Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόποο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής που φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίουη φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο κόπο·ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου.
5Καινούρια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία…Συλλογίστηκε κανένας τί υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία·ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει αστρονομίζεται *γυρεύει.
Στενοχωριέται: α χτυπήσουν την πόρτα ποιός θ’ ανοίξει; Αν ανοίξει βιβλίο ποιόν θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την ψυχή του ποιός θα κοιτάξει; Αλυσίδα.10Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.
Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.Πώς μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου… κι ο ναύκληρος αξούριστος που ’χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα…15Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν κι η μέρα πάει να γλυκάνει.Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα.
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»γρινιάζει κάποιος φωνογράφος·πες μου τί να της πω, Χριστέ μου,τώρα συνήθισα μονάχος.
5Με φυσαρμόνικες που σφίγγουνφτωχοί μη βρέξει και μη στάξειόλο και κράζουν τους αγγέλουςκι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.
Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους10μα χάμω χνότισαν ομίχλεςδόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναντις φτωχιές μας ψυχές σαν τσίχλες.
Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια— Έτσι ζεις; — Ναι! Τί θες να κάνω·15τόσοι και τόσοι είναι οι πνιμένοικάτω στης θάλασσας τον πάτο.
Τα δέντρα μοιάζουν με κοράλλιαπου κάπου ξέχασαν το χρώματα κάρα μοιάζουν με καράβια20που βούλιαξαν και μείναν μόνα…
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»Λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;Αγάπη, πού ’ναι η εκκλησιά σουβαρέθηκα πια στα μετόχια.
25Α! να ’ταν η ζωή μας ίσιαπώς θα την παίρναμε κατόπιμ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθηπρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.
Και ποιά είν’ η κόχη; Ποιός την ξέρει;30Τα φώτα φέγγουνε τα φώταάχνα! δε μας μιλούν οι πάχνεςκι έχουμε την ψυχή στα δόντια.
Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;Η μέρα φόρεσε τη νύχτα35όλα ειναι νύχτα, όλα ειναι νύχτακάτι θα βρούμε ζήτα ζήτα…
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»Βλέπω τα κόκκινά της νύχιαμπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν40και τη θυμάμαι με το βήχα.
Λονδίνο, Χριστούγεννα 1924
|
Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιάμα οι δυο καμινάδες που μ’ άρεσαν στην ξενιτιά πίσω απ’ τα κέδρα, γυρίζουν πάλισα βλέπω τα δυο κυπαρίσσια πάνω από τη γνώριμή σου την εκκλησιάπου έχει τους κολασμένους ζωγραφιστούς να τυραννιούνται μες στη φωτιά και στην αθάλη.
5Όλο το Μάρτη τα λαγόνια σου τα ωραία τα ρήμαξαν οι ρεματισμοί και το καλοκαίρι πήγες στην Αιδηψό.Θεοί! πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει, θα ’λεγες φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας.Κάνει ζέστη βαθιά ώς τη νύχτα, τ’ άστρα πετάνε σκνίπες, πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ·φεγγάρι και κινηματογράφος, φαντάσματα και πνιγερός ανήμπορος λιμιώνας.
Βερίνα, μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι10και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραΐλα κι από την πείνασαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν ένα μονογυάλισαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.
Αργούν οι μέρες· οι μέρες οι δικές μου τριγυρίζουν μέσα στα ρολόγια και ρυμουλκούνε το λεπτοδείχτη.Γιά θυμήσου σα στρίβαμε λαχανιασμένοι τα σοκάκια για μη μας ξεκοιλιάσουν οι φάροι των αυτοκινήτων.15Η σκέψη του ξένου κόσμου μας κύκλωνε και μας στένευε σαν ένα δίχτυκαι φεύγαμε μ’ ένα λεπίδι κρυμμένο μέσα μας κι έλεγες «ο Αρμόδιος κι οΑριστογείτων».
Σκύψε το κεφάλι να σε ιδώ, μα κι α σ’ έβλεπα θα γύρευα να κοιτάξω πιο πέρα.Τί αξίζει ένας άνθρωπος τί θέλει και πώς θα δικαιολογήσει την ύπαρξή του στη δευτέρα παρουσία;Α! να βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα20μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για να παλέψω με τα στοιχεία.
Κοκκιναράς, 5 Αυγούστου 1928
|
Ο Τάκης Σινόπουλος χαρακτηρίζει τα παραπάνω ποιήματα τα πιο ¨ακάθαρτα" ποιήματα του Σεφέρη της πρώτης φάσης, χάρη στα "πεζολογικά στοιχεία" που εισάγουν. Διαβλέπει σε αυτά συγγένεια με τον Laforgue, μια προυπόθεση για την προσέγγιση του Σεφέρη προς τον Έλιοτ, και την απομάκρυνση από τον Βαλερί. (Mario Vitti, Η γενιά του τριάντα, 2012, σελ. 106-107)
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου