Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Κωστής Παπαγιώργης


Η χολή ενός κοτζάμπαση [Κωστή Παπαγιώργη: Κανέλλος Δεληγιάννης]


1CA04264E6502F83330EA152C38659A7
Μυστακοφόρος και φουστανελοφόρος ο Κανέλλος Δεληγιάννης, με φέσι και περήφανα θλιμμένο βλέμμα, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει έκπληξη και απορία  στο εξώφυλλο μιας έκδοσης που φέρει όλα τα διακριτικά των βιβλίων τού Κωστή Παπαγιώργη. Έχει περάσει βέβαια αρκετός καιρός από τότε που στα εξώφυλλα των ιδιότυπων δοκιμίων του φιγουράριζαν, απόλυτα ταιριασμένες με το περιεχόμενό τους, οι βασανισμένες ζωγραφιές του Φράνσις Μπαίηκον, παρόλα αυτά μια μορφή της εθνικής επανάστασης του εικοσιένα, ακόμη κι αν δεν είναι έκδηλα ηρωική, δύσκολα εφαρμόζει στο παζλ που συνθέτουν όλα μαζί τα έργα του Παπαγιώργη. Τι δουλειά έχει αυτός ο κοτζάμπασης του Μοριά, αυτός ο συντηρητικός το δίχως άλλο άρχοντας της Γορτυνίας μες σ’ ένα σύνολο που περιλαμβάνει προσωπικότητες, όπως ο Χέγκελ και ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης και ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Σωκράτης και ο Χάιντεγκερ, και πάθη σαν τη ζηλοτυπία και την οργή, τη μέθη και τη μισανθρωπία, ή καταστάσεις, όπως ο πόλεμος και ο θάνατος;
Κι όμως, σ’ αυτό το καινούριο του βιβλίο ο Παπαγιώργης, αν με το ένα του πόδι πατάει στην ιστοριογραφία, με το άλλο πατάει γερά στο γνωστό του, εδώ κι είκοσι σχεδόν χρόνια, έδαφος. Χωρίς καθόλου να υποτιμά την ιστορική έρευνα και αφήγηση, ποτέ άλλωστε δεν το έκανε, το αντίθετο μάλιστα, όπως θα δούμε, για άλλη μια φορά καταπιάνεται με τα ανθρώπινα πάθη και, βέβαια, με τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο αγαπημένα του από αυτά, όσα δηλαδή κατάγονται ή οδηγούνε ασφαλέστατα στη συντριβή και στον ξεπεσμό, στην αυτοκαταστροφή και τη μνησικακία. Τέτοια ήταν ως σήμερα τα θέματα με τα οποία, ως επί το πλείστον, ασχολήθηκε με επιμονή και μεθοδικότητα ο Κωστής Παπαγιώργης και, παρόλο που μετά τα Μυστικά της συμπάθειας υποσχέθηκε ότι θα ακολουθήσει ένας νέος κύκλος αισθητικών προβλημάτων, με πρώτο και καλύτερο τη μεταφορά, τον βρίσκουμε πάλι να επιστρέφει στα ηθικά ζητήματα που τόσο τον ερεθίζουν. Γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται.
Για άλλη μια φορά ο Παπαγιώργης καταδύεται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής για να ανασύρει από εκεί, με εξομολογητική, όπως αναγνωρίζει, εν πολλοίς διάθεση, ό,τι ανθρωπινότερο μπορεί να βρει. Και βρίσκει αυτή τη φορά το αφόρητο αίσθημα ξεπεσμού και το θηριώδες μίσος, την κακεντρέχεια και την καταρράκωση, την ηθική ευτέλεια, τη διάθεση για εκδίκηση και τη μνησικακία. Γνώριμο, χωρίς αμφιβολία, έδαφος, και ειδικά για τον αναγνώστη του Παπαγιώργη, μα και για όποιον έφαγε μερικά στραπάτσα στη ζωή του. Η διαφορά ίσως από τις προηγούμενες μελέτες του συγγραφέα εντοπίζεται στο υλικό που διάλεξε να πατήσει: δεν πρόκειται αυτή τη φορά για πρόσωπα της λογοτεχνίας, για μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, για πλάσματα της φαντασίας, όπως σε παλαιότερα δοκίμιά του, αλλά για έναν άρχοντα του Μοριά, για ένα πραγματικό πρόσωπο, με σάρκα και οστά, με αίμα και χολή (κυρίως αυτό!) που εν τέταρτον του αιώνος μετά το πέρας της επανάστασης δεν έχει ακόμη συγχωρήσει ή έστω ξεπεράσει το παρελθόν και γυρίζει με οργή και κακοφορμισμένη μανία να λάβει εκδίκηση απ’ όσους τον αδικήσανε και ν’ αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειας και της κοινωνικής του τάξεως.
Το 1854, σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών, το μόνο μέσο που έχει απομείνει στα χέρια του Κανέλλου Δεληγιάννη, για να χύσει τη χολή του και να πάρει πίσω το αίμα του, είναι η συγγραφή και η συκοφαντία, της οποίας κάνει αδίστακτα χρήση. Γεμίζει δεκατρία χειρόγραφα τετράδια με εμπαθείς λοιδορίες κατά των κλεφτών και των καπεταναίων της επαναστατημένης Πελοποννήσου και ιδίως εναντίον του Κολοκοτρώνη, αλλά και εναντίον των ξενόφερτων τυχοδιωκτών που έφθασαν στην πατρίδα μόλις μυρίστηκαν ψαχνό, δηλαδή εξουσία και χρήμα, τα δύο πολύτιμα αγαθά που ίσαμε τότε μοιράζονταν σε αγαστή συνεργασία (χωρίς να λείπουν πάντως συχνά πυκνά και τα πισώπλατα μαχαιρώματα) οι προεστοί, οι ντόπιες αρχοντικές οικογένειες, με τους Οθωμανούς. Και το χειρότερο; Με την επανάσταση, που αυτοί ακριβώς οι κοτζαμπάσηδες κυρίως χρηματοδότησαν και  στήριξαν, έχασαν όχι μόνο τα ποικίλα προνόμιά τους και τη θέση τους στην ιεραρχία της εξουσίας, αλλά δεν έτυχαν και καμίας τιμητικής έστω αναγνώρισης από τη νέα τάξη πραγμάτων που τελικά επικράτησε στο νεοπαγές κρατίδιο. Αντιθέτως όλη η δόξα πήγε στους ξυπόλυτους κλεφτοκαπεταναίους, όλη η εξουσία στους άκαπνους και φερέοικους πολιτικούς, ενώ στους ίδιους τους Δεληγιανναίους και τους ομοίους τους έμεινε μόνο και κόλλησε για τα καλά η ρετσινιά των αντιδραστικών που διαδραμάτισαν ανασχετικό ρόλο στον αγώνα για την απελευθέρωση του γένους.
Για άλλη μια φορά ο Κωστής Παπαγιώργης ακολουθεί από κοντά και μεθοδικά τα χνάρια ενός βιβλίου, προκειμένου να διερευνήσει το  θέμα του, μόνο που αυτή τη φορά πρόκειται για μια ηθική μελέτη που δεν εδράζεται στον χώρο της λογοτεχνίας ούτε καν στις παρυφές της πραγματικότητας, μα στο κέντρο της ιστορίας, αν ωστόσο αυτό που περιμένουμε είναι να διαβάσουμε την ιστορική αλήθεια ή έστω μια κατά το δυνατόν αντικειμενική προσέγγισή της, δεν θα τη συναντήσουμε σε αυτό το βιβλίο. Ο μπούσουλας του Παπαγιώργη, τα τρίτομα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη δηλαδή, πολύ απέχουν από το να αποτελούν υπόδειγμα ιστοριογραφίας. «Ωστόσο», σημειώνει ο δοκιμιογράφος, «η απόκρυψη της αλήθειας, η παραφθορά και η παραμόρφωσή της, όχι μόνο  αποτελεί μέρος της ιστορικής αλήθειας, αλλά ενίοτε είναι πιο χαρακτηριστική κι από την τελική της αποκατάσταση».
Ποια όψη της ιστορικής αλήθειας για την ιδρυτική επανάσταση του νέου ελληνικού κράτους και για τους πρωταγωνιστές της βρίσκουμε σε αυτές τις σελίδες το δηλώνει με σαφήνεια ο Παπαγιώργης σε μια συνολική κρίση του για το συγγραφικό έργο του Δεληγιάννη με το οποίο αποφάσισε να καταπιαστεί: «το απομνημόνευμα του Κανέλλου, γραμμένο με υποβολέα τη χαλασμένη καρδιά ενός νικημένου άρχοντα, αντλεί την αλήθεια του από τη μνησικακία και τη χολερική εκδίκηση παρά από την υπερηφάνεια για τα εθνικά κατορθώματα. Οι «Έλληνες» μπορεί να κέρδισαν τελικά τον πόλεμο, αλλά οι Μοραΐτες άρχοντες έχασαν την «πατρίδα» τους από τους ίδιους τους νεο-Έλληνες. […] Το βιβλίο του αποτελεί μέγα επιχείρημα για να καταλάβουμε πόσο σημαντική ήταν η τάξη του για τον Αγώνα και πόσο «επαναστατική» εντέλει αποδείχτηκε».
Με υπαρκτές άλλ’ όχι αξεπέραστες δυσκολίες, ιδιαίτερα στα σημεία που πραγματεύονται τις πολύπλοκες σχέσεις των κοτζαμπάσηδων με τους Οθωμανούς κατακτητές, καθώς και στο τέταρτο μέρος, όπου γίνεται λόγος για τον εμφύλιο στην Πελοπόννησο, ο αναγνώστης θα διαβάσει μια επαρκώς τεκμηριωμένη εξιστόρηση και ανάλυση του ρόλου που έπαιξαν στην ελληνική επανάσταση οι προεστοί του Μοριά, θα ενημερωθεί σωστά και για τη συμβολή και την πραγματική κατάσταση των κλεφτών, θα παρακολουθήσει τους φατριασμούς και τις ίντριγκες των πολιτικών και των στρατιωτικών, που σε μεγάλο βαθμό καθόρισαν τη μορφή και την πορεία του νέου ελληνικού κράτους, θα σταθεί με ενδιαφέρον, όπως κάνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, στις θηριωδίες και στα βασανιστήρια που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα (με μεγάλο ενδιαφέρον θα υποδεχόμασταν ένα δοκίμιο από τον Παπαγιώργη σχετικό με αυτό το θέμα), θα αντικρίσει μια συνολική εικόνα του ’21 που απέχει από τα συνήθη στερεότυπα (οι καλοί κλέφτες, οι κακοί κοτζαμπάσηδες, ο καταπιεσμένος λαός, ο ταξικά συνειδητοποιημένος Φιλικός κλπ) και σίγουρα θα βρει μια καθ’ όλα ενδιαφέρουσα και ερεθιστική ανάλυση ανθρωπίνων παθών, που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν μας αδιάφορο, γιατί δεν μας είναι καθόλου ξένα.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος [2001]
 001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου