Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

"ΠΕΤΡΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟΥ" ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ (1669-1714)


ΗΤΟΙ
Διασάφησις τῆς Ἀρχῆς, 
καὶ αἰτίας τοῦ σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν,
Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

Τὰ κατὰ Ἰγνάτιον καὶ Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχας
1. Ἐζήτησας παρ᾿ ἐμοῦ, ἄρχων ἐνδοξότατε, καὶ εὐσεβέστατε, νὰ μάθῃς καταλεπτῶς, τί εἶναι ἐκεῖνο, ὁποῦ χωρίζει τὰς δύο ἐκκλησίας ἀνατολικήν, καὶ δυτικήν, τὴν αἰτίαν δηλαδὴ τούτου τοῦ σχίσματος, καὶ τὰς διαφορὰς τῶν δογμάτων. Ἐγὼ μετὰ πάσης χαρᾶς θέλω νὰ σὲ εὐχαριστήσω, πληροφορῶν κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν σπουδαίαν σου περιέργειαν. Καὶ διὰ τὴν ἀρχὴν μὲν τοῦ δυστυχοῦς τούτου σχίσματος, πρέπει νὰ ἠξεύρῃς καταλεπτῶς ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐσυνέβησαν ἀνάμεσον Ἰγνατίου, καὶ Φωτίου, Κωνσταντινουπόλεως Πατριαρχῶν, ὁποῦ τόσον ἐσύγχυσαν τότε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς ἀκολούθους αὐτῶν ἐπροξένησαν οὐ μικρὰς θλίψεις, καὶ ἔδωκαν ἀφορμὴν μίας μεγάλης λογομαχίας, ἡ ὁποῖα διαμένει ἕως τῆς σήμερον. Ὅμως καθὼς εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅλος ὁ κλῆρος, καὶ ὁ λαὸς ἦτον σχισμένος εἰς δύο μέρη, τὸ ἕνα δηλαδὴ μὲ τὸν Ἰγνάτιον, τὸ ἄλλο μὲ τὸν Φώτιον, καὶ τὰ πράγματα ἐγίνοντο πολλὰ ἐμπαθῶς, ἔτζη ἐκεῖνοι ὁποῦ τὰ ἔγραψαν τότε, ἠκολούθησαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἴδιον πάθος, διὰ νὰ παραστήσωσι τὸ μέρος ὅθεν ἐκρατοῦσαν δικαιότερον. Καὶ πάλιν ἄλλοι μεταγενέστεροι κάμνοντες τὸ αὐτὸ ὁ μὲν πιστεύων ἑνός, ὁ δὲ ἄλλου ἱστορικοῦ, ζωγραφίζουσι τὴν σκηνὴν ταύτην ὁ καθ᾿ εἷς μὲ τὰ ἴδιά του χρώματα, παρρησιάζοντες, ὄχι καθὼς εἶναι ἀληθινά, ἀλλὰ καθὼς ἀρέσκει, τῶν πραγμάτων τὴν ὄψιν. Καὶ διὰ τοῦτο δύσκολον εἶναι, νὰ γνωρίσωμεν ἀληθῶς τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποῖα μ᾿ ὅλον τοῦτο καθ᾿ αὐτὴν γνωρίζεται, καὶ φαίνεται εἰς τὰ ὄμματα τῆς διανοίας, τὰ ὁποῖα μὴ ὄντα θωλωμένα ἀπὸ πάθους, καὶ καθαρᾶ βλέπουσι, καὶ ὀρθᾶ διακρίνουσι. Λάβε λοιπὸν ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐδυνήθην φιλαλήθως νὰ διακρίνω εἰς τὰς διηγήσεις τῆς ὑποθέσεως ταύτης, ὁποῦ διαφόρως ἐσύνθεσαν οἱ ἱστορικοί.
2. Ἔλαχεν ὁ Ἰγνάτιος γενεθλίων πολλᾶ εὐγενῶν, καὶ λαμπρῶν, ἀπὸ τὸ ἑκάτερον μέρος, πατρὸς δηλαδή, καὶ μητρὸς βασιλεικοῦ αἵματος, γεννημένος ἀπὸ Μιχαὴλ τὸν Κουραπαλάτην λεγόμενον Ῥαγγαβὲ βασιλέα Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἀπὸ Προκοπίαν θυγατέρα Νικηφόρου τοῦ Γενικοῦ, καὶ αὐτοῦ ὁμοίως βασιλέως. Λέων ὁ Ἀρμένιος ἐκατέβασεν ἀπὸ τὸν βασιλεικὸν θρόνον τὸν Μιχαήλ, εἰς τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἐκάθισε τυραννικῶς, καὶ διὰ νὰ τοῦ ἀφανίσῃ ὁλότελα τὴν κληρονομίαν, ἔκαμε, καὶ εὐνούχισαν τὸν Ἰγνάτιον, ὅς τις διὰ τοῦτο ἐνδυσάμενος τὸ μοναχικὸν σχῆμα ὑπῆγε νὰ ἡσυχάσῃ εἰς τὸ Σατύρου λεγόμενον μοναστήριον.
3. Ἦτον καὶ ὁ Φώτιος (καθὼς λέγει Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγὼν εἰς τὸν βίον τοῦ Ἰγνατίου) οὐ τῶν ἀγενῶν, καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐγενῶν κατὰ σάρκα, καὶ περιφανῶν· οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἔλαβον καὶ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον, καθὼς τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος Φώτιος, εἰς τὴν ἐπιστολήν, ὁποῦ γράφει πρὸς Νικόλαον τὸν πρῶτον Πάπαν Ῥώμης, ὀνομάζει θεῖόν του τὸν μέγαν ἐκεῖνον Ταράσιον, χρηματίσαντα πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης, εἰς τοῦ ὁποίου τὸν καιρὸν ἔγινε καὶ ἡ δευτέρα ἐν Νικαίᾳ, ἥτις ἐστὶν ἑβδόμη οἰκουμενική, σύνοδος κατὰ εἰκόνομάχων.
4. Ἐνόμισάν τινες τῶν νεωτερικῶν, πῶς ὁ Φώτιος νὰ ἦτον εὐνοῦχος, καὶ τοῦτο συνάγουσιν ἀπὸ μίαν ἐπιστολὴν Ἰωάννου τινὸς Πατρικίου, καὶ Σακελλαρίου, ὅς τις γράφων πρὸς Φώτιον πολλὰ ὀνειδιστικά, φαίνεται νὰ τὸν λέγη εὐνοῦχον, καὶ τοῦ γυναικείου ἄξιον· Ὅμως τὴν ἄνωθεν ἐπιστολὴν γράφει ὄχι ὁ Ἰωάννης πρὸς Φώτιον, ἀλλὰ μάλιστα ὁ Φώτιος, εἰς τὸν Ἰωάννην, ὅς τις ἦτον Πατρίκιος, καὶ Σακελλάριος, ἐπιστάτης δηλαδὴ εἰς τὴν σύναξιν τῶν αὐθεντικῶν χρημάτων, καὶ ὡς φαίνεται, ἀπὸ τὰ πολιτικὰ ἤθελε νὰ ἀπλοχωρήσῃ, καὶ εἰς ἐκκλησιαστικά, ὅθεν ἐλέγχεται ὡς αὐθάδης, κατὰ τὴν φύσιν τῶν εὐνούχων, ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν ὁποίων ἦτον καὶ ὁ ἄνωθεν Πατρίκιος. Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια τοῦ Φωτίου πρὸς τοῖς ἄλλοις· «Πόθεν οὖν σὺ τοὺς ἑκατέρωθεν ὅρους ὑπερβάς, εἰς τὰ τῆς ἐκκλησίας Θεοῦ μυστήρια παρεισέφρησας, ἄνω καὶ κάτω πάντα ποιῶν;». Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη τοῦ Φωτίου μὲ τὴν ἐπιγραφὴν ταύτην «Ἰωάννῃ Πατρικίῳ καὶ Σακελλαρίῳ» εὑρίσκεται ἀναμεταξὺ τῶν ἄλλων αὐτοῦ ἐπιστολῶν, ὁποῦ ἐτύπωσε Δαβὶδ ὁ Ἑχέλιος ἐκ τῶν χειρογραμμάτων Μαξίμου τοῦ Μαργουνίου, ἔτει Χριστοῦ ͵αχα´ ἐν Αὐγούστῃ. Καὶ ἐκείνων ἀκόμη, ὁποῦ ἐξέδοτο Γραικολατίνας ἐν Λονδίνῳ διὰ Ῥιχάρδου Μοντακουτίου Ῥόγερος Δανιὴλ ἔτει Χριστοῦ ͵αχνα´ ἀπὸ ἄλλων παλαιοτάτων χειρογραμμάτων. Ἔξω ἀπὸ τοῦτο Θεόγνωστος ὁ μοναχός, Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγών, Μητροφάνης ὁ Σμυρναῖος, καὶ Στυλιανὸς Νεοκαισαρείας ἱστορικοὶ τοῦ καιροῦ ἐκείνου, προφανεῖς ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου (καθὼς τὸ μαρτυροῦσι τὰ συγγράμματα αὐτῶν) οἵ τινες καὶ ἤξευραν, καὶ ἐδυνήθησαν νὰ τὸν κατηγοροῦσι, δὲν τολμῶσιν ὅμως νὰ εἰπῶσι πῶς νὰ ἐστάθη εὐνοῦχος ὁ Φώτιος.
5. Εἰς τὸν δρόμον τῶν ἐπιστημῶν τόσον ἐπροχώρησεν οὗτος ὁ νοῦς, ὅς τις ἦτον ἀληθινᾶ μία ἄβυσσος πολυμαθείας, ὁποῦ εἰς τοὺς καιρούς του δὲν εἶχεν ὅμοιον, διὰ πολὺν καιρὸν ἡ φύσις δὲν ἤθελε γεννήσῃ ἕνα τοιοῦτο τέρας. Ὄχι εἰς μίαν μόνη, ἀλλὰ σχεδὸν εἰς ὅλας τὰς ἐπιστήμας ἦτον τελειότατος, εἰς τὰ φιλοσοφικά, ἰατρικά, ἀστρονομικὰ καὶ θεολογικὰ διδάσκαλος ἄκρος. Ἡ βιβλιοθήκη ἡ μυριόβιβλος, ὁποῦ μᾶς ἄφισεν, εἶναι ἀρκετὸν τεκμήριον τῆς βαθυτάτης ἐκείνης γνώσεως, ὁποῦ εἶχεν εἰς τὸ νὰ διακρίνη τὰ πράγματα, κρίνωντας ἀκριβῶς καὶ ὀρθῶς περὶ τῶν συγγραφέων, καὶ τῆς μακρᾶς ἐκείνης ἀναγνώσεως τοσούτων συγγραμάτων, ὁποῦ ἀπέρασεν. Εἰς τὰ πολιτικὰ πάλιν καὶ θεωρίᾳ καὶ πράξει ἦτον πολλᾶ περιφανής, διὰ τοῦτο εἴχετο καὶ εἰς μεγάλην τιμὴν μέσα εἰς τὰ βασίλεια, ὁποῦ ἔλαβε καὶ ἀξιώματα ἐπίσημα, ἐπειδὴ καὶ ἐστάθη πρωτοσπαθάριος, καὶ πρωτασηκρήτης Θεοφίλου τοῦ βασιλέως, ἔπειτα εἷς τῆς συγκλήτου. Μάλιστα καθὼς λέγει, Ἰωάννης διάκονος εἰς τὸν βίον Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου κεφ. λ´ τῆς συγκλήτου βουλῆς τὰ πρωτεῖα ἐπιφερόμενος, καὶ πάλιν διὰ προστάγματος τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ βασιλέως ἐπέμφθη εἰς πρεσβείαν πρὸς Ἀσσυρίους, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ εἰς μίαν του ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἀδελφόν του Ταράσιον. Τοιοῦτος ἦν ὅ, τε Ἰγνάτιος, καὶ ὁ Φώτιος πρὶν νὰ πατριαρχεύσῃ καὶ ὁ ἕνας, καὶ ὁ ἄλλος.
6. Ἦτον ὁ ἕκτος χρόνος τῆς βασιλείας Μιχαήλ, ὅς τις ἐβασίλευσε σὺν τῇ μητρὶ Θεοδώρα μετὰ τὸν θάνατον Θεοφίλου τοῦ πατρός του, ὅταν ἐτελεύτησεν ὁ θεῖος Μεθόδιος Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης, εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἐψηφίσθη ὁ Ἰγνάτιος. Ὄχι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καὶ κληρικοὶ ἐσύντρεξαν εἰς τοιαύτην ψῆφον, ἱκανοὶ τὴν ἀπέρριπτον, ὧν πρῶτος ἦτον ὁ Συρακουσῶν ἀρχιεπίσκοπος Γρηγόριος, τὸν ὁποῖον εἰς τόσον μῖσος εἶχεν ὁ Ἰγνάτιος, ὁποῦ τὴν ἡμέραν τῆς πατριαρχικῆς αὐτοῦ χειροτονίας δὲν τὸν ἠθέλησε συλλειτουργόν, καὶ ἐπρόσταξε διὰ τοῦτο, νὰ μὴν εὑρεθῆ εἰς τὴν ἱεροπραξίαν ἐκείνην, τὸ ὁποῖον πολλοὶ τὸ ἐμέμφησαν. Ὡσὰν ὁποῦ εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς πατριαρχίας του ἔδειξε κατὰ τοῦ Γρηγορίου τόσην ὀργήν. Ὕστερον πάλιν γενομένης συνόδου τὸν ἐκάθηρε πέμπωντας, καὶ γράμματα, καὶ πρεσβείαν πρῶτον πρὸς Λέοντα τέταρτον, ἔπειτα πρὸς Βενέδικτον τρίτον πᾶπαν Ῥώμης, ὅπως καὶ αὐτοὶ συμφώνως τὸ αὐτὸ κρίνωσι κατὰ τοῦ Γρηγορίου, διὰ νὰ παραστήσῃ τὴν καθαίρεσιν ταύτην πλέον ἐπίσημον, ὡσὰν ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ὁμοῦ, καὶ δυτικὴν ἐκκλησίαν γενομένην. Ὅμως οὔτε ὁ Λέων, οὔτε ὁ Βενέδικτος ἠθέλησαν νὰ ἔχωσι μέρος εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν δηλαδὴ εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Γρηγορίου. Τὸ ὁποῖον μαρτυρεῖ ὁ μετ᾿ ἐκείνους ἀρχιερετεύσας ἐν Ῥώμῃ Νικόλαος πρῶτος γράφων πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαήλ, ἀγκαλᾶ καὶ τὰ ἐναντία γράφει Στυλιανὸς Νεοκαισαρείας, τὸν ὁποῖον ἀκολουθεῖ ὁ Βαρώνιος.
7. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ὁ Γρηγόριος παροργισθείς, ἔπρεπε χωρὶς ἄλλου νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τοῦ διώκοντος μὲ κάθε μέσον, συμβοηθοὺς εἶχε καὶ ἀρχιερεῖς, καὶ κληρικούς, καὶ ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῆς πολιτείας οὐκ ὀλίγους, ἐν οἷς καὶ τὸν Φώτιον, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ εἰς τὴν ρια´ ἐπιστολὴν ὁποῦ γράφει πρὸς ἐκεῖνον. Ἔλαχε δὲ καὶ μία ἀφορμή, ὁποῦ ὅσοι ἐμισοῦσαν, ἢ δικαίως, ἢ ἀδίκως τὸν Ἰγνάτιον, ἐδυνήθησαν πολλὰ νὰ συνεργήσωσιν εἰς τὸ νὰ τὸν βλάψωσιν εἰς ἄκρον, ἔστι δὲ αὕτη.
8. Ἔνδεκα χρόνοι ἦτον ἀπερασμένοι ἀφ᾿ οὗ ἐπατριάρχευσεν ὁ Ἰγνάτιος, ὅταν ὁ Βάρδας ὁ Πατρίκιος καὶ Δομέστικος τῶν σχολῶν ἀπολύσας (λέγουσι, χωρὶς αἰτίας) τὴν ἰδίαν του γυναῖκα, ἐσυνουσιάζετο παρανόμως μὲ τὴν νύμφην του. Τὸ σκάνδαλον ἦτον φανερόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἐδύνετο νὰ ὑποφέρῃ ὁ ζῆλος τοῦ Ἰγνατίου, ὅς τις πολλάκις καὶ ἐνουθέτησε, καὶ ἤλεγξε τὸν παραβάτην τῶν ἐκκλησιαστικῶν νόμων, πλὴν εἰς μάτην. Ὅθεν εἰς μίαν τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ τῶν Φώτων, ἐκεῖ ὁποῦ ὁ Βάρδας ὁμοῦ μὲ τὸν βασιλέα ἐτόλμησε νὰ συμμώτῃ εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὁ Πατριάρχης τὸν ἐδείωξεν ὡς παράνομον, καὶ ἀνάξιον τῆς θείας μεταλείψεως. Εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ Βάρδας ἐπάσχησε μὲ κάθε τρόπον νὰ ἐξιλεώση τὸν Πατριάρχην, μὰ ὁσὰν ἐτοῦτος δὲν ἐδύνατο νὰ συγχωρήσῃ, ἢ νὰ ὑποφέρῃ τοιαύτην παρανομίαν, ἔτζη ἄναψε πλέον τὸν θυμὸν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐμελέτησε νὰ τὸν διώξη, κατεβάζωντάς τον ἀπὸ τὸν θρόνον του. Ἡ ἐξουσία τοῦ Βάρδα τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον μεγάλη, αὐτὸς ἦτον θεῖος τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ ὡς ἀδελφὸς Θεοδώρας, ἡ ὁποία ἴσως δὲν εὐχαριστεῖτο εἰς τὰς πράξεις του, καὶ ἐκυβέρνα ὡς ἤθελε, καὶ τὸν βασιλέα, καὶ τὸ βασίλειον. Λοιπὸν διὰ νὰ μὴν ἔχῃ κανένα ἐμπόδιον εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ ἐμελέτα, παρακινεῖ τὸν βασιλέα νὰ διώξῃ ἀπὸ τὰ βασίλεια τὴν μητέρα Θεοδώραν, καὶ Θέκλαν τὴν ἀδελφήν, ὁποῦ εἶχον μέρος τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, καὶ νὰ προστάξῃ τὸν Πατριάρχην Ἰγνάτιον νὰ ταῖς κουρεύσῃ, ἔλεγε καὶ τὴν ἀφορμὴν πῶς δηλαδὴ ὤντας ὁ βασιλεὺς ἔξω τῆς παιδικῆς ἡλικίας, δὲν ἔπρεπε πλέον νὰ εἶναι ὑποκείμενος τῇ μητρὶ μάλιστα ὁποῦ αὐτὴ ἐμελέτα νὰ πάρῃ ἄλλον ἄνδρα, καὶ νὰ τὸν στέψῃ βασιλέα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει σύμβουλον, καὶ συνεργὸν τὸν Πατριάρχην Ἰγνάτιον. Πιστεύει ὁ νέος βασιλεὺς τὰ λόγια τοῦ θείου του, προστάζει εὐθὺς τὸν Πατριάρχην νὰ κουρεύση τὴν μητέρα, καὶ ἀδελφήν· ὁ Πατριάρχης δὲν στέργει λέγωντας, πῶς εἶναι πρᾶγμα ἔξω παντὸς νόμου νὰ κουρεύσῃ τὰς βασιλίσσας στανικῶς, καὶ δὲν δύναται νὰ τὰς βιάσῃ εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν, τὴν ὁποῖαν αὐταῖς θεληματικῶς δὲν ἐζήτησαν, πῶς ὑποσχέθη μεθ᾿ ὅρκου εἰς αὐτάς, (καθὼς εἶναι συνήθεια νὰ γίνεται ἡ μεθ᾿ ὅρκου ὑπόσχεσις εἰς ὅλους τοὺς βασιλεῖς, καὶ βασιλίσσας) νὰ μὴ κάμῃ ποτὲ ἐναντίον των καμμίαν ἐπιβουλήν. Ἀλλ᾿ ὁ Μιχαὴλ διὰ τοῦτο μάλιστα βεβαιώνεται εἰς τὰς ὑποψίας ὁποῦ τὸν ἔβαλεν ὁ Βάρδας κατὰ τῆς μητρός, καὶ κατὰ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ χωρὶς ἄλλης διορίας ἐξορίζει τὴν μητέραν Θεοδώραν, καὶ τὴν ἀδελφὴν ἀπὸ τὰ βασίλεια, καὶ προστάζει νὰ ταῖς κουρεύσουν εὐθὺς μοναχαῖς ἐν ταῖς τοῦ Καριανοῦ· μετ᾿ ὀλίγον ἐξορίζει, καὶ τὸν Πατριάρχην.
9. Ἐὰν εἶναι ἀληθινὰ ἐκεῖνα ὁποῦ διηγοῦνται οἱ ἱστορικοὶ φίλοι τοῦ Ἰγνατίου ὁ βασιλεὺς Μιχαήλ, ὁ Βάρδας καὶ σύμβουλοι αὐτῶν τὸ πραχθὲν προβλέποντες πῶς, ἀνίσως καὶ ὁ Ἰγνάτιος θεληματικῶς δὲν ἤθελε παραιτήσῃ τὸν θρόνον, πολλοὶ κληρικοὶ δὲν ἤθελον δεχθῇ μετὰ χαρᾶς τὸν νέον Πατριάρχην, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ψηφισθῇ μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἔπεμψαν ἅπαξ, καὶ δὶς τινὰς ἐπισκόπους, καὶ ἐπισήμους πατρικίους νὰ παρακινήσωσι τὸν Ἰγνάτιον, τώρα μὲ ὑποσχέσεις, τώρα μὲ ἀπειλὰς νὰ δώσῃ ἰδιόχειρον τὴν παραίτησίν του, τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος εἰς κανένα τρόπον δὲν ἔστερξεν. Ὅμως εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὁποῦ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Πάπαν Νικόλαον φαίνεται πὼς ὁ Ἰγνάτιος διὰ γῆρας, καὶ τοῦ σώματος ἀδυναμίαν παραιτησάμενος ὑπεχώρησε τῆς ἐκκλησίας.
10. Καὶ λοιπὸν γενομένης μακρᾶς σκέψεως, καὶ βουλῆς περὶ τοῦ μέλλοντος διαδέξασθαι τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον, ὡσὰν ὁποῦ ὁ Φώτιος τότε εἶχε μεγάλην φήμην, ὄχι μόνον εἰς τὴν σοφίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν εὐλάβειαν, ἔτζη ἐφάνη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀξιώτερος νὰ λάβη τὴν ὑπερτάτην ταύτην ἀξίαν, καὶ γενομένης συνόδου ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν, ἐν ᾗ ἦν ὅ, τε βασιλεύς, καὶ ὁ θεῖος του Βάρδας, ψηφίζεται τῆς βασιλίδος ἀρχιερεύς. Τὰ πλεῖστα καθ᾿ ἑαυτοὺς συσκεψάμενοι, καὶ πάσαν κεκινηκότες βουλὴν Φώτιον πρωτοσπαθάριόν τε ὄντα, καὶ προτασηκρήτην, εἰς ἀρχιερέα τῆς βασιλίδος προχειρίζονται, λέγει Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγών. Ὅμως δὲν στέργει τὴν ψῆφον ὁ Φώτιος, παραιτεῖ, καὶ παρακαλεῖ, κλαίει, εἰς κανένα τρόπον δὲν θέλει νὰ δεχθῆ τὴν προσφερομένην πατριαρχικὴν ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τοῦτο ἤθελεν ἐξ ἀποφάσεως ὁ βασιλεύς, ἀφ᾿ οὗ εἶδε, καὶ ὁ Φώτιος δὲν δέχεται τὸ πατριαρχεῖον θεληματικῶς, τὸν βιάζει καὶ ἄκοντα, βάζωντάς τον εἰς φυλακήν, ὥστε ὁποῦ τέλος πάντων εὐχαριστήθη. Καὶ ἐπειδὴ ἦτον λαϊκὸς χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Συρακουσῶν ἀρχιεπίσκοπον Γρηγόριον, τὴν μίαν ἡμέραν μοναχός, τὴν ἄλλην ἀναγνώστης, τὴν τρίτην ὑποδιάκονος, τὴν τετάρτην διάκονος, τὴν πέμπτην πρεσβύτερος, καὶ τὴν ἕκτην, ὁποῦ ἦτον κε´ τοῦ Δεκεμβρίου, ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ, πατριάρχης, ὄχι καθὼς γράφει ὁ Νεοκαισαρείας Στυλιανὸς πρὸς Στέφανον ἕκτον αὐθημερόν. Τοῦ Φωτίου τὴν ψῆφον ἐδέχθησαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἐπίσκοποι φίλοι τοῦ Ἰγνατίου, ἀγκαλᾶ καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν ἐφαίνοντο ἐνάντιοι, ὥστε ὁποῦ μὲ τὴν κοινὴν γνώμην, καὶ συμφωνίαν ὅλου τοῦ κλήρου ἔγινεν, ἐξαιρουμένων πέντε μόνον. Καὶ εἰς τοῦτο δύσκολον εἶναι νὰ πιστεύσῃ τινὰς ἐκεῖνα, ὁποῦ διηγοῦνται ὅ,τε Σμυρναῖος Μητροφάνης, ὁ Νεοκαισαρείας Στυλιανός, ὁ Νικήτας, καὶ ὁ Θεόγνωστος φανεροὶ ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου, οἵτινες ἀληθινᾶ ὁμιλοῦσι πολλᾶ ἐμπαθῶς σωρεύοντες ὀνείδη φοβερὰ ἐπάνω εἰς τὸν Φώτιον, κάνοντές τον πταίστην εἰς πράγματα, τῶν ὁποίων ἐκεῖνος δὲν εἶχε εἴδησιν οὔτε μέρος, ὡσὰν ὅταν λέγουσι πῶς τῆς ἐξορίας τοῦ Ἰγνατίου καὶ τῶν κακῶν, ὁποῦ ἔπαθεν, αἴτιος ἦτον ὁ Φώτιος διὰ τὴν ἄκραν ἐπιθυμίαν, ὁποῦ εἶχε νὰ γένῃ πατριάρχης. Ἀλλὰ πρῶτον μὲν τὸν Ἰγνάτιον τὸν ἐξώρισεν ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Βάρδας, καὶ ἐσημειώσαμεν παραπάνω τὴν ἀφορμήν, δεύτερον ὁ Φώτιος μάλιστα ἔκαμεν ὅ,τι ἐδυνήθη νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη στανικῶς, καὶ εἰς τοῦτο εἶναι μάρτυς ἀξιόπιστος αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁποῦ ὄχι μόνον τὸ γράφει πρὸς Νικόλαον πάπαν, ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν ὁποῖον παρόντα, καὶ ἔχοντα τελείαν εἴδησιν τῶν πραγμάτων ὁποῦ ἔτρεξαν, δὲν ἤθελε τολμήση νὰ γράφῃ ἕνα δι᾿ ἄλλο, ἀλλ᾿ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου δὲν εἶναι μάρτυρες ἀξιόπιστοι ὡς ἐχθροί, μάλιστα ὁποῦ εἰς κάποια πράγματα ἕνας ἐναντιεῖται τοῦ ἄλλου.
11. Ἀκόμη λοιπὸν δὲν ἦτον ἀπερασμένοι δύο μῆνες τῆς πατριαρχίας τοῦ Φωτίου, ὅταν οἱ φίλοι τοῦ διωχθέντος Ἰγνατίου, οἵτινες καταλλαγέντες ὕστερα μὲ τοῦ Φωτίου, τὸν ἐδέχθησαν ὡς γνήσιον πατριάρχην, πάλιν στρέφονται εἰς τὰ ὀπίσω, ἀθετοῦσιν ὅσα ἔστερξαν χωρίζονται ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τοῦ Φωτίου, συνάγονται εἰς τὸν ναὸν τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ἐκεῖ τὸν καθαίρουσι, καὶ ἀναθεματίζουσιν, καὶ κοινῇ, καὶ μεγάλῃ φωνῇ ζητοῦσι νὰ ἐπιστραφῇ πάλιν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ὁ Ἰγνάτιος· τὸν ὁποῖον μόνον ἐγνώρισαν ὡς γνήσιον ἀρχιερέα, καὶ ποιμένα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησίας. Τοῦτο τὸ πρᾶγμα, ὁποῦ ἔκαμε ἀληθινᾶ μεγάλην ταραχήν, καὶ ἔσειρε πολλοὺς ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Φωτίου εἰς τὸ μέρος τοῦ Ἰγνατίου, ἐγίνετο εἰς φανερὰν καταισχύνην τοῦ βασιλέως Μιχαήλ, καὶ τοῦ Καίσαρος Βάρδα, ὁποῦ ἦτον οἱ θερμοὶ τοῦ Φωτίου ἀντιλήπτορες. Ὅθεν τοῦ ἑνός, καὶ τοῦ ἄλλου ὁ θυμὸς ἄναψεν εὐθὺς εἰς ἄκρον, καὶ ἐπειδὴ ἦτον εἰς ὑποψίαν ὁ Ἰγνάτιος, πῶς αὐτὸς νὰ κινῇ τοιαύτας ταραχάς, ἐπιθυμῶν νὰ ἀναβῆ πάλιν εἰς τὸν θρόνον, ἔπαθεν ἀληθινᾶ πολλά, δὲν λέγω θλίψεις μόνον, καὶ ταλαιπωρίας, ἀλλὰ καὶ ὕβρεις, καὶ ὀνειδισμοὺς (καθὼς γράφει Νικήτας) καὶ κολαφισμοὺς εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ δεσμά, καὶ φυλακάς, καὶ τέλος πάντων, ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν νῆσον Τερέβινθον εἰς Μιτυλήνην. Ὁμοίως καὶ τῶν ὁμοφρονούντων αὐτῷ ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν, οἱ μὲν ἐξορίζονται, οἱ δὲ φυλακώνονται, μάλιστα ἑνὸς κάποιου Βλασίου χαρτοφύλακος διὰ τὴν ἐλευθεροστομίαν κόπτεται ἡ γλῶσσα διὰ προστάγματος βασιλικοῦ, γίνεται καὶ σύνοδος ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν εἰς τὸν ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁποῦ εὑρέθη παρὼν ὅ,τε βασιλεὺς καὶ ὁ Βάρδας, καὶ ἀποκηρύττεται ὁ Ἰγνάτιος ἀνάξιος τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀφορίζεται, καὶ ἀναθεματίζεται.
12. Δὲν ἦτον ἀληθινὰ ὁ Ἰγνάτιος ἄξιος τοσούτων παθημάτων, ἴσως ἀδίκως ἐξορίσθη, ἀδίκως παιδεύεται, ἄξιος μάλιστα ἦτον καὶ εὐλαβείας ὡς ἀρχιερεύς, καὶ συμπαθείας ὡς γέρων, ἀλλά, καθὼς εἴδαμεν εἰς ἄλλα παραδείγματα, δὲν ἔχει οὔτε νόμον οὔτε μέτρον τῶν κρατούντων ὁ θυμός. Οἱ φίλοι τοῦ καλοῦ τούτου γέροντος, ἔπρεπεν, ἄλλην οἰκονομίαν νὰ εἶχον κάμωσιν εἰς ἐκείνην τὴν κατάστασιν τῶν πραγμάτων· ἀλλ᾿ αὐτοὶ εἶχον μῖσος πολὺ κατὰ τοῦ Φωτίου, τὸν ὁποῖον αὐτοὶ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου δὲν ἐδύναντο νὰ βλέπωσιν ἀναβιβασμένον εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν λαϊκῶν. Ἐνδέχεται νὰ ἐνεργοῦσαν διὰ ζῆλον, ὅμως ὁ ζῆλός των ἦτον ἀδιάκριτος. Πλὴν πῶς τὸ πάθος των νὰ ἦτον ἄμετρον κατὰ τοῦ Φωτίου, φαίνεται καὶ ἀπὸ τοῦτο, ὅτι τῶν κακῶν δηλαδή, ὁποῦ ἔπαθε τότε ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, αἴτιον κάνωσι τὸν Φώτιον, διὰ νὰ τὸν παραστήσωσιν εἰς ὅλους μισητόν. Ἀλλ᾿ ὄχι μόνον ὁ Φώτιος δὲν ἐσυνήργει, μάλιστα δὲ (καθὼς ὁ ἴδιος γράφει πρὸς Βάρδαν τὸν Καίσαρα) συνέπασχεν, ἐπόνει, ἐθλίβετο εἰς τοιαύτα κακά, ἐμεσίτευσε διὰ τὸν ἄνω εἰρημένον γλωσσότμητον Βλάσιον· ἐμέμφετο τὸν Βάρδαν ὡς αἴτιον τῶν γενομένων, ἐπαραπονεῖτο πῶς ἄκοντα τὸν ἐψήφισαν πατριάρχην, ἔλεγε πῶς διατοῦτο δὲν ἤθελεν ἐξ ἀρχῆς νὰ λάβῃ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, διατὶ ἐπρόβλεπε τὰς μελλούσας συμφοράς, καὶ πῶς ἕτοιμος διὰ τοῦτο εἶναι νὰ τὴν παραιτήση. Καὶ ταῦτα μὲν ἔγραφε πρὸς ἄνθρωπον ὄχι ξένον, ἢ μακρὰν ἀπόντα, ἢ ὁποῦ δὲν εἶχε τῶν πραγμάτων ὁποῦ ἀπάρασαν καμμίαν εἴδησιν, ἀλλά, καθὼς εἶπον παραπάνω, πρὸς αὐτὸν τὸν Βάρδαν, ὁποῦ καὶ πάντα ἤξευρε, καὶ τὰ πάντα ἔκανεν· ὥστε ὁποῦ ὁ Φώτιος ταῦτα δὲν ἔλεγεν ὑποκρινόμενος, ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν εἰλικρινῶς ὁμολογῶν.
13. Μ᾿ ὅλα ταῦτα δὲν ἔπαυε μάλιστα ηὔξανεν εἰς περισσότερον τῶν δύω μερῶν ἡ μάχη, καὶ τῆς ἐκκλησίας, τὴν ὁποῖαν ἔκαμεν ἀκόμη μεγαλητέραν ἡ ἀναφυεῖσα αἵρεσις τῶν εἰκονομάχων· ἔγνω διατοῦτο ὁ βασιλεὺς ἔτζη συμβουλευθεὶς ἀπὸ τὸν θεῖόν του Βάρδαν νὰ γράψῃ πρὸς Νικόλαον Πάπαν Ῥώμης, νὰ πέμψῃ λεγάτους εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ γενομένης συνόδου νὰ εὑρεθῇ τρόπος νὰ παύσωσι τὰ σκάνδαλα τῆς ἐκκλησίας. Πέμπει λοιπὸν πρέσβεις Μεθόδιον, Σαμουήλ, Ζαχαρίαν, καὶ Θεόφιλον ἐπισκόπους, καὶ ἕνα πρωτοσπαθάριον μὲ δώρα πολύτιμα, σκεύη δηλαδὴ ἱερά, καὶ ἄμφια ὄντως βασιλεικά, τὰ ὁποῖα περιγράφει Ἀναστάσιος ὁ Βιβλιοθηκάριος εἰς τὸν βίον τοῦ Νικολάου, καὶ διὰ νὰ εἰρηνεύσῃ τὰ μέρη Φωτίου, καὶ Ἰγνατίου, δὲν ἔφθανον αἱ ψῆφοι τῶν Ἀνατολικῶν Ἀρχιερέων, οἵτινες ἐδιαφωνοῦσαν ἀνάμεσόν τους εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν, ἂν καὶ ὁ Πάπας Νικόλαος ἤθελε στέρξῃ καὶ αὐτὸς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τοῦ Φωτίου τὴν ἐκλογὴν εἰς τὴν σύνοδον, ὁποῦ ἔμελλε νὰ γίνῃ, εὔκολα ἤθελε σύρη καὶ τοὺς λοιπούς, τὸ αὐτὸ δηλαδὴ τέλος πάντων νὰ στέρξωσι, καὶ τέτοιας λογῆς νὰ εἰρηνεύσωσι τὰ πράγματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης, οὔτε πρεσβείαν ἔπεμψε πρὸς Νικόλαον ὁ Πατριάρχης Φώτιος· οἱ δὲ τοῦ Φωτίου ἐχθροὶ Νικήτας δηλαδή, Μητροφάνης, καὶ Στυλιανὸς ὡς καὶ εἰς τοῦτο προφανῶς τὸν συκοφαντοῦσι, γράφοντες πῶς ἐκεῖνος ἐζήτησε παρὰ τοῦ Νικολάου λεγάτους πρὸς κύρωσιν. Πλὴν τὸ ἐνάντιον φαίνεται εἰς τὴν ἐπιστολὴν Φωτίου πρὸς τὸν πάπαν Νικόλαον· ἔστι δὲ ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἐν τῇ προθήκῃ τῆς βιβλιοθήκης τῶν πατέρων διὰ Φραγγίσκου Κομβεφισίου τυπωθείσῃ ἐν Παρισίοις ἔτει Χριστοῦ ͵αχοβ´, ἥστινος ἡ ἀρχή· «τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Νικολάῳ Πάπᾳ πρεσβυτέρας Ῥώμης» καὶ εἰς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ πάπα Νικολάου πρὸς Φώτιον εἰς ἀπόκρισιν, εἰς ταῖς ὁποίαις οὐδείς λόγος περὶ λεγάτων ὁποῦ κατὰ τοὺς ἄνωθεν ἱστορικοὺς ἐζήτει ὁ Φώτιος ἀπὸ τὸν Νικόλαον. Διὰ νὰ φυλάττεται ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, καὶ ἀμειβαίας κοινωνίας, ὁποῦ ἐκρατοῦσαν ἄνωθεν καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡνωμένας τὰς ἐκκλησίας, ἐστέλλοντο καὶ ἀμειβαῖαι ἐπιστολαὶ ἑκατέρων τῶν μερῶν, μάλιστα ὅταν ἦτον καὶ μεγάλαι ἐκκλησιαστικαὶ ὑποθέσεις, αὕται ἐλέγοντο καὶ ἐγκύκλιοι ἐπιστολαί, ἐν αἷς μάλιστα, καὶ οἱ νεοχειροτονηθέντες ἐπίσκοποι ἔδιδον εἴδησιν τοῖς ἄλλοις ἀδελφοῖς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔπεμπον, καὶ μίαν ἔκθεσιν πίστεως, ὅπως φαίνονται ὁμοφρονοῦντες. Ταύτην τὴν παλαιὰν συνήθειαν φυλάττων καὶ ὁ Φώτιος εἶχε γράψει πρὸς Νικόλαον, δίδωντας εἴδησιν, πῶς ἔλαβε τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἄκων καὶ μὴ θέλων τὸν ἔπεμψε καὶ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ὅτι πασῶν ἀρίστη ἔλεγεν ἔστι τῆς πίστεως ἡ κοινωνία, καὶ πασῶν μεγίστη αἰτία τῆς ἀγάπης τῆς ἀληθῆς, καὶ ἄλλα ὅμοια.
14. Ὁποία ἦτον ἡ βουλὴ τοῦ βασιλέως νὰ πέμψῃ τέτοιας λογῆς πρεσβείαν πρὸς τὸν πάπαν Νικόλαον, δὲν ἦτον καλὴ βουλή. Διατὶ ἐστάθη ὕλη, ὁποῦ ἄναψεν ἐκεῖνο τὸ ὀλέθριον πῦρ, ὁποῦ ἐπροξένησε πολλὴν φθορὰν εἰς τὴν ἐκκλησίαν μὲ τὸ σχῖσμα, ὁποῦ ἠκολούθησεν.

Ὁ Πάπας Νικόλαος εἶχε πνεῦμα ἡγεμονικὸν καὶ μίαν ἄπλετον ἐπιθυμίαν (ὑπὲρ πάντας τοὺς πρὸ αὐτοῦ) νὰ ἁπλώσῃ τὴν ἐξουσίαν του ἀπὸ τὴν δύσιν (τὴν ὁποίαν εἶχε σχεδὸν δουλωμένην) ἕως τὴν ἀνατολήν, διὰ νὰ κάμῃ ἐκείνην τὴν παγκόσμιον ἐκκλησιαστικὴν μοναρχίαν πρὸς τὴν ὁποίαν ἀφεώρα ἡ δυτικὴ ὀφρύς, καθὼς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος. Τούτου τὴν γνώμην ἐσκιαγράφησεν τοῖς μεταγενεστέροις πρὸς τοῖς ἄλλοις Οὐλδερῖκος ἐπίσκοπος, ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς πρὸς αὐτὸν περὶ κληρικῶν ἐγκρατείας, καὶ τὰ Φράγγικα χρονικὰ ἔτει Χριστοῦ 865, καὶ 868. Ὁποῦ φαίνεται, μὲ ποίαν τυραννικὴν ἐξουσίαν ἤθελε νὰ κυριεύση. Καὶ λοιπὸν μετὰ πολλῆς χαρᾶς ἐδέχθη τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ τὴν πρεσβείαν, τὰ δώρα, καὶ τὰς ἐπιστολάς, καὶ εὐθὺς ἐδιόρισε νὰ πληρώσῃ τὸ ζήτημα, ἐλπίζωντας, πῶς τοῦτος νὰ ἦτον ἐπιτήδειος τρόπος, νὰ κατορθώσῃ τὸ μελετώμενον, δηλαδὴ νὰ κάμη ὑποκειμένην τῇ δυτικῇ τὴν ἀνατολικὴν ἐκκλησίαν. Ἔπεμψε λοιπὸν πρέσβεις Ῥοδοάλδον, καὶ Ζαχαρίαν, ἐπισκόπους, παραγγείλας αὐτοῖς, ὅτι εἰς μὲν τὴν ὑπόθεσιν τῶν ἁγίων εἰκόνων νὰ διορίσωσι καὶ νὰ ἀποφασίσωσιν, ὅτι ἤθελε τοὺς φανῆ εὐσεβὲς καὶ δίκαιον, τὰ δὲ κατὰ Φώτιον, καὶ Ἰγνάτιον νὰ μὴ διορίσωσιν, ἀλλὰ νὰ ἐξετάσωσιν ἀκριβῶς, καὶ ἐπιστρέφοντες εἰς Ῥώμην νὰ τοῦ ἀναφέρωσι τὰ πάντα, ὅπως αὐτὸς ὡς ἐξ ὑπερτάτου κριτηρίου νὰ κάμη τὴν κρίσιν, καὶ τὴν ἀπόφασιν. Ἔφθασαν οἱ λεγάτοι τοῦ πάπα εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἄρχησεν ἡ σύνοδος ἐν τῷ ναῷ τῶν ἁγίων ἀποστόλων· συνήχθησαν ὅλοι τ ι η, ὅσοι ἦτον καὶ εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ ἁγιωτάτην σύνοδον, ἐκράχθη καὶ ὁ Ἰγνάτιος ἀπὸ τὴν ἐξορίαν, καὶ ἐπειδὴ ἐμαρτυρήθη, ὅτι διαφωνούντων τῶν ἐπισκόπων ἐψηφίσθη, ἀποκηρύττεται ὡς ἄκυρος καὶ παράνομος ἡ χειροτονία αὐτοῦ. Ὅθεν κατακρίνεται, ἀναδείκνυται δὲ νόμιμος, καὶ γνήσιος πατριάρχης ὁ Φώτιος. Τὸ ὁποῖον στέργουσι καὶ οἱ λεγάτοι τοῦ Νικολάου παραβαίνοντες χωρὶς ἄλλον τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ. Διατὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ πατριάρχης, ὁποῦ ἐπεθύμησαν τοὺς λεγάτους τούτους ὄχι ὡς ἐξεταστὰς καὶ κριτὰς τῆς προκειμένης ὑποθέσεως, ἀλλ᾿ ὡς συμβοηθοὺς καὶ συνεργοὺς τῆς κοινῆς εἰρήνης, δὲν ἤθελαν στέρξη, νὰ γένῃ ποτὲ τὸ θέλημα τοῦ πάπα Νικολάου, δηλαδὴ εἰς τὴν Ῥώμην, ἤτοι εἰς ξένον κριτήριον μία ὑπόθεσις τ ῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησίως. Λυθείσης τῆς συνόδου ταύτης (ἥτις πρώτη, καὶ δευτέρα ὀνομάζεται, διὰ τὴν πρώτην, καὶ δευτέραν συνέλευσιν τῶν πατέρων ἐκείνων) πέμπει καὶ ὁ βασιλεὺς μὲ τὸν καγγελάριον Λέοντα τὰς πράξεις πρὸς Νικόλαον, γράφοντας ὁμοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ παρακαλῶν νὰ στέρξῃ τὰ πάντα. Γράφει καὶ ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀποκρινόμενος πρὸς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Νικολάου, ὁποῦ εἶχε λάβει πρὸ τῆς συνόδου, ἐξηγῶν ἐπιεικῶς ὡς σημεῖα ἀγάπης καὶ ζήλου ἐκεῖνα, ὁποῦ ὁ Νικόλαος εἶχε γράψει λίαν τραχέως καὶ πικρῶς, ὁμολογεῖ, πῶς στανικῶς ἐβιάσθη, νὰ λάβη τὸ πατριαρχικὸν ἀξίωμα, καὶ συγκρίνωντας τὴν παροῦσαν κατάστασιν τῆς πατριαρχίας του μὲ τὴν προτέραν του ἡσυχίαν, γνωρίζεται κατὰ τὸ παρὸν πολλᾶ δυστυχής, ὅθεν λέγει, πῶς εἶναι πλέον ἄξιος λύπης, παρὰ ἐλέγχου. Προσθέτει πῶς ἂν ἔλαβε τὸ πατριαρχικὸν ἀξίωμα λαϊκός, τοῦτο ὅμως δὲν ἔκαμε παραβαίνωντας τοὺς κανόνας. Οἱ κανόνες, ὁποῦ ἀπαγορεύουσι τὸ τοιοῦτον, εἶναι κανόνες τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, καὶ ὄχι τῆς ἀνατολικῆς δὲν παραβαίνει τοὺς κανόνας ἐκεῖνος, ὁποῦ τοιούτους κανόνας δὲν δέχεται. Τοὺς οἰκουμενικοὺς κανόνας, τοὺς ὁποίους ὅλοι δέχονται, ὅλοι ὁμοίως πρέπει νὰ διαφυλάττωσιν, ἀπὸ δὲ τοὺς μερικοὺς τινὲς τῶν Λατίνων ἐναντιοῦνται τοῖς ἀνατολικοῖς, ὡσὰν παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς συγχορεῖται τοῖς ἱερεῦσιν ὁ γάμος, παὰ δὲ τοῖς Λατίνοις ἀπαγορεύεται, καὶ εἰς τὴν ἀνατολικὴν ἐκκλησίαν Νεκτάριος, Ταράσιος, καὶ Νικηφόρος, λαϊκοὶ ὄντες ἀνεβιβάσθησαν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον, εἰς τὴν Λατινικὴν δὲ ὁ Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, ὁμοῦ ἔλαβε, τὸ βάπτισμα, καὶ τὴν ἀρχιερωσύνην. Πρὸς τούτοις γράφει πῶς διὰ νὰ στερεώση μᾶλλον τὴν συμφωνίαν, καὶ ὁμόνοιαν τῶν δύο ἐκκλησιῶν ἀνατολικῆς, καὶ δυτικῆς, καὶ διὰ νὰ συκώση κάθε πέτραν σκανδάλου ἔκαμεν εἰς τὴν σύνοδον συμμᾶ εἰς τοὺς ἄλλους κανόνας καὶ τοῦτον, ὅτι ἀπὸ τοῦ νῦν λαϊκὸς νὰ μὴ προβιβάζεται εἰς ἐπίσκοπον. Κατόπι παρακινεῖ τὸν Νικόλαον, νὰ μὴ παραβαίνῃ τοὺς ὅρους τῶν πατέρων, δεχόμενος τοὺς φεύγοντας, ἐκ Κωνσταντινουπόλεως εἰς Ῥώμην χωρὶς συστατικὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ τοὺς δίδῃ πίστιν ἔτζη παρευθὺς ἐπειδή, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι σκανδαλοποιοί, ἔνοχοί τινος πταίσματος, καὶ διὰ νὰ φύγωσι τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, προστρέχουσιν εἰς τὴν Ῥώμην, ὁποῦ σπέρνουσι συκοφαντίας, κατὰ τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, καὶ συγχύζουσι τῶν προεστότων τὴν εἰρήνην, καὶ τὴν ὁμόνοιαν. Τέλος πάντων ὁμολογεῖ, πῶς, καθὼς ἄκων ἐδέχθη τὸ πατριαρχεῖον, ἔτζη ἄκων κάθεται εἰς τὸν θρόνον, ἐπιθυμῶν ἐξ ἀρχῆς νὰ κάμη παραίτησιν.
15. Καθ᾿ ἕνας δύναται νὰ στοχασθῇ πῶς ἐφάνηκαν τῷ Νικολάῳ τὰ ὁρισθέντα εἰς ταύτην τὴν σύνοδον. Βλέπωντας πῶς τὸ τέλος τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει πραγμάτων κατὰ τὴν ἰδίαν του ἐλπίδα, καὶ ἐπιθυμίαν δὲν ἐξέβη, πνέων θυμοῦ, καὶ ἀπειλῆς, καὶ ἡγεμονικῆς ἐξουσίας, φανερὸς τοῦ Φωτίου ἐχθρός, τοῦ Ἰγνατίου ἀντιλήπτωρ, καὶ τῆς ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δυναστείας ὑπέρμαχος γράφει πρῶτον μὲν πρὸς Μιχαὴλ τὸν βασιλέα στέργων τὰ κατὰ τῶν εἰκονομάχων πραχθέντα, ἀναιρῶν δὲ τὰ κατὰ τὸν Ἰγνάτιον, καὶ Φώτιον· ἀπορρίπτων καὶ ἐκείνου τὴν ἐκλογήν, καὶ τούτου τὴν καθαίρεσιν. Τὸν παραινεῖ προσέτι νὰ θελήσῃ, ὅτε τὰ σκάνδαλα, καὶ διχόνοιαν τῶν μαχομένων ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν νὰ εἰρηνεύσωσι μίαν φοράν, μὲ τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐξουσίας τὴν βουλὴν καὶ τὴν κρίσιν, καὶ ταῦτα μὲν πρὸς τὸν βασιλέα μετριώτερόν πως. Πρὸς δὲ τὸν πατριάρχην Φώτιον αὐστηρότερον γράφει· πῶς ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης διὰ τὸ προνόμιον, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Χριστόν, εἶναι κεφαλὴ πασῶν τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, καὶ διὰ τοῦτο ὅ,τι ἤθελεν ἀποφασίσῃ ἐκείνη, πρέπει, καθ᾿ ἕνας νὰ τὸ κρατῇ ἀπαρασάλευτον, εἰ καὶ τῇ συνηθείᾳ ἐνάντιον. Πῶς γενόμενος ἐκ λαϊκοῦ ἀρχιερεὺς εἶναι πταίστης ἀπροφάσιστος, ἐπειδὴ τοῦτο ἀπαγορεύουσιν οἱ κανόνες τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τὰ ἐντάλματα πρέπει νὰ ἠξεύρη, καὶ νὰ κρατῆ. Πῶς ἀληθινᾶ ὁ Νεκτάριος ἐκ λαϊκοῦ ἀνεβιβάσθη εἰς τὴν ἀρχιερωσύνην, διατὶ ἄλλος ἀναμέσον τοῦ κλήρου ἀξιώτερος δὲν εὑρίσκετο, ὁμοίως ὁ Ταράσιος, διατὶ ἦτον ὑπέρμαχος τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων, καὶ ὁ Ἀμβρόσιος διὰ τὰ θαύματα, ἀμὴ αὐτός, ὄχι μόνον λαϊκός, ἀλλὰ ζῶντος, καὶ ἄκοντος τοῦ Ἰγνατίου, ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τὸν πατριαρχικόν, ὅθεν αὐτὸν μὲν δὲν γνωρίζει ὁλότελα διὰ πατριάρχην, ἕως ὁποῦ νὰ γνωρισθῇ δικαίως κατακριθείς, καὶ καθαιρεθεὶς ὁ Ἰγνάτιος, τὸν ὁποῖον ὡς τόσον κρατεῖ εἰς τὴν προτέραν πατριαρχικὴν τιμήν. Τοιαύτη ἦτον ἡ περίληψις τῆς ἐπιστολῆς Νικολάου πρὸς Φώτιον ἀποκρινομένου, ὅμως εἰς δύο κεφάλαια δὲν ἀποκρίνεται πρῶτον διὰ τὸν Νικηφόρον, ὁποῦ ἐκ λαϊκοῦ πατριάρχην ἔκλεξε, καὶ ἔστερξεν ἡ Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησία, οὐδεμιᾶς ἐπικειμένης ἀνάγκης· δεύτερον διὰ ἐκείνους τοὺς σκανδαλοποιοὺς πταίστας, ὁποῦ ἔφευγον ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς Ῥώμην, τοὺς ὁποίους ἐδέχετο ὁ Νικόλαος. Γράφει ὁμοίως ἄλλην ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς πατριάρχας, καὶ ἀρχιερεῖς τῆς ἀνατολῆς, δηλοποιῶν, πῶς ἡ Ῥωμαϊκὴ ἐκκλησία δὲν στέργει τὴν καθαίρεσιν τοῦ Ἰγνατίου, καὶ Φωτίου τὴν ἐκλογήν, καὶ ὅπως κάμωσι, καὶ ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ καὶ τοῖς λοιποῖς ἄλλοις τὸ αὐτὸ δηλοποιήσωσι, τοὺς προστάζει μὲ τρόπον αὐθεντικὸν ἀποστολικῇ (καθὼς λέγει αὐτός) χρώμενος ἐξουσίᾳ.
16. Ταῦτα ἔγραψεν ὁ Νικόλαος πρὸς τὴν ἀνατολήν, τί δὲ ἔκαμεν εἰς τὴν δύσιν; ἔκραξεν ὅλους τοὺς ἐπισκόπους τῆς δύσεως εἰς τὴν Ῥώμην, ἔκαμε σύνοδον, ἐκεῖ ἐπρόσταξε νὰ ἀναγνωσθοῦν τὰ πραχθέντα κατὰ Ἰγνατίου εἰς τὴν σύνοδον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκήρυξε τὰ ἐγκλήματα τοῦ Φωτίου, πῶς δηλαδὴ αὐτὸς λαϊκὸς ἀνέβη εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ὡς μοιχός, καὶ ὡς ἀλλαχόθεν ἀναβαίνων λῃστής, καὶ κλέπτης· πῶς ἐστάθη ἐπίορκος, ἔστωντας νὰ ἔταξε μὲ ἰδιόχειρον, νὰ μὴ κακοποιήσῃ τὸν ἐξορισθέντα Ἰγνάτιον, οὔτε τοὺς φίλους αὐτοῦ, ἐκεῖνος δὲ καὶ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τῶν φίλων αὐτοῦ πολλὰ κακὰ ἐποίησεν, ὥστε ὁποῦ τέλος πάντων τὸν ἀναθεμάτισαν ἐπὶ συνόδου, πῶς ἔκαμε σύνοδον παράνομον, πῶς εἰς καταισχύνην τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐπλάνεσε τοὺς Λεγάτους, καὶ τοὺς ἔσυρεν εἰς τὴν γνώμην του, ἐναντίον τῶν ἰδίων αὐτοῦ προσταγμάτων, πῶς ἐκάθηρε τοὺς Ἐπισκόπους, ὁποῦ ἦτον ἐνάντιοι, καὶ ἔλαβεν εἰς τοὺς ἐκείνων θρόνους ἄλλους ὁμοφρονοῦντας αὐτῷ· ὅθεν διὰ ταῦτα πάντα ἐκάθηρε τοῦ Πατριαρχείου, καὶ τῆς ἱερωσύνης τὸν Φώτιον, καὶ ὁμοῦ ὅλους τοὺς παρ᾿ αὐτοῦ χειροτονηθέντας, τοὺς ὁποίους ἀπεκήρυξεν ὡς λαϊκούς. Ἀποφάσισεν ὅτι ὁ μὲν Ἰγνάτιος νὰ γνωρίζεται ὡς γνήσιος, καὶ ἀληθινὸς Πατριάρχης, οἱ δὲ διὰ τὴν αὐτοῦ αἰτίαν ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, πάλιν νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς τῶν ἰδίων θρόνων, ἐφοβέρισε δὲ ἀνάθεμα, κατάραν, καὶ ἀφωρισμὸν ἄλυτον, κόλασιν αἰώνιον τόσον λαϊκῶν, ὅσον καὶ κληρικῶν, ὁποῦ ἠθέλασι παραίβῃ τοιοῦτον ὅρον, ὁποῦ αὐτὸς ἔκαμεν εἰς ταύτην τὴν σύνοδον. Ταῦτα ἐδηλοποίησεν αὐτὸς τοῖς Ἀνατολικοῖς, καὶ τὰ ἴδια μετέγραψε πρὸς αὐτὸν τὸν Φώτιον, πρὸς Βάρδαν τὸν Καίσαρα, καὶ πρὸς Ἰγνάτιον. Ἐξ ὧν φαίνεται πῶς ὁ Νικόλαος νὰ ἐπίστευσε πολλὰ ἐκείνων τῶν ἐχθρῶν τοῦ Φωτίου, ὁποῦ ἦτον φευγάτοι εἰς τὴν Ῥώμην, ἐπειδὴ καὶ σωρεύει ἐπάνω εἰς τὸν Φώτιον ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ ἔκαμε κατὰ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τῶν ἀκολούθων αὐτοῦ ὁ βασιλεύς, καὶ ὁ Βάρδας, τὸ ὁποῖον προγνωρίζωντας ὁ Φώτιος, τὸν εἶχε γράψει νὰ μὴ δέχεται τοιούτους ἀνθρώπους, καὶ νὰ μὴ τοὺς πιστεύῃ παντελῶς. Καὶ πρέπει νὰ ἦτον ἀληθινᾶ τοιοῦτοι ἄνθρωποι εἰς τὴν Ῥώμην, ὁποῦ διὰ βαρέα ἐγκλήματα (τὰ ὁποῖα σημειώνει ὁ Φώτιος γράφων πρὸς Νικόλαον) ἔφυγον ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, διὰ νὰ φύγωσι τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, καὶ καθὼς συνειθίζουσιν ὅμοιοι πταίσαι, νὰ κακολογοῦσιν ὅμο ἐναντίον ἐκείνων τῶν κριτῶν, τῶν ὁποίων φοβοῦνται τὴν δικαίαν ἀπόφασιν, καὶ αὐτοὶ ὁμοίως πρέπει πολλὰς συκοφαντίας νὰ ἔπλεκον κατὰ τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, πρὸς τὰς ὁποίας ἔδιδε πίστιν ὁ Νικόλαος. Ὁποῦ χωρὶς ἄλλον εἰς τοῦτο ἐπαρέβαινε τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα τῆς Δυτικῆς, ὁποῦ ἀπαγορεύει, τινὰς νὰ μὴ δέχεται τοὺς τοιούτους χωρὶς συστατικῶν γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ τοῖς τοιούτοις νὰ μὴ δίδεται πίστις εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ κατηγοροῦσι λέγει ὁ κανών, ὁ διαβεβλημένος πατέρων καὶ ἐπισκόπων κατηγορῶν μὴ προσδεχέσθω. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ ἐνεργεῖ τὸ πάθος οἱ κανόνες εὔκολα παραβλέπονται.
17. Οὗτοι οἱ ἀφορισμοὶ καὶ τὰ ἀναθέματα, ὁποῦ ὁ Νικόλαος ἔρριπτεν ἀπὸ τὴν Δύσιν εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἐνομίζοντο ὡς βέλη ἀνίσχυρα νηπίων, ὡσὰν ἀπὸ ξένον κριτήριον βαλλόμενα. Ἀπεκρίθη πρὸς Νικόλαον ὁ ἴδιος Βασιλεὺς διὰ Μιχαὴλ πρωτοσπαθαρίου, ἀναιρῶν τὴν ἄκραν ἐκείνην ἐξουσίαν, ὁποῦ ἤθελε νὰ ἔχη ἐπάνω εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας ὁ Πάπας Νικόλαος, καὶ φανερώνωντας τὴν γνώμην του· πῶς δηλαδὴ διατοῦτο ἠθέλησε νὰ κράξῃ τοὺς Λεγάτους τῆς Ῥώμης (εἰ καὶ τοῦτο τινὰς τῶν πρὸ αὐτοῦ Βασιλέων δὲν ἔκαμε) εἰς σημεῖον τιμῆς, ὄχι διὰ νὰ ὑποτάξῃ τῇ Δυτικῇ τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι διὰ νὰ φερθῇ ἡ ὑπόθεσις τοῦ Φωτίου, καὶ Ἰγνατίου εἰς τὴν κρίσιν μόνον τοῦ Πάπα Ῥώμης, ἀλλ᾿ ὅπως παρόντων καὶ τῶν ἐκείνου Λεγάτων, στερχθῆ μᾶλλον τοῦ ἤδη καθαιρεθέντος Ἰγνατίου ἡ καθαίρεσις, καὶ τοῦ ἤδη ἐκλεχθέντος Φωτίου ἡ ἐκλογή, καὶ τέτοιας λογῆς ἀρθῇ τελείως τὸ μεσότειχον, ὁποῦ ἐχώριζε τὰ δύο μέρη, καὶ πῶς ἀγκαλὰ καὶ ταῦτα δὲν ἔστερξεν αὐτὸς ὁ Νικόλαος, ὅμως οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς τὸ ἔστερξαν.
18. Ἀλλ᾿ ὁ Νικόλαος στεκόμενος στερεώτερος εἰς τὴν γνώμην του, ὁρμεῖ περισσότερον εἰς τὸ ἐπιχείρημα, καὶ ἀρματωμένος μὲ ὅλην τὴν πανοπλίαν τῆς θείας γραφῆς, πάσχει νὰ πολεμήσῃ τῶν Ἀνατολικῶν τὴν ἀντίπαλον γνώμην. Γράφει λοιπὸν πρὸς τὸν Βασιλέα Μιχαὴλ διισχυριζόμενος, πῶς ἐπειδὴ καὶ ὄχι ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ, ὄχι δηλαδὴ ἐκ τῶν συνόδων, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος ἔλαβεν ὁ Πέτρος τὸ προνόμιον τῆς ἐξουσίας ἐπάνω εἰς ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν, ὅθεν καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ῥώμης οἱ ἐκείνου διάδοχοι εἶναι ὑπέρτατοι κριταὶ πάσης Ἐκκλησιαστικῆς ὑποθέσεως. Διὰ τοῦτο τὸν παρακινεῖ, νὰ πέμψῃ εἰς τὴν Ῥώμην αὐτὸν τὸν Ἰγνάτιον καὶ Φώτιον, διὰ νὰ τοὺς κρίνῃ αὐτός, ἀλλέως καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠθέλασι δυνηθῆ νὰ ὑπάγωσι, πρῶτον μὲν νὰ τὸν πληροφορήσωσι μὲ ἐμμάρτυρα γράμματα, διατὶ δὲν δύνανται νὰ ὑπάγωσι, καὶ τότε νὰ πέμψωσιν ἐπιτρόπους νὰ ἀναθεωρηθῇ ἐξ ἀρχῆς ἡ ὑπόθεσις. Ζητεῖ δὲ ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Φωτίου ἐκείνους, ὁποῦ ὁμοῦ μὲ τὸν Συρακουσῶν Γρηγόριον ὁμοφρονοῦσιν αὐτῷ, καὶ ἐκ μέρους τοῦ Ἰγνατίου κατ᾿ ὄνομα τὸν Κυζίκου Ἀντώνιον, τὸν Θεσσαλονίκης Βασίλειον, τὸν Λαρίσσης Κωνσταντῖνον, τῶν Σμυρνῶν Μητροφάνην, τὸν Ἠρακλείας Πόντου Παῦλον, πρὸς τούτοις τοὺς ἡγουμένους Χρυσουπόλεως Νικήταν, καὶ Στουδίου Νικόλαον, καὶ ἄλλους, ἐκ μέρους δὲ τοῦ Βασιλέως ἕνα τοῦ παλατίου, διὰ νὰ εἶναι παρὼν εἰς τὰ μέλλοντα γίνεσθαι. Ὅμως μὲ τοῦτα ὁ Νικόλαος ἔδιδεν ἀφορμὴν τοῖς Ἀνατολικοῖς νὰ ἀναιροῦσι μάλιστα ἐκείνην τὴν ἐξουσίαν, καὶ τὰ προνόμοια, τὰ ὁποῖα αὐτὸς ἐθρίλλει ἀπάντων θείων γραφῶν. Ἐκεῖνοι ἠρνοῦντο, πῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης νὰ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Χριστὸν πασῶν τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν τὴν ἐξουσιαστικὴν ἐπιστασίαν. Ἔλεγον, δὲ πῶς ἡ Ῥώμη διὰ τοῦτο μόνον ἐτιμᾶτο περισσότερον, διατὶ ἦτον θρόνος τῶν Βασιλέων. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ καὶ τὸ Βασίλειον ἀπὸ τὴν Ῥώμην μετεκομίσθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁμοῦ μὲ τὴν Βασιλικὴν ἐξουσίαν, ἐκεῖ ἀπέρασε καὶ ἡ Ἀρχιερατικὴ τιμή. Ὅθεν ὁ ταύτης Ἐπίσκοπος δὲν ἐνομίζετο εἰς οὐδὲν μικρότερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Ῥώμης, διὰ τοῦτο καὶ ἐκείνου ἄκοντος, ἐφημίζετο Πατριάρχης οἰκουμενικός.
19. Εἰς τοῦτο τοῦ καιροῦ τὸ διάστημα ἐκστρατεύει ὁ βασιλεὺς Μιχαὴλ κατὰ τῶν Σαρακηνῶν, ὁποῦ ἐτυραννοῦσαν τὴν Κρήτην, ὁμοῦ μὲ τὸν θεῖόν του Βάρδαν, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξουσία εἶχεν ἀνέβῃ εἰς ἄκρον, καὶ διὰ τοῦτο ἔδιδε τῷ βασιλεῖ μεγάλας ὑποψίας, ὅθεν διὰ βασιλεικοῦ προστάγματος γενομένης αἰφνιδίου ὁρμῆς, φονεύεται ὁ ἄθλιος ὀμπρὸς εἰς τοὺς πόδας τοῦ βασιλέως. Ἐπαναστρέφεται εὐθὺς ὁ βασιλεὺς εἰς Βυζάντιον, καὶ γνωρίζωντας τὸν ἑαυτόν του, πῶς δὲν εἶναι ἱκανός, μόνος νὰ κυβερνᾷ τὸ βασίλειον, καὶ φοβούμενος ἄλλας ἐπιβουλὰς κάμνει σύνθρονον, καὶ σύντροφον τῆς βασιλείας του τὸν Μακεδόνα Βασίλειον, ἄνδρα πολλὰ φημιζόμενον ἐπὶ φρονήσει, καὶ ἀνδρείᾳ, τὸν ὁποῖον προτήτερα εἶχεν υἱοθετήση, καὶ προστάξει νὰ στεφθῇ μὲ τὸ βασιλεικὸν διάδημα μὲ παρρησίαν μεγάλην εἰς τὸν ναὸν τῆς ἁγίας σοφίας τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς διὰ χειρὸς τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, ὅστις βέβαια ἀποθανόντος τοῦ Βάρδα ἐστερήθη ἑνὸς μεγάλου ἀντιλήπτορος.
20. Πάλιν ὁ Πάπας Νικόλαος βλέπωντας, πῶς μὲ τὰ γράμματα οὐδὲν κατορθώνει, εἰς τὸ τέλος τοῦ χρόνου ἐκείνου ἐδιώρισε νὰ πέμψῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ πρέσβεις Δονάτον δηλαδὴ Ἐπίσκοπον, Λέοντα πρεσβύτερον, καὶ Μαρῖνον διάκονον, μὲ τὸ μέσον τούτων ἐπαρακίνει τὸν βασιλέα, νὰ ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον τὸν Ἰγνάτιον καὶ νὰ διώξῃ τὸν Φώτιον, τοὺς ὁποίους πάλιν ἤθελεν ὅτι ὁ Μιχαὴλ νὰ στείλη εἰς Ῥώμην πρὸς αὐτόν, καὶ νὰ ρίψῃ εἰς τὴν φωτίαν ἐκείνην τὴν ἐπιστολήν, ὁποῦ εἶχε τοῦ στείλῃ, εἰς τὴν ὁποίαν ἀπεκρίνατο ἀναιρῶν τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐκκλησίας τὴν ἐξουσίαν, καὶ τὰ προνόμια, ἀλλέως ἐφοβέριζε, πῶς αὐτὸς ἤθελε κάμῃ σύνοδον εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ κρεμῶντας εἰς ἕνα ξύλον ἐκεῖνα τὰ γράμματα ἤθελε νὰ δώσῃ εἰς πῦρ μὲ μεγάλην καταισχύνην τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀνατολικοὶ πάλιν, ὄχι μὲ λόγια, καὶ μὲ γράμματα, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ ἔργα, ἠθέλησαν νὰ κάμωσι τὸν Πάπαν Νικόλαον, νὰ γνωρίσῃ, πῶς αὐτοί, οὐδ᾿ ὅλως στέργουσιν, ὅσα ἐκεῖνος καὶ κάμνει, καὶ φρονεῖ μελετῶν νὰ ὑποτάξῃ τὴν Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησίαν. Διατὶ ὅ,τε βασιλεὺς Μιχαήλ, καὶ ὁ Καίσαρ Βασίλειος ἐπρόσταξαν, ὅτι οἱ Λεγάτοι τοῦ Νικολάου νὰ μὴ εἰσέβουσιν εἰς τὰ ὅρια τῆς Βασιλείας, ἂν πρῶτον δὲν δώσωσι Λίβελλον πίστεως ἀθετοῦντες καὶ ἀναθεματίζοντες, ὅσα Λατινικὰ δόγματα ἀπορρίπτει ἡ Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησία. Ἕως εἰς τὴν Βουλγαρίαν εἶχαν φθάσῃ οἱ Λεγάτοι τοῦ Πάπα, ὁποῦ ἀργοπόρεσαν τεσσαράκοντα ἡμέρας, καὶ γνόντες τὰ βασιλεικὰ προστάγματα, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Ῥώμην, ἀναγγέλλοντες τῷ Νικολάῳ, ὅσα ἤκουσαν.
21. Τὸ σκάνδαλον τοῦτο τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐγίνετο ἀκόμη μεγαλήτερον μὲ τὴν ἀφορμὴν τῶν νεοφωτίστων Βουλγάρων. Τὸ γένος τοῦτο ἤθελε γένῃ πολλὰ φοβερὸν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Ῥωμαίων, τὴν ὁποίαν μὲ τὰς συνεχεῖς ἐπιδρομάς, ὁποῦ ἔκαμνεν, ἐζημίωσε, καὶ ἔβλαψε πολλαῖς φοραῖς. Τὸν χρόνον ἐκεῖνον διὰ τὴν ὑστέρησιν τῶν καρπῶν, καὶ σπορίμων, ἦτον πολλὰ στενοχωρημένη ἀπὸ τὴν πεῖναν ὅλη ἡ περίχωρος τῆς Βουλγαρίας, καὶ λοιπὸν ὁ βασιλεὺς Μιχαήλ, καὶ ὁ Καίσαρ Βάρδας ὁ θεῖός του, λαβόντες ταύτην τὴν εὐκαιρίαν, ἐσύκωσαν στρατὸν πολὺν κατὰ τῶν Βουλγάρων, τοὺς ὁποίους τέτοιας λογῆς ἐστενοχώρησαν διὰ ξηρᾶς, καὶ διὰ θαλάσσης, ὁποῦ τοὺς ἤφεραν εἰς τὸν ἔσχατον κίνδυνον. Ὅθεν ἐβουλεύθησαν μὲ τὸν Βασιλέα αὐτῶν Βόγορον, νὰ παραδοθῶσι θεληματικῶς, καὶ γενόμενοι χριστιανοί, νὰ ὑποτάξωσι τὴν αὐθεντίαν τους τῷ Κωνσταντινουπόλεως βασιλεῖ, καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τους τῷ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχῃ. Καὶ λοιπὸν γενομένης συνθήκης ἦλθεν ὁ Βόγορος εἰς τὴν βασιλεύουσαν μ᾿ ὅλους τοὺς ἄρχοντας, καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιον βάπτισμα, τὸν ὁποῖον ἀνεδέχθη ἀπὸ τὴν θείαν κολυμβήθραν ὁ ἴδιος Βασιλεύς, καὶ τὸν ὠνόμασε μὲ τὸ ἴδιόν του ὄνομα Μιχαήλ. Ἐπιμελήθη ἀπὸ τότε ὁ Πατριάρχης, καὶ ἔπεμψε Διδασκάλους εἰς τὴν Βουλγαρίαν, διὰ νὰ κατηχήσωσι τὸν νεοσύλλεκτον ἐκεῖνον λαόν, ἑρμηνεύοντές τους τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τὰ δόγματα, καὶ πάλιν δι᾿ ἐπιστολῶν δὲν ἔλειπε νὰ στερεώνῃ τὸν ἴδιον Βασιλέα Μιχαὴλ εἰς τὴν Πίστιν, ὁποῦ ἐδέχθη. Ὅθεν εἰς τὴν πρὸς ἐκεῖνον ἐπιστολήν, τὸν ὀνομάζει, ὦ καλὸν ἄγαλμα τῶν ἐμῶν πόνων, καὶ ὦ τῶν ἐμῶν πνευματικῶν ὠδινῶν εὐγενές, καὶ γνήσιον γέννημα. Ὅμως δὲν εἶχεν ἀπεράσῃ ὁ δεύτερος χρόνος, καὶ ὁ Πάπας Νικόλαος ἔπεμψεν εἰς τὴν Βουλγαρίαν ἰδίους Ἐπισκόπους, νὰ διδάξῃ τὸν λαὸν ἐκεῖνον τὰ δόγματα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ὑποτάξῃ τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην εἰς τὴν ἐξουσίαν του. Καὶ ἀληθινὰ τόσον ἐπροχώρησε τῶν Ἐπισκόπων ἐκείνων ἡ διδασκαλία, ὁποῦ καταπεισθεὶς ὁ Βασιλεὺς Μιχαήλ, ἀφίνων τὸν Πατριάρχην Φώτιον, ἔπεμψε Πρέσβεις, καὶ δῶρα ὁμοῦ πρὸς Πάπαν Νικόλαον ζητῶν συμβουλὰς περὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης, καί, τί ἔμελλε νὰ κάμη διὰ τοὺς λοιποὺς Βουλγάρους, οἵτινες ἦτον ἀκόμη ἀβάπτιστοι; Δὲν ἦτον τόσον δύσκολον, νὰ ἐπιστρέψωσιν οἱ Βούλγαροι ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴν εἰς τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν, ἄνθρωποι νεοβαπτισμένοι, πρωτόπειροι, καὶ ὡσὰν τρυφερὰ κλονάρια εὔκολοι νὰ κλίνωσιν, ὅθεν ἤθελαν τραβιχθῇ, μάλιστα ὁποῦ ἐκεῖνοι οἱ Ἐπίσκοποι τοῦ Νικολάου ἐκήρυττον φανερά, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης Φώτιος δὲν ἦτον ἀληθινός, καὶ γνήσιος Ἀρχιερεύς, καὶ διὰ τοῦτο, ὅσα εἶχε κάμη, ὅλα ἦτον ἄκυρα. Ὅθεν διὰ τὴν ἀφορμὴν ταύτην ἔχριον πάλην μὲ τὸ ἅγιον Μῦρον, ὅσους εἶχον Βαπτισμένους οἱ Ἀνατολικοὶ τὸ πρῶτον ἐκεῖ ἀπεσταλμένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου