Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ




Στίχοι εξορίας

ΙΙΙΣτίχοι εξορίας

ΙΙΙ



Μ' έφτασε η σκιάν· η μέρα μου η επίγεια όλο αποσώνεται τώρα·
τα περασμένα, περασμένα μένουν, μέλλοντα δεν υπάρχουν πια:
Χαίρετε, παιδικά μου! Χαίρετε, τα όσα πέρασα νεανικά.
Το φτωχό χέρι τον ώμο μου εγγίζει, και ιδού την η γυμνή μου ώρα.



Έζησα. Των ανθρώπων ο θόρυβος μού είναι κάτι πράγμα ξένο.
Τετέλεσται τα πάντα: είμαι ολομόναχος. Τώρα αγρύπνια, προσμονή.
Μαζί μου μόνο το φως σου απομένει το τριανταφυλλένιο,
Λύχνε! και κάθομαι στο εδώλιο, σαν άνθρωπος που έχει κριθεί.



Μακρότατες η έγνοια μου στάθηκαν και η ανία μου,
μακρότατη η εξορία μου! Μακρότατος ο δρόμος μου ως εδώ.
Αλλά μου ανήκει το τέρμα, είναι δικό μου· ό,τι έχω εκλέξει σταθερό,
το βλέπω τώρα μέσα στην κούραση και την αδυναμία μου.



Έπαψα τώρα να λαλώ· μόνος μου, δέσμιος, βαρυποινίτης,
καθώς το ποίμνιο που πιπράσκεται, στα χέρια αυτού που περιλαβαίνει,
μονάχα ακροάζομαι, απεκδέχομαι, πανέτοιμος: ας έρθει να με συντυχαίνει
η έσχατη ώρα με την αμετάκλητη στιγμή της.



μετάφραση: Τ.Κ.Παπατσώνης




Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο

ΙΙ



Όπως, όταν ένας άνθρωπος κοιτάζει ένα φύλλο χαρτί στο φως του ήλιου και το
    ρωτάει,
τα μάτια του βλέπουν το κείμενο που είναι στην εμπρός του όψη, όμως μαντεύει
    συγχρόνως και το τοπίο που έχουν ζωγραφίσει στο πίσω μέρος,
έτσι, όταν η Βραζιλία η Γενεβιέβη εμπρός μου περνούσε από τη μια στην
    άλλη σελίδα
(Ενώ τα γεφύρια του Μάρνη έλιωναν και οι οβίδες έπεφταν στο χωριό μου),
κιόλας από το άλλο μέρος του χαρτιού, όπου οι λέξεις αλλόκοτον ίσκιο
    σχεδιάζουν,
το μελλοντικό τοπίο ξημέρωνε μέσ' από μια λευκή καταχνιά.



ΙΙΙ



Η μοίρα από το ένα σημείο στο άλλο με παίρνει χωρίς κανενός είδους σέβας ή
    προετοιμασία.
Πρέπει να βολευτώ όπως μ' αυτή τη Βραζιλία που έρχεται και
    απιθώνεται πάνω στην Ιαπωνία.
Η ζωή αλλονών τραβάει το δρόμο της στο συνεχόμενο τοπίο·
η δική μου ακολουθάει τη γραμμή της σε φύλλα που κόβονται στη μέση.
Κι ανάμεσα στις περιστάσεις που σα να 'ταν τοίχοι από χαρτί τους αλλάζουν
    θέση μονομιάς για μένα,
η ψυχή μου κλεφτά κρυφοπερνάει μέσ' από τους ξεκολλημένους κόσμους.



μετάφραση: Νάσος Δετζώρτζης



από το βιβλίο "Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης" Χριστόφορος Λιοντάκης





Ο Πωλ Κλωντέλ για τον "Κλήρο του Μεσημεριού"

Στις 4 Νοεμβρίου του 1916 η Γαλλοβελγική Εστία οργάνωσε μια εκδήλωση

αφιερωμένη στον Κλωντέλ. Ο ποιητής, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στον Κλήρο του
Μεσημεριού ως εξής :

    « Ο Κλήρος του Μεσημεριού είναι ένα δράμα που έγραψα πριν δέκα χρόνια,
και που, όπως σας προανέφερα, παραμένει ανέκδοτο. Το θέμα του είναι ίσως από τα
πιο αιχμηρά, τουλάχιστον για τις ψυχές που μπορούν ακόμη να νιώσουν τη γεύση από  το άλας του Ευαγγελίου  και να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Αυτό το θέμα είναι η Αμαρτία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία στον κόσμο από το βλέπεις το Καλό και να κάνεις το Κακό. Φαντάζομαι έναν άντρα ( Είναι ο Μεζά, ο ήρωας του έργου μου ) που η ζωή του, είναι γεμάτη περιπλανήσεις και ασχολίες τις οποίες ο ίδιος έβρισκε ενδιαφέρουσες μέχρι το μεσημέρι της ύπαρξής του, μέχρι το τέλος της νιότης του, τον είχε αποκόψει όχι μόνο από το συναίσθημα αλλά και από κάθε σκέψη ανθρώπινης αγάπης. Όταν η αυλαία ανοίγει, βρίσκεται πάνω σε ένα
καράβι στη μέση του ωκεανού πηγαίνοντας προ την Κίνα. Μετά από τόσες περιπέτειες, μόλις έχει βιώσει την υπέρτατη, τη κλίση προς τη θρησκεία, την Κατάκτηση του Ήλιου, τον παράτολμο αιφνιδιασμό του Θεού. Εισπράττει την απόρριψη. Η αλαζονία του, η σκληρότητά του, η αδυναμία του να απεκδυθεί τον εαυτό του, τον έχουν απομακρύνει από το ύψιστο Αγαθό. Βρίσκεται, λοιπόν, εκεί εντελώς ανίσχυρος, εξαντλημένος από μια μεγάλη προσπάθεια, έχοντας για πρώτη
φορά συνειδητοποιήσει το μέγεθος της αδυναμίας του, χωρίς άλλη προοπτική εκτός
από μια ζωή ανούσια και άσκοπη στην άλλη άκρη της γης μέσα σε μια απέραντη μοναξιά. Πάνω στο ίδιο καράβι, όμως, βρίσκεται μια γυναίκα, η Υζέ, παντρεμένη με έναν από εκείνους τους αδύναμους και ανέμελους άντρες, αντιπροσωπευτικό τύπο τυχοδιώκτη, έναν άντρα ανίκανο να αντισταθεί στις φαντασιώσεις του, έναν άντρα που δεν έχει τη δύναμη να αφοσιωθεί με προσήλωση σε οτιδήποτε. Άρα, η Υζέ δεν διαθέτει ακριβώς αυτό που είναι η βασική  ανάγκη κάθε γυναίκας, κάθε μητέρας όπως εκείνη, την ασφάλεια. Ο Κλήρος του Μεσημεριού διαδραματίζεται κάτω από τον βαρύ ήλιο της Ασίας, στην πρώτη πράξη πάνω στη γέφυρα ενός υπερωκεάνειου στη μέση του Ινδικού Ωκεανού, στη δεύτερη στο νεκροταφείο του Χονγκ-Κονγκ, όπου, ενώ μέσα στο πυκνό σκοτάδι που σκεπάζει τα μνήματα των πολλών λάμπουν εδώ κι εκεί τ’ αναμμένα καντήλια στους τάφους των Παρσήδων, συμβαίνει το δράμα της αναγνώρισης και του έρωτα του Μεζά και της Υζέ. Διευκρινίζω ότι εκείνο που σπρώχνει τον Μεζά προς την Υζέ δεν είναι οι αισθήσεις, είναι κάτι πάνω από τις αισθήσεις και πιο ισχυρό από εκείνες, αυτή η μεγάλη λαχτάρα για ευτυχία που συνιστά το βάθος της ανθρώπινης φύσης, και που κάποιες φορές σβήνει κάθε άλλο συναίσθημα, είναι η ακατανίκητη ορμή για κάποιον άλλον που είναι φτιαγμένος για σένα και που τον αναγνωρίζεις. Ωστόσο, αυτό που δίνει στο δράμα το πλήρες νόημά του, αυτό που θα προκαλέσει αργότερα την τρίτη πράξη, αυτό που θα χωρίσει με τρόπο φοβερό την Υζέ από τον εραστή της, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου ο οποίος παραβαίνει τον Νόμο να δοθεί απόλυτα, να δώσει την ψυχή του. Το απεγνωσμένο σφιχταγκάλιασμα ενώ πασχίζει για την υπέρτατη ένωση, καταλήγει, παρ’ όλα αυτά, στην αμοιβαία εξουδετέρωση : δεν μπορεί να συμβεί γάμος, με τη βαθιά έννοια του όρου. « Δεν έχω τρόπο να σου προσφέρω την ψυχή μου Υζέ !».


                                                                                            Μετάφραση Στρατής Πασχάλης


Μ' έφτασε η σκιάν· η μέρα μου η επίγεια όλο αποσώνεται τώρα·
τα περασμένα, περασμένα μένουν, μέλλοντα δεν υπάρχουν πια:
Χαίρετε, παιδικά μου! Χαίρετε, τα όσα πέρασα νεανικά.
Το φτωχό χέρι τον ώμο μου εγγίζει, και ιδού την η γυμνή μου ώρα.



Έζησα. Των ανθρώπων ο θόρυβος μού είναι κάτι πράγμα ξένο.
Τετέλεσται τα πάντα: είμαι ολομόναχος. Τώρα αγρύπνια, προσμονή.
Μαζί μου μόνο το φως σου απομένει το τριανταφυλλένιο,
Λύχνε! και κάθομαι στο εδώλιο, σαν άνθρωπος που έχει κριθεί.



Μακρότατες η έγνοια μου στάθηκαν και η ανία μου,
μακρότατη η εξορία μου! Μακρότατος ο δρόμος μου ως εδώ.
Αλλά μου ανήκει το τέρμα, είναι δικό μου· ό,τι έχω εκλέξει σταθερό,
το βλέπω τώρα μέσα στην κούραση και την αδυναμία μου.



Έπαψα τώρα να λαλώ· μόνος μου, δέσμιος, βαρυποινίτης,
καθώς το ποίμνιο που πιπράσκεται, στα χέρια αυτού που περιλαβαίνει,
μονάχα ακροάζομαι, απεκδέχομαι, πανέτοιμος: ας έρθει να με συντυχαίνει
η έσχατη ώρα με την αμετάκλητη στιγμή της.



μετάφραση: Τ.Κ.Παπατσώνης




Το εσωτερικό τείχος του Τόκιο

ΙΙ



Όπως, όταν ένας άνθρωπος κοιτάζει ένα φύλλο χαρτί στο φως του ήλιου και το
    ρωτάει,
τα μάτια του βλέπουν το κείμενο που είναι στην εμπρός του όψη, όμως μαντεύει
    συγχρόνως και το τοπίο που έχουν ζωγραφίσει στο πίσω μέρος,
έτσι, όταν η Βραζιλία η Γενεβιέβη εμπρός μου περνούσε από τη μια στην
    άλλη σελίδα
(Ενώ τα γεφύρια του Μάρνη έλιωναν και οι οβίδες έπεφταν στο χωριό μου),
κιόλας από το άλλο μέρος του χαρτιού, όπου οι λέξεις αλλόκοτον ίσκιο
    σχεδιάζουν,
το μελλοντικό τοπίο ξημέρωνε μέσ' από μια λευκή καταχνιά.



ΙΙΙ



Η μοίρα από το ένα σημείο στο άλλο με παίρνει χωρίς κανενός είδους σέβας ή
    προετοιμασία.
Πρέπει να βολευτώ όπως μ' αυτή τη Βραζιλία που έρχεται και
    απιθώνεται πάνω στην Ιαπωνία.
Η ζωή αλλονών τραβάει το δρόμο της στο συνεχόμενο τοπίο·
η δική μου ακολουθάει τη γραμμή της σε φύλλα που κόβονται στη μέση.
Κι ανάμεσα στις περιστάσεις που σα να 'ταν τοίχοι από χαρτί τους αλλάζουν
    θέση μονομιάς για μένα,
η ψυχή μου κλεφτά κρυφοπερνάει μέσ' από τους ξεκολλημένους κόσμους.



μετάφραση: Νάσος Δετζώρτζης



από το βιβλίο "Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης" Χριστόφορος Λιοντάκης





Ο Πωλ Κλωντέλ για τον "Κλήρο του Μεσημεριού"

Στις 4 Νοεμβρίου του 1916 η Γαλλοβελγική Εστία οργάνωσε μια εκδήλωση

αφιερωμένη στον Κλωντέλ. Ο ποιητής, στην ομιλία του, αναφέρθηκε στον Κλήρο του
Μεσημεριού ως εξής :

    « Ο Κλήρος του Μεσημεριού είναι ένα δράμα που έγραψα πριν δέκα χρόνια,
και που, όπως σας προανέφερα, παραμένει ανέκδοτο. Το θέμα του είναι ίσως από τα
πιο αιχμηρά, τουλάχιστον για τις ψυχές που μπορούν ακόμη να νιώσουν τη γεύση από  το άλας του Ευαγγελίου  και να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Αυτό το θέμα είναι η Αμαρτία. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία στον κόσμο από το βλέπεις το Καλό και να κάνεις το Κακό. Φαντάζομαι έναν άντρα ( Είναι ο Μεζά, ο ήρωας του έργου μου ) που η ζωή του, είναι γεμάτη περιπλανήσεις και ασχολίες τις οποίες ο ίδιος έβρισκε ενδιαφέρουσες μέχρι το μεσημέρι της ύπαρξής του, μέχρι το τέλος της νιότης του, τον είχε αποκόψει όχι μόνο από το συναίσθημα αλλά και από κάθε σκέψη ανθρώπινης αγάπης. Όταν η αυλαία ανοίγει, βρίσκεται πάνω σε ένα
καράβι στη μέση του ωκεανού πηγαίνοντας προς την Κίνα. Μετά από τόσες περιπέτειες, μόλις έχει βιώσει την υπέρτατη, τη κλίση προς τη θρησκεία, την Κατάκτηση του Ήλιου, τον παράτολμο αιφνιδιασμό του Θεού. Εισπράττει την απόρριψη. Η αλαζονία του, η σκληρότητά του, η αδυναμία του να απεκδυθεί τον εαυτό του, τον έχουν απομακρύνει από το ύψιστο Αγαθό. Βρίσκεται, λοιπόν, εκεί εντελώς ανίσχυρος, εξαντλημένος από μια μεγάλη προσπάθεια, έχοντας για πρώτη
φορά συνειδητοποιήσει το μέγεθος της αδυναμίας του, χωρίς άλλη προοπτική εκτός
από μια ζωή ανούσια και άσκοπη στην άλλη άκρη της γης μέσα σε μια απέραντη μοναξιά. Πάνω στο ίδιο καράβι, όμως, βρίσκεται μια γυναίκα, η Υζέ, παντρεμένη με έναν από εκείνους τους αδύναμους και ανέμελους άντρες, αντιπροσωπευτικό τύπο τυχοδιώκτη, έναν άντρα ανίκανο να αντισταθεί στις φαντασιώσεις του, έναν άντρα που δεν έχει τη δύναμη να αφοσιωθεί με προσήλωση σε οτιδήποτε. Άρα, η Υζέ δεν διαθέτει ακριβώς αυτό που είναι η βασική  ανάγκη κάθε γυναίκας, κάθε μητέρας όπως εκείνη, την ασφάλεια. Ο Κλήρος του Μεσημεριού διαδραματίζεται κάτω από τον βαρύ ήλιο της Ασίας, στην πρώτη πράξη πάνω στη γέφυρα ενός υπερωκεάνειου στη μέση του Ινδικού Ωκεανού, στη δεύτερη στο νεκροταφείο του Χονγκ-Κονγκ, όπου, ενώ μέσα στο πυκνό σκοτάδι που σκεπάζει τα μνήματα των πολλών λάμπουν εδώ κι εκεί τ’ αναμμένα καντήλια στους τάφους των Παρσήδων, συμβαίνει το δράμα της αναγνώρισης και του έρωτα του Μεζά και της Υζέ. Διευκρινίζω ότι εκείνο που σπρώχνει τον Μεζά προς την Υζέ δεν είναι οι αισθήσεις, είναι κάτι πάνω από τις αισθήσεις και πιο ισχυρό από εκείνες, αυτή η μεγάλη λαχτάρα για ευτυχία που συνιστά το βάθος της ανθρώπινης φύσης, και που κάποιες φορές σβήνει κάθε άλλο συναίσθημα, είναι η ακατανίκητη ορμή για κάποιον άλλον που είναι φτιαγμένος για σένα και που τον αναγνωρίζεις. Ωστόσο, αυτό που δίνει στο δράμα το πλήρες νόημά του, αυτό που θα προκαλέσει αργότερα την τρίτη πράξη, αυτό που θα χωρίσει με τρόπο φοβερό την Υζέ από τον εραστή της, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου ο οποίος παραβαίνει τον Νόμο να δοθεί απόλυτα, να δώσει την ψυχή του. Το απεγνωσμένο σφιχταγκάλιασμα ενώ πασχίζει για την υπέρτατη ένωση, καταλήγει, παρ’ όλα αυτά, στην αμοιβαία εξουδετέρωση : δεν μπορεί να συμβεί γάμος, με τη βαθιά έννοια του όρου. « Δεν έχω τρόπο να σου προσφέρω την ψυχή μου Υζέ !».


                                                                                            Μετάφραση Στρατής Πασχάλης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου