Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι "ΤΡΕΙΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ"



     Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη


ΤΡΕΙΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ


 
Το όνειρο ενός γελοίου

Λευκές νύχτες
Ένα γλυκό κορίτσι


 
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

Εκδόσεις Γκοβόστη








                 

Το όνειρο ενός γελοίου είναι η αριστοτεχνική ιστορία ενός ανθρώπου που θέλει να αυτοκτονήσει, επειδή, κατά τη γνώμη του αισθάνεται γελοίος, αλλά τον κυριεύει  ο ύπνος προτού επιχειρήσει το ανεπανόρθωτο. Ονειρεύεται την ευτυχία και απολύτρωση από το θάνατο, ονειρεύεται το υπερπέραν που γίνεται όμως όσο πάει και λιγότερο ελκυστικό, κι όταν τελικά ξυπνάει, εγκαταλείπει την ιδέα του θανάτου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι την εποχή της συγγραφής του έργου (1847) ο Ντοστογιέφσκι επισήμανε ως ένα αξιοσημείωτο κοινωνικό φαινόμενο τον άνθρωπο-ονειροπόλο. Αυτό τον χαρακτήρα θα τον συναντήσουμε ακόμα κ στα άλλα δυο διηγήματα, τις ‘’Λευκές νύχτες’’ κ στο ‘’ένα γλυκό κορίτσι’’. Γράφοντας στην Εφημερίδα της Αγίας Πετρούπολης , χαρακτηρίζει τον ονειροπόλο, ως τύπο ανθρώπου απόλυτα συντονισμένου με την πόλη, η οποία, ειδικά την περίοδο του καλοκαιριού, φαίνεται να ενθαρρύνει την αποξένωση από την πραγματικότητα.

Απόσπασμα:  Είμαι ένας άνθρωπος γελοίος. Τώρα με λένε τρελό. Θα ήταν τίτλος τιμής αν γι’ αυτούς δεν εξακολουθούσα να είμαι το ίδιο γελοίος. Αλλά δεν δυσανασχετώ πια, όλος ο κόσμος μου είναι αρκετά συμπαθής, ακόμη κι όταν με κοροϊδεύουν και θα έλεγε κανείς, πως τότε ίσα ίσα μου είναι συμπαθής. Θα γελούσα κι εγώ μαζί με αυτούς ευχαρίστως, όχι τόσο για μένα, αλλά για να τους κάνω ευχαρίστηση, αν δεν δοκίμαζα τόση θλίψη κοιτάζοντάς τους. Θλίψη να βλέπω πώς δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που γνωρίζω εγώ. Τι σκληρό είναι να την γνωρίζεις μόνος εσύ! Αλλά δεν θα καταλάβουν.. όχι, δεν πρόκειται να καταλάβουν..

Άλλοτε υπέφερα πολύ να περνώ για γελοίος δεν φαινόμουν. Ήμουνα. Υπήρξα πάντα γελοίος και ξέρω ότι αναμφίβολα είμαι από γεννησιμιού μου. Θα’ μουν δε θα ‘μουν επτά μόλις χρονών όταν κατάλαβα πως ήμουνα γελοίος. Ύστερα σπούδασα στο πανεπιστήμιο –και όσο σπούδαζα τόσο περισσότερο καταλάβαινα πόσο ήμουν γελοίος. Έτσι που όλη η πανεπιστημιακή μου μόρφωση φαινόταν να μην υπάρχει παρά για να μου δείξει και να μου εξηγήσει, όσο εντρυφούσα σ’ αυτήν, πως ήμουν γελοίος. Χρόνο το χρόνο, βεβαιωνόμουνα όλο και περισσότερο ότι από κάθε άποψη παρουσίαζα ένα γελοίο πρόσωπο. Όλος ο κόσμος με κορόιδευε παντού και πάντα. Αλλά κανενός δεν πέρναγε από το μυαλό ότι αν υπήρχε κάποιος στον κόσμο που ήξερε πιο καλά από όλους ότι είμαι γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουνα εγώ. Κι αγανακτούσα που κανείς δεν το φανταζόταν. Σε αυτό φταίω και εγώ, η αλαζονεία μου με εμπόδιζε πάντα να ομολογήσω το μυστικό μου. Αυτή η αλαζονεία αυξανόταν με τα χρόνια, και αν αφηνόμουν μπροστά σε οποιονδήποτε να αναγνωρίζω πως ήμουν γελοίος, πιστεύω πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα είχα τινάξει τα μυαλά μου με μια πιστολιά. Έφηβος σαν ήμουν, πόσο είχα υποφέρει στη σκέψη ότι δεν θα μπορούσα να αντισταθώ, ότι ξαφνικά θα όφειλα να το ομολογήσω στους συντρόφους μου. Αλλά όταν ενηλικιώθηκα, αν και από χρόνο σε χρόνο είχα βεβαιωθεί ακόμη περισσότερο για την τρομερή ιδιομορφία μου, κατάφερα για τον άλφα ή βήτα λόγο να ηρεμήσω. Ακριβώς επειδή ως τότε αγνοούσα το γιατί και το πώς. Ίσως το όφειλα σε αυτή την απέραντη μελαγχολία που κυρίευσε την ψυχή μου ύστερα από κάποιο γεγονός απροσμέτρητα ανώτερό μου, δηλαδή: την πεποίθηση που είχα μόνιμα από τότε, ότι εδώ κάτω τα πάντα είναι χωρίς σημασία. Το υποψιαζόμουν αυτό από πολύ καιρό αλλά ξαφνικά βεβαιώθηκα απόλυτα. Ένιωσα απότομα ότι θα μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε ή αν δεν υπήρχε πουθενά τίποτε. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι ότι κατά βάθος τίποτε δεν υπήρχε για μένα. Ως τότε νόμιζα πάντα ότι πολλά πράγματα υπήρξαν πριν από μένα. Τώρα αντιλαμβανόμουν ότι τίποτε δεν υπήρχε πριν, ή μάλλον ότι δεν υπήρχε παρά φαινομενικά. Σιγά σιγά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν υπήρξε τίποτε. Έπαψα τότε να ερεθίζομαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μη τους προσέχω καθόλου. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν ακόμη και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της ζωής: μου συνέβαινε, λόγου χάρη, περπατώντας στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω τους. Όχι γιατί με είχαν απορροφήσει οι σκέψεις, γιατί τότε δεν θα σκεφτόμουν όσα σκέφτομαι: τα πάντα μου ήταν αδιάφορα. Να μπορούσα τουλάχιστον να βρω τη λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Και ο Θεός ξέρει πόσες λύσεις είχα προτείνει! Αλλά, επειδή αδιαφορούσα για όλα, πήγαν και τα προβλήματα στο βρόντο. Να όμως που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια την έμαθα τον περασμένο Νοέμβρη, στις τρεις Νοεμβρίου ακριβώς, και από τότε την έχω σταθερά χαραγμένη στη μνήμη μου.

 

Στο ‘’όνειρο ενός γελοίου’’’ η τεχνική της ζωγραφικής πάνω σε γυαλί βρίσκει εδώ την τέλεια εφαρμογή: το όνειρο και τα παραληρήματα, οι μυθολογικές και εικαστικές αναφορές ,η  παράφορη σύνθεση σε «πίνακες» και οι προεκτάσεις τους, οι αλλοιώσεις εικόνων συνιστούν το απόγειο της τέχνης του συγγραφέα, που δεν διαθέτει κανένα άλλο εργαλείο για να αποδώσει τέτοια τελειότητα, παρά μόνο τις λέξεις.

Το όνειρο βρίσκεται στην κατά φαντασίαν τρέλα και πηδάει από τη μια αναφορά στην άλλη, οι στιγμές όμως που περιβάλλουν το όνειρο παρουσιάζονται τελείως διαφορετικές. Παρόλο που το διήγημα ξεκινά σαν μια σκοτεινή αλληγορία, που στο βάθος της ελλοχεύουν η πίκρα, η ειρωνεία, η απόρριψη, ο θάνατος, η ενοχή κ η τρέλα στο τέλος όλα ανατρέπονται, μεσούντος του ονείρου , που μεταγγίζει στον γελοίο ονειροπόλο την πρωτόγνωρη κ  ακατάβλητη δίψα για ζωή.

 

 

«Λευκές Νύχτες

 

Η νουβέλα του Ντοστογιέφσκι «Λευκές Νύχτες» μας παρουσιάζει έναν από τους χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής, ο οποίος είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τον συγγραφέα, όπως προαναφέραμε: τον ονειροπόλο. Στην Αγία Πετρούπολη του 1847, ο άντρας αυτός με διαταραγμένο ψυχισμό που δεν έχει όνομα παρά μόνο ιδιότητα -αυτοαποκαλείται «Ονειροπόλος» εκφράζοντας έτσι με ευμένεια την ανικανότητά του να δράσει , παραδίδεται στις ονειροφαντασίες του και ζει σ’ ένα δικό του ελκυστικό κόσμο των φαντασιώσεων, αρνούμενος να προσγειωθεί στην πραγματικότητα και να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητές της.

 

Χαμένος στα ειδυλλιακά τοπία της φαντασίας του, είναι έτοιμος να ερωτευτεί με πάθος την οποιαδήποτε νεαρή κυρία θα του δείξει έστω κι ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον. Εάν αυτή, παρ ελπίδα εμφανιστεί, εκείνος θα την αναγάγει στη σφαίρα του απόλυτου έρωτα, αφήνοντας την γήινη υπόστασή της στη φροντίδα ενός άλλου.


Κι ενώ οι λευκές νύχτες εντείνουν τα πάθη, στη ζωή του εισβάλλει ένα νεαρό κορίτσι που διαθέτει όνομα και υλική υπόσταση, η Νάστιενκα .
Η όμορφη κοπέλα είναι ερωτευμένη με τον «Ένοικο», έναν άντρα επίσης χωρίς όνομα που ενοικίαζε για ένα χρόνο το διαμέρισμα της καταπιεστικής γιαγιάς της. Ο ένοικος φεύγει και μετά μια απελπισμένη της εξομολόγηση, της υπόσχεται πως θα επιστρέψει σ’ έναν χρόνο για να τη συναντήσει και να την πάρει μαζί του.
Ο χρόνος περνάει κι ο ένοικος δεν εμφανίζεται. Ο ονειροπόλος μπαίνει με μοναδική ευκολία στο παιχνίδι της νεαρής κυρίας κι αποφασίζει να τη βοηθήσει με κάθε τρόπο να ξαναβρεί τον απολεσθέντα ερωτικό αντίπαλο, παραμερίζοντας τα δικά του αισθήματα για κείνην...
Όμως ο ονειροπόλος νέος εξαναγκάζεται να εισέλθει στον πραγματικό κόσμο όπου και τελικά συντρίβεται. Η κοπέλα, θα εκμεταλλευτεί τα φιλικά αισθήματα του, για να έρθει σε επαφή με τον αγαπημένο της αλλά και για να παρηγορηθεί στη συνέχεια, από τις διαψεύσεις του πάθους  της.

 Όταν όμως επιτέλους ο ένοικος εμφανίζεται, η Νάστιενκα εγκαταλείπει χωρίς δεύτερη σκέψη τον ονειροπόλο για να παραδοθεί στον εραστή της και να φύγει μαζί του. Οι «Λευκές Νύχτες» πλουτίζουν με μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα αυτήν την αισθηματική περιπέτεια, προσδίδοντας στο πάθος των ηρώων μια διάσταση μαγείας αλλά και υποδόριας έντασης . Ο συγγραφέας, ιδιαίτερα ονειροπόλος και νευρικός κι ο ίδιος, με ανάλογες ευαισθησίες και ακραίες εμμονές, μεταγγίζει στον ήρωα του πάθη και δυναμικές που ενισχύουν όχι μόνο την νοσηρότητα των ανέλπιδων προσδοκιών και την ματαιότητα του άκρατου ιδεαλισμού αλλά και την βαθιά ανάγκη του νεαρού πλάσματος να ξεφύγει επιτέλους από το καύκαλο του πλαστού κόσμου των ονείρων και να εισχωρήσει στην οδυνηρή πραγματικότητα, ώστε να διεκδικήσει το δικαίωμά του για έρωτα και δημιουργία.

Καθώς εξελίσσονται οι δράσεις και πληθαίνουν οι συναντήσεις των δύο νέων, μας αποκαλύπτεται επίσης με εξαιρετική διαύγεια και ο γυναικείος χαρακτήρας, μια ελκυστική γυναίκα στην πρώτη της νιότη, που όμως είναι βαθιά προσηλωμένη στον εαυτό της και αδυνατεί να αντιληφθεί σε βάθος το μαρτύριο του νεαρού άντρα , του οποίου την αδυναμία εκμεταλλεύεται για να ικανοποιήσει τις δικές της εξίσου ζωτικές ανάγκες.


Ανθεκτική στο πέρασμα του χρόνου, η μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου αποδίδει με ευκρίνεια το μήνυμα του λόγου. Ο Ντοστογιέφσκι γράφει βάσει των αναλογιών που επιβάλλει η έρπουσα αβεβαιότητα των καταστάσεων στις οποίες ενέχονται οι ήρωες: όλα είναι έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται ο κάθε εμπλεκόμενος στο παιχνίδι των εντυπώσεων και όπως τα οριοθετεί η εκάστοτε υιοθετηθείσα οπτική γωνία.

 Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης βλέπει στην πραγματικότητα ό, τι ο ίδιος θα ήθελε να δει, να αισθανθεί και να καταγράψει ως αλήθεια στη συνείδησή του.

‘’Η ατμόσφαιρα στις "Λευκές νύχτες" είναι ποιητική και άκρως συγκινητική. Πρόκειται για έναν ύμνο στη νεότητα, την άνοιξη και το πάθος και στη δύναμή τους να μεταμορφώνουν την εγκόσμια πραγματικότητα.’’

Οι «Λευκές νύχτες», ένα διαμάντι με λάμψη ανεξάντλητη, εξακολουθούν ν’ αντέχουν στον χρόνο. Σ’ αυτή την κλασσική πλέον νουβέλα, ο μεγαλοφυής συγγραφέας συγκέντρωσε σε μόλις 91 σελίδες, όλο το ανέφικτο του έρωτα.


Ένα γλυκό κορίτσι

 

 «Φανταστείτε έναν σύζυγο και σε ένα τραπέζι απάνω τη γυναίκα του που αυτοκτόνησε, πάν’ κάτι ώρες, πηδώντας από το παράθυρο»: έτσι ξεκινά το διάσημο διήγημα του Ντοστογιέφσκι με τις πάμπολλες μεταφράσεις («Ένα γλυκό κορίτσι», «Ήμερη» κ.λπ.). Όπως ο Ορέστης του Αισχύλου καταδιώκεται από τις Ερινύες μετά τη μητροκτονία, έτσι και ο χήρος ενεχυροδανειστής του Ρώσου κορυφαίου συγγραφέα βρίσκεται στο στρόβιλο εναγώνιων σκέψεων και μονολογεί. 

Το "φανταστικό" διήγημα "Ένα γλυκό κορίτσι" πρωτοδημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1876 στο περιοδικό "Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα", που εξέδιδε ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι. Βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη τότε στην Πετρούπολη. 

Είναι ο μονόλογος ενός ανθρώπου μπροστά στο πτώμα της γυναίκας του, που αυτοκτόνησε πριν από λίγο. Αυτός ο άνθρωπος, προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση στο γεγονός, αρχίζει να αναθυμάται τη σχέση τους, ενώ συγχρόνως κάνει απολογισμό της ζωής του. Τυπικός ντοστογιεφσκικός ήρωας, ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ του καλού και του κακού. Τελικά, οι αναμνήσεις που ζωντανεύουν μέσα του, τον οδηγούν αναπόφευκτα στην αλήθεια και την αυτογνωσία. 
 Το διήγημα , μας περιγράφει  τη ζωή ενός ενεχυροδανειστή, ο οποίος εξαιτίας μιας ιδιαίτερα τραγικής συγκυρίας έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, συνειδητοποιώντας την αλήθεια για θεμελιώδη φιλοσοφικά και ηθικά ζητήματα. Όπως και στο «Υπόγειο» του σπουδαίου συγγραφέα, ο αντι-ήρωας της ιστορίας έχει αποστασιοποιηθεί από κάθε τι ανθρώπινο, παρόλο που επιζητεί με έναν δικό του τρόπο την επαφή με τους άλλους. Μισάνθρωπος, τσιγκούνης, σκληρός κ υπολογιστής φορά το καθημερινό του προσωπείο, τόσο στη δουλειά του αλλά κ στο καταθλιπτικό σπίτι του, στο οποίο επιλέγει να παραμείνει φυλακισμένος ή μάλλον προστατευμένος από την υπερβολή της αγάπης, φυλακίζοντας όμως και την δύστυχη, την τόσο αγνή και τόσο αθώα γυναίκα του, η οποία μην αντέχοντας άλλο αυτή την μιζέρια, θέτει τέρμα στη ζωή της.


Γιατί για τον Ντοστογιέφσκι, ο φόβος να αγαπάς είναι ο φόβος να είσαι ελεύθερος.

Μπροστά στο πτώμα της γυναίκας του ο απελπισμένος ενεχυροδανειστής, αποθέτει συγκλονισμένος σκέψεις,  που ποτέ δεν είχε το θάρρος να εμπιστευτεί σ αυτήν, μνήμες προσωπικών στιγμών που ο χρόνος μετάγγισε τη νοσταλγική αύρα τους , κλειδαμπαρωμένες ωστόσο στα βάθη του εαυτού του από φόβο , μήπως εάν κάποτε της τα εκμυστηρευόταν -όλα αυτά τα συναισθήματα που του γεννούσε τελικά η αγάπη του για εκείνη-, η ίδια θα τον εκλάμβανε ως αδύναμο κ θα τον εγκατέλειπε. Με ειλικρινή πόνο σε βαθύ εξομολογητικό τόνο, ο τραγικός σύζυγος περιγράφει την φτωχή, περιθωριοποιημένη καθημερινότητα τους και την σκληρότητά της,  που δυστυχώς τους έπνιξε κ τους δυο.

Σε προγενέστερες εκδόσεις του περιοδικού του, ο Ντοστογιέφσκι είχε ασχοληθεί πολύ με αυτό που θεωρούσε "επιδημία αυτοκτονιών" ανάμεσα στους Ρώσους, Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτά τα φαινόμενα ήταν ακραίες συνέπειες της απουσίας νοήματος και της πνευματικής κατάπτωσης στη σύγχρονη ζωή, που οδηγούσαν στη διάβρωση της θρησκευτικής πίστης. 
Ο Ντοστογιέφσκι, παίρνει αφορμή από ένα πραγματικό γεγονός και χτίζει αριστουργηματικά μια ιστορία στην οποία μιλάει για τη μοίρα των ανθρώπων με την κατανόηση , που οι ίδιοι αδυνατούν να δείξουν ο ένας στον άλλο.

 

 

Και μια προσέγγιση στις Ντοστογιεφσκικές ηρωίδες, βασισμένη σε ένα κείμενο της Ελένης Λαδιά

 

«Ω Θεέ μου! Αν μπορούσα να σας αγαπώ μαζί και τους δυό!   Ω αν εσείς είσαστε εκείνος!»
Αυτά τα λόγια είπε η Νάστιενκα στον ονειροπόλο και παρθενικό νέο, που την συντρόφευε τις Λευκές Νύχτες της Πετρούπολης, για να περιμένουν μαζί τον πρώτο της αγαπημένο. Και όταν εκείνος επέστρεψε, η κοπέλα παρηγόρησε τον ερωτευμένο πλέον ονειροπόλο με λόγια , που φανέρωναν την δική της αισθηματική σύγχυση.

Η αισθηματική σύγχυση είναι η φράση-κλειδί που αποκαλύπτει την αισθηματική περιπλοκή στις ντοστογιεφσκικές ηρωίδες, οι οποίες μπερδεύουν τον έρωτα, την αγάπη και τον οίκτο, γοητεύοντας τους άντρες που μετατρέπονται σε πειθήνια όργανά τους. Η πένα του Ντοστογιέφσκι ζωγραφίζει σταθερά αυτά τα αντιφατικά πλάσματα, των οποίων το συναίσθημα ξεπερνά πολλές φορές τα όρια , προκαλώντας συμπεριφορές σαδομαζοχιστικές.

Συνήθως αυτές οι γυναίκες δεν γνώριζαν τι πραγματικά ήθελαν, αφημένες στην σοφία των συμβάντων. Ήταν όλες νευροπαθείς, όμορφες, άξιες και με εκκεντρική προσωπικότητα, που βάραινε πρώτα τις ίδιες. Οι ντοστογιεφσκικές ηρωίδες λιποθυμούν και ανεβάζουν πυρετό, όταν βρίσκονται σε νευρική διέγερση, η οποία συμβαίνει πολύ συχνά. Πηγαινοέρχονται στα άκρα, όπου γίνονται ή σαδιστικά τέρατα που δεν μπορεί να τα υπομείνει κανένας η άκρως υπομονετικά πλάσματα που προκαλούν τον οίκτο. 


Αν μελετήσει κανείς το έργο του Ντοστογιέφσκι αλλά και τον πολυτάραχο βίο του, θα δει ότι στην ζωή του ολόκληρη , τον μεγάλο συγγραφέα έλκυαν γυναίκες αυτής της αρρωστημένης ιδιοσυγκρασίας. Η μητέρα του Μαρία Φιοντόροβα Νετσάγιεβα, η πρώτη του γυναίκα Μαρίγια Ντμιτρίεβα  αλλά κ η ερωμένη του Απολλινάρια Σουσλόβα , ήταν ακριβώς αυτός ο τύπος γυναίκας. Γι αυτό λοιπόν, μπόρεσε να τις περιγράψει, να τις ψυχογραφήσει, να τις ζωγραφίσει με τέτοια δεινότητα. Επειδή ακριβώς γνώριζε την κάθε πτυχή του πολύπαθου χαρακτήρα τους, από πρώτο χέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου