Ο Αλέξανδρος Μάτσας σε φωτογραφία από τα μέσα της δεκαετίας του 1930
Γεννημένος το 1910 στην Αθήνα, ο Αλέξανδρος Μάτσας έκανε μια λαμπρή διπλωματική καριέρα (καταλήγοντας πρέσβης στην Ουάσιγκτον επί προεδρίας Τζον Κένεντι), ταξίδεψε και έζησε σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και την οινοποιία, έγραψε τρεις τραγωδίες με αρχαιοελληνική θεματολογία (εκ των οποίων οι δύο, η Κλυταιμνήστρα και ο Κροίσος, ανέβηκαν από το Εθνικό Θέατρο) και πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 59 ετών, αφήνοντας πίσω του τρία βιβλία με τον γενικό τίτλο Ποιήματα(η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε προπολεμικά, το 1934, και οι δύο επόμενες το 1946 και το 1964).
Παρά το μικρό δέμας της παραγωγής του ο Μάτσας μοιάζει στις ημέρες μας ένας εκλεκτός της γενιάς του 1930 που θέλησε να μείνει μακριά από τις κεντρικές επιλογές της, χωρίς όμως να παραμερίσει ούτε κατ' ελάχιστον το βασικό της μέλημα: την έγνοια για την εκ βάθρων ανασύνταξη και ανανέωση της ποιητικής γραφής.
Αποφεύγοντας τόσο τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό του Σεφέρη όσο και τις εκ Γαλλίας ορμώμενες υπερρεαλιστικές αναζητήσεις του Ελύτη, του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου, ο Μάτσας θα υπερβεί την έμμετρη παράδοση με έναν εντελώς δικό του τρόπο: από τη μια θα επιστρέψει στη μεικτή γλώσσα του Καβάφη και θα ενισχύσει τους καθαρευουσιάνικους τύπους της αναδεικνύοντας την αρχαία ρίζα τους και από την άλλη θα καλύψει τον στίχο του με το κατ' εξοχήν χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας, που είναι η κρυπτική έκφραση.
Στην κρυπτική αυτή έκφραση ο Μάτσας θα συμπυκνώσει και θα αποτυπώσει ολόκληρη την ποίηση και την ποιητική του: το άγχος του για την ανείπωτη φθορά των πραγμάτων, τον καβαφικό θαυμασμό του για την τελειότητα του σχήματος που διαγράφει η συνεύρεση των ερωτικών σωμάτων (μαζί με την απόγνωση για τη στιγμιαία της διάρκεια), το θάμπωμά του από το καταλυτικό φως της Αττικής και των Κυκλάδων (ένας ασταμάτητος χορός της όρασης χωρίς την παραμικρή διανοητική μεσολάβηση), την πίστη του στα υψηλά μεγέθη της αρμονίας και της ομορφιάς (εδώ θα βρούμε τις απαρχές του αισθητισμού του) αλλά και (αίφνης) τον τρόμο του για τον σιδερένιο, φονικό βηματισμό της Ιστορίας (ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή θα επηρεάσουν με δραματική ένταση το έργο του).
Ο έρωτας και οι μεταμορφώσεις του
Τι είναι ωστόσο εκείνο που πρωτίστως χαρακτηρίζει ως ποιητή τον Μάτσα και ποια ακριβώς χορδή της ευαισθησίας μας μπορεί να αγγίξει σήμερα; Κοιτάζοντας ξανά και τις τρεις συλλογές του, οι οποίες δεν φθάνουν τα 80 ποιήματα (είχε τη συνήθεια να μεταφέρει ποιήματα από συλλογή σε συλλογή), θα έλεγα ότι το θεμελιώδες, αναντικατάστατο θέμα τους είναι ο έρωτας και οι πολλαπλές μεταμορφώσεις του: από το κυνήγι της επιθυμίας και την αδιάκοπη προσπάθεια για την εκπλήρωση του πόθου (σε μια ατμόσφαιρα όπου θα κυριαρχήσουν η αποθέωση του κάλλους και ο θρίαμβος της νιότης) ως τη βαθμιαία κατάπτωση όλων των πειρασμών και την κούραση της μέσης ηλικίας, που θα μετατρέψει την αλλοτινή ορμή σε μελαγχολική, αν όχι και πεισιθάνατη μνήμη.
Θα χρειαστεί πάντως να μη βιαστούμε. Ο έρωτας δεν είναι για τον Μάτσα ούτε απροκάλυπτο πανηγύρι των αισθήσεων ούτε ρομαντικό πάθος. Ο έρωτας αποτελεί για τον ποιητή ένα αισθητικό ιδανικό που υπηρετεί την αρτιότητα της μορφής και της τέχνης. Ισως εν προκειμένω να πρέπει να κάνουμε λόγο για νεοκλασικισμό αλλά ο έρωτας θα αποδειχθεί σε μια τέτοια τροχιά και κάτι πολύ πιο βαρύ και σκοτεινό. Ενα παιδί της Νύχτας και του Ερέβους, όπως το θέλει η ορφική διδασκαλία, που θα μας μεταφέρει στην προκλασική εποχή και στα μυθικά μοτίβα της θνητότητας και της αθανασίας, δίνοντας στον νεοκλασικισμό του Μάτσα μια καθαρά υπαρξιακή πνοή.
Δεν είναι ίσως τυχαία σε αυτό το πλαίσιο η συχνή επανεμφάνιση του βιβλικού μύθου του Ασώτου. Ενας άσωτος υιός θα πρωταγωνιστήσει κατ' επανάληψη στα ποιήματα του Μάτσα αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη για την απώλεια της ερωτικής του ρώμης. Ρώμη η οποία μπορεί να ξοδευτεί ασυλλόγιστα μέσα στη δίνη του χρόνου παραχωρώντας τη θέση της μόνο σε σκιές και περιγράμματα αλλά δεν θα αποβάλει ποτέ την πρωτογενή της ανάγκη για διαύγεια, ακόμη κι αν η μοίρα μας θα έχει αύριο κάθε διάθεση να σπρώξει τα πάντα στο χάος: «Ανέδυσες απ' το βυθό του ύπνου / μ' αστέρια και κοχύλια μες στα χέρια, / και μες στα μάτια σου, τη σκοτεινή δροσιά των θαλασσών. / Καθώς τ' ανοίγεις, θέλω πρώτος να δεχθώ / το βλέμμα των/ μήπως συλλάβω, προτού σβύση, το νόημα του κόσμου που σ' εκράτησεν ολονυκτίς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου