Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Σκέψεις πάνω στην ποίηση της Πόλυς Χατζημανωλάκη

Οι πιθανότητες των άλλων μας ζωών – σκέψεις πάνω στην ποίηση της Πόλυς Χατζημανωλάκη όπως αυτή παρουσιάζεται στη συλλογή «Το αλφαβητάρι των πουλιών».


γράφει η Ολβία Παπαηλίου*

 

Γνώρισα την Πόλυ Χατζημανωλάκη αρχικά σα φωνή μυθιστορηματική, μέσα από τα βιβλία της «Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ» και «Τα αινίγματα του Ν’ γκόρο». Σαν κάθε μυθιστοριογράφος, πίστευε στη συνέχεια της υπόθεσης, έφτιαχνε χαρακτήρες που το παρελθόν τούς οδηγούσε εύλογα στο παρόν τους, το οποίο και αυτό με τη σειρά του δεν τους άφηνε ακάλυπτους. Έγραφε (μου φαινόταν) βαδίζοντας βάση σχεδίου δημιουργίας. Κι ωστόσο, από τότε ακόμα, είχε στον τρόπο της γραφής της τα ψήγματα ενός λόγου ποιητικού: σαν τον τεχνίτη που μαζεύει τα κομμάτια τα ετερόκλητα των παλιών υφασμάτων, και τα ταιριάζει σε περίτεχνα περιβόλια πάνω σε πάτσγουωρκ παπλώματα. Όποιος έχει διαβάσει τα μυθιστορήματά της, βλέπει τις διαφορετικές ενότητες και νοιώθει τις φωνές (όπως ακούγονται μέσα απ’ τους ήρωές της) σαν ενορχήστρωση που εξυπηρετεί το λογοτέχνημα.

Θέλω με αυτή μου την εισαγωγή να βεβαιώσω, ότι αυτό που ίσως έμοιαζε με άλμα από έναν τρόπο γραφής σε έναν άλλο, για μένα είχε την ποιότητα μιας αλλαγής ρυθμού στη μετουσίωση της εμπειρίας, μιας φυσικής συνέχειας: εκείνος που ποιητικά μπορεί να ζήσει, μπορεί να εκφραστεί ποιητικά. Προέρχομαι από ένα χώρο που αντιμετωπίζει φιλοσοφικά κάθε τεχνούργημα σαν βιωμενη εμπειρία. Ως εκ τούτου,το ποίημα ΕΙΝΑΙ σε τελείωση, όπως άλλωστε και οι άγγελοι (που σε αυτούς θα επανέλθω μιας και είναι από τα βασικά σημαίνοντα στην ποίηση της κυρίας Χατζημανωλάκη). Το ποίημα πρεσβεύει μιαν αλήθεια την οποία ο ποιητής δε δύναται να να χειραγωγήσει, κι ο ποιητής είναι ο υπηρέτης, η μαία, αυτός που δέχεται το μήνυμα του ευαγγελισμού. Τα ποιήματα της Πόλυς είναι εκπλήξεις, κι αυτό κυρίως συνίσταται στο ότι ως ποιήτρια, τους αφήνεται εθελουσίως για να την ταξιδέψουνε στη γλώσσα της ανά-μνησης (που σημαίνει μιας άλλης μνήμης), που σκοπό της έχει να διευρύνει το άνοιγμα του ποιητή στην έμπνευσή του. Αυτό το έργο της προσωπικής ανα-δημιουργίας και ανα-ψυχής, επιτελείται κατ΄αρχήν ερήμην του συνειδητού ελέγχου κι αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία το αν έχει ο ποιητής εμπιστοσύνη στη σοφία του ασυνείδητου. Πιστεύω πως η ποίηση της (όπως εγώ την ένοιωσα)  έχει τη δύναμη να εκπλήξει, κι αυτό είναι που δίνει περιθώρια αναδιοργάνωσης ΚΑΙ στην ψυχή του αναγνώστη της.

Θέλω να σας παρουσιάσω τη συλλογή της Πόλυς με το μόνο τρόπο που θα έκανε νόημα σε μένα, σα μία έρευνα προσωπική – να μοιραστώ μαζί σας σκέψεις και αλλαγές που νοιώθω ότι ο λόγος της μου έδωσε το περιθώριο να μου συμβούν. Αρχίζοντας ήδη από τον τίτλο, το «Αλφαβητάρι των πουλιών» σημειοδοτεί μίαν ανάγκη της δημιουργού να ξεπεράσει τους περιορισμούς της γλώσσας της ανθρώπινης (της Λογικής) και να αρχίσει να αρθρώνει τα λόγια της Ποιήσεως τα πιο τραγουδιστά, τα κελαηδίσματα. Μια γνωριμία με το χρόνο που δεν είναι γραμμικός, που πάει όπως ξεδιπλώνεται κι όπως στριφογυρίζει, που πετάει φτερωτός σαν τα πουλιά και τους αγγέλους. Μια αλλαγή συχνότητας στη σκέψη και στην αντιληπτικότητα που επέρχεται μόνο μετά από την εσωτερική μεταστροφή, ένα δείγμα πτήσεων, μια αλλαγή στην ίδια της τη βάση την οντολογική. Στο αρχικό ποίημα της συλλογής, «Τα τρία κουτιά», ήδη δηλώνεται η αποχώρηση από το μυθιστορηματικό και η ελπίδα μίας άλλης, διαφορετικής εκφοράς του λόγου. Ταυτόχρονα, νοιώθει κανείς το σκίρτημα ενός λόγου υπαρξιακού: κάθε πιθανότητα αλλαγής στο σενάριο, θα οδηγεί πάντοτε στο ίδιο αποτέλεσμα. Ένας βαθιά ανθρώπινος καημός, μία διαδικασία αναγνώρισης της βασικής μας μοίρας: είμαστε όντα περιορισμένα από μία σειρά επιλογών, που αποκλείουν κάποιες άλλες πιθανότητες. Η ποιήτρια καταλήγει πως δε χρειάζεται κι άλλο ένα τέτοιο έργο ο κόσμος, και στη σιωπή πάλι υποχωρεί – δηλαδή, τη σιωπή της μυθιστορηματικής αφήγησης. Αφήνεται, με αυτό το αρχικό της συλλογής της έργο, να πετάξει  - κι αρχίζει πια να συλλαβίζει τις γλώσσες των πουλιών.

Τα ποιήματά της είναι συλλογές εικόνων, κοφτές σαν τις ματιές μικρών πουλιών, κι ωστόσο με το μάκρος μελωδίας: σε παρασέρνουν σαν τα στροβιλίσματα από χαρμόσυνα ρυάκια – κι ύστερα ανακαλύπτεις ένα χρώμα που απρόσμενα σου δίνει μία γεύση συγκρατημένου συναισθήματος. Στα μέτρα τα ανθρώπινα, αδιόρατο – στα μέτρα των ιπτάμενων υπάρξων (πουλιών μαζί κι αγγέλων) που ίσως νοιώθουνε αλλιώς, ποιοτικά – έχουν τα λόγια της μια δύναμη να με πηγαίνουν πίσω, σε μέρη εσωτερικά ανομολόγητης αισθαντικότητας: μιλάνε στο παρόν και σ’ ένα μέλλον που δεν είχε υπάρξει, σε ένα μέλλον κάποιου άλλου, που ίσως υπάρξει. Συγχέουνε τη λογική μου, συγκροτούνε μια συνάντηση – ο πεθαμένος πλέον ποιητής κάποιου άλλου αιώνα, μια εθνική συνείδηση – το μέλλον κάποιου νεαρού που 
κάποτε θα γίνει φοιτητής, η ανάμνηση: πού σταματάει το Εγώ και πού άραγε γίνεται Εσύ; (αναφορά στο ποίημα «Αρσενίου και Μακρή, στα μουράγια»).

Η Πόλυ, γνωρίζει αυτό που τα παιδιά πάντα γνωρίζουν – τα όρια του Εαυτού είναι μια επινόηση: Η Ραπουνζέλ είναι ο αδελφός της είναι ο λύκος είναι η Κοκκινοσκουφίτσα. Αυτό, ισχύει επίσης και για τις πραγματικότητες – υπάρχουν οι καθημερινές εξωτερικές αλήθειες: ο δρόμος, η βόλτα, ο ευκάλυπτος. Ένας στρατιώτης μολυβένιος καλεί το θέατρο, το σινεμά – ένας ήρωας βάναυσος συντροφεύει με τις μελωδίες της Τσινετσιτά την ποιήτρια, μαζί θα πιούνε τους καφέδες έξω από κάποιον (ίσως) στρατώνα – εσύ που βρίσκεσαι; Με τέτοιες πανουργίες και δίχτυα βρίσκεται ο αναγνώστης να μετέχει σαν τον αυτόπτη μάρτυρα σε κάτι που δεν είδε: η τέχνη της Πόλυς στήνει παγίδες στα ανύποπτα πουλάκια – είχατε κλάψει στις ταινίες του Φελίνι; (αναφορά στο ποίημα «Η μελωδία της Τζελσομίνας»).


Τα φτερά, οι άγγελοι κι ο έρωτας – ίσως να είναι λέξεις βαθύτατα συνώνυμες: Ο άγγελος επιθυμεί την εξανθρώπισή του, τα ροζ φλαμίγκο σηματοδοτούν όνειρα των ρομαντικών και των πραγματικών ερώτων. Οι έρωτες των άλλων: Κάποια Δανή βαρώνη γίνεται Σεχραζάντ Πριγκίπισσα για την αγάπη ενός Τυχοδιώκτη – Λόρδος περιορισμένης ηθικής θα ερωτευτεί μια Κόρη Αθηνών  (κι αυτή του κλέβει ένα φτερό απ΄το σεντούκι του). Στο ποίημα της «Φτερό από φοινικόπτερο» είναι σα να μαθαίνω ότι δεν είναι μόνο ο θάνατος που βρίσκεται παντού, αλλά κι ο έρωτας. Ο έρωτας, πάντα γενιάς ευγενικής, η επιθυμία του κάνει και τους αγγέλους να λαχταράνε τον ένα, τελευταίο, πειρασμό πίνοντας βότκα.

Μπορεί η ποιήτρια να ισχυρίζεται πως είναι ο Κανένας – τα ποιήματά της λένε κάποιες άλλες ιστορίες: αλλάζει τα φορέματα κάποιας προσωπικότητας με τα εργαλεία κάποιας άλλης, παίζει κρυφτό, είναι ο Κάποιος που παρατηρεί την Κάποια (που ήταν όμως υπαρκτή). Γυναίκες με μονάχα αρχικά αντί για ονοματεπώνυμα. Αγαπημένοι άλλοι ποιητές, συνομιλίες: με την παλιά ουσία την υπαρξιακή της θεατρικής γραφής του 15ου αιώνα, η Πόλυ καταφέρνει να βρίσκει εντός της φωνές που θα της επιτρέψουν να γίνεται Καθένας: σα να προτείνει το χέρι της στον αναγνώστη σε μία συναδέλφωση, μια αναγνώριση αθέατων πλευρών και ομοιοτήτων. Συνομιλεί – με τις γυναίκες και τους άντρες της ζωής της, και με τα τεχνουργήματα ανδρών και γυναικών αναγνωρίζεται. Γνωρίζει πια, στο τελευταίο το κομμάτι της παρούσας συλλογής ότι η τέχνη είναι μια πόλη, μια φωλιά ενθυμημάτων – κι έτσι νικάει το θάνατο που βρίσκεται ως και στην ειδυλλιακή περιοχή της Αρκαδίας. Το κοτσυφάκι της, το μαυροπούλι – βρίσκει τις πράσινες γωνιές που του χρειάζονται για να αρθρώνει το δικό του το τραγούδι. Κι ο έρωτας καραδοκεί τις πιο αθώες τις καρδιές – των φτερωτών ποιημάτων, των αγγέλων – και του αναγνώστη της.

 

 *Η Ολβία Παπαηλίου είναι εικαστική ψυχοθεραπεύτρια



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου