Blaise Cendrars, «23 Ποιήματα και μία Συνέντευξη» (επιμέλεια: Γιάννης Λειβαδάς)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ – BLAISE CENDRARS
Προδημοσίευση από το βιβλίο: «23 Ποιήματα και μία Συνέντευξη»
(Εισαγωγή, επιμέλεια, σημειώσεις: Γιάννης Λειβαδάς
Μετάφραση: Ναυσικά Αθανασίου, Κλείτος Κύρου, Γιάννης Λειβαδάς
Προδημοσίευση από το βιβλίο: «23 Ποιήματα και μία Συνέντευξη»
(Εισαγωγή, επιμέλεια, σημειώσεις: Γιάννης Λειβαδάς
Μετάφραση: Ναυσικά Αθανασίου, Κλείτος Κύρου, Γιάννης Λειβαδάς
«Ζωντανός ή νεκρός, στο μυαλό μου είναι μακράν πιο αξιόλογος για την γενιά μου απ’ όσο θα είναι ποτέ ο Μπαλζάκ… Το θεωρώ ντροπή και κρίμα που κανένας αμερικανός εκδότης δεν έχει δείξει το ελάχιστο ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον αναμφισβήτητο γίγαντα των γαλλικών γραμμάτων… Είναι ανεξάντλητος… Ανάμεσα στους εν ζωή δημιουργούς, είναι εκείνος που έχει ζήσει περισσότερο, που έχει τις σπουδαιότερες εμπειρίες. Δίπλα του ο Έρνεστ Χέμινγουεη, για παράδειγμα, μοιάζει σαν πρόσκοπος… Υπήρξαν φορές που διαβάζοντάς τον, άφηνα το βιβλίο, (κι αυτό σπανίως μου συμβαίνει), για να σφίξω τα χέρια μου από χαρά ή από απελπισία. Ο Σαντράρ με έχει αφήσει κατάπληκτο. Όχι μία φορά, μα πολλές. Διαβάστε τον, σας λέω! Διαβάστε τον ακόμη κι αν χρειαστεί να μάθετε γαλλικά στα γεράματα. Διαβάστε τον πριν είναι πολύ αργά, γιατί είναι αμφίβολο αν η Γαλλία θα γεννήσει ποτέ ξανά έναν Σαντράρ».
Χένρυ Μίλλερ – 1949
Στον τρομερό μου δάσκαλο Μπλεζ Σαντράρ που του αφιέρωσα τρία από τα βιβλία μου, Παράρτημα Εύκρατης Συγκίνησης: “Je suis triste et malade. Peut-être à cause de Vous, peut-être à cause d’un autre. Peut-être à cause de Vous'• και Οι Κρεμαστοί Στίχοι της Βαβυλώνας: “Il ne reste plus que ma bouche ouverte comme le vagin ma mère et qui crie'• και “La Chope Daguerre' (υπό έκδοση 2009). Στροφοδινητός.
Γιάννης Λειβαδάς - 2009
«Καταπληκτικός άνθρωπος ο Μπλεζ Σαντράρ! Θα τον έλεγα ρομαντικό τυχοδιώκτη, αν η λέξη τυχοδιώκτης δεν είχε χάσει την αυθεντική της σημασία. Γιος ενός Ελβετού και μιας Σκωτσέζας, υπέροχος γαλλόφωνος ποιητής, που καθόρισε τον Γκιγιόμ Απολλινέρ, άνθρωπος που γνώρισε όλα τα επαγγέλματα, που τριγύρισε όλον τον κόσμο και στάθηκε η μαγιά που φούσκωσε τη ζύμη της γενιάς του. Όταν ήταν δεκάξι χρονών, ξεκίνησε για τη Ρωσία, ύστερα πήγε στην Κίνα, στην Ινδία, γύρισε στη Ρωσία, έφυγε για την Αμερική, πήγε στον Καναδά, έκανε εθελοντής στη Λεγεώνα των Ξένων, έχασε στον πόλεμο το δεξί του χέρι, επισκέφτηκε την Αργεντινή, την Βραζιλία, την Παραγουάη, έκανε θερμαστής στο Πεκίνο, περιπλανώμενος ζογκλέρ στη Γαλλία, γύρισε με τον Άμπελ Γκανς το φιλμ «Ο Τροχός», αγόραζε στην Περσία περουζέδες, ασχολήθηκε με τη μελισσοκομία, δούλεψε οδηγός τρακτέρ, έγραψε ένα βιβλίο για τον Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, ποτέ μου δεν τον είδα να στερέψει, να δειλιάσει, ν’ απελπιστεί». Μ’ αυτά τα σύντομα και χαρακτηριστικά λόγια περιγράφει ο Ηλία Έρεμπουργκ τον Σαντράρ, έναν από τους πιο γνήσιους και πιο αξιόλογους ποιητές που γέννησε η γηραιά ήπειρος.
Ο Μπλεζ Σαντράρ γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1887 στο Σο Ντε Φον της Ελβετίας, ή στο Παρίσι στην οδό Σεν Ζακ όπως έγραψε ο ίδιος σε κάποιο του ποίημα. Σχεδόν αγνοημένος στην ίδια του την χώρα, ο Μπλεζ Σαντράρ στάθηκε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων, έζησε σαν πραγματικός ποιητής. Σαν ήρθε το γήρας, βρέθηκε καθηλωμένος και αβοήθητος. Το 1956 και το 1958 είχε δύο εγκεφαλικά επεισόδια που τον άφησαν σχεδόν παράλυτο. Στα τέλη του 1958 ο ίδιος ο Αντρέ Μαλρό πήγε στο σπίτι του ποιητή στην οδό Ζαν Ντολέν για να του απονείμει το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Ο Μπλεζ Σαντράρ πέθανε στο Παρίσι, στις 21 Ιανουαρίου του 1961 έχοντας αφήσει σημαντικότατες καταθέσεις στην Τράπεζα της Ποίησης. Ο στίχος του κυλάει ελεύθερα κι απλόχωρα, έχει την άνετη ροή του χείμαρρου και οι συχνοί πλατειασμοί του πότε αγγίζουν τους χαμηλούς τόνους του πεζού και καθημερινού λόγου, και πότε τις ψηλές χορδές του λυρισμού. Η Πρόζα του Υπερσιβηρικού και της μικρής Ιωάννας της Γαλλίας (1913) μαζί με το Πάσχα στη Νέα Υόρκη (1912) και το Παναμάς ή Οι Περιπέτειες των Επτά μου Θείων (1918) αποτελούν τα τρία πολύ μεγάλα μα και πολύ αντιπροσωπευτικά του ποιήματα, που το 1919 επανακυκλοφόρησαν συγκεντρωμένα με τον γενικό τίτλο Ολόκληρου του Κόσμου. Κυκλοφόρησαν επίσης τα Δεκαεννέα Ελαστικά Ποιήματα (1919), Στην Καρδιά Του Κόσμου (1922), τα Έκφυλα Σονέτα (1923), Ντοκιμαντέρ (αρχικός τίτλος: Κόντακ-Ντοκιμαντέρ (1924)), τα Νέγρικα Ποιήματα (1925), τα Φύλλα Πορείας (1924-1928). Έγραψε ακόμη νουβέλες, διηγήματα, σενάρια, συνεργάστηκε στο ραδιόφωνο, σε πολλά περιοδικά, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, παντού όπου τον έσπρωχνε η ανήσυχη φλόγα που έκαιγε μέσα του.
Γιος του Ζορζ Φρεντερίκ Σωσέρ, μηχανικού, και της Μαρί Λουίζ Ντορνέρ, ο Σαντράρ πήρε το όνομα Φρεντερίκ Λουί Σωσέρ. Η ζωή του ποιητή θα μπορούσε άνετα να γυριστεί μία συγκλονιστική ταινία. Ευτυχώς όμως που αυτό δεν συνέβη ποτέ. Κι εμείς εδώ σ’ αυτό το βιβλίο δεν πρόκειται να σταθούμε στον πλούτο των ταξιδιών και των εμπειριών του – ό,τι θα μπορούσε πιθανώς να επιλεχθεί βρίσκεται μέσα στα βιβλία του. Ανάμεσα στους πιο στενούς του φίλους ήταν ο Φερνάντ Λεζέρ, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Ρομπέρ και η Σόνια Ντελονέ, και μετά το πέρας του πρώτου παγκόσμιου πολέμου ο Αμεντέο Μοντιλιάνι.
Με τους ποιητές ο Σαντράρ δεν είχε και τις καλύτερες επαφές, θαύμαζε όμως ανοιχτά το έργο όσων άξιζαν πραγματικά. Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με την επίδραση του Σαντράρ πάνω στον Απολλινέρ. Τους δύο ποιητές τους συνέδεε αρχικά στενή φιλία κι ο Σαντράρ, επτά χρόνια νεότερος, θαύμαζε ανεπιφύλακτα τον Απολλινέρ. Έγραψε στο ποίημά του «Αιώρα»:
«Απολλινέρ
1900-1911
Επί δώδεκα έτη μοναδικός της Γαλλίας ποιητής»
Ο Μπλεζ Σαντράρ γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1887 στο Σο Ντε Φον της Ελβετίας, ή στο Παρίσι στην οδό Σεν Ζακ όπως έγραψε ο ίδιος σε κάποιο του ποίημα. Σχεδόν αγνοημένος στην ίδια του την χώρα, ο Μπλεζ Σαντράρ στάθηκε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων, έζησε σαν πραγματικός ποιητής. Σαν ήρθε το γήρας, βρέθηκε καθηλωμένος και αβοήθητος. Το 1956 και το 1958 είχε δύο εγκεφαλικά επεισόδια που τον άφησαν σχεδόν παράλυτο. Στα τέλη του 1958 ο ίδιος ο Αντρέ Μαλρό πήγε στο σπίτι του ποιητή στην οδό Ζαν Ντολέν για να του απονείμει το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Ο Μπλεζ Σαντράρ πέθανε στο Παρίσι, στις 21 Ιανουαρίου του 1961 έχοντας αφήσει σημαντικότατες καταθέσεις στην Τράπεζα της Ποίησης. Ο στίχος του κυλάει ελεύθερα κι απλόχωρα, έχει την άνετη ροή του χείμαρρου και οι συχνοί πλατειασμοί του πότε αγγίζουν τους χαμηλούς τόνους του πεζού και καθημερινού λόγου, και πότε τις ψηλές χορδές του λυρισμού. Η Πρόζα του Υπερσιβηρικού και της μικρής Ιωάννας της Γαλλίας (1913) μαζί με το Πάσχα στη Νέα Υόρκη (1912) και το Παναμάς ή Οι Περιπέτειες των Επτά μου Θείων (1918) αποτελούν τα τρία πολύ μεγάλα μα και πολύ αντιπροσωπευτικά του ποιήματα, που το 1919 επανακυκλοφόρησαν συγκεντρωμένα με τον γενικό τίτλο Ολόκληρου του Κόσμου. Κυκλοφόρησαν επίσης τα Δεκαεννέα Ελαστικά Ποιήματα (1919), Στην Καρδιά Του Κόσμου (1922), τα Έκφυλα Σονέτα (1923), Ντοκιμαντέρ (αρχικός τίτλος: Κόντακ-Ντοκιμαντέρ (1924)), τα Νέγρικα Ποιήματα (1925), τα Φύλλα Πορείας (1924-1928). Έγραψε ακόμη νουβέλες, διηγήματα, σενάρια, συνεργάστηκε στο ραδιόφωνο, σε πολλά περιοδικά, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, παντού όπου τον έσπρωχνε η ανήσυχη φλόγα που έκαιγε μέσα του.
Γιος του Ζορζ Φρεντερίκ Σωσέρ, μηχανικού, και της Μαρί Λουίζ Ντορνέρ, ο Σαντράρ πήρε το όνομα Φρεντερίκ Λουί Σωσέρ. Η ζωή του ποιητή θα μπορούσε άνετα να γυριστεί μία συγκλονιστική ταινία. Ευτυχώς όμως που αυτό δεν συνέβη ποτέ. Κι εμείς εδώ σ’ αυτό το βιβλίο δεν πρόκειται να σταθούμε στον πλούτο των ταξιδιών και των εμπειριών του – ό,τι θα μπορούσε πιθανώς να επιλεχθεί βρίσκεται μέσα στα βιβλία του. Ανάμεσα στους πιο στενούς του φίλους ήταν ο Φερνάντ Λεζέρ, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Ρομπέρ και η Σόνια Ντελονέ, και μετά το πέρας του πρώτου παγκόσμιου πολέμου ο Αμεντέο Μοντιλιάνι.
Με τους ποιητές ο Σαντράρ δεν είχε και τις καλύτερες επαφές, θαύμαζε όμως ανοιχτά το έργο όσων άξιζαν πραγματικά. Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με την επίδραση του Σαντράρ πάνω στον Απολλινέρ. Τους δύο ποιητές τους συνέδεε αρχικά στενή φιλία κι ο Σαντράρ, επτά χρόνια νεότερος, θαύμαζε ανεπιφύλακτα τον Απολλινέρ. Έγραψε στο ποίημά του «Αιώρα»:
«Απολλινέρ
1900-1911
Επί δώδεκα έτη μοναδικός της Γαλλίας ποιητής»
αφήνοντας ίσως να εννοηθεί ότι μετά τα 1911 θα έπρεπε να λογαριάζουν αυτόν τον ίδιο για μοναδικό ποιητή. Όμως την επόμενη χρονιά συνέβη ένα γεγονός που έκρινε αποφασιστικά τις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο Ρομπέρ Γκοφέν, που είχε άμεση αντίληψη του σημαντικού αυτού περιστατικού, φίλος κοινός και των δύο ποιητών, διηγείται τα εξής:
Όταν ο Σαντράρ γύρισε από την Αμερική την άνοιξη του 1912, μάζεψε μερικούς φίλους και τους διάβασε τα χειρόγραφα του τελευταίου του ποιήματος «Πάσχα στη Νέα Υόρκη». Όταν η ανάγνωση τελείωσε, ο Απολλινέρ είχε απομείνει χλομός. Λες και κάτι καινούριο τον είχε αναστατώσει. Δεν άνοιγε το στόμα του και είχε τα μάτια κλειστά. Και όλοι κατάλαβαν πως ένας άνεμος μεγαλοφυΐας περνούσε εκείνη τη στιγμή μέσα απ’ το δωμάτιο. Ο Απολλινέρ συγχάρηκε τον φίλο του και ζήτησε να δει τα χειρόγραφα. Τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε σιωπηλός. «Είναι υπέροχο» του είπε. «Τι ν’ αξίζει άραγε πλάι του το βιβλίο που ετοιμάζω;». Η συζήτηση κατόπιν στράφηκε σε άλλα θέματα, ήταν όμως φανερό πως ο Απολλινέρ βρισκόταν σε μια συνεχή αναταραχή … Λίγες βδομάδες αργότερα έγραψε τη «Ζώνη» (ποίημα ολοφάνερα επηρεασμένο σε βάθος από το «Πάσχα στη Νέα Υόρκη»). Και πολλοί πρόσεξαν πως η «Ζώνη» ήταν το πρώτο ποίημα της συλλογής «Αλκοόλ», λες και ο ποιητής τους ήθελε να υποδηλώσει μ’ αυτόν τον τρόπο ότι σύμφωνα με την χρονολογική σειρά των ποιημάτων της συλλογής (1898-1913) η Ζώνη είχε τάχα γραφτεί στα 1898. Ήταν όμως φυσικό ο Σαντράρ να μην του το συγχωρέσει ποτέ, και οι σχέσεις των δύο ποιητών έπαψαν να είναι θερμές σαν πρώτα.
Το περιστατικό αυτό δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να οδηγήσει σε αβασάνιστα και επικίνδυνα συμπεράσματα, μα ούτε και να θέσει σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση την ολκή του Απολλινέρ. Όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, έτσι κι αυτός δεν δίστασε να επωφεληθεί από ένα εύρημα, άσχετα πού και πώς το βρήκε. Η γνωριμία του με τον Σαντράρ πάντως, είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει βαθιά η ποιητική του αντίληψη. Κι ακόμη, να αφομοιώσει με τον αποκλειστικά δικό του τρόπο τα ευρήματα και την τεχνοτροπία του πρώτου. Φαντάζει αδύνατο να μην εκμεταλλευόταν ο Απολλινέρ οτιδήποτε από τη φύση των ποιημάτων του Σαντράρ. Χρεώθηκε όμως ανεπανόρθωτα το δισταγμό του να αναγνωρίσει και εμπράκτως, δημοσίως, την αναμφίβολη ανωτερότητα του ομότεχνού του.
Ο Μπλεζ Σαντράρ είχε υπερβεί αναπάντεχα τον καθιερωμένο ρόλο του ποιητή, δεν δίστασε να κρατήσει ορισμένα από τα ποιήματά του κλεισμένα για χρόνια σε ένα μπαούλο δίχως την παραμικρή αγωνία για την τύχη τους, για να δει ποιον δρόμο θα ακολουθούσε η ποίηση της εποχής του χωρίς την παρουσία των δικών του κειμένων…..
Ο Μπλεζ Σαντράρ είχε υπερβεί αναπάντεχα τον καθιερωμένο ρόλο του ποιητή, δεν δίστασε να κρατήσει ορισμένα από τα ποιήματά του κλεισμένα για χρόνια σε ένα μπαούλο δίχως την παραμικρή αγωνία για την τύχη τους, για να δει ποιον δρόμο θα ακολουθούσε η ποίηση της εποχής του χωρίς την παρουσία των δικών του κειμένων…..
Ο ποιητής Γιάννης Λειβαδάς στον τάφο του Blaise Cendrars στο Tremblay Sur Mauldre της Γαλλίας.(φωτ.01/2009)
Τρία Ποιήματα:
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Τα παράθυρα της ποίησης μου είναι ορθάνοιχτα στα βουλεβάρτα και τις βιτρίνες τους.
Λάμπουν
Του φωτός πολύτιμα πετράδια.
Άκου τα βιολιά της λιμουζίνας και τα ξυλόφωνα των λινοτυπικών.
Ο επιγραφοποιός σκουπίζεται με την πετσέτα του ουρανού.
Κάθε τι είναι χρώματος κηλίδες
Και τα καπέλα των γυναικών που περνούν είναι κομήτες στην φλόγα της εσπέρας
Λάμπουν
Του φωτός πολύτιμα πετράδια.
Άκου τα βιολιά της λιμουζίνας και τα ξυλόφωνα των λινοτυπικών.
Ο επιγραφοποιός σκουπίζεται με την πετσέτα του ουρανού.
Κάθε τι είναι χρώματος κηλίδες
Και τα καπέλα των γυναικών που περνούν είναι κομήτες στην φλόγα της εσπέρας
Ενότητα.
Δεν υπάρχει πια ενότητα.
Όλα τα ρολόγια δείχνουν τώρα μεσάνυχτα αφού τα γύρισαν πίσω δέκα λεπτά.
Δεν υπάρχει πια χρόνος.
Δεν υπάρχει πια χρήμα.
Στη βουλή
Σπαταλούν τα θαυμάσια στοιχεία των πρώτων υλών.
Δεν υπάρχει πια ενότητα.
Όλα τα ρολόγια δείχνουν τώρα μεσάνυχτα αφού τα γύρισαν πίσω δέκα λεπτά.
Δεν υπάρχει πια χρόνος.
Δεν υπάρχει πια χρήμα.
Στη βουλή
Σπαταλούν τα θαυμάσια στοιχεία των πρώτων υλών.
Στο μπαρ
Οι εργάτες με μπλε μπλούζες πίνουν κόκκινο κρασί
Κάθε Σάββατο λοταρία
Παίζουμε
Στοιχηματίζουμε
Από καιρό σε καιρό περνάει ένας γκάνγκστερ με αυτοκίνητο
Ή ένα παιδί παίζει με την Αψίδα του Θριάμβου…
Συμβουλεύω τον κ. Χοίρο(1) να στεγάσει τους προστατευόμενούς του στον πύργο του Άιφελ.
Οι εργάτες με μπλε μπλούζες πίνουν κόκκινο κρασί
Κάθε Σάββατο λοταρία
Παίζουμε
Στοιχηματίζουμε
Από καιρό σε καιρό περνάει ένας γκάνγκστερ με αυτοκίνητο
Ή ένα παιδί παίζει με την Αψίδα του Θριάμβου…
Συμβουλεύω τον κ. Χοίρο(1) να στεγάσει τους προστατευόμενούς του στον πύργο του Άιφελ.
Σήμερα
Αλλαγή ιδιοκτήτη
Το Άγιο Πνεύμα πωλείται λιανική στα μικρομάγαζα.
Διαβάζω εκστατικός τα πανό
Τα πανό της παπαρούνας
Δεν είναι παρά οι ελαφρόπετρες της Σορβόννης που δεν άνθισαν ποτέ
Από την άλλη η επιγραφή του Σαμαριτέν οργώνει τον Σηκουάνα
Και στην πλευρά του Αγίου Σεβερίνου
ακούω
τα επίμονα καμπανάκια των τραμ.
Αλλαγή ιδιοκτήτη
Το Άγιο Πνεύμα πωλείται λιανική στα μικρομάγαζα.
Διαβάζω εκστατικός τα πανό
Τα πανό της παπαρούνας
Δεν είναι παρά οι ελαφρόπετρες της Σορβόννης που δεν άνθισαν ποτέ
Από την άλλη η επιγραφή του Σαμαριτέν οργώνει τον Σηκουάνα
Και στην πλευρά του Αγίου Σεβερίνου
ακούω
τα επίμονα καμπανάκια των τραμ.
Βρέχει ηλεκτρικούς λαμπτήρες
Μονρούζ Γκαρ ντε λ’ Εστ Μετρό Νορ-Συντ άνθρωποι στα πλοιάρια
Όλα είναι φωτοστέφανο
Βάθος
Οδός Μπυσύ διαλαλούν την L’ Intransigeant και την Paris-Sport(2)
To αεροδρόμιο του ουρανού είναι τώρα, πυρπολημένο, ένας πίνακας του Τσιμαμπούε
Όταν από μπροστά
Οι άνθρωποι είναι
Ψηλοί
Μαύροι
Θλιμμένοι
Και καπνίζουν, φουγάρα εργοστασίων
Μονρούζ Γκαρ ντε λ’ Εστ Μετρό Νορ-Συντ άνθρωποι στα πλοιάρια
Όλα είναι φωτοστέφανο
Βάθος
Οδός Μπυσύ διαλαλούν την L’ Intransigeant και την Paris-Sport(2)
To αεροδρόμιο του ουρανού είναι τώρα, πυρπολημένο, ένας πίνακας του Τσιμαμπούε
Όταν από μπροστά
Οι άνθρωποι είναι
Ψηλοί
Μαύροι
Θλιμμένοι
Και καπνίζουν, φουγάρα εργοστασίων
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΖΩΗ
Σήμερα είμαι ίσως ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο
Έχω όλα όσα δεν θέλω
Και το μόνο πράγμα που με κρατάει στη ζωή κάθε γύρισμα της προπέλας
με πηγαίνει κοντά του
Και ίσως θα ‘χω χάσει τα πάντα φτάνοντας.
Έχω όλα όσα δεν θέλω
Και το μόνο πράγμα που με κρατάει στη ζωή κάθε γύρισμα της προπέλας
με πηγαίνει κοντά του
Και ίσως θα ‘χω χάσει τα πάντα φτάνοντας.
ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
Ο χρόνος είναι χρήμα
Ναι, μα η Μπουγκάττι είναι δυο φορές πιο γρήγορη
Ναι, μα η Μπουγκάττι είναι δυο φορές πιο γρήγορη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου