Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΤΡΩΙΛΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΗΙΔΑ

ΤΡΩΙΛΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΗΙΔΑ

Έργο γραμμένο το 1602-1603 που δεν γνωρίζουμε πότε και αν παίχτηκε ενόσω ζούσε ο ποιητής, κατατάσσεται απ' τους μελετητές στο λεγόμενο «αρχαϊκό κύκλο» όπως τα: Ιούλιος Καίσαρας, Κοριολανός, Τίτος Ανδρόνικος, Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Το εξαίσιο λογοτεχνικό χάρισμα του Σαίξπηρ αποδεικνύεται εδώ για άλλη μια φορά όταν χαρακτήρες έντονοι όπως τα πάθη τους έρχονται σε αντιπαράθεση προσπαθώντας να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Το θέμα του πολέμου που έχουν πραγματευτεί πολλοί συγγραφείς έως σήμερα ερευνάται στον Τρωίλο σε βάθος και καταδεικνύονται όλα τα αρνητικά του στοιχεία.
Με πρωτοφανή κυνισμό οι ήρωες του έργου διαπραγματεύονται αξιώματα, συνειδήσεις, συναισθήματα και ο Σαίξπηρ βρίσκει την ευκαιρία να τονίσει για άλλη μια φορά το μάταιο του αγώνα κάθε ανθρώπου να υπερβεί τα θνητά του όρια νομίζοντας ότι έτσι θα πάρει έστω και γεύση αθανασίας.
Γνωστές,επίσης,  ιστορίες στις οποίες εμφανίζεται το θέμα του Τρωίλου και της Χρυσηίδας είναι το ποίημα Τρωίλος και Χρυσηίδα (Troilus and Criseyde) του Τζέφρυ Τσώσερ, το ποίημα Η μαρτυρία της Χρυσηίδας (The Testament of Cresseid) του Ρόμπερτ Χένρισον. 
Ο Νίκος Καρούζος έχει γράψει διήγημα με τίτλο Χρυσηίδα, το οποίο περιέχει και άλλα αρχαία ονόματα πέρα από αυτό της Χρυσηίδας

Χρυσηίδα

(Φεβρουάριος 1982)


Απ' το λαιμό της γυναίκας άρχισε η προσευχή μου

Νίκος Καρούζος


Ξεκλείδωσα και μπήκα αθόρυβα. Σκόνταψα σε μια τσάντα καθώς βάδιζα στα σκοτεινά προς τον πίνακα, να ανάψω το θερμοσίφωνο. Είδα ν' ανάβει φως στο δωμάτιο της Χρυσηίδας. Άνοιξα την πόρτα. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και με κοιτούσε απορημένη και παραπονεμένη.

«Μα που ήσουν; Τι ώρα είναι; Εφτά! Σε περίμενα χθες βράδυ, είχαμε κανονίσει να βγούμε... Πως είσαι έτσι, τι έκανες όλη τη νύχτα; Δεν είχες πει, πως θα ερχόσουν στις δέκα και μισή, για να πάμε ταβέρνα; Η Πηνελόπη και ο Σωκράτης έμειναν εδώ μέχρι τις εντεκάμιση και έφυγαν, πήρα ταξί και πήγα στο σπίτι σου, ο Διομήδης μου είπε πως είχες φύγει από το απόγευμα, έγινα περίγελος σε όλους τους γνωστούς! Δε μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο;» 

Όσο μιλούσε σηκώθηκε και με πλησίαζε, με τα κατάξανθα μακριά της μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, τα κόκκινα χείλη, το λυγερό κορμί της ντυμένο με τις νεανικές της πιτζάμες. Στην αρχή κυριαρχούσε η έκπληξη και το παράπονο στην έκφρασή της, αλλά σιγά σιγά άναβε από τα ίδια της τα λόγια και θύμωνε όλο και περισσότερο. Η αναπνοή της έγινε γρήγορη, έβλεπα το στήθος της να ανασηκώνεται και να υποχωρεί χωρίς σταθερό ρυθμό, μισό μέτρο μπροστά μου, τα χέρια της τεντωμένα, τα δάχτυλα έτοιμα να με αρπάξουν, τα χείλη άρχισαν να τρέμουν, τα μάτια νότισαν και τα δάκρυα ήταν έτοιμα να κυλήσουν. Άναψα τσιγάρο, δεν μιλούσα, τα είχα ξανακούσει όλα αυτά, σε διάφορες παραλλαγές και περίμενα, ψύχραιμος, να περάσει η μπόρα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου