικής φαντασίας, την εκφραστική απλότητα, το θερμό και παθητικό τόνο που διακρίνει πάντα τη σκέψη και το αίσθημα του Σολωμού. Άλλωστε, θα μπορέσει να χαρεί σχεδόν σαν πρωτότυπο το μεταφρασμένο πεζογράφημα του Σολωμού, την περίφημη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» που ο κ. Λεβέκ ξανάπλασε με μια εξαιρετική ρώμη, ευρυθμία και πιστή καλλιτεχνική αναπροσαρμογή του ελληνικού κειμένου στα δύο θεμελιακά του γνωρίσματα: το βιβλικό ρυθμό του και τον δαντικό ρεαλισμό του.
[1945]          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου