Εισαγωγή – μετάφραση από τα ρωσικά
Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Αντρέι Μπέλι, ο μελαγχολικός ιππότης
Μα ’γω στα πάθη δε θα προσευχηθώ!
Μπροστά σε άλλη να γονατίσω συμφωνώ! …
Αχ, να μπορούσα ν’ αποκοιμηθώ… γιατί ακόμη ξαγρυπνώ.
Αλεξάντρ Μπλοκ
Ο Αντρέι Μπέλι, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μπορίς Νικολάγιεβιτς Μπουγκάγιεφ, γεννήθηκε στην Μόσχα, στις 14 Οκτωβρίου 1880. Ήταν γιος καθηγητή, διάσημου μαθηματικού της εποχής και κοσμήτορα της Μαθηματικής Σχολής. Μέχρι τα είκοσί του χρόνια ζούσε στο κέντρο της Μόσχας, στην περίφημη συνοικία Αρμπάτ. Από το 1881 μέχρι το 1899 φοίτησε το Γυμνάσιο του Λ.Ι. Πολιβάνοφ, όπου φοιτούσαν τα παιδιά της πνευματικής ελίτ της εποχής. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στις τελευταίες τάξεις τον απασχόλησε ιδιαίτερα ο πνευματισμός, ενώ παράλληλα μελετούσε τη λογοτεχνία, με έμφαση στα έργα του Ντοστογιέφσκι, του Ίψεν και του Νίτσε. Μαθητής του γυμνασίου ακόμη, έγινε φίλος με τον Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Σολοβιόφ, αδελφό και εκδότη του γνωστού φιλόσοφου.
Σπούδασε στο τμήμα Φυσικών Επιστημών της Μαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων γνώριζε τους «πρεσβύτερους συμβολιστές», προσπαθώντας να συνταιριάσει τις μυστικιστικές καλλιτεχνικές ανησυχίες του με το Θετικισμό. Ως φοιτητής μελετάει με ενάργεια τη θεωρία του Δαρβίνου, χημεία, και ρουφάει κυριολεκτικά τα άρθρα του περιοδικού «Ο Κόσμος της Τέχνης». Το 1903 αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της ίδρυσης του λογοτεχνικού κύκλου «Οι αργοναύτες». Το 1904, σε μια συνεδρίαση της ομάδας στο διαμέρισμα του Αστρόφ, κατατέθηκε η πρόταση της έκδοσης συλλογής άρθρων με τίτλο «Ελεύθερη συνείδηση» και το 1906 κυκλοφόρησαν δύο τεύχη, που ήταν και τα μοναδικά. Στο μεταξύ ο Μπέλι είχε αποφοιτήσει με αριστείο από τη σχολή του και είχε εγγραφεί στην Ιστορική-Φιλολογική Σχολή. Ωστόσο, το 1905 σταμάτησε να πηγαίνει στα μαθήματα και το 1906 κατέθεσε αίτηση για να διαγραφεί από αυτή, έχοντας αποφασίσει να αφιερώσει όλο του το χρόνο στο περιοδικό «Ζυγός» (1904-1909)
Το 1903 αρχίζει να αλληλογραφεί τον Αλεξάντρ Μπλοκ, με τον οποίο, τελικά, γνωρίζεται προσωπικά το 1904. Είναι η εποχή της στενής του φιλίας με τον Μπλοκ, ο οποίος την εποχή εκείνη παραμελούσε τη σύζυγό του, Λιουμπόφ Μεντελέγιεβα, η οποία ξαφνικά ερωτεύτηκε τον Αντρέι Μπέλι και του εξομολογήθηκε τον έρωτά της. Ο νεαρός Μπέλι ανταποκρίθηκε και οι δυο νέοι έγιναν εραστές. Η παράνομη σχέση τους κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια, αλλά το 1906 ο Αλεξάντρ Μπλοκ δημοσίευσε το περίφημο θεατρικό του έργο για ένα ερωτικό τρίγωνο με το τίτλο «Το μπουλούκι». Η Μεντελέγιεβα αμέσως κατάλαβε το υπονοούμενο. Ζήτησε έτσι από τον Αντρέι Μπέλι να χωρίσουν για ένα διάστημα, προκειμένου να σκεφτεί και να αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή της. Ακολούθησαν δέκα βασανιστικοί μήνες για τον Αντρέι Μπέλι, ο οποίος, όπως εξομολογήθηκε αργότερα σε φίλους του, σκεφτόταν συχνά την αυτοκτονία. Τελικά η Μεντελέγιεβα αποφάσισε να μείνει σύζυγος του Μπλοκ και να διαγράψει για πάντα από τη ζωή της τον Αντρέι Μπέλι. Ο ποιητής έφυγε τότε στο εξωτερικό, όπου περιπλανήθηκε για δύο χρόνια και έγραψε δύο ποιητικές συλλογές, αφιερωμένες η μία στον Μπλοκ και η άλλη στη Μεντελέγιεβα. Επιστρέφοντας στη Ρωσία, γνώρισε την Άσια (Άννα Αλεξέγιεβνα) Τουργκιένεβα, ζωγράφο και οπαδό της ανθρωποσοφίας, και μαζί της ταξίδεψε στη Σικελία, τη Τυνησία, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη.
Το πρώτο του βιβλίο (1902), με τίτλο Δραματική συμφωνία, περιλάμβανε κείμενα γραμμένα σε ρυθμική πρόζα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1904, δημοσίευσε την ποιητική του συλλογή «Χρυσός στο γαλάζιο», όπου ξεδίπλωσε όλη την ωριμότητα της ποιητικής δημιουργίας του. Το 1909 κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή «Στάχτη», η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του ποιητή Νεκράσοφ και μέχρι σήμερα θεωρείται από πολλούς το αρτιότερο έργο του. Είναι η ποιητική συλλογή που γράφτηκε υπό την επήρεια των γεγονότων της Ρωσικής Επανάστασης του 1905. Εκεί περιγράφει την τραγική κατάσταση της αγροτικής Ρωσίας, παραθέτει όμως και εξαιρετικές σατιρικές προσωπογραφίες εκπροσώπων της εξουσίας και πλουσίων.
Η ποίηση του Αντρέι Μπέλι εισήγαγε στη ρωσική ποιητική δημιουργία πολλές νέες ιδέες και καινοτομίες. Ο ίδιος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη ρυθμική κάθε ξεχωριστού στίχου, τολμώντας, παράλληλα, να χρησιμοποιήσει τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα στο λυρισμό, την ειρωνεία και το πάθος. Διαβάζοντας τα ποιήματα του Μπέλι, ο αναγνώστης διαπιστώνει πόσο οργανικά δένονται μεταξύ τους οι τοπιογραφίες και τα φιλοσοφικά μοτίβα, οι σκηνές της καθημερινότητας και οι βαθύτερες εξομολογήσεις του ποιητή.
Από τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνική και ποιητική κονίστρα ο Μπέλι ανήκε στο κίνημα των Συμβολιστών και ήταν θαυμαστής του φιλόσοφου Βλαδίμηρου Σολοβιόφ. Έδειξε, επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το έργο του Νίτσε, του Βάγκνερ, και άλλων στοχαστών και καλλιτεχνών. Ο Μπέλι μάς έχει κληροδοτήσει θαυμάσια δοκίμια και έργα για τη θεωρία του συμβολισμού, αν και ο ίδιος, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, περιπλανιόταν από το ένα φιλοσοφικό δόγμα στο άλλο, σε μια αέναη αναζήτηση της αλήθειας. Στο επίκεντρο των αναζητήσεών του ήταν ο θεολογικός σχολαστικισμός με αποχρώσεις μυστικισμού. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως «Το νόημα της τέχνης μπορεί να είναι μόνο θρησκευτικό». Στη γραφίδα του ανήκουν πολλά βιβλία σχετικά με τη θεωρία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως Ο Συμβολισμός, Αραβουργήματα, Η τέχνη του Γκόγκολ.
Ήταν φίλος με τους ποιητές Αλεξάντρ Μπλοκ, Βαλέρι Μπάλμοντ και Ντμίτρι Μερεζκόφσκι και τακτικό συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού «Ζυγός». Κατά την διάρκεια των ταξιδιών του στην Ευρώπη, γνωρίζεται και συνάπτει φιλικές σχέσεις με τους ανθρωποσοφιστές Ρούντολφ Στάινερ και Κριστιάν Μόργκενστερ.
Η γνωριμία του το 1912, στο Βερολίνο με τον Ρούντολφ Στάινερ ήταν καθοριστική. Γοητεύεται από την προσωπικότητα και τις ιδέες του και γίνεται μαθητής του. Οι φίλοι του Μπέλι φοβούνται πως αυτό θα επιδράσει αρνητικά στην εξέλιξη του ως ποιητή και πεζογράφου και ο ίδιος καταβάλει μεγάλες προσπάθειες να τους πείσει για το αντίθετο. Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Στάινερ και οι μαθητές του μετακόμισαν στην Ελβετία, όπου άρχισαν να οικοδομούν το «ναό» Γκετεάνουμ με τα ίδια τους τα χέρια. Στις 23 Μαρτίου 1914 στη Βέρνη έγινε ο πολιτικός γάμος του ποιητή με την Άννα Τουργκιένεβα. Το 1916 ο Μπέλι καλείται να εκπληρώσει τα στρατιωτικά του καθήκοντα και, ταξιδεύοντας μέσω της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας, επιστρέφει στη Ρωσία, δίχως όμως τη σύζυγό του.
Αμέσως μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, γίνεται μέλος της ομάδες «Σκύθες», στην οποία συμμετείχε και ο Αλεξάντρ Μπλοκ. Είναι η εποχή που τον περιβάλλει η φήμη και το κύρος του επιφανούς θεωρητικού της τέχνης, του εξαίρετου ποιητή και συγγραφέα.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, μαζί με άλλους καλλιτέχνες αρχίζει να εργάζεται στην οργάνωση Προλεταριακή Κουλτούρα. Το 1919 αρχίζει να σκέφτεται την αυτοεξορία του στο εξωτερικό, προκειμένου να συναντήσει τη σύζυγό του. Οι αρχές καθυστερούν να του δώσουν διαβατήριο, πράγμα που το επιτυγχάνει μόλις το 1921. Συναντιέται, επιτέλους, με τη σύζυγό του, μόνο που εκείνη τού προτείνει να χωρίσουν οριστικά. Είχε ήδη αποφασίσει να αφιερώσει όλο της το χρόνο στη διάδοση των ιδεών του Στάινερ και πολλοί την αποκαλούσαν «μοναχή της ανθρωποσοφίας».
Τον Οκτώβριο του 1923 ο Μπέλι επιστρέφει στη Μόσχα. Μετά από λίγο, εμφανίζεται στη ζωή του μια άλλη γυναίκα, με την οποία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η Κλαύδια Νικολάγιεβνα Βασίλιεβα, η οποία ήταν και η τελευταία σύντροφος της ζωής του. Ο ίδιος δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, διακατεχόταν όμως από αισθήματα εξάρτησης από αυτήν, καθώς την θεωρούσε σωτήρα του. Ήρεμη, μειλίχια, περίφροντις, η Κλαύδια έγινε στις 18 Ιουλίου 1931 σύζυγός του. Από τον Μάρτιο του 1925 μέχρι τον Απρίλιο του 1931 ζούσαν σε δυο δωμάτια που νοίκιαζαν στο Κούτσινο, στα περίχωρα της Μόσχας.
Εκτός όμως από ποιητής, ο Αντρέι Μπέλι διακρίθηκε και ως πεζογράφος με τα μυθιστορήματα Ασημένιο περιστέρι(1909), Πετρούπολη (1914), Ο γατούλης Λετάγιεφ (1922), Μόσχα (1926-32). Πρόκειται για μυθιστορήματα γκροτέσκα, για σατιρικά έργα, στα οποία η πραγματικότητα περιγράφεται μέσα σε ένα πέπλο μυστικισμού. Κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η αποσπασματικότητα της πλοκής, το πέρασμα από τη μια διάσταση του χρόνου στην άλλη, το παιχνίδι του ρυθμού και των ήχων. Κατά τη δεκαετία του 1930 ο Μπέλι έγραψε βιβλία με απομνημονεύματα και αναμνήσεις, όπως Στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Η αρχή του αιώνα και Μεταξύ δύο επαναστάσεων, τα οποία αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη και χρήσιμο εργαλείο για τη κατανόηση της ιστορίας των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά και της πνευματικής ζωής της Ρωσίας γενικότερα.
Δίχως την αντιφατική, συγκλονιστική και εμπνευσμένη μορφή του Αντρέι Μπέλι είναι αδύνατο να γίνει κατανοητή η ατμόσφαιρα της εποχής που προηγήθηκε του 1917 και των κατακλυσμιαίων γεγονότων. Ο ίδιος ο ποιητής, μαζί με τον Αλεξάντρ Μπλοκ, την εξέλαβαν ως νέμεση για τις αποτρόπαιες πράξεις της τσαρικής εξουσίας. Προφανώς, δεν υποπτευόταν καν τίνος τα κεφάλια θα κοπούν μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων.
Ο Αντρέι Μπέλι πέθανε στις 8 Ιανουαρίου 1934 στη Μόσχα, στα χέρια της Κλαύδιας Νικολάγιεβνα Βασίλιεβα. Η Λιουμπόφ Ντμίτριεβνα Μεντελέγιεβνα, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, έζησε πέντε ακόμη χρόνια.
М. И. Цветаевой
Неисчисляемы
Орбиты серебряного прискорбия,
Где праздномыслия
Повисли -
Тучи...
Среди них -
Тихо пою стих
В неосязаемые угодия
Ваших образов:
Ваши молитвы -
Малиновые мелодии
И
Непобедимые ритмы.
1922
Цоссен
САМОСОЗНАНИЕ
Мне снились: и море, и горы...
Мне снились...
Далекие хоры
Созвездий
Кружились
В волне мировой...
Порой метеоры
Из высей катились,
Беззвучно
Развеявши пурпурный хвост надо мной.
Проснулся - и те же: и горы,
И море...
И долгие, долгие взоры
Бросаю вокруг.
Все то же... Докучно
Внимаю,
Как плачется бездна:
Старинная бездна лазури;
И - огненный, солнечный
Круг.
Мои многолетние боли -
Доколе?..
Чрез жизни, миры, мирозданья
За мной пробегаете вы?
В надмирных твореньях, -В паденьях-
Течет бытие... Но -о боже -
Сознанье
Все строже, все то же -
Все то же
Сознанье
Мое.
Февраль 1914
Базель
ГОЛОС ПРОШЛОГО
1. В веках я спал... Но я ждал, О, невеста Север моя! Я встал из подземных зал Спасти − тебя, тебя! Мы рыцари дальних стран. Я − рог, гудящий из тьмы. В сырой, в дождевой туман − Несемся на север мы. На крутые груди коней Кидается чахлый куст... Как ливень, потоки дней, Как бури, глаголы уст! Плащ семицветием звезд Слетает в туман с плеча, Тяжелый червонный крест − Рукоять моего меча. Его в пустые края Вознесла стальная рука. Секли мечей лезвия − Не ветер − года, века! 2. Тебя с востока мы − Идем встречать в туман: Верю, − блеснешь из тьмы, Рыцарь далеких стран:
Слышу топот коней...
Зарей багрянеет куст... Слетает из бледных дней Призыв гремящих уст.
Тяжел железный крест...
Тяжела рукоять меча... В туман окрестных мест Дымись, моя свеча! 1911, Боголюбы Поет облетающий лес
нам голосом старого барда.
У склона воздушных небес
протянута шкура гепарда.
Не веришь, что ясен так день,
что прежнее счастье возможно.
С востока приблизилась тень
тревожно.
Венок возложил я, любя,
из роз - и он вспыхнул огнями.
И вот я смотрю на тебя,
смотрю, зачарованный снами.
И мнится - я этой мечтой
всю бездну восторга измерю.
Ты скажешь - восторг тот святой?
Не верю!
Поет облегающий лес
нам голосом старого барда.
На склоне воздушных небес
сожженная шкура гепарда.
Апрель 1902
Москва
Я
Далек твой путь: далек, суров.
Восходит серп, как острый нож.
Ты видишь - я. Ты слышишь - зов.
Приду: скажу. И ты поймешь.
Бушует рожь. Восходит день.
И ночь, как тень небытия.
С тобой Она. Она как тень.
Как тень твоя. Твоя, твоя.
С тобой - Твоя. Но вы одни,
Ни жизнь, ни смерть: ни тень, ни свет,
А только вечный бег сквозь дни.
А два летят, летят: их - нет.
Приди. - Да, да: иду я в ночь.
Докучный рой летящих дней!
Не превозмочь, не превозмочь.
О ночь, покрой кольцом теней!
Уйдешь - уснешь. Не здесь, а - там.
Забудешь мир. Но будет он.
И там, как здесь, отдайся снам:
Ты в повтореньях отражен.
Заснул - проснулся; в сон от сна.
И жил во сне; и тот же сон,
И мировая тишина,
И бледный, бледный неба склон;
И тот же день, и та же ночь;
И прошлого докучный рой...
Не превозмочь, не превозмочь!...
Кольцом теней, о ночь, покрой!
Декабрь 1907
Петербург
|
Στην Μαρίνα Τσβετάγιεβα
Αναρίθμητες
Οι τροχιές της ασημένιας θλίψης,
Όπου της οκνηρίας οι σκέψεις
Έφεραν –
Μαύρα σύννεφα …
Ανάμεσα τους –
Ήρεμα τραγουδώ ένα στίχο
Για την ανεπαίσθητη χάρη
Των μορφών σας:
Οι προσευχές σας –
Γλυκές μελωδίες
Και ακατανίκητος ρυθμός
1922
ZossenΑπό την ποιητική συλλογή «Μετά το χωρισμό» (1922)
Αυτοσυνείδηση
Ονειρεύτηκα: και τη θάλασσα, και τα βουνά…
Ονειρεύτηκα…
Μακρινές χορωδίες
Των αστερισμών
Περιστρέφονταν
Στα κύματα της οικουμένης…
Κάποιες στιγμές οι μετεωρίτες
Κυλούσαν από τα ύψη
Αθόρυβα
Απλώνοντας την πορφυρή ουρά τους από πάνω μου.
Ξύπνησα και πάλι τα ίδια: και τα βουνά,
Και η θάλασσα…
Και ρίχνω γύρω μου
Βλέμματα μακρινά, μακρινά.
Όλα είναι ίδια… Πληκτικά
Κοιτάζω
Πώς κλαίει το έρεβος:
Το αρχέγονο έρεβος
Του γαλανού·
Και ο φλεγόμενος κύκλος
Του Ήλιου.
Πόνοι μου πολύχρονοι
Ώς πότε;
Ξοπίσω μου τρέχετε
Μέσα από ζωές, κόσμους, σύμπαντα;
Στα υπερκόσμια πλάσματα, –στις πτώσεις–
Κυλά το είναι… Αλλά –ω Θεέ!–
Η συνείδηση
Ολοένα και πιο αυστηρά, παραμένει η ίδια –
Παραμένει η ίδια
Η συνείδηση
Μου.
Φεβρουάριος 1914
Βασιλεία Από την ποιητική συλλογή «Η βασίλισσα και οι ιππότες»
Η φωνή του παρελθόντος
1
Αιώνες κοιμόμουν… Περίμενα όμως,
Εσένα Βορρά, μνηστή μου!
Για να σε σώσω, βρήκα από
Τις υπόγειες αίθουσες, για να σε σώσω!
Είμαστε ιππότες χωρών μακρινών.
Είμαι το κέρας που σαλπίζει στο σκοτάδι.
Μέσα στην υγρή, τη βροχερή ομίχλη –
Προς το Βορρά τραβάμε.
Στων αλόγων τα στήθη τα κυρτά
Μια μαραμένη βάτος κρέμεται…
Σα νεροποντή είναι το ρεύμα των ημερών
Σα θύελλα τα λόγια των χειλιών!
Το επτάχρωμο αδιάβροχο των αστεριών
Πετάει προς την ομίχλη από τον ώμο,
Βαρύς του φάντη ο σταυρός –
Η λαβή του σπαθιού μου.
Χέρι ατσάλινο τον έφερε
Ώς εδώ την ερημιά.
Την κόψη του ξίφους ακόνιζαν –
Όχι ο άνεμος– μα οι χρόνοι, οι αιώνες!
2
Ερχόμαστε απ’ την Ανατολή
Μεσ’ την ομίχλη να σε συναντήσουμε:
Πιστεύω, θα λάμψεις μέσα στο σκοτάδι
Ιππότη εσύ μιας χώρας μακρινής…
Ακούω των καλπασμό των αλόγων
Την αυγή που πυρπολεί τη βάτο
Πετώντας από τις χλομές μέρες
Θα έρθει το κάλεσμα των χειλιών του μέλλοντος.
Βαρύς ο σιδερένιος ο σταυρός
Βαριά η λαβή του ξίφους
Λάμψε μεσ’ την ομίχλη
Κερί μου!
1911
Μπογκολιούμπι.
Ο ποιητής που πετάει στο δάσος
Πάνω στη φωνή ενός γέρου βαρύτονου.
Στην πλαγιά των ιπτάμενων ουρανών
Είναι απλωμένο το τομάρι ενός γατόπαρδου.
Δεν πιστεύεις, κι ας είναι ξεκάθαρο πολύ, Πως η παλιά ευτυχία είναι δυνατή. Από την Ανατολή μια σκιά Ανήσυχη πλησιάζει. Στεφάνι από ρόδα που αγαπώ, απώθησα, Κι εκείνο άρπαξε φωτιά. Και να που τώρα σε θωρώ Από τα όνειρα μαγεμένος. Και κυνηγώντας το όνειρο αυτό Θα μετρήσω όλο το έρεβος της έκστασης Θα πεις ότι η έκσταση τούτη είναι ιερή … Δεν σε πιστεύω!
Ο ποιητής που πετάει στο δάσος
Πάνω στη φωνή ενός γέρου βαρύτονου.
Στην πλαγιά των ιπτάμενων ουρανών
Είναι το καμένο τομάρι ενός γατόπαρδου.
Απρίλιος 1902
Μόσχα
Από την ποιητική συλλογή «Χρυσό στο γαλάζιο»
Εγώ
Μακρύς ο δρόμος σου: μακρύς και δύσκολος.
Το δρεπάνι ανατέλλει, σαν ακονισμένο μαχαίρι.
Εγώ είμαι βλέπεις. Εσύ το κάλεσμα ακούς.
Θα έρθω και θα πω. Κι εσύ θα καταλάβεις.
Θροΐζει η αλέα. Η μέρα ανατέλλει.
Κι η νύχτα σα σκιά ανυπαρξίας πια.
Μαζί σου είναι. Σα σκιά.
Σαν τη σκιά σου. Τη δική σου τη σκιά.
Μαζί σου είμαι δική σου. Μα είμαι βλέπεις μοναχός,
Μηδέ ζωή, μήδε θανατικό: ούτε σκιά, ούτε φως,
Μα η αιώνια φυγή μέσ’ στις μέρες.
Κι οι δυο πετούν, πετούν: μα δεν υπάρχουν πια.
Έλα. – Ναι, ναι: θα έρθω τη νύχτα.
Η ζαλισμένη ροή των ιπτάμενων ημερών!
Μην αντιστέκεσαι, μην αντιστέκεσαι.
Ω νύχτα, έλα και σκέπασέ με, με το δαχτυλίδι των σκιών!
Αν φύγεις θα αποκοιμηθείς. Δεν είμαι εδώ, μα εκεί.
Θα λησμονήσεις τον κόσμο. Μα θα υπάρχει.
Κι εκεί, κι εδώ, στα όνειρα παραδίνεσαι:
Αντανακλάσαι στις επαναλήψεις.
Αποκοιμήθηκες – ξύπνησες. Απ’ όνειρο σ’ όνειρο.
Ζούσες μέσα στ’ όνειρο. Μα όνειρο κι εδώ,
Στην οικουμενική ησυχία
Και ο χλομός, ο χλομός θόλος τ’ ουρανού.
Και πάλι μέρα, και πάλι νύχτα·
Κι η ζαλισμένη ροή του παρελθόντος …
Μην αντιστέκεσαι, μην αντιστέκεσαι!
Με το δαχτυλίδι των σκιών, ω νύχτα σκέπασέ με!
Δεκέμβριος 1910
Πετρούπολη
Από την ποιητική συλλογή «Κάλπη»
|
Από όλο το κείμενο θα μου επιτρέψετε να στηλιτεύσω μόνο μία φράση:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Ο ίδιος ο ποιητής, μαζί με τον Αλεξάντρ Μπλοκ, την εξέλαβαν ως νέμεση για τις αποτρόπαιες πράξεις της τσαρικής εξουσίας. Προφανώς, δεν υποπτευόταν καν τίνος τα κεφάλια θα κοπούν μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων."
Πόσο εύκολα και άνετα καταφέρνετε να απενοχοποιήσετε ένα τυραννικό μεσαιωνικό αυταρχικό καθεστώς αιώνων πετώντας ένα πυροτέχνημα περί "βίας των μπολσεβίκων". Αν είναι να μιλήσουμε για τα "εγκλήματα" των κομμουνιστών είναι εντελώς διαφορετικό θέμα συζήτησης. Το να το συνδέουμε με την τσαρική βία, δηλαδή με ένα καθεστώς όλοσδιόλου διαφορετικό με διαφορετικής μορφής καταπίεση, είναι σα να βάζουμε το ένα χέρι στη φωτιά, το άλλο χέρι πάνω σε μια παγοκολώνα και να λέμε ότι η θερμοκρασία του σώματός μας είναι η φυσιολογική.
Απόστολος